Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

          Βeauté

Μαντω Τερζή


Ήταν ένας ξύλινος, σκαλιστός καθρέφτης στην είσοδο του σπιτιού. Ορθογώνιος, όχι πολύ μεγάλος, με ένα τζάμι γεμάτο μπαλώματα και στίγματα. Στην αριστερή πλευρά του, κάπου στη μέση, ξεκινούσε ένας μαύρος λεκές στο σχήμα ενός μικρού ιππόκαμπου και ξετυλιγόταν νωχελικά, χωρίς βιασύνη προς τη βάση του. Από τη πολυκαιρία, το ξύλο είχε γεμίσει σκασίματα, σα να έλεγε με τον τρόπο του στο τζάμι να του  αφήσει λίγο χώρο να αναπνεύσει, φτάνει πια αυτή η σχέση εξάρτησης τόσα χρόνια, ας γνωρίσουμε και κάποιον άλλο, νισάφι.

Η γυναίκα, σα να τους είχε ακούσει, είχε γεμίσει αυτές τις μικρές εσοχές με καρτ ποστάλ φίλων, παιδικές φωτογραφίες, ευχαριστήρια σημειώματα και ένα φτερό πουλιού ζωγραφισμένο στο χέρι, δώρο από ένα ταξίδι που είχε κάνει κάποιος άλλος. Όλα αυτά κιτρινισμένα, γερασμένα, μετρώντας μισό αιώνα ζωής τουλάχιστον, ισορροπούσαν επικίνδυνα. Ένα χιλιοστό μόνο από την ακρούλα τους χωρούσε στις τρυπούλες του καθρέφτη και κάθε απότομη κίνηση - σε έναν οίστρο ενδελεχούς ξεσκονίσματος για παράδειγμα- απειλούσε αυτή την εύθραυστη ισορροπία και της προκαλούσε ταραχή. Παρά όμως αυτή τη μικρή αστάθεια, ο καθρέφτής της παρέμενε η μοναδική σταθερή συνάρτηση της ζωής της.

Το ρολόι στο χέρι της τής ανακοινώσε την ώρα διακριτικά. Το κοίταξε φευγαλέα και κάπως υποτιμητικά και πάτησε το κουμπάκι δεξιά για να σταματήσει. Δε χρειαζόταν να βάζει ξυπνητήρι, ο ύπνος την εγκατέλειπε από το ξημέρωμα εδώ και χρόνια. Η συνήθεια όμως είναι ένα ρούχο που δύσκολα αποφασίζεις να το πετάξεις, ειδικά  αν έχει πάρει πια το σχήμα του κορμιού σου. Πήρε το ψηλό σκαμπό από το σαλόνι και το τοποθέτησε μπροστά στον καθρέφτη. Με αργά βήματα πήγε στο υπνοδωμάτιο της, παρασέρνοντας με τη μακριά ρόμπα της ένα βάζο με μπαμπού που τραμπαλίστηκε μόνο στιγμιαία ξαναγυρίζοντας υπάκουα στην αρχική του θέση. Με το ροζ βαλιτσάκι της ανά χείρας, τον Ομορφοποιητή της όπως τον έλεγε (σε ποιον;), επέστρεψε στο σαλόνι και το απόθεσε με προσοχή , σχεδόν με τρυφερότητα, πάνω στο σκαμπό. Το χάιδεψε σαν να ήταν ένα παιδί που μόλις είχε γυρίσει από το παιχνίδι με τα γόνατα γδαρμένα και τα ρούχα του γεμάτα σκισίματα, με κλωστές να κρέμονται από παντού. Τράβηξε το φερμουάρ με δύναμη – ήθελε κόλπο, στα πρώτα δυο εκατοστά κάπου μάγκωνε αλλά μετά άνοιγε γλυκά σαν όστρακο που το έχεις πιάσει στον ύπνο, αποκαλύπτοντας όλους τους χυμούς του. Παρατεταγμένα με πειθαρχία ξεπρόβαλλαν πολύχρωμα καπάκια, γεμάτα κρέμες, γαλακτώματα, ορούς και μάσκες προσώπου. Χαμογέλασε αχνά, βάζοντας τον δείκτη στο κάτω χείλος της σε μια κίνηση δήθεν αναποφασιστικότητας, σα να σκεφτόταν με ποιο όπλο να ριχτεί στην καθημερινή μάχη της κόντρα στον αδυσώπητο εχθρό. Μια μικρή, κοφτή περίσσεια αέρα βγήκε απρόσμενα από το ίδιο σημείο που βρισκόταν το δάχτυλο της, για να της υπενθυμίσει αυτό που ενδόμυχα ήδη ήξερε.  Η σειρά δε θα άλλαζε. Δεν υπάρχει καιρός για πειραματισμούς.

Πήρε το μπλε γυάλινο σωληνάριο με τον ορό και έβαλε δυο σταγόνες στην αριστερή παλάμη της. Με το δεξί της χέρι το ξαναέβαλε στη θέση του και απαλά άνοιξε το βαζάκι με την κρέμα ημέρας που βρισκόταν ακριβώς δίπλα του. Πήρε μια γενναία ποσότητα με τα δυο της δάχτυλα και άρχισε να την αναμιγνύει με τον ορό. Δε χρειαζόταν καν να κοιτάζει, θα μπορούσε άνετα να είναι τυφλή και να κάνει όλη τη διαδικασία εξίσου καλά. Κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη. Τα λευκά μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω με μια πολύχρωμη, υφασμάτινη λωρίδα, θαμπή και γαριασμένη από τα πολλά πλυσίματα. Τα μάτια της, σαν ηθοποιοί μετά από μια αποτυχημένη παράσταση, είχαν οπισθοχωρήσει στις κόγχες τους, γυάλιζαν όμως ακόμα και σκόρπιζαν λίγο από το πράσινο χρώμα τους στην ανισόπεδη έρημο του προσώπου της, μικρές οάσεις που είχαν παλιότερα φιλοξενήσει φιλιά και ομορφιά. Και γροθιές. Αιφνίδιες, απότομες, ξανάστροφες, οργισμένες, πεσμένες στα γόνατα εν είδει μετάνοιας, απολογητικές, χέρι –χέρι με παιδιάστικες δικαιολογίες και υποσχέσεις, καμπουριασμένες, δειλές, σφιχτοσχηματισμένες γροθιές. Το πρόσωπο της συσπάστηκε στη θύμηση τους  κι ας μη φάνηκε. Το νιωσε στην καρδιά της. Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει αυτές τις σκέψεις, όπως κουνάμε πάνω-κάτω το χέρι μας για να ξεφορτωθούμε κάτι που έχει κολλήσει ανάμεσα στα δάχτυλα και μας προκαλεί αηδία και ανατριχίλα.

Έστρεψε το βλέμμα της στο αριστερό της χέρι. Η κρέμα ήταν εκεί και την περίμενε πιστά να ξεκινήσει τη γνωστή ελικοειδή διαδρομή της από το λαιμό προς το μέτωπο της με ενδιάμεσες στάσεις στα μάγουλα της. Τα χέρια της ήταν παγωμένα. Η επαφή με τη θέρμη του προσώπου της, την αιφνιδίασε και της προκάλεσε δυσφορία. Οι φλέβες της πάλλονταν άρρυθμα κάτω από το άγγιγμα της και την αποσυντόνιζαν. Έφτασε στο κόκκαλο κάτω από το δεξί της μάτι και σταμάτησε. Της φάνηκε σα να είχε αλλάξει χρώμα. Πλησίασε το πρόσωπο της στον καθρέφτη. Η απορία και ο φόβος της είχαν ευθυγραμμιστεί τέλεια. Κι όμως, δεν έκανε λάθος. Το δεξί της ζυγωματικό  είχε ένα χρώμα  μεταξύ σκούρου μπλε και μωβ. Απομακρύνθηκε απότομα, ελπίζοντας πως η εγγύτητα ευθυνόταν για αυτή την παραμόρφωση, για αυτό το παιχνίδι του μυαλού.

Έκλεισε τα μάτια και ανάσανε βαθιά για μερικά δευτερόλεπτα. Ήθελε να δώσει χρόνο στον εαυτό της και στο είδωλο της να συντονιστούν στο σήμερα.  Όταν τα ξανάνοιξε, δάκρυα έβρισκαν με δυσκολία το δρόμο τους μέσα από τα μισόκλειστα μάτια της που τώρα πια μοιράζονταν το ίδιο μπλε-μωβ χρώμα, συναντώντας σε αυτή την αργή κάθοδο τους τις μύξες και τα αίματα από τη σπασμένη μύτη της. Καμία ρυτίδα δεν τα εμπόδιζε, βολτάριζαν ανενόχλητα πάνω σε δέρμα λείο και σφριγηλό, στο δέρμα μιας γυναίκας νέας. Τα μαλλιά της μόνο παρέμεναν λευκά, εγκλωβισμένα επιτυχώς κάτω από την παρδαλή κορδέλα της. Χαμογέλασε διάπλατα μπροστά σε αυτή την, έστω μικρή, ένδειξη θριάμβου της. «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, του ψιθύρισε συνωμοτικά, ποια είναι η πιο δυνατή στην πλάση όλη;».

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) " Βeauté " Μαντω Τερζή προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: Giuseppe Gradella

 


1 σχόλιο: