Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019


Πολιτικός «Λόγος» και Τηλεόραση 1980-1989
"Το σκηνικό ενός προαναγγελθέντος Θανάτου"

Η φθινοπωρινή αύρα, εκεί περίπου 6 το απόγευμα, έχει μια μυστήρια υφή. Ενώ έχει τελειώσει το καλοκαίρι πρόσφατα, σε κάνει να το αναπολείς και ταυτόχρονα σε αγχώνει  η σκέψη του επερχόμενου χειμώνα. Αυτό άλλωστε είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα των εποχών η μετάβαση και το γεφύρωμα ανάμεσα σε αυτήν που έφυγε και εκείνης  που θα έρθει.  Στο επίπεδο της κοινωνικής μετάβασης τη δεκαετία του ‘80 συναντάμε ισχυρές αντικρουόμενες κοινωνικές τάσεις, οι οποίες «σχολιάζονται» πολύ εύστοχα από τη σάτιρα του Χάρρυ Κλυνν.  Παράλληλα κάνουν την εμφάνιση τους πρωτότυπες εκδηλώσεις με τεράστια συμμετοχή του κόσμου, που σηματοδοτούν ένα πολιτισμικό γεγονός πρωτόγνωρο για την Ελληνική Κοινωνία. Πλέον οι μεγάλες λαϊκές συναυλίες της μεταπολίτευσης, με τη μορφή ιεροτελεστίας, ανήκουν στο παρελθόν και το «πάρτυ της Βουλιαγμένης» (1983) του Λουκιανού Κηλαϊδόνη, προτείνει την ελευθερία της κίνησης, της συμμετοχής και της διασκέδασης όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας.    Αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα χαρακτηρίζουν τη δεκαετία του 1980, άνθρωποι, ιδέες, αντιλήψεις, συνήθειες και ιδεολογίες οδεύουν σε κάτι νέο.
Ήταν δίκαιο αίτημα της κοινωνίας που έγινε πράξη;  Η πρώτη σοσιαλιστική κυβέρνηση είναι γεγονός. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις, ο αιτών ‘’πελαγοδρομεί’’ ανάμεσα στην αίτηση και το αιτούμενο, γεγονός που εκφράστηκε μέσα από τα ΜΜΕ της εποχής αλλά και από τον τρόπο που εξελίχθηκαν αυτά.  Θα έλεγε κανείς πως τα ΜΜΕ τη δεκαετία του ’80 και η κοινωνία, ωρίμαζαν με μια παράλληλη πορεία, σαν δυο τρένα που κατευθύνονται στον ίδιο σταθμό, δίχως να έχουν υπολογίσει ότι η αποβάθρα είναι μόνο για ένα, αλλά και ότι  το δίκτυο είναι από την εποχή του Χ. Τρικούπη.  Από τη μια η «Αλλαγή» από την άλλη o συντηρητισμός, το «νέο» με επικάλυψη του «παλαιού» , το πρωτοποριακό με παρελθοντικό χαρακτήρα και όλα αυτά με τον «αέρα» αλλαγής να δυναμώνει όσο περνά ο χρόνος και τα τρένα  αυξάνουν ταχύτητες.
Είναι γεγονός ότι η τηλεόραση αποτελεί πια- για την ελληνική οικογένεια- το απόλυτο μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Ταυτόχρονα αποτελεί  ¨εργαλείο¨ χειραφέτησης αλλά και χειραγώγησης  υπό τον έλεγχο των εκάστοτε κυβερνήσεων. Έτσι, η διοίκηση της τηλεόρασης  είναι μια από τις πιο δύσκολες  εξισώσεις που καλείται να λύσει η κάθε κυβέρνηση, και η οποία όσο απλή κι αν φαίνεται τόσο πιο δύσκολη είναι. Αυτό συμβαίνει λόγω της ιδιαιτερότητας,  της αμεσότητας και της ανταπόκρισης που τυγχάνει το συγκεκριμένο μέσο, ειδικά σε εποχές που η ενημέρωση και η ψυχαγωγία του λαού είναι αποκλειστικά κυβερνητική υπόθεση, όλοι συμφωνούν ότι «το δελτίο ειδήσεων ανήκει στο λαό». Η αναμενόμενη και ταυτόχρονα πολλά υποσχόμενη νέα διοίκηση  των κρατικών καναλιών μετά το 1981, έχει ένα συγκεκριμένο έργο που οφείλει να επιτελέσει με την επίκληση της συλλογικότητας , τον πλουραλισμό και τον εκδημοκρατισμό του τηλεοπτικού προγράμματος. Παράλληλα ο κομματικός και πολιτικός λόγος ήταν απαραίτητο να διαδίδεται και μέσα από τις νέες διαφημίσεις, τα νέα σήριαλ και τις εκπομπές,  που θα διαμόρφωναν το πλαίσιο των εκσυγχρονιστικών μεταβολών το οποίο προκρίνει η κυβέρνηση για την ελληνική κοινωνία.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει να επιδείξει, τη δεκαετία του 80, ένα αξιόλογο νομοθετικό έργο για τον εκδημοκρατισμό και τον κοινωνικό και ευρύτερα πολιτισμικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. (ψήφος στα 18, πολιτικός γάμος, αποποινικοποίηση μοιχείας, ισότητα των δυο φύλων, επέτειος της μάχης του Γράμμου και ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, αναγνώριση της εθνικής αντίστασης κ.α.) Σε αυτήν την απόπειρα εκσυγχρονισμού είναι φανερό ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών συγκρούσεων. Τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις ή και ρήξεις  προσπαθεί να αμβλύνει η τηλεόραση άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με αποτυχία όπως ήταν αναμενόμενο. Αν το 1981 το σήριαλ «ΤΑ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΑ» συντάραξε την ελληνική κοινωνία ή όχι είναι ένα θέμα προς συζήτηση. Αναμφίβολα όμως η προσμονή του τηλεοπτικού κοινού, μετά την απαγόρευση της προβολής των παλαιών σήριαλ  από τη νέα διοίκηση, καλλιέργησε μεγάλες προσδοκίες οι οποίες μάλλον δεν ικανοποιήθηκαν από το πρώτο σοσιαλιστικό σήριαλ. Το τίμημα αυτής της απογοήτευσης, για την κυβέρνηση, ήταν ότι δεν πέρασε το μήνυμα που αναδείκνυε με άριστο τρόπο ο Μιχαηλίδης από το σήριαλ, για την έννοια της απεργίας, το ρόλο των μεγάλων ευεργετών (Συγγρός) και της πρώτης τεράστιας χρηματιστηριακής απάτης του χρηματιστηρίου Αθηνών. «Μάλλον το συγκεκριμένο σήριαλ αν προβαλλόταν στη δεκαετία του 1990 θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον ».
Εύλογα αναρωτιέται κανείς για το πόσο εύκολα θα μπορούσε να ‘’περάσει’’ το σήριαλ «ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΑ» σε ένα κοινό που είχε γαλουχηθεί με το «ΝΤΑΛΑΣ» που προβάλλεται ήδη από το 1978, ή με την «ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ» που προβάλλεται από το 1981. Οι συγκρίσεις και οι συγκρούσεις σε όλα τα επίπεδα είναι αμείλικτες.  Από τη μια πλευρά βρίσκονται σαπουνόπερες με κόστος παραγωγής εκατομμυρίων δολαρίων και τηλεθεάσεις που αγγίζουν τα 350 εκατομμύρια τηλεθεατών (21 Νοεμβρίου 1981) σε όλο τον πλανήτη, που αναδεικνύουν τη χλιδή, την ίντριγκα, τη δύναμη και τον πλούτο. Από την άλλη εμφανίζεται μια παραγωγή που το κόστος παραγωγής της ανέρχεται για ένα επεισόδιο, στο ένα εκατομμύριο (ρεκόρ για την εποχή) και αναδεικνύει τη συντροφικότητα, τη φτώχεια, τον αγώνα της εργατικής τάξης και την εκμετάλλευση της.  Η επιθετική πολιτική της διοίκησης της ΕΡΤ, με άξονα το καθημερινό σήριαλ,  για πολλούς θεωρήθηκε επιτυχημένη, αλλά για το τηλεοπτικό κοινό άστοχη και εκτός πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που ακόμα δεν έχει προλάβει να διεκδικήσει τη θέση της στη συνείδηση του κοινού της τηλεόρασης.
Ένα άλλο σήριαλ, που αποτελεί κατά τη γνώμη μου, επιτυχημένη προσπάθεια της διοίκησης της ΕΡΤ, για την άμβλυνση των συγκρούσεων που προκύπτουν από την «Αλλαγή» είναι το «ΜΙΝΟΡΕ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ». Πρόκειται για ένα σήριαλ που δεν ήρθε να συνταράξει το τηλεοπτικό κοινό αλλά να το ‘’διαπαιδαγωγήσει’’ με τον πολύ ήρεμο τρόπο που εμπνεύστηκε ο Φ. Μεσθεναίος το 1983. Οι νεαροί άφθαρτοι τότε ηθοποιοί (Καφετζόπουλος, Ζαβραδινός, Καταλειφός) ενσαρκώνουν την αλήθεια τόσο για το ρεμπέτικο τραγούδι, όσο και για τη ζωή του ρεμπέτη, ενώ ταυτόχρονα καταρρίπτουν μύθους και στερεότυπα. Παράλληλα οι προσεγμένες επιλογές των τραγουδιών και οι εξαιρετικές εκτελέσεις από την Αθηναϊκή Κομπανία, εγκαινιάζουν μια νέα μορφή νομιμοποίησης του ρεμπέτικου τραγουδιού που έρχεται ως συνέχεια από τις λαϊκές πινελιές του 1956 του Χατζιδάκι.  «Η πραγματική ιστορία του σήριαλ είναι τα τραγούδια του». «ΤΟ ΜΙΝΟΡΕ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ» είναι το αντίπαλο δέος των «ΛΑΥΡΕΤΙΚΩΝ», ακριβώς γιατί περνά την αλήθεια (κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική) στο ευρύ κοινό με «μελωδικό» τρόπο χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης. Κατά συνέπεια δεν αποτελεί ούτε σαπουνόπερα αλλά και ούτε ‘’μανιφέστο’’ επανάστασης. Επιπρόσθετα έρχεται να καλύψει τα τεράστια κοινωνικά και πολιτιστικά κενά που αφήνουν πίσω τους τα τρένα του εκσυγχρονισμού. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που την εποχή εκείνη η λαϊκή μουσική ανθίζει μέσα από διάφορα μουσικά σχήματα  (Αθηναϊκή Κομπανία, Τα Παιδιά της Πάτρας, Οπισθοδρομική Κομπανία, Ε. Αρβανιτάκη κ.α.) σηματοδοτώντας την πολιτισμική αναβάθμιση από χώρους ‘’άγνωστους’’ ως τότε.
Στο χώρο της διαφήμισης κάνει μεγάλη αίσθηση η κυβερνητική καμπάνια με τίτλο ο «Επιμένων Ελλη-νικά».  Ένα οξύμωρο διαφημιστικό μήνυμα, αφού από τη μια η εισχώρηση της χώρας στην ΕΟΚ διευκολύνει την  αγορά εισαγόμενων καταναλωτικών αγαθών, τα οποία καταλήγουν  να θεωρούνται δηλωτικό γνώρισμα ταξικής προέλευσης, ενώ από την άλλη η ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας αποτελεί ζητούμενο για την κυβέρνηση. Ενώ η ιδέα της διαφημιστικής καμπάνιας ήταν εξαιρετική, στην πράξη, ερχόταν σε άμεση αντίφαση αφενός με τις επιταγές που έπρεπε να εξαργυρωθούν από την Ευρωπαϊκή σύμβαση, και αφετέρου με τις επιθυμίες και τους στόχους για την κοινωνική άνοδο της αστικής τάξης. Το διαφημιστικό σποτ «Επιμένων Ελλη-νικά» θεωρούμε ότι έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την καταναλωτική ξενομανία με ουσιαστικό κοινωνικό πρόσημο και εκπαιδευτικό χαρακτήρα με στόχο το ταξικό, συνειδησιακά, επαναπροσδιορισμό.  
 Η δεκαετία του 1980 σηματοδοτεί την πορεία και την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Οι προγραμματικές αλλαγές του ΠΑΣΟΚ στόχος ήταν να μετουσιωθούν στο πρόγραμμα της ΕΡΤ που αναλαμβάνει το βάρος του εκδημοκρατισμού και του εκσυγχρονισμού μιας κοινωνίας βαθιά συντηρητικής και οπισθοδρομικής. Η «Αλλαγή» της κοινωνίας επιδιώκεται μέσω νέων τρόπων  έκφρασης με άμεσο, γρήγορο και ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η πορεία των τρένων πρέπει να γίνεται σε σταθερές ιδεολογικές και αξιακές ράγες, που οδηγούν σε ένα σταθμό όπου διασταυρώνονται οι πολιτικές, οι ιδεολογίες και οι τάσεις διαμόρφωσης νέων κοινωνικών τάξεων-αλλά όλες οι ράγες δεν έχουν απαραίτητα την ίδια κατεύθυνση.  Αυτός ο «αέρας» που φύσηξε ήταν ισχυρός αλλά μόνο από μια κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να μην προκαλέσει ανακάτεμα και κατ’ επέκταση ζύμωση ιδεών και απόψεων, αλλά να παρασύρει όσο γίνεται περισσότερα πράγματα. Έτσι, παρά τις τομές που επέφερε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, δεν κατάφερε να τις σταχυολογήσει και να τις αξιολογήσει, απλά τις «τσουβάλιασε». Στιγμάτισε με τον χειρότερο τρόπο τη Λαϊκή τάξη και τη Λαϊκή κουλτούρα, έτσι όπως ανέδειξε με μοναδικό τρόπο ο Χάρρυ Κλυνν (‘’Βασίλης’’- ‘’Τραμπάκουλας’’), με αποτέλεσμα την ανάδυση της ιδιωτικής τηλεόρασης το 1989. Ενώ η κρατική τηλεόραση θα έπρεπε να είναι το παράδειγμα προς μίμηση από τους ιδιώτες καναλάρχες-εκδότες κατέστη παράδειγμα προς αποφυγή.
Ο Νεοφιλελευθερισμός που ανθεί μετά τη πτώση των παραδοσιακών σοσιαλιστικών κυβερνήσεων στην Ευρώπη (Ελλάδα-Ισπανία- Γαλλία- Γερμανία-Ιταλία) στα τέλη της δεκαετίας του 1980 βρίσκει πρόσφορο έδαφος στα ΜΜΕ αφού «κλείνει» το μάτι πονηρά στα ιδιωτικά συμφέροντα. Τα σκάνδαλα, η ποινικοποίηση του δημόσιου αξιώματος, τα «τηλεοπτικά» δικαστήρια, το αίτημα για αλήθεια και αντικειμενική ενημέρωση, είναι τόσο επίπλαστο στα χέρια της ιδιωτικής τηλεόρασης που σκοπό έχει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ευαγγελίζεται. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η ευθύνη της κυβέρνησης για την τηλεόραση όπου ενώ θα έπρεπε να δημιουργείς κοινό με άποψη και βούληση, δημιουργείς κοινό με βουλιμία.  

Γιάννης Αναγνωστόπουλος
Διπλωματούχος Κλασσικής Κιθάρας-Ανώτερων Θεωρητικών
Απόφοιτος της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του τμήματος Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Μεταπτυχιακός τίτλος ειδίκευσης στην Δημιουργική Γραφή.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019


ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΥΠΟ ΣΚΙΑΝ…

Ελεγεία και Σάτιρες

Όταν ακούς τάξη
ανθρώπινο κρέας μυρίζει.
Για μια φαφούτα σκύλα
ένα μπαλωμένο πολιτισμό.

Το τετράστιχο αυτό συνδέθηκε από στίχους του Οδυσσέα Ελύτη και Έζρα Πάουντ . Οι δύο πρώτοι στίχοι είναι του Ελύτη, ακολουθούν   οι δύο του Πάουντ. Οι στίχοι ξεχωριστά  αποτελούν τα δύο μότο της ποιητικής συλλογής του Γιώργου Κοζία , ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΥΠΟ ΣΚΙΑΝ…, Περισπωμένη 2017. Διακειμενική αυθαιρεσία θα πει κάποιος η ένωση των στίχων , ωστόσο αποδίδουν ενωμένοι πλήρως το περιεχόμενο της ποίησης του Κοζία  ο οποίος άλλωστε στη συλλογή του συνομιλεί με ποιητές που χλεύασαν  με σάτιρες το άδικο και γλύκαναν με ελεγείες τον πόνο των αδικημένων.
Τα ποιήματα της συλλογής γράφτηκαν στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Αποδίδουν την εποχή αλλά έχουν και διαχρονική αξία γιατί η κρίση οφειλόταν σε αιτίες που υπήρχαν και υπάρχουν και σήμερα παραμονές του 2020.Και σήμερα η τάξη ( και ο Νόμος τάχα) διαφυλάττουν τη σαβούρα της « κανονικότητας» όπως λένε η Ν.Δ ( και το ΚΙΝΑΛ;) την ιδεολογία των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων .
Παραθέτουμε τέσσερα ποιήματα από τη συλλογή. Το πρώτο « Η Σάρξ και ο ραντιέρης» όπου ο εισοδηματίας των χρόνων της ευμάρειας χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του επί οικονομικής κρίσεως. Το δεύτερο « Η οπερέτα των σκύλων» , όπου ο ποιητής διαλέγει το στρατόπεδο των κολασμένων. Το τρίτο , « Φάρσα dei Greci » η τάξη φωτίζει « το τσάι των  πέντε» της κανονικότητας- με ονόματα παρακαλώ -διάφοροι ιδεολογικοί ταγοί της. Το τέταρτο « Προμετωπίδα επί ασπαλάθων» κρυπτικά αναφέρεται σε ποίημα του Σεφέρη γραμμένο επί χούντας και η αναφορά μετατρέπεται σε μήνυμα ότι ο φασισμός  ενεδρεύει  και επί «κανονικότητας» , ίσως να είναι τμήμα του.
Βασίλης Λαδάς
Η ΣΑΡΞ ΚΑΙ Ο ΡΑΝΤΙΕΡΗΣ

Τὰ νύχια σου μεγάλωσαν,
δὲν ὑπάρχει κανένας νὰ τὰ κόψει,
ἕνα δόντι σου ἔσπασε,
ἕνα κουμπὶ τοῦ γιλέκου σου ἔφυγε.
Στὸ μαγαζάκι «Ἡ Σὰρξ» τὸ ἐμπόρευμα κλαίει.

Ψάχνεις μὲ τὸ κερὶ ραντιέρη,
νὰ σὲ δανείσει πανάκριβες στιγμές, ἰδανικές,
τὶς τυχερές, τὶς ὄμορφες χαρὲς τοῦ προσοδούχου.

Μάταια ψάχνεις, ἀκριβὲς οἱ Κυριακές,
οἱ καθημερινὲς μὲ τόκους, ὀφειλές,
μαγαζάκι εἰς σάρκαν μίαν πῶς νὰ κρατήσεις;

Τὰ πάντα χάος, στάχτη, τὸ ὅλον μηδέν
 μὲ τὰ κατάστιχα, μὲ τὰ λογιστικά σου,
ὅ,τι ὑπῆρχε στὸ μαγαζάκι σου χάθηκε, ἐπωλήθη.

Πότε θὰ καταλάβεις ἐπιτέλους ραντιέρης τί σημαίνει;
  

Η ΟΠΕΡΕΤΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ

Μυλόρδοι, σᾶς χαρίζω τὰ πιστὰ λαγωνικά,
τοὺς μπάσταρδους τῆς δημοκρατίας,
τῆς ἀστικῆς τάξης τὰ κοπρόσκυλα
Κανίς, Τερριέ, Παπιγιόν.

Εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων
τὴν δική μου ράτσα χαιρετῶ

τὸν λερωμένο σκύλο
τὸν προλετάριο, τὸν ἄστεγο, τὸν μετανάστη
τὸν παρανοϊκό, τὸν ἀντάρτη σκύλας γιό
τὸν λυσσασμένο ὑπερρεαλιστή
τὸν Ἀνδαλουσιανὸ σκύλο μὲ τὸ ἀστραφτερὸ ξυράφι.

Μυλόρδοι, δὲν εἶμαι τὸ Καβαλιέρ
                                  ὁ σύντροφος τῶν ἀφεντικῶν.
Σκύλα Κατάνη, μαύρη βολίδα...
                                                    Εἶμαι ὁ Σείριος,
ὁ λαμπρὸς μοναδικός, τὸ Ἄλφα τοῦ Μεγάλου Κυνός.

  
                             ΦΑΡΣΑ DEI GRECI

Γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο
ἐνεργοποιεῖται ὁ συναγερμὸς
ἀπὸ τὸ ἀσθενοφόρο τοῦ Παντός.
Οἱ παριστάμενοι
λουόμενοι στὸ ἀστυνομικὸ φῶς
πίνουν γαλήνιοι τὸ τσάι τους.

Νωθρὸς ὁ καιρὸς πάλι σήμερα
κάτι ξεπλυμένοι ποιητές
κάτι ἀσήμαντοι χρηματισμένοι
τσαρλατάνοι τοῦ Παγκάλου, ἀπαγγέλλουν:

«Τὸ μηδὲν καὶ τὸ ἄπειρον πόσο μᾶς ταιριάζουν!».

Ἀλίμονο, ἀλίμονο,
πλῆθος οἱ γραμματικοὶ
ποὺ βγάζουν μεροκάματο σὰν καταθλιπτικοί.

Ἐνόψει πανδημίας νὰ ἀποκεφαλιστοῦν
ὁ Νεκρὸς τῆς Ἀμφιπόλεως κι ὁ ἀρχιμανδρίτης Ράμφος.

  ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ ΣΤΟ «ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ...»

Ὁ Παμφύλιος Ἀρδιαῖος
δὲν πλήρωσε τὰ κρίματά του.
Κυκλοφορεῖ ἀνάμεσά μας
ὁ πανάθλιος μελανοχίτωνας,
καραδοκεῖ καὶ ἀπειλεῖ,
μπήγει τὰ φαρμακερὰ βελόνια
τῶν ἀσπαλάθων τὰ ἀγκάθια,
ὅταν σηκώνουμε κεφάλι.

Κοιτᾶμε τοὺς μαιάνδρους στὸ ταβάνι
Ἀσίνην τε... Ἀσίνην τε...
οἱ μαῦρες προσωπίδες μᾶς σκεπάζουν.

Κι ὅλο κάτι τελειώνει στὸ χάος
κι ὅλο κάτι ἀρχίζει βαρβαρικό

τὸ ἄνθος μαραίνεται,
τὸ φύλλο ξηραίνεται, ὁ κόσμος περνᾶ,
μόνον ὁ τύραννος
ἐπλάσθη ἀθάνατος, αὐτὸς ποτὲ δὲν γερνᾶ!

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Τα παλαιοβιβλιοπωλεία και το 1821 του Βασίλη Λαδά



Τα  παλαιοβιβλιοπωλεία και το 1821
του Βασίλη  Λαδά

Με την οικονομική κρίση παλιοί καλφάδες και επιδέξιες μοδίστρες άνοιξαν μαγαζάκια τρύπες,  επιδιορθώνοντας παπούτσια και ενδύματα που σε χρόνια ευμάρειας θα πετάγονταν.  Πλάι τους σχεδόν άνοιξαν και καταστήματα βιβλίων από δεύτερο και τρίτο χέρι, μεταχειρισμένα. Βαφτίστηκαν παλαιοβιβλιοπωλεία  κληρονομώντας το όνομα από τους εμβληματικούς παλαιοβιβλιοπώλες του δέκατου ένατου αιώνα και των αρχών του εικοστού όπως «Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ», μυθιστορηματικός ήρωας του Στέφαν Τσβάιχ. Υπήρχαν και υπάρχουν άνθρωποι που ανατριχιάζουν από ηδονή αν πιάσουν για λίγο στα χέρια τους την πρώτη έκδοση του Δον Κιχώτη του 1596 ή των απάντων του Βύρωνα του 1832 στο Λονδίνο σε τρεις τόμους με λιθογραφίες από όλη την νότια Ευρώπη με την Ελλάδα την περίοδο του αγώνα του 1821 να ‘χει την πρώτη θέση. Παλαιοβιβλιοπώλες και φανατικοί βιβλιόφιλοι είναι οι πιστοί μιας εικονολατρικής θρησκείας με λατρευτικά σύμβολα  τα βιβλία
Τα παλαιοβιβλιοπωλεία της εποχής μας, παρ’ ότι μερικά (και υπάρχουν τέτοια στην Πάτρα) διατηρούν βιβλιολατρευτικά χαρακτηριστικά, είναι κυρίως δημιουργήματα της οικονομικής κρίσης. Το αναγνωστικό κοινό έχει πυκνώσει (ας λένε ότι δεν διαβάζουν οι νέοι) και εκδίδονται περισσότερα βιβλία-μέγας όγκος κάθε χρόνο.
Υπάρχει λοιπόν ένας τεράστιος αχταρμάς βιβλίων άλλων χαμηλής και άλλων υψηλής ποιότητας που μένει αδιάθετος και αδέσποτος για διάφορους λόγους. Από τον όγκο αυτό τροφοδοτούνται τα παλαιοβιβλιοπωλεία σήμερα. Ένα είναι βέβαιο: ότι αυτοί που θα αγοράσουν βιβλία μεταχειρισμένα θα τα αγοράσουν  γιατί τους ωθεί η αναγνωστική επιθυμία να τα διαβάσουν κι όχι η διάθεση να στολίσουν μια βιβλιοθήκη.  Η πραγματική βιβλιοθήκη είναι στο μυαλό τους. Με την ανάγνωση το περιεχόμενο του βιβλίου περνά στη μνήμη και από κει στο υποσυνείδητο και διαμορφώνει την προσωπικότητά τους.
Τώρα που αποφασίστηκε από την κυβέρνηση το 2021 να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821 νοιώθω πως το 1821 ακούγεται σαν ένα παλιό δερματόδετο βιβλίο μεγάλης αξίας η «Γένεσις» του Ελληνικού κράτους – έθνους, ένα ιερό βιβλίο μεγαλόστομο με μύθους – σύμβολα  ή ακόμη και σαν παλαιωμένο κόκκινο κρασί - αν στοχαστούμε τον στίχο του Παλαμά «Μεθύστε με το αθάνατο κρασί του είκοσι ένα..». Εκδόθηκαν εκατοντάδες βιβλία που έχουν αναφορά στον αγώνα του 1821: απομνημονεύματα αγωνιστών, μελέτες, μαρτυρίες. Πολλά από αυτά τα βιβλία έχουν εξαντληθεί, έχουν χαθεί, έχουν λιώσει. Ας σπεύσουμε στα παλαιοβιβλιοπωλεία, στα βιβλιοπωλεία γενικώς, να τα βρούμε.
Ας το ψάξουμε, να έχουμε καθαρό μάτι όταν βλέπουμε από διακόσια χρόνια απόσταση το 1821. Γιατί συνέβη τότε η ένοπλη επανάσταση κατά των Οθωμανών; Τι συνέβη κατά τη διάρκεια του αγώνα μέχρι το 1828; Ποιοι ήσαν αντίθετοι με την έναρξη του ένοπλου αγώνα; Ποιοι άρπαξαν τις γαίες των Οθωμανών μετά τον σχηματισμό του Ελληνικού κράτους; Ποια πολιτική στάση έχουν σήμερα οι απόγονοι αυτών που κληρονόμησαν  τις περιουσίες και γιατί βρίσκονται πολιτικά εκεί που βρίσκονται;
Η ελευθερία αφορά μόνο τον εθνικό μας αυτοπροσδιορισμό ή και ό,τι έχει  σχέση και με τις επιλογές μας στην κοινωνική μας ζωή, στην παιδεία, ακόμη και στον  τρόπο της διανομής του παραγόμενου πλούτου;
Αν κρίνω από το πνεύμα της επικεφαλής του εορτασμού, των μελών της επιτροπής που την πλαισιώνουν, τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, φοβάμαι πως η κυβέρνηση θα επιδιώξει να επανατοποθετήσει την ιστορία του 1821 σε βάθρο που την βολεύει ιδεολογικά.
Να βρει στο 1821 μηνύματα για να τα συντροφέψει με τα δικά της πολιτικά σλόγκαν.
Θα πέσει βέβαια στο λάκκο της Μνήμης όσων έχουν γραφεί και υπάρχουν στις βιβλιοθήκες, στα βιβλιοπωλεία και στα ράφια του μυαλού μας.
Ό,τι και να ειπωθεί όμως, όπως και να πανηγυριστεί το 1821, στο τέλος θα μας μείνει η πίκρα του αδικαίωτου.