Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

 

Καλώς καμωμένα

Καλλιόπη Πλέσσα



 Η μεγαλοκόρη κρυφοκοιτάζει από την μισάνοιχτη πόρτα. Το κορμί της, ένα στερεό, άκαμπτο σώμα, ταλαντεύεται σαν εκκρεμές που εκτράπηκε βίαια από τη θέση ισορροπίας. Μέσα στο δωμάτιο, ο αγροτικός γιατρός δίνει τις πρώτες βοήθειες σε ένα άλλο κορμί, ένα στερεό, άκαμπτο σώμα, ακίνητο αυτή τη φορά. Ο απινιδωτής στο κομοδίνο, τα ηλεκτρόδια στο στέρνο, ένα ηλεκτρικό ερέθισμα και το σώμα του πατρός της εκτινάσσεται. Ξανά και ξανά. Σε κάθε νέο ηλεκτροσόκ, το ρεύμα διατρέχει δύο κορμιά. Το ακούσια ακίνητο και το ακούσια κινούμενο. «Σε παρακαλώ Θεέ μου, σε παρακαλώ Θεέ μου, σε παρακαλώ Θεέ μου!» επαναλαμβάνει η μεγαλοκόρη με ορθάνοιχτα μάτια και σφιχτοδεμένες παλάμες. Πιο πίσω, η μάνα κι ο μικρός αδερφός, ωχροί σαν φαντάσματα.

Έχουν περάσει αιώνες όταν τελικά ο γιατρός τους πλησιάζει με σκυμμένο κεφάλι ψελλίζοντας τα αρμόζοντα. «Λυπάμαι. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια. Ζωή σε σας». Η μάνα ρίχνεται στην αγκαλιά του αδερφού, το κορμί λευτερώνεται από την ταλάντωση και η μεγαλοκόρη σωριάζεται στα γόνατα σαν μαριονέτα που μόλις της έκοψαν τους σπάγκους, ψελλίζοντας τα ανάρμοστα. «Σ΄ ευχαριστώ Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ Θεέ μου!»

Σήμερα από το πρωί η καμπάνα χτυπάει πένθιμα. Σκουρόχρωμες ομπρέλες ανεβοκατεβαίνουν το καλντερίμι κάτω από χοντρές ψιχάλες βροχής, ψιθύρων κι αναστεναγμών. Όλο το χωριό ανάστατο. Στο σπίτι του θανόντος, η μάνα πηγαινοέρχεται βουτηγμένη στα μαύρα. Οι τρεις τους θα κάθονται στη σειρά μπροστά στο φέρετρο, τα ξέρουνε δα τα πρέποντα, δεν θα σηκωθούν παρά μόνο για κατούρημα και κάπου κάπου να ρίχνουνε κι από κανένα δάκρυ. «Με το στανιό! Ναι, με το στανιό! Σκεφτείτε κάτι στενάχωρο!» προστάζει η μάνα. «Σε λίγο αρχίζει η παρέλαση των βαρβάρων. Προσοχή! Τα μάτια σας στο πάτωμα καρφιά»!

«Τα μάτια μου στο πάτωμα καρφιά! τα μάτια μου στο πάτωμα καρφιά!» σιγομουρμουρά στην παρέλαση η μεγαλοκόρη. Όμως καθόλου δεν είχε υπολογίσει, που τα καρφιά των βαρβάρων δεν θα στόχευαν πατώματα. Τα ένοιωθε να μπήγονται ξεδιάντροπα πρώτα στο στερεό άκαμπτο εκκρεμές της, κάνοντάς το να χάνει ολοένα το ρυθμό του κι ύστερα να περιφέρονται στο ευρύχωρο σαλόνι τους, γδέρνοντας και ξεφλουδίζοντας ταπετσαρίες, σοβατεπιά, μυστικά και ψέματα. Η μάνα πλάι της κλαίει αγόγγυστα. Δυο φορές πέφτει από την καρέκλα, λιγοθυμάει, δυο φορές τη συνεφέρνει η Νίτσα ο θεός να την έχει καλά. Να κι η θεία Πολυξένη. «Ως και το λείψανό σου ωραίο αδερφέ μουουου!» τσιροκοπά και χτυπά τα στήθια με τις γροθιές της.

Πάνε χρόνια που η μεγαλοκόρη δεν σηκώνει μάτια απάνω του. Μα τώρα, η ορμή να προλάβει να αναμετρηθεί με τα ανείπωτα ξεπερνά τη φρίκη. Το λοξό της βλέμμα, μια τεθλασμένη γραμμή, ξύνει τα καλογυαλισμένα του παπούτσια. Ο οξύς ήχος την ανατριχιάζει. Το ίδιο και ο θρήνος της Πολυξένης. Πολλές  ιστορίες έχουν ακουστεί για τους δυο τους. Φαντάζεται να τη φτύνει στα μούτρα.

Καταπίνει το σάλιο της, σταυροκοπιέται και συνεχίζει ανοδικά  κατά μήκος του παντελονιού, για λίγο ακόμα υπόσχεται, πόσο να αντέξει, μα χάνεται σιγά σιγά στο μεγάλο λαβύρινθο των πτυχώσεων. Τα μάτια της διατρέχουν το μάλλινο ύφασμα, αναριγά, το ύφασμα απαλό, να πάψει τώρα, αρκετά, οι κόρες διαστέλλονται, οι παλάμες ιδρώνουν, ένας αναστεναγμός αναδύεται από τα έγκατα, τρομάζει με τον ίδιο του τον εαυτό, αναδιπλώνεται, μα έχει πάρει πια την ανηφοριά της πεθυμιάς. Όταν το βλέμμα κοντοζυγώνει τις πιέτες, τα μπατζάκια είναι καταξεσκισμένα  κι η ανάσα της τρέμει αλλόκοτα πέρα από κάθε έλεγχο. Ένας βουβός λαρυγγισμός κι ένας σπασμός ξεπηδάνε σα φλόγιστρο και μια εκπνοή μέχρι το μη περαιτέρω που κόβεται και παύει. Ζευγάρια δάκρυα, πόθου και τρόμου δάκρυα, σμίγουν τώρα στο ύψος των χειλιών και στάζουν σε μια κοινή, ένοχη κατολίσθηση. Γλιστράει μαζί τους, μες στην τρομακτική αλήθεια της νοσταλγίας της.

«Τα θερμά μου συλλυπητήρια». Το χέρι της ανασηκώνεται σαν αυτόματο, μα ένα ζεστό κύμα απρόσμενης ελπίδας βροντοχτυπά το μέρος της καρδιάς. Ο Σταύρος! Ανάσυρση. Ρογχώδης εισπνοή. Γύρισε! Πιγούνι ψηλά. Ένας φαλακρός, κακογερασμένος άντρας της αχνοχαμογελά μια ιδέα. Το χέρι της κρεμιέται απ’ το δικό του με όλο του το βάρος. Οι παλάμες κολλούν αναμεταξύ τους, ψαχουλεύονται στα τυφλά να θυμηθούν. Δεν μπορεί να είναι τόσο αργά, σκέφτεται. Ίσως αυτός, ένας παροπλισμένος αντάρτης, τόσους έχει το χωριό της, γύρισε επιτέλους από την αυτοεξορία του για να  παρασημοφορήσει τούτο το κουφάρι με ένα ηχηρό χαστούκι. «Ήρθα από την Αθήνα» της λέει. «Για σένα. Να ξέρεις, τούτη τη δύσκολη ώρα, εμείς, οι παλιοί του μαθητές είμαστε στο πλευρό σου. Τον είχαμε σε μεγάλη εκτίμηση τον πατέρα σου.»

Η παλάμη της ζεματίστηκε ξαφνικά και την τραβά βιαστικά πίσω. Μια χοντρή φλούδα δέρματος λείπει κι από κάτω χάσκει η πληγή. Ήξερε. Δεν μπορεί να μην ήξερε! σκέφτεται. Τα έμαθε και πήρε απόφαση να φύγει. Προς τι τούτη η επιστροφή λοιπόν; Το στόμα της γκριματσιάζει από τη σιχασιά. Μα τι γυρεύει η τρελή; Οι ήρωες της αντίστασης να γίνουν ήρωες της αποκαθήλωσης; Δε γίνονται τέτοια πράγματα. Οι χορτασμένοι ελπίδα ή απελπισιά βγαίνουν νωρίς στη σύνταξη και στα πρωινά κουτσομπολιά του καφενείου σμίγουνε τα κεφάλια, όμοιοι ιατροδικαστές πάνω από βρώμικα κορμιά σαν του πατέρα, σαν το δικό της. Μα μπροστά στους εκτός εποχής νεκρούς βαράνε προσοχές! Όπως όπως φιλιώνουνε με τις σκιές και μιλούνε τώρα για τον κύριο γυμνασιάρχη σαν να ‘τανε κανένας άγιος! Καλός οικογενειάρχης, ακριβοδίκαιος δάσκαλος, αξιοπρεπής, υπόδειγμα φιλανθρωπίας.. «Μέχρι ψες διάβαζε το Γιαννάκη μου αφιλοκερδώς Θεός σχωρέστον..» κλαψουρίζει κι ο παπάς. Δεν πάνε πολλά χρόνια από το τελευταίο δικαστήριο. Ο θάνατος έχει αγιαστούρα ή μήπως είναι η μνήμη κολοβή; Στρέφει στον αδερφό της. Τα μάτια του στο πάτωμα καρφιά. Κρίμα! Δεν πρόλαβε να δει τον μουρλοΣπυρέτο να περνάει το κατώφλι τους με γρήγορη δρασκελιά και χέρια χωμένα στη φαρδιά κόκκινη κάπα του, για να τα βγάλει κατόπιν και να μυρώσει το νεκρό με ένα πιγκάλ και μίας χέστρας βούρτσα.

Η αμαξοστοιχία 501 μπαίνει με θόρυβο στην αποβάθρα, κρύβοντας από τα μάτια της το  ρημαγμένο πέτρινο κτίριο του σταθμού, που οι καιροί κάποτε ξόφλησαν και το καναν μνημείο. Σκοτάδι και κρύο. Οι ταξιδιώτες τυλίγονται μέσα στα παλτό, η μεγαλοκόρη γύρω απ’ τον αδερφό της. Μυρίζει πίσσα και σίδερο. Τον φιλάει σταυρωτά. «Ο πατέρας πάει» του ψιθυρίζει στο αυτί. «Είσαι λεύτερος. Ο παπάς δέχτηκε τον συμβιβασμό. Ας είναι. Δέκα παιδιά, φτώχια καταραμένη. Εσύ όμως μην φεύγεις χωρίς να ζητήσεις συγχώρεση απ’ το Γιαννάκη. Το κρίμα στοιχειώνει..» Ο αδερφός την ξεκολλάει από πάνω του σαν ξεραμένη λάσπη. «Τελικά είχε δίκιο ο πατέρας! Εσύ είσαι η τρελή του χωριού, όχι ο μουρλοΣπυρέτος! Δεν το πείραξα το πουστράκι, κατάλαβες; Δεν έχω να ζητήσω συγνώμη για τίποτα! λέει κι ορμά στο βαγόνι, σέρνοντας ξωπίσω του τη βαλίτσα με τα κουστούμια και τα ασπρόρουχα που του είχε ετοιμάσει από βραδύς.

Το σφύριγμα του τρένου που αναχωρεί, σκεπάζει τον ξερό κρότο του μητρικού χαστουκιού. «Ο άντρας μου ήταν καλός σύζυγος και καλός πατέρας, πάει και τέλειωσε! Ο αδερφός σου φεύγει στην Αθήνα να καλοπαντρευτεί κι εσένα σε γυρεύει ο Σταύρος. Χήρος με τρία παιδιά μα τρισκαλύτερος από το ράφι. Όλα καλώς καμωμένα το λοιπόν. Τ΄  ακούς; Καλώς καμωμένα»!

Το ξημέρωμα, καθώς σεργιάνιζε ο μουρλοΣπυρέτος στα μνήματα ψάχνοντας κατά το συνήθειό του για θλιμμένα δαιμόνια, βρήκε τη μεγαλοκόρη νεκρή κι ολόγυμνη από ρούχα, τα μπρούμυτα, με κολλημένα τα μαβιά της χείλη πάνω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα του πατρός της. Τη φίλησε στα μαλλιά, σαν Παναγιά, τράβηξε μια αγιασμένη μαλακία και στερνά, μύρωσε σεβαστικά το πτώμα της με το άφθονο ζεστό του σπέρμα. Όλα ήταν πια καλώς καμωμένα.

 

____
Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) 
«Καλώς Καμωμένα» της Καλλιόπης Πλέσσα  προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

εικόνα: Eva Vermandel

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

 Τα επτά πράσινα γατάκια

Λυκούργος Κουσουλάκος


Τα επτά πράσινα γατάκια γουργούριζαν στη μεγάλη αυτοσχέδια κούνια κοντά στο τζάκι. Ήταν αξιολάτρευτα! Μόνο που δεν μπορούσε να αποφασίσει αν ήταν γατάκια ή μωρά. Έμοιαζαν σαν υβρίδια μωρών και αιλουροειδών! Επίσης, δεν θυμόταν να είχε αντικρύσει ποτέ στην ζωή της μέχρι τώρα πράσινες γάτες. Μόνο πράσινα άλογα έβλεπε στα ψυχεδελικά της όνειρα. Τότε που ήταν στις ουσίες.

Επειδή ήταν πιθανόν να ‘ναι ακόμα στις ουσίες βεβαιωνόταν κάθε βράδυ ότι τα επτά παράξενα γατάκια – ή ό,τι διάολο ήταν, τέλος πάντων – βρίσκονταν στη μεγάλη κούτα μπροστά στο τζάκι. Αφού βέβαια τα τάιζε με αυτοσχέδιο πάντα μπιμπερό την παράξενη γαλάζια ουσία, όχι σαν αυτές που καταβρόχθιζε σε μεγάλες ποσότητες η ίδια στο κοντινό της παρελθόν. Τότε που ζούσε σε έναν κόσμο οπτικών εφφέ.

Μια νύχτα τα βρήκε να φτερουγίζουν με τα γαλάζια και κόκκινα φτερά τους στο σπίτι. Μικρά φτερουγάκια σαν μικρά αγγελούδια, όπως έχουν τα μωρά που παίρνει ο Κύριος. Όπως, δηλαδή, της έλεγε η μάνα της η τρελή του χωριού. Με ιστορικό σχιζοφρένειας, αλλά και ιστορικό πουτάνας για τα προς το ζήν. Για το δικό της καλό ευχόταν να είναι αληθινά τα μικρά πλασματάκια που φρόντιζε απ’ όταν τα βρήκε μέσα στο δάσος, μετά απ’ την πτώση μετεωρίτη, όπως είπαν όλοι.

Τώρα τελευταία περίεργοι τύποι κυκλοφορούσαν στο χωριό κουστουμάτοι και έκαναν περίεργες ερωτήσεις. Αυτοί σίγουρα δεν υπήρχαν στον κόσμο της των ουσιών του παρελθόντος. Ούτε κι η κρυστάλλινη σφαίρα που είχε βρει στα συντρίμμια του μετεωρίτη – αν ήταν μετεωρίτης.

Ένα μεγάλος γαλαζοπράσινος γάτος με όψη διαγαλαξιακού πολεμιστή σαν αυτούς που διάβαζε στα comics που της έφερνε ο εξαφανισμένος πατέρας της, ή σαν αυτούς που έβλεπε όταν ήταν στις ουσίες, ανάδευε τις φτερούγες του κι ερχόταν. Από τα βάθη του διαστήματος ερχόταν με ένα σκάφος σαν μετεωρίτη, σαν ακατέργαστο διαμάντι. Την ώρα που εκείνη σήκωνε τα μάτια στην αστροστόλιστη ρόμπα της Νύχτας. 

Οι περίεργοι τύποι του χωριού πλησίαζαν, το ένιωθε. Έτρεξε αμέσως στο σπίτι και βεβαιώθηκε πως τα επτά πράσινα φτερωτά γατάκια κοιμόντουσαν. Κοιμόντουσαν και γουργούριζαν.

Άνοιξε την ντουλάπα κι έβγαλε την καραμπίνα του πατέρα της. Βγήκε στο μπαλκόνι κι ατένισε την ολόγιομη αυγουστιάτικη σελήνη που καθρεφτιζόνταν πιάτο στα νερά της μεγάλης λίμνης.

Ξαφνικά της φάνηκε πως άκουσε ένα θρόισμα. Με μιαν απότομη κίνηση όπλισε την καραμπίνα και περίμενε.

_____
Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Τα επτά πράσινα γατάκια» του Λυκούργου Κουσουλάκου  προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

εικόνα: Jeff Wall



Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

         Σημειώσεις ενός πολίτη σε χρόνο νεκρό

Κώστας Σπαρτινός

 


Από σήμερα έγινε υποχρεωτική η χρήση μάσκας σε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους. Η κυκλοφορία θα επιτρέπεται από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου.

Είπα να αρχίσω να κρατάω ημερολόγιο. Θα είναι η τρίτη φορά. Η πρώτη ήταν στα εφηβικά μου χρόνια, κάτι σαν λεύκωμα οργής. Ίσως να υπάρχει ακόμα σε μια παλιά ντουλάπα στο πατρικό μου, όπου εκτός από ρούχα πεθαμένων ανθρώπων και  χρόνων κοιμούνται κάτω από τη σκόνη σχολικά βιβλία, έντυπα και σημειώσεις άλλων εποχών. Η δεύτερη φορά ήταν τότε που καιγόταν η πόλη, που δυνάμεις της τάξης συγκρουόντουσαν για μέρες με τα μαύρα παιδιά. Κουκουλοφόροι όλοι, καθένας με τη δική του οργή. Ήθελα να καταγράψω τα γεγονότα από απόσταση και να τα καταλάβω. Οι  σελίδες αυτές βρέθηκαν καμένες.

Ας ορίσουμε τη σημερινή μέρα ως ημέρα πρώτη.

Ημέρα δεύτερη. Η χρήση της μάσκας δεν επιτρέπεται στις Εκκλησίες και στις Τράπεζες.

Στις Εκκλησίες για να μένει ανεμπόδιστη η επικοινωνία του προσώπου του εκκλησιαζόμενου με το πρόσωπο του Θεού. Να μπαίνει στην εκκλησία ο πιστός ως άτομο και να μετουσιώνεται σε πρόσωπο. Αφού εξέλθει, θα ενδύεται τη μάσκα του και θα επιστρέφει στην ατομικότητά του. Για να κατακυριεύσει τη γη.

Στις Τράπεζες για ευνόητους λόγους ευταξίας και ασφάλειας. Για την προάσπιση των συμφερόντων τους και των πελατών τους. Για να κατακυριεύσουν τον κόσμο.

Το πρωί με την πάχνη, στην αυλή βρήκα μισοφαγωμένο από τις γάτες ένα κοτσύφι που μάλλον είχε ξεμείνει στα μέρη μας παραπλανημένο από τον αφύσικο καιρό.

Σήμερα, τρίτη ημέρα, συμπληρωματική Απόφαση. Επιβάλλεται η χρήση ομοιόμορφης μάσκας. Πιστοποιημένης από την αρμόδια αρχή. Απ’ έξω χρώματος γαλάζιου, από μέσα λευκού.

Στο σπίτι που μέναμε παλιότερα, στον τοίχο ενός δωματίου ήταν κρεμασμένες δυο μάσκες που είχε φέρει η Φωτεινή από το ταξίδι της σε εκείνη την πόλη που λένε ότι βουλιάζει κάθε μέρα κι από λίγο, όμως το αγνοεί και ξορκίζει τον αφανισμό της  μασκοφορεμένη μια φορά το χρόνο. Η μία μάσκα είναι σκούρα κόκκινη, στο χρώμα του πηγμένου αίματος, με μια τεράστια σουβλερή, κυρτή μύτη που περιβάλλεται από ανάγλυφους, νευρώδεις μυς.  Η άλλη είναι μαύρη, ανέκφραστη με απόλυτα λεία, συμμετρικά χαρακτηριστικά, έτσι που δείχνει μάλλον θλιβερή. Η μόνη κίνηση που επιτρέπουν είναι αυτή των ματιών που πεταρίζουν σαν πουλιά στο κλουβί τους.

Η Φωτεινή επέμενε γελώντας να τις φοράμε όταν καθόμαστε με τις ώρες και παίζαμε χαρτιά. «Μανία που σε πιάνει με τις μάσκες αυτές» της έλεγα, «τί το θέλεις, μανούλα μου, αυτό το παιχνίδι;». «Μπορεί έτσι να με αγαπήσεις περισσότερο» μου είχε πει. Μια φορά θυμάμαι είχε αναρωτηθεί αν μπορεί κανείς να ξεπεράσει το πρόσωπό του.

Πολλά χρόνια μετά συναντηθήκαμε σε εκείνο το μέσον που θέλει να είναι βιβλίο προσώπων. Όπου άλλα εμφανίζονται με την αγαπημένη τους μάσκα, άλλα αποκαλύπτονται, άλλα κατακρεουργούνται. Όλα πάντως αναζητούν φίλους και το άυλο χάδι τους. Εκεί έχω επιλέξει για μένα τη χρυσή νεκρική μάσκα του βασιλιά των Μυκηνών.

Τον τελευταίο καιρό βλέπω πολλά όνειρα. Σκέφτομαι ότι συμπληρώνουν τη ζωή μου που συρρικνώνεται. Τα περισσότερα, ως συνήθως, εξατμίζονται με το ξύπνημα, όμως ξέρω ότι αφήνουν το ίχνος τους. Ξημερώνοντας σήμερα η τέταρτη ημέρα, ξύπνησα αναστατωμένος. Ονειρεύτηκα το φίλο που πέθανε πριν δυο χρόνια. Καρκίνος στους πνεύμονες. Τον θυμάμαι πάντα με ένα τσιγάρο. Επιθετικός και συναισθηματικός. Να αναστατώνεται με τις ασθένειες της ψυχής. Να μην μπορεί να καταλάβει γιατί η υποκρισία είναι στοιχείο της καθημερινής κανονικότητας. Αγαπούσε τα μαθηματικά γιατί είναι, όπως έλεγε, μια καθαρή γλώσσα. Με ρώταγε επίμονα μέσα στο όνειρο αν έχω νέα από εκείνον το φίλο μας που είχε καιρό να τον δει και τί είχε απογίνει. Δεν θυμότανε το όνομά του ούτε μπορούσε να μου τον περιγράψει. Είχα αγχωθεί. Τώρα που το σκέφτομαι, πιστεύω ότι ο άλλος φίλος που τον αποζητούσε με τόση επιμονή, ήταν ο ίδιος.

Ημέρα πέμπτη. Το πρωί ήρθε η Μαρία και με αναστάτωσε. Όταν της άνοιξα, κράταγε τη μάσκα στο χέρι και φαινόταν φουντωμένη. Μάλλον περίμενε την αντίδρασή μου. Έβαλε τα κλάματα όταν της είπα ότι η μάσκα είναι υποχρεωτική και στους κλειστούς χώρους. Προσπάθησα να την ηρεμήσω. «Μα πρόκειται για το μέλλον μας, για το μέλλον σου, για την προκοπή σου, μανούλα μου». Ξέσπασε. «Μα τί άλλο θέλουν από μένα; Πότε θα μ’ αφήσουν ήσυχη; Στην πατρίδα μου με λέγανε Νουρ, στη διαδρομή δεν είχα όνομα. Εδώ που ήρθα, είδα κι έπαθα να με φωνάξουν Μαρία. Τί θες κι εσύ από μένα;». Καθάρισε το σπίτι χωρίς να γυρίσει ούτε να με κοιτάξει όλο το πρωί. Κι όταν τέλειωσε, πήρε τα χρήματα κι έφυγε χωρίς καν να με ακουμπήσει.

Ημέρα έκτη. Σήμερα ήλιος με δόντια. Από τις μέρες που μου αρέσουν. Πήρα το λεωφορείο για να μπω στο κέντρο. Ήταν σχεδόν γεμάτο με νέα παιδιά. Ανέκφραστα πίσω από τις μάσκες τους, τα περισσότερα είχαν καρφωμένα τα μάτια στο κινητό τους. Κάποια είχαν σφαλίσει με τα ακουστικά ερμητικά τα αυτιά τους, λες για να ακούνε δυνατά το μέσα τους τραγούδι.

Αργά το απόγευμα πήρα το λεωφορείο της επιστροφής. Οι δρόμοι σχεδόν έρημοι, σε λίγο θα φωτιζόντουσαν από το ψυχρό φως των λαμπτήρων λεντ, προσφορά γνωριμίας της προμηθεύτριας εταιρίας στο Δήμο από την εποχή των χαμηλών προσδοκιών. Στον τοίχο του Δικαστικού Μεγάρου, διάβασα τις φρεσκοβαμμένες λέξεις Η ΠΟΛΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ.  Και από κάτω η γνωστή υπογραφή. Ένα κεφαλαίο Ωμέγα μέσα στον κύκλο.

Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε την τηλεόραση, είπα  χαμογελώντας μέσα μου. Όταν την άνοιξα, σκηνές βίας στις ειδήσεις. Οι δυνάμεις της τάξης με μαύρες μάσκες και παράξενες εξαρτήσεις σε όλο το σώμα. Μετά ένα πλήθος βουβό, με την ανάσα του να αχνίζει μέσα από τις μάσκες στον παγωμένο αέρα. Στο επόμενο πλάνο οι κυβερνώντες να φωσφορίζουν συνεδριάζοντες.

Αργά το βράδυ έπαιζε μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία. Ένας γέρος γιατρός ταξιδεύει με το αυτοκίνητό του για την πρωτεύουσα, για να του απονείμει βραβείο η Ακαδημία. Οδηγεί μια νεαρή γυναίκα με την οποία ανταλλάσσει ελάχιστες λέξεις. Τον παίρνει ο ύπνος. Ονειρεύεται. Μαζεύει άγριες φράουλες στην εξοχή. Θυμάται τα νιάτα του και τους έρωτές του.

Με πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Ξύπνησα με εφιάλτη. Έδινα εξετάσεις. Ο εξεταστής ήταν ένας τσαρλατάνος. Δεν μπορούσα να καταλάβω την ερώτηση. Ούτε να αρθρώσω μιαν απάντηση. «Αποτύχατε».

Παλιότερα πήγαινα συχνά στον κινηματογράφο. Τώρα έχουν κλείσει. Οι οθόνες τους φαντάζουν νεκροσέντονα σκιών. Υπάρχει βέβαια η οθόνη της τηλεόρασης που είναι όλη δική μας, του καθενός μας χωριστά.  Κι ακόμα η οθόνη του υπολογιστή, του λάπτοπ, του τάμπλετ, του κινητού. Οθόνες που μικραίνουν συνέχεια. Ο κόσμος πλέον χωράει παντού. Δείχνει κι αυτός σα να μικραίνει. 

Την ημέρα την εβδόμη την πέρασα όλη στο σπίτι. Χαλάρωση και ξεκούραση. Μου έχει καρφωθεί η ιδέα ότι μπορεί τα πράγματα να πάνε καλά.

Τις ημέρες μετά την εβδόμη ήρθε η καταιγίδα των γεγονότων. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι εντοπίστηκε άγνωστος φονικός ιός στις περιοχές που σύμφωνα με τις επιστημονικές θεωρίες είχε κάνει την εμφάνισή του το πρώτο είδος ανθρώπου.

Ένα βράδυ μου τηλεφώνησε η μικρή. Ήταν ήρεμη και σοβαρή, όπως συνήθως. Μου ανακοίνωσε ότι με μια ομάδα από τη Σχολή της θα ξεκινήσουν για τα μέρη που εμφανίστηκε το κακό. Δεν ήθελε να το συζητήσει. Μου είπε ότι θα με ξαναπάρει όταν μπορέσει. Ένοιωσα την ανάσα μου να μυρίζει σα χνώτο πηχτό κάτω από τη μάσκα.

Να προσέχεις, μανούλα μου, να προσέχεις …
____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) "Σημειώσεις ενός πολίτη σε χρόνο νεκρό" του Κώστα Σπαρτινού προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

 

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Το κίτρινο πρόσωπο

Χρυσή Καραπαναγιώτη



-Τι; Λες ότι δεν μπορεί να ανασάνεις με αυτή τη μάσκα; Ότι σε πνίγει;

Φόρεσα τη μάσκα και βγήκα έξω. Αλήθεια πόσες φορές είχα φορέσει μάσκα πριν την πανδημία;

            Χα, γέλασα, πλησιάζοντας στις σκάλες Αγίου Νικολάου και βλέποντας τους μπάστακες να ποζάρουν δεν μπορώ παρά να πω αμέτρητες. Ναι, είμαι από την Πάτρα και όπως και να το κάνεις κάθε χρόνο φορούσα μάσκα στο καρναβάλι. Αμέτρητες φορές λοιπόν! Έτσι για την πλάκα μου! Για να διασκεδάσω! Μία κινέζα, ένας λαγός, τη μαύρη του ντόμινο -αγαπημένη-, ένα ψάρι, μια γατούλα, την κόκκινη. Κάπου στα μέσα της βραδιάς είχε βγει και πεταχτεί πάνω στο τσακίρ κέφι.

            Α, για μισό λεπτό είναι και εκείνη η μάσκα που φοράμε στο μπάνιο όταν κάνουμε βουτιές για να βλέπουμε το βυθό. Και αυτή πολυφορεμένη και όταν βαριόμασταν την πετάγαμε έξω στην παραλία για να κάνουμε το μπάνιο μας πιο ανάλαφροι και ξένοιαστοι ότι δεν θα τη χάσουμε.

            Αλήθεια όμως τώρα…

            Μετρημένες στο χέρι, δύο φορές στο νοσοκομείο όταν πήγα να επισκεφθώ τη γιαγιά μου και αργότερα το θείο μου που ήταν βαριά άρρωστοι και δεν έπρεπε να τους κολλήσω με κάποια ίωση και πέντε-έξι φορές στο εργαστήριο όταν κάναμε λειοτρίβηση των ιζημάτων ή όταν κάνουμε γενική καθαριότητα κάθε 3 χρόνια για να μην αναπνεύσω τα σωματίδια σκόνης και μου πειράξουν το λαιμό. Είναι βέβαια και εκείνη η φορά, η φορά με την ολοπρόσωπη μάσκα.

            Κάθισα σε ένα σκαλοπάτι και κοίταξα αχόρταγα το γαλάζιο της θάλασσας και το κόκκινο του ουρανού. Πόση ομορφιά!

            Ήταν λοιπόν και εκείνη η φορά. Έπρεπε να γίνει γεώτρηση σε περιοχή πολύ ρυπασμένη. Ο κίνδυνος των αναθυμιάσεων του βινυλοχλωριδίου μεγάλος. Δεν υπήρχαν αρκετοί εργάτες για να γίνει σωστά η γεώτρηση και με ασφάλεια. «Όλα τα μέλη της επιστημονικής αποστολής έχουν κάτι να κάνουν. Θα βάλουμε το μικρότερο μέλος να προσέχει τις μπουκάλες με τον αέρα ώστε όλοι οι εργάτες να δουλέψουν για την κατασκευή της γεώτρησης.» είπε ο αρχηγός της αποστολής και με κοίταξε. Χωρίς εμπειρία, με πολλή φιλοδοξία, και μικρή κατανόηση της γλώσσας δέχτηκα αμέσως. Φόρεσα την ολοπρόσωπη μάσκα προστασίας της αναπνοής χωρίς να το σκεφτώ.

            Αν η μάσκα δεν είναι συνδεδεμένη με τη μπουκάλα δεν μπορείς να ανασάνεις. Κόντεψα να πάθω ασφυξία ήταν πολύ τρομακτικό. Οι εργάτες μου έβγαλαν τη μάσκα και γελούσαν. Συνδέσαμε τις μάσκες με τις μπουκάλες του αέρα όλες σε σειρά. Οι μπουκάλες θα άδειαζαν με τη σειρά και εγώ πρώτα από όλους δεν θα είχα αέρα και θα έπρεπε να ειδοποιήσω τους άλλους έγκαιρα ότι τελείωσε ο αέρας και να φύγουν αμέσως από την επικίνδυνη ζώνη ώστε να μην εισπνεύσουν το βινυλοχλωρίδιο. Τρόμαξαν να μου εξηγήσουν και τρόμαξα να καταλάβω.

            Ο χώρος ήταν η χωματερή μιας αεροπορικής βάσης των ΗΠΑ στη μέση του πουθενά. Είχε χρησιμοποιηθεί για πολλά χρόνια ως χώρος εκπαίδευσης για την κατάσβεση πυρκαγιών. Έριχναν διάφορους εύφλεκτους διαλύτες και έβαζαν φωτιά για να τη σβήσουν οι εκπαιδευόμενοι. Ό,τι δεν έπαιρνε φωτιά πότιζε το υπέδαφος και τον υδροφόρο ορίζοντα. Αυτό το κοκτέιλ με τους διαλύτες με την πάροδο των χρόνων μπορεί να φτιάξει το βινυλοχλωρίδιο το οποίο είναι ιδιαίτερα τοξικό.

            Βάλαμε όλοι τις μάσκες μας που τώρα ήταν συνδεδεμένες με τις μπουκάλες του αέρα και ξεκίνησε η γεώτρηση. Όλα γίνονταν πολύ αργά επειδή σε τέτοιες περιοχές υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της έκρηξης από μία σπίθα. Είχαν βάλει λοιπόν εμένα το μικρότερο μέλος της αποστολής να φορέσω τη μάσκα για να προστατέψω τους εργάτες που έκαναν τη δουλειά τους, εμένα που ήμουν τόσο μακριά από το σπίτι μου, που φορούσα μάσκα μόνο στα καρναβάλια και στη θάλασσα. Πρώτη φορά άκουγα τη λέξη βινυλοχλωρίδιο. Τι είναι αυτό το βινυλοχλωρίδιο; Έτσι έφευγε το μυαλό και ο χρόνος δεν περνούσε με τίποτα και βαριόμουν και χάζευα και χάθηκα. Εκεί που παρακολουθούσα τους εργάτες, ξαφνικά δεν μπορούσα να ανασάνω. Όχι πάλι, σκέφτηκα και αντί να κρατήσω την αναπνοή μου και να ειδοποιήσω τους εργάτες να απομακρυνθούν από την περιοχή, προσπάθησα να βγάλω τη μάσκα. Μάλλον από το φόβο μου δεν μπορούσα να τη βγάλω, πανικοβλήθηκα, έχασα τις αισθήσεις μου, λιποθύμησα.

            Άκουσα φωνές, άρχισαν να με σέρνουν, και μου έβγαλαν τη μάσκα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είδα δίπλα μου αραδιασμένο οριζόντια στο χώμα έναν εργάτη. Του είχαν βγάλει τη μάσκα και το πρόσωπό του ήταν κίτρινο. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα νεκρό στη ζωή μου. Ευτυχώς, δεν ήταν νεκρός, ήταν ζωντανός αλλά σε πολύ χειρότερη κατάσταση από μένα. Όλοι ήταν από πάνω του και προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν. Είχε αναπνεύσει βινυλοχλωρίδιο ήταν ολοφάνερο. Κάποιος με είδε ότι συνήλθα και με τράβηξε μακριά. Και το δικό μου πρόσωπο ήταν κίτρινο αλλά ήταν από το φόβο μου ότι είχα σκοτώσει άνθρωπο και από τη ντροπή. Τι είχα κάνει;

            Είχα βάλει την ολοπρόσωπη μάσκα για να προστατέψω τους εργάτες και γω καθόμουν και χάζευα. Ένα απλό πράγμα είχα να κάνω και κόντεψα να πεθάνω εγώ και να σκοτώσω και τους άλλους ανθρώπους. Συγκεκριμένα ο εργάτης με το κίτρινο πρόσωπο κόντευε να πεθάνει. «Οι τοξικολογικές μελέτες λένε ότι ακόμα και μετά από μία τόσο έντονη έκθεση μπορεί να συνέλθει μέσα σε 24 ώρες χωρίς να έχει κάποιο πρόβλημα.» είπε ο αρχηγός της επιστημονικής ομάδας για να με καθησυχάσει και σιωπηρά να αναλάβει τη δική του ευθύνη του που μου ανέθεσε τη συγκεκριμένη εργασία. Ενήλικο δεν σε κάνουν τα χρόνια αλλά οι εμπειρίες. Η φροντίδα των άλλων είναι μεγάλο σχολείο και όσοι δεν την έχουν αναλάβει στη ζωή τους είναι ακόμα πολύ ανώριμοι όσο χρονών και να είναι.

            Κοντεύει έξι, ο ήλιος έχει δύσει αλλά έχει ακόμα χρώματα ο ουρανός. Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι.

            Ξέρω ότι ο εργάτης συνήλθε πολύ πιο γρήγορα από τις 24 ώρες αλλά εγώ δεν τον ξαναείδα. Ούτε θυμάμαι το πρόσωπό του πριν το συμβάν ούτε και το ξαναείδα μετά ροδαλό και ζωντανό ξανά. Μάσκα στο καρναβάλι δεν ξαναέβαλα ούτε και στη θάλασσα. Για πλάκα μάσκα δεν ξαναφοράω. Τώρα λόγω πανδημίας, φοράω μάσκα για την προστασία των άλλων. Το χρωστάω. Από την άλλη όμως ποτέ δεν κοιτάζομαι στον καθρέφτη με τη μάσκα και ειδικά όταν βγάζω τη μάσκα γιατί πάντα μπροστά μου βλέπω το κίτρινο πρόσωπο και ούτε μπορώ να καταλάβω αυτούς που λένε ότι αυτή η μάσκα δεν τους αφήνει να ανασάνουν.

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) " Το κίτρινο πρόσωπο" της Χρυσής Καραπαναγιώτη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: Caryn Drexl


Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

          Βeauté

Μαντω Τερζή


Ήταν ένας ξύλινος, σκαλιστός καθρέφτης στην είσοδο του σπιτιού. Ορθογώνιος, όχι πολύ μεγάλος, με ένα τζάμι γεμάτο μπαλώματα και στίγματα. Στην αριστερή πλευρά του, κάπου στη μέση, ξεκινούσε ένας μαύρος λεκές στο σχήμα ενός μικρού ιππόκαμπου και ξετυλιγόταν νωχελικά, χωρίς βιασύνη προς τη βάση του. Από τη πολυκαιρία, το ξύλο είχε γεμίσει σκασίματα, σα να έλεγε με τον τρόπο του στο τζάμι να του  αφήσει λίγο χώρο να αναπνεύσει, φτάνει πια αυτή η σχέση εξάρτησης τόσα χρόνια, ας γνωρίσουμε και κάποιον άλλο, νισάφι.

Η γυναίκα, σα να τους είχε ακούσει, είχε γεμίσει αυτές τις μικρές εσοχές με καρτ ποστάλ φίλων, παιδικές φωτογραφίες, ευχαριστήρια σημειώματα και ένα φτερό πουλιού ζωγραφισμένο στο χέρι, δώρο από ένα ταξίδι που είχε κάνει κάποιος άλλος. Όλα αυτά κιτρινισμένα, γερασμένα, μετρώντας μισό αιώνα ζωής τουλάχιστον, ισορροπούσαν επικίνδυνα. Ένα χιλιοστό μόνο από την ακρούλα τους χωρούσε στις τρυπούλες του καθρέφτη και κάθε απότομη κίνηση - σε έναν οίστρο ενδελεχούς ξεσκονίσματος για παράδειγμα- απειλούσε αυτή την εύθραυστη ισορροπία και της προκαλούσε ταραχή. Παρά όμως αυτή τη μικρή αστάθεια, ο καθρέφτής της παρέμενε η μοναδική σταθερή συνάρτηση της ζωής της.

Το ρολόι στο χέρι της τής ανακοινώσε την ώρα διακριτικά. Το κοίταξε φευγαλέα και κάπως υποτιμητικά και πάτησε το κουμπάκι δεξιά για να σταματήσει. Δε χρειαζόταν να βάζει ξυπνητήρι, ο ύπνος την εγκατέλειπε από το ξημέρωμα εδώ και χρόνια. Η συνήθεια όμως είναι ένα ρούχο που δύσκολα αποφασίζεις να το πετάξεις, ειδικά  αν έχει πάρει πια το σχήμα του κορμιού σου. Πήρε το ψηλό σκαμπό από το σαλόνι και το τοποθέτησε μπροστά στον καθρέφτη. Με αργά βήματα πήγε στο υπνοδωμάτιο της, παρασέρνοντας με τη μακριά ρόμπα της ένα βάζο με μπαμπού που τραμπαλίστηκε μόνο στιγμιαία ξαναγυρίζοντας υπάκουα στην αρχική του θέση. Με το ροζ βαλιτσάκι της ανά χείρας, τον Ομορφοποιητή της όπως τον έλεγε (σε ποιον;), επέστρεψε στο σαλόνι και το απόθεσε με προσοχή , σχεδόν με τρυφερότητα, πάνω στο σκαμπό. Το χάιδεψε σαν να ήταν ένα παιδί που μόλις είχε γυρίσει από το παιχνίδι με τα γόνατα γδαρμένα και τα ρούχα του γεμάτα σκισίματα, με κλωστές να κρέμονται από παντού. Τράβηξε το φερμουάρ με δύναμη – ήθελε κόλπο, στα πρώτα δυο εκατοστά κάπου μάγκωνε αλλά μετά άνοιγε γλυκά σαν όστρακο που το έχεις πιάσει στον ύπνο, αποκαλύπτοντας όλους τους χυμούς του. Παρατεταγμένα με πειθαρχία ξεπρόβαλλαν πολύχρωμα καπάκια, γεμάτα κρέμες, γαλακτώματα, ορούς και μάσκες προσώπου. Χαμογέλασε αχνά, βάζοντας τον δείκτη στο κάτω χείλος της σε μια κίνηση δήθεν αναποφασιστικότητας, σα να σκεφτόταν με ποιο όπλο να ριχτεί στην καθημερινή μάχη της κόντρα στον αδυσώπητο εχθρό. Μια μικρή, κοφτή περίσσεια αέρα βγήκε απρόσμενα από το ίδιο σημείο που βρισκόταν το δάχτυλο της, για να της υπενθυμίσει αυτό που ενδόμυχα ήδη ήξερε.  Η σειρά δε θα άλλαζε. Δεν υπάρχει καιρός για πειραματισμούς.

Πήρε το μπλε γυάλινο σωληνάριο με τον ορό και έβαλε δυο σταγόνες στην αριστερή παλάμη της. Με το δεξί της χέρι το ξαναέβαλε στη θέση του και απαλά άνοιξε το βαζάκι με την κρέμα ημέρας που βρισκόταν ακριβώς δίπλα του. Πήρε μια γενναία ποσότητα με τα δυο της δάχτυλα και άρχισε να την αναμιγνύει με τον ορό. Δε χρειαζόταν καν να κοιτάζει, θα μπορούσε άνετα να είναι τυφλή και να κάνει όλη τη διαδικασία εξίσου καλά. Κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη. Τα λευκά μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω με μια πολύχρωμη, υφασμάτινη λωρίδα, θαμπή και γαριασμένη από τα πολλά πλυσίματα. Τα μάτια της, σαν ηθοποιοί μετά από μια αποτυχημένη παράσταση, είχαν οπισθοχωρήσει στις κόγχες τους, γυάλιζαν όμως ακόμα και σκόρπιζαν λίγο από το πράσινο χρώμα τους στην ανισόπεδη έρημο του προσώπου της, μικρές οάσεις που είχαν παλιότερα φιλοξενήσει φιλιά και ομορφιά. Και γροθιές. Αιφνίδιες, απότομες, ξανάστροφες, οργισμένες, πεσμένες στα γόνατα εν είδει μετάνοιας, απολογητικές, χέρι –χέρι με παιδιάστικες δικαιολογίες και υποσχέσεις, καμπουριασμένες, δειλές, σφιχτοσχηματισμένες γροθιές. Το πρόσωπο της συσπάστηκε στη θύμηση τους  κι ας μη φάνηκε. Το νιωσε στην καρδιά της. Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει αυτές τις σκέψεις, όπως κουνάμε πάνω-κάτω το χέρι μας για να ξεφορτωθούμε κάτι που έχει κολλήσει ανάμεσα στα δάχτυλα και μας προκαλεί αηδία και ανατριχίλα.

Έστρεψε το βλέμμα της στο αριστερό της χέρι. Η κρέμα ήταν εκεί και την περίμενε πιστά να ξεκινήσει τη γνωστή ελικοειδή διαδρομή της από το λαιμό προς το μέτωπο της με ενδιάμεσες στάσεις στα μάγουλα της. Τα χέρια της ήταν παγωμένα. Η επαφή με τη θέρμη του προσώπου της, την αιφνιδίασε και της προκάλεσε δυσφορία. Οι φλέβες της πάλλονταν άρρυθμα κάτω από το άγγιγμα της και την αποσυντόνιζαν. Έφτασε στο κόκκαλο κάτω από το δεξί της μάτι και σταμάτησε. Της φάνηκε σα να είχε αλλάξει χρώμα. Πλησίασε το πρόσωπο της στον καθρέφτη. Η απορία και ο φόβος της είχαν ευθυγραμμιστεί τέλεια. Κι όμως, δεν έκανε λάθος. Το δεξί της ζυγωματικό  είχε ένα χρώμα  μεταξύ σκούρου μπλε και μωβ. Απομακρύνθηκε απότομα, ελπίζοντας πως η εγγύτητα ευθυνόταν για αυτή την παραμόρφωση, για αυτό το παιχνίδι του μυαλού.

Έκλεισε τα μάτια και ανάσανε βαθιά για μερικά δευτερόλεπτα. Ήθελε να δώσει χρόνο στον εαυτό της και στο είδωλο της να συντονιστούν στο σήμερα.  Όταν τα ξανάνοιξε, δάκρυα έβρισκαν με δυσκολία το δρόμο τους μέσα από τα μισόκλειστα μάτια της που τώρα πια μοιράζονταν το ίδιο μπλε-μωβ χρώμα, συναντώντας σε αυτή την αργή κάθοδο τους τις μύξες και τα αίματα από τη σπασμένη μύτη της. Καμία ρυτίδα δεν τα εμπόδιζε, βολτάριζαν ανενόχλητα πάνω σε δέρμα λείο και σφριγηλό, στο δέρμα μιας γυναίκας νέας. Τα μαλλιά της μόνο παρέμεναν λευκά, εγκλωβισμένα επιτυχώς κάτω από την παρδαλή κορδέλα της. Χαμογέλασε διάπλατα μπροστά σε αυτή την, έστω μικρή, ένδειξη θριάμβου της. «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, του ψιθύρισε συνωμοτικά, ποια είναι η πιο δυνατή στην πλάση όλη;».

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) " Βeauté " Μαντω Τερζή προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: Giuseppe Gradella

 


Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

 Ο ευγενικός ήρωας. Πονάς.

Σωτήρης Θεοχαρίδης



Γεννήθηκε με το πρόσωπο καίριο, σπαταλώντας το συμφιλιωτικά. Μοιάζει του ανθρώπου η στοργή, σύντονη με νεκρούς και ζωντανούς στο τραγικό τοπίο της πατρίδας. Οι θνητοί μονομιάς εγέννησαν τους ήρωες, διαλεγμένοι ανίδεα να πάρουν πρώιμα, μορφή αόρατη. Ενέδωσε στη ροή της αγάπης. Ζούσε ξεκάθαρα, γελαστός ολότελα, ανάμεσα στις εποχές και μέσα τους. Σήκωνε τα μάτια ασήμαντα στις σκιές, διάβαινε στο φως του «απορείν» και του «θαυμάζειν». Κατρακυλούσε στην αρπαγή και τόσα κατόρθωνε στις συμφορές του ανθρώπου και του έμοιαζε.

Να πασχίζεις απ’ την καρδιά κι ύστερα απ’ το σώμα, ατάραχα ενάντια στο ρεύμα της κρίσης να μαντεύεις της ύπαρξης το άδολο - την καθαρή του μορφή να προσκυνάς, και στην τύχη να φιλεύεις με την πνοή μάταια, στο θρήνο της να προσφέρεις παρηγοριά αμόλυντη.

Οι περαστικοί που ξεπροβάλλουν από το υπόγειο, στα πρόσωπα τους η οσμή ζεστή και από κάτω της, η αίσθηση της τρυφεράδας του πεπρωμένου. Μακάρια η λαχτάρα να βγουν έξω από την ντροπή τους. Στα σκοτάδια δεν αγγίζονται με τα σώματα και η ψυχή δεν είναι ψεύτικα βαμμένη μαύρη και ακατόρθωτη. Μόνο που ο κόσμος ιδωμένος σαν να είναι, είναι εύκολος στην λησμονιά, αφού προχωρεί στο φανέρωμα της ευτυχίας ως μορφή του Λόγου. Τα προσωπεία της σπάζουν σε χίλια κομμάτια και είναι ανάλαφρα, έχουν ήθος για την βεβαιότητα των ουρανών στην τάξη του κόσμου.

Το ον αλλήθωρο πάει μπροστά από το Θεό, αποστραμμένο από το χάος, σαλεύει στην προσταγή της βιβλικής ορολογίας της Δύσης. Το λογαριάζεις για φυσικό, μα δεν είναι, γιατί διαλέγει τον καιρό.

Το απροσδιόριστο νόημα του «είναι», στην πηγή του έφεγγε άλλοτε, και βρίσκαμε τα σημάδια του να μας χαιρετούν όταν ανηφορίζαμε στα φυσικά του μέτρα, φορτωμένοι τις μυρωδιές του τόπου, που το χώμα του αθώωνε τους αλύτρωτους από τον εγκαταλειμό. Η θάλασσα εθήτευε στην αλμύρα της, κυνηγώντας τον φθόνο, οι ελιές και τα κυπαρίσσια μαζί με το δυόσμο δόξαζαν τους προγόνους. Είχαν όλα κοινό πρόσταγμα: εσήκωναν τους γονατιστούς από τον πόνο και να τον πουν στην μητρική τους γλώσσα.

Η ζωή πάνω στην σκηνή του κόσμου συνεχίζεται σε μια επιγραμματική ομοιοκαταληξία, και υποφέρεται χωρίς ειρωνεία.

Δεν κρύφτηκε πίσω από το οριστικό του τέλος παίζοντας κάποιο ρόλο αθανασίας με το θάνατο. Δεν έκανε καμιά προσποίηση που να προσβάλλει τη φυσικότητα, σκηνοθετώντας ιδεολογικά επεισόδια για τη μνήμη του, από τις δοκιμασίες της ζωής. Οι συμβολικές επιδείξεις δεν ξεγελάνε στην απλή φιλοσοφία. Δεν κρύβει το νόημα του να μην είναι κανείς. Αιωρούμενη στους αιθέρες του καθημερινού τραβάει ολοφάνερα μέσα στην ευλάβεια της φθοράς, συμβιωτικά με την οδύνη μιας ολόκληρης ζωής. Γνωρίζω εσένα μέσα σε σένα. Εσύ, αυτό το εσύ, που είσαι εσύ και μ’ αυτό φανερώνεσαι, εσύ είσαι, για να είσαι απλώς αυτό – το εσύ.

Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που δεν είναι του κόσμου τούτου, που στον καιρό του πάλι ερχόταν από αλλού, και το όνειρο, το όραμα, η ονειροπόληση δεν ήταν μια ανάλαφρη συγκόλληση σπασμένων επιθυμιών. Δεν είχε σχέδιο, ούτε φοβόταν να χάσει κάποιο πράγμα. Από αυτό δεν πέθαινε ο άνθρωπος, και αυτός ήξερε τι έλεγε. Σε βαθιά φιλία αναλάμβανε την μοίρα. Έχει χρόνους που πήγε να ανα-παυθεί με τους νεκρούς του.

Στα μάτια τίνος έχεις σοβαρό μέλλον; Είναι μια επιμήκυνση της ζωής, χωρίς έλλειψη, ένα κλείσιμο.

Τις νύχτες άφηνε το μαράζι στην ανάσα του, ίσως για να αντέχει στις μέρες. Στην κακία έμεινε παρθένος. Συγύριζε το καλό, προσφέροντας του καταφύγιο να γλυτώσει από τον ξεριζωμό. Είχε ένα καημό και νύσταζε μαζί του, γιατί δεν μαθαίνουμε στα παιδιά μας τι είναι τ’ άδικο και να έχουν κορμοστασιά από παιδιά. Έθαψε την ψυχή του στα μάτια και δούλευε από παιδί στις παιδικές του ώρες. Όταν πήγε να κοιμηθεί σαν παιδί, λίγο πριν κλείσει τα μάτια, είχε ακόμη την έγνοια των παιδιών και του τόπου του. Ευχαριστούσε την αυγή χαμογελώντας στο ανάστημα των ανθρώπων, του καθενός το ανάστημα είναι ανάστημα. Βοηθούσε σε όλα, του ταίριαζε εκ φύσεως. Συνήθιζε η μάνα του να λέει χαρούμενα και με βαθιά περηφάνια, πως ο Κωστής της τα πρωινά ξυπνούσε πρώτος και πριν τον πατέρα του ακόμη, έβαζε σε σειρά τα παπούτσια όλων. Ήταν ο λουστραδόρος τους, συντρίβοντας τα ίχνη της φτώχειας. Είχε δυο αδελφές και έξι αδέλφια. Ήταν ο τρίτος. Η φωνή της μάνας του καλοκάγαθη. Είχε τη ίδια φωνή με κείνη. Οι φωνές τους τυλίγονταν ζεστά. Ήρεμα και σταθερά πήγαιναν και σε έβρισκαν καθαρά. Άδειες από σχολαστικισμό πρόσφεραν στοργικά στην ύπαρξη εγγύτητα. Ατάραχες στην παραφωνία της ξιπασιάς και στην κακοφωνία της αγριότητας τέντωναν την θλίψη τους κρυφά πάνω στην αισθαντικότητα του απλού. Σαν να ήταν ξένες προς τη γη μας και αλλού τα όρια τους.

Πώς έγινε η Κύπρος, πουθενά βάρος να μένεις.

Από τον Άδη βλέπεις το Θεό, και ίσως πεις το χαίρε αμασκάρωτος και ακαλλώπιστος  με μια απαλότερη αϋλότητα ανεκλάλητη, μόνο με γέλια και κλάματα ανόθευτα. Έτσι το πρόσωπο να βλέπει ωραία στην έξοδο από τη μάσκα του.

Πολλοί γελούσαν μα τα λουστραρίσματα του Κωστή. Για τον ξυπόλυτο ήταν μια παρηγοριά. Κι ας μην ήταν μια σύμπτωση. Την μπογιά για τα  παπούτσια την ζύμωνε στην καρδιά του. Με ένα πρόσωπο έζησε, έρημο από φτιασίδια, λαξεμένο τίμια. Τα παπούτσια με σέβας, δεν ήταν παπούτσια.

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) "Ο ευγενικός ήρωας. Πονάς" του Σωτήρη Θεοχαρίδη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: unknown creator

 

Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Διάλογος του Ενός
Παναγιώτα Χαϊδά


Ο ήλιος βασιλεύει και αφήνει στο πέρασμά του μια γλυκιά ατμόσφαιρα, καθώς βοηθά τον ουρανό να απαλλαχθεί από το μονότονο γαλάζιο που κουβαλούσε όλη μέρα. Ο ορίζοντας διακοσμείται με απαλά χρώματα που παίζουν ανάμεσα στα σύννεφα και προκαλούν το βλέμμα σου να ξεκουραστεί πάνω τους. Εκείνη η ώρα πάλλεται από έναν ηλεκτρισμό και μπορείς να μυρίσεις στο αεράκι, που σε τριγυρνά παιχνιδιάρικα, πως ο κόσμος ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Η ατμόσφαιρα είναι ιδανική για να χαθείς σε μνήμες ή συζητήσεις ξεχασμένες. Ένα χρώμα ή μια μυρωδιά ερεθίζουν τις σκέψεις, ως ένα βότσαλο που πέφτει σε ήρεμη λίμνη κι όσο βυθίζεται και περνάει ανάμεσα σε αναμνήσεις, τόσο παρασύρει το λογισμό σου σε ότι χρειάζεται να επικεντρωθείς. Η ανάσα σου λίγο πιάνεται και έχεις ένα σφίξιμο στο στήθος γιατί είτε σου αρέσει η σκέψη, είτε θες να την αποφύγεις, τώρα έχεις κλειδώσει σε αυτήν. Γιατί κλείδωσες σε ένα διάλογο που πάσχιζε καιρό να ξεμυτίσει, αυτόν που επιδιώκει η μάσκα με το πρόσωπο.

Στο μαβί φόντο του δειλινού η μάσκα θα συστηθεί πρώτη, όπως άλλωστε συνηθίζει τόσα χρόνια. Παρουσιάζεται ως η πανοπλία, αλλά και ως η εικόνα που έχει ο κόσμος για το άτομο στο οποίο ανήκει, αναμιγμένη με την εικόνα που θαρρεί το άτομο πως έχει ο κόσμος για αυτό. Καθημερινά σηκώνει το βαρύ φορτίο της προάσπισης των αρετών της εσωτερικής φωνούλας που την τριβελίζει και ονομάζεται πρόσωπο. Γνωρίζοντας τις βασικές αρχές του, καλείται να τις εφαρμόσει σε κάθε επαφή με το περιβάλλον της. Ξεκινά τη συζήτηση πικραμένη, αποδίδοντας κατηγορίες στο πρόσωπο για τη μοναξιά και τις τρύπες περίβλημα της. Το θάρρος της, αν και αρκετό για να επιβιώσει στις διάφορες εκφάνσεις της καθημερινότητας, φοβάται πως αρχίζει να κλονίζεται χωρίς την υποστήριξη του άλλου της μισού. Πρόκειται δηλαδή περί σχέση άγουρης αγάπης, απειλούμενη από τη ραστώνη του προσώπου. Χολωμένη τώρα η μάσκα, συνεχίζει πως αν το πρόσωπο σταματούσε να εκτοξεύει παγερές απαιτήσεις, οι δυο τους μαζί, θα μπορούσαν να έχουν αποφύγει πολλές διπλές συζητήσεις. Αυτές που κάνει η μάσκα με το περιβάλλον της σε πρώτο χρόνο, έναντι αυτών που λαμβάνουν χώρα κεκλεισμένων των θυρών, με τη βοήθεια του προσώπου, απέναντι σε έναν αόρατο αντίπαλο.

Το πρόσωπο, που σιχαίνεται το ψέμα, δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί πως όντας ακόμα ανώριμο αρέσκεται στην ασφάλεια της εσωτερικότητας και σπάνια υποστηρίζει τη μάσκα. Όχι πως δε το θέλει, της ξεκαθαρίζει, απλά δεν μπορεί να χωρέσει στις κοινωνικές περιπτύξεις. Δυστυχώς για το πρόσωπο, η μάσκα παραθέτει παροιμίες περί μπορώ-θέλω κι εξάλλου δεν έκανε ποτέ λόγο για κομφορμισμό, παρά για ένα και ενιαίο μέτωπο. Σοβαρεύει λοιπόν το πρόσωπο και εκφράζει την απολογία του, μετανιώνοντας για την οξυθυμία και το ασταθές του θυμικό. Όσο ανοίγεται, υπόσχεται να νουθετεί σταδιακά τη μάσκα ώστε να φτάσει σε σημείο να το εμπιστεύεται, καθώς κατανοεί πως κάθε αποτυχημένη συναναστροφή της, είναι απόρροια της δικής του ανασφάλειας. Η εδραίωση της εμπιστοσύνης, της εξηγεί, δεν είναι χρησιμοθηρική απλά για να αποφεύγονται οι διπλοί διάλογοι με τρίτους.

Είναι πολλές οι πλάνες στις οποίες μπορεί να πέσει το άτομο στο οποίο ανήκουν, αν αυτά τα δυο δεν εμφανίζονται αχώριστα, ως ένα. Ψηλά σε κλίμακα επικινδυνότητας, αν και αυτή ποικίλλει στον καθένα, βρίσκονται τα άχρωμα πρωινά. Αυτά που ξεκινούν από το προηγούμενο βράδυ, όταν το άτομο κοιμήθηκε παράωρα γιατί ξοδεύτηκε σε κάτι ανούσιο, όπως η ζωή τρίτων σε κάποιο μέσο τηλεοπτικής ή κοινωνικής δικτύωσης. Κάποια στιγμή θυμήθηκε να κοιμηθεί κι ύστερα ξύπνησε χαμένο. Αφιέρωσε τόσο χρόνο στο να παρακολουθεί μια άλλη πραγματικότητα, που αρνείται να σηκωθεί για να αντιμετωπίσει τη δική του. Είτε δε το καλύπτει η μέρα που ξέρει ακριβώς πως θα εξελιχθεί, είτε αυτομαστιγώνεται που ξοδεύτηκε. Εκείνη τη στιγμή το βαρίδι που ξεκίνησε από το κεφάλι συγκεντρώνεται στο στήθος του, δυσκολεύεται να αναπνεύσει και βυθίζεται σε κλίνη δυσθυμίας. Κι όσο βυθίζεται, απελπίζεται και οι σκέψεις του γίνονται αυτοκαταστροφικές. Η εδραίωση εμπιστοσύνης μεταξύ τους, κατανοεί τώρα η μάσκα, είναι η μόνη που μπορεί να βγάλει το άτομο από τη ματαιότητα που φαίνεται να απλώνεται, εκείνα τα πρωινά, σε κάθε απόφαση που αυτό έχει, αλλά και σκοπεύει να πάρει.

Θα του εξηγήσουν πως είναι αναμενόμενο να αμφισβητήσει κανείς κάποιες επιλογές του, ιδιαίτερα σε μικρότερη ηλικία που το πνεύμα οφείλει να είναι ανήσυχο ώστε να επιβιώσει σε μια κοινωνία που παρασύρει το άτομο στη νωθρότητα. Αν η αγάπη προσώπου-μάσκας είναι εδραιωμένη και μόνο να εξελιχθεί μπορεί, τα σύννεφα της αβεβαιότητας θα διαλυθούν αφότου η βροχή ξεπλύνει το άγχος. Αν πάλι δεν έχει επέλθει ευταξία των συναισθημάτων τους και το άτομο είναι ανίκανο να βγει από το χάος των σκέψεων του, θα στραφεί σε τρίτους. Σε τρίτους που ίσως να μην έχουν ενιαίο πρόσωπο-μάσκα και πως να βοηθήσουν κάποιον άλλο αν δεν μπορούν πρώτα να σώσουν τον εαυτό τους; Αλλά κι αν μπορούν να βοηθήσουν, κάνουν συστάσεις βασισμένες σε όσα βλέπουν και διαισθάνονται που είτε δεν είναι αρκετά, είτε δεν θα εκτιμηθούν από ένα άγονο έδαφος προσώπου-μάσκας. Τότε η ευθύνη μπορεί να πέσει εύκολα σε αυτούς τους τρίτους και τις ελλιπείς τους συμβουλές και είναι κρίμα. Κρίμα, συμφωνούν το πρόσωπο και η μάσκα, γιατί το άτομο θα μπορούσε πριν πάει μακριά, να τους δίνει χώρο να συζητούν, ώστε να είναι προετοιμασμένα να προσπαθήσουν να το συνεφέρουν από την παραδοξολογία που κυριαρχεί στα άχρωμα πρωινά.

Με αυτή τη σκέψη επίπληξης στο παρασκήνιο, συνειδητοποιείς πως το αεράκι που είχε δυναμώσει ανεπαίσθητα αρχίζει κάπως να καταλαγιάζει και γελάς. Γελάς γιατί ως το άτομο στο οποίο ανήκουν το πρόσωπο και η μάσκα, αποφασίζεις να αγκαλιάσεις την πρόοδο που έφερε αυτός ο διάλογος. Συντάσσεσαι μαζί τους και υπόσχεσαι να συνεχίσεις να τους δίνεις χώρο να διαλέγονται, να συγκρούονται και να φιλιώνουν, πέραν των χρονικών πλαισίων αυτού του δειλινού, καθώς η σχέση τους χρειάζεται τα σφάλματα και την κατανόηση τους για να εξυγιανθεί. Νιώθεις πως πιο δύσκολο σαν εγχείρημα θα είναι η τήρηση αυτής σου της υπόσχεσης, όμως προς το παρόν είσαι ποτισμένος από ένα αίσθημα ικανοποίησης. Τώρα, μπορείς να αφήσεις το βλέμμα σου να πλανηθεί σε διαφορετικό σημείο του ορίζοντα.

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) “Διάλογος του Ενός της Παναγιώτας Χαϊδά προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».
εικόνα: Taras Loboda

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

 ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Αλεξάνδρα Ζώη


Είναι κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Ρούχα που μυρίζουν ναφθαλίνη, ιδρώτα, κρασί. Κάπου-κάπου κάποια κολόνια. Κάτι αυγοκοφτό που άφησε την οσμή του στα μανίκια.  Γιατί στριμώχνονται; Τι περιμένουν όλοι εδώ, αναρωτιέμαι. Τι γίνεται;  Κάνει κρύο.

Δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω τις μουριές, να πάρω κάτι απ΄ την ζέστη των τετραδίων μου με τα τσακισμένα φύλλα, με πήραν βιαστικά. Με έντυσαν όπως-όπως με τα καλά μου. 

Με σουλούπωσαν. Δύσκολο έργο. Έχω μακριά ίσια μαλλιά. Κόβουν στη μέση κάθε απόπειρα προέκτασης.  Θα πρέπει να είναι Κυριακή, η μεγάλη μέρα. Έτσι που με πήραν ξαφνικά, δεν πρόλαβα να τακτοποιήσω τον εαυτό μου που όπως-όπως κι αυτός σερνόταν κάτω από μανίκι μου. Παραμάσχαλα.

Με πήραν κρυφά από την μάνα υποψιάζομαι. Παραβίαση των ορίων. Ο χώρος που εκείνη οριοθετούσε ως «έμβιος» ήταν αυτός που ονομάζουμε στο σχέδιο, ο «αρνητικός» χώρος,  ο «ρέστος». Εκείνος που υπάρχει χάρη στην ύπαρξη των άλλων. Είναι ο «μη-χώρος» ανάμεσα στις ανάσες των άλλων. Οριοθετείται  ανάμεσα στα περιγράμματά τους.

Α, ναι, τα όρια. Διαγράφονται με αλάτι, μελάνι και αίμα.

Κι έτσι έμαθα να ζω στη συνέχεια. In limbo. Ανάμεσα στο κενό του συνθήματος και του παρασυνθήματος. Ανάμεσα κι εκτός.

Πέθαινα τις ώρες του μεσημεριού ανάμεσα στην ευφορία της τελευταίας μπουκιάς του  φαγητού και του αναστεναγμού της ξεκούρασης. Την ώρα που άφηναν τις μάσκες τους στην κρεμάστρα μαζί με το πανωφόρι, στη ράχη της καρέκλας ή στο κομοδίνο με τα κλειδιά. Οι νοικοκύρηδες.

Κάπου μύριζε λάχανο, κάτι αυγοκοφτό. Η περηφάνια της νοικοκυράς. Άλλοτε με δίχτυ και μπιγκουτί, τώρα με άι-λάϊνερ και σμαρτφόουν. Η απελευθέρωση του λάιφ στάιλ. Homo ludens. Ανεστραμμένο κι’ αυτό. Λαχεία. στοιχήματα. Η λιανική και άλλα.

Παζάρια. Στο τραπέζι. Στις κρεβατοκάμαρες. Στους διαδρόμους. Στα πεζοδρόμια. Στα φανάρια των δρόμων. Στους φαγωμένους δρόμους. Άνθρωποι, σακούλες, έγγραφα. Υπηρεσίες. Σκάλες και όροφοι. «Κλιμακοστάσια», ανεβοκατεβάσματα,  τσόκαρα και πρησμένα πόδια, βαμμένα νύχια ποδιών που γλύφουν σχεδόν τα μαυρισμένα μάρμαρα. Βρώμικα δάχτυλα. Υποκριτικά ζωντανά. Στις γωνίες τρέχουν υστερικά κατσαρίδες. Και λακ για τα μαλλιά. Αποσμητικά για μασχάλες. Τα κλιμακοστάσια είναι πολύ μοναχικοί χώροι. Σε ανεβάζουν στους ουρανούς σαν την σκάλα του Ιακώβ. Ανεβοκατεβάσματα. Άνοδοι, κάθοδοι,  ηλεκτρολύτες. Συμβάντα.

Η βουή εντός κι εκτός.

Έτσι και  τότε στην πλατεία. Η  τελευταία Κυριακή! Η λακ, το δίχτυ των μαλλιών, το μακιγιάζ, το καπέλο, οι αγκράφες  και τα άλλα βοηθήματα της ευτυχίας.

Κάτι αυγοκοφτό. Και χύμα κρασί.

Tα παλτά. Τα γιλέκα. Τα κοστούμια. Οι φούστες. Τα ταγιέρ.  Τα παπούτσια, οι μπότες, η τσάντα. Τα αξεσουάρ μιας καθώς πρέπει συνενοχής. Τα ανθρωπάκια του Μαγκρίτ γεμίζουν ασφυκτικά την πλατεία. Πετούν σοκολάτες. Κάτι μαλακό. Κάτι γλιστερό. Κάτι σαν το δάχτυλο του ΕΤ.

Με διαπερνάει ένα κρύο. Είναι κρύες οι αγκαλιές των ανθρώπων. Διάτρητες.

Μπροστά μου και ψηλά το ξασμένο μαλλί της κυρά Τασίας, μετά από ώρες στα μπιγκουτί. Το διπλοσάγονο και τα βαμμένα στόματα. Δόντια. Γέλια με δόντια. Και γλώσσες που πηγαινοέρχονται μέσα έξω. Οι φήμες. Οι ψίθυροι. Σε αντήχηση. Τα πνιχτά φωνήεντα της έξαρσης, τα στραγγαλισμένα σύμφωνα της συνενοχής. Το «μοιράζειν» της αυταπάτης μας. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Σούπα αυγοκοφτή. Οι διαπροσωπικές σχέσεις. Σχετικές.
Η σχετικότητα που διέπει το είναι μας.

Κοιτάζω ψηλά γιατί εκεί κάτι συμβαίνει. Εκεί είναι η αρένα του θεάματος. Κι αυτό ανεστραμμένο. Εκεί ελευθερώνονται οι προσδοκίες σαν τα περιστέρια. Εκεί βόσκουν τα όνειρα στα πράσινα λιβάδια του σύμπαντος  ως μόσχοι στον ήλιο. Εκεί τέμνονται οι ευθείες των διαγραμμάτων μας. Ο ουρανός με τους διάττοντες, ο Δίας  χρυσή βροχή. Ο Θεός που  γνέφει με το σαρδόνιο γέλιο του. Το μυστήριο της εξομολόγησης. Τα μυστήρια γενικά. Αυτά που δεν περιέχουν απαντήσεις. Σαν τους καρπούς χωρίς κουκούτσι. Που καταπίνονται εύκολα.

Με συνοδεύει ένας κύριος. Φίλος της οικογένειας. Δάσκαλος. Δόντια, γλώσσες, γέλια. Και ανάμεσα στα χέρια μου κάτι που δεν είναι χέρι. Κάτι γλιστερό και μαλακό. Οι καμπαρντίνες με τα κουμπιά και τα καλά παπούτσια. Η θεία, οι γνωστοί, οι άγνωστοι, το πλήθος. Ο συρφερτός της πανδαισίας. 

Λάθος. Δεν είναι διάττοντες. Απλά, κομφετί. Ο Θεός-καρνάβαλος.  Οι σοκολάτες.

Ένας μικρός βιασμός. Απειροελάχιστος. Κάπως έτσι ακούγεται μια κραυγή στο σύμπαν. Ένα πνιχτό «αααα» ελάχιστα μικρής εμβέλειας. Ένα λεπτό διάγραμμα στο σκότος.
_____
Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) “Διάγραμμα της Αλεξάνδρας Ζώη  προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

εικόνα:
Barbara Kruger