Τετάρτη 19 Μαΐου 2021

 Η νέα μεταμόρφωση

Αλεξάνδρα Μυλωνά


Του είχα φορέσει τα παλιά μου ρούχα, εκείνα από την εποχή που ήμουν ακόμα αδύνατη, πριν από τους μήνες του εγκλεισμού – ούτε που θυμάμαι πια πότε άρχισε. Τώρα είμαι υπέρβαρη και πρησμένη από την καθηλωτική ακινησία μπροστά στη μικρή οθόνη, μόνιμα ιδρωμένη μέσα στο αποκλειστικό μου πλέον ένδυμα, τις πιτζάμες – όλες σομόν, να ταιριάζουν με τα γκρίζα, ξεθωριασμένα πια μαλλιά μου και την πρώην λευκή, χειρουργική μάσκα που τη φορώ μέρα νύχτα κι ας μένω μόνη μου στο μικρό διαμέρισμα.

Του είχα βάλει, λέει, τα παλιά μου ρούχα, το μπλε-πράσινο, μεταξωτό φουστάνι μου και τις γόβες με το δωδεκάποντο τακούνι από πλεξιγκλάς, που τις κρατούσα αφόρετες ακόμα στο κουτί για μια περίπτωση εξαιρετική, σαν την αποψινή λαμπρή βεγγέρα. Του είχα αφήσει όμως την κόκκινη, φαρδιά γραβάτα στον ευτραφή λαιμό· ίδια χυμένη γλώσσα, ξεδιάντροπη. 

Ήταν εκεί μπροστά μου, παράταιρα ντυμένος και δεμένος πισθάγκωνα στο βαρύ, επιδαπέδιο φωτιστικό, που το είχα μετακινήσει στο κέντρο του καθιστικού, ειδικά για την περίσταση.

«Τι είπες, ρε; Τι είπες;», ψιθύρισα πλησιάζοντας σε απόσταση αναπνοής το ξεχειλωμένο μούτρο του.

Η επιτέλεση είχε αρχίσει.

Αυτός με κοιτούσε με το φρεσκοβαμμένο μπρονζέ μαλλί του κι όλο κουνούσε το κεφάλι προς τα δεξιά, να σηκωθεί λίγο –όσο μπορούσε– η φράντζα, να μην πέφτει κουρτίνα στα μάτια του. Δεν είχε λόγια να μου απαντήσει, μόνο μούγκριζε, άλλοτε οργισμένα, άλλοτε με παράπονο προσποίησης ή και φόβου, ποτέ όμως μετάνοιας· κλαψούριζε άναρθρα, για να τον λυπηθώ – θα ’θελε.

Στο πρώτο αλύχτισμα τού τσάκισα με τη βαριοπούλα το ένα πόδι, στο δεύτερο το δεύτερο.

Τώρα, δεν μπορούσε πια να σταθεί όρθιος. Σε αργή κίνηση, θυμάμαι, λύγισε, κλυδωνίστηκε και σωριάστηκε, τέλος, στο παρκέ, παρασέρνοντας με την πτώση του και το φωτιστικό  μόνο το κεφάλι του παρέμενε στον αέρα ακόμα, κάπως λοξά είναι αλήθεια…

Το σκοινί που κρεμόταν από το πολύφωτο της οροφής, το σκοινί με τη θηλιά την πλεγμένη με χάρη με τον ακριβό του λαιμοδέτη, το σκοινί γύρω από τον λαιμό του είχε τεντωθεί από το βάρος, του δικού του σώματος και του φωτιστικού, και τον είχε πνίξει.

Την ώρα του τελευταίου σπασμού, άνοιξα καλά καλά με τα γαντοφορεμένα χέρια μου το ζεστό ακόμα στόμα του και έριξα μέσα όλο το περιεχόμενο τού πλαστικού μπουκαλιού που φύλαγα κάτω από τον νεροχύτη ουρλιάζοντας.

«Τι είπες, ρε άθλιε; Χλωρί…;»

Χανόταν η φωνή μου – τόσο δυνατή που ήταν, δεν την άκουγα.

Απ’ το παράθυρο, πέρα μακριά, φαινόταν ο Όλυμπος που χρύσιζε στο ηλιοβασίλεμα.

Το μπλε-πράσινο φόρεμα έλαμπε κι αυτό, καθώς χυνόταν αιθέριο πάνω στα κάτω, τριχωτά άκρα του, τα κακοφορμισμένα από τη χρόνια κατακράτηση υγρών ενός αδηφάγου πλάσματος αλλά και το τωρινό, ασφυκτικό στρίμωγμα μέσα στις ψηλοτάκουνες γόβες, δημιουργώντας πολλές, ανάλαφρες πτυχώσεις. Αδιαμφισβήτητη νικήτρια κάλλους στην αβυσσαλέα μάχη της με τη γραβάτα πάνω στη σορό του άλλοτε ισχυρού, τώρα πια ωχρού νεκρού, η βραδινή τουαλέτα – το περιλαίμιο προτίμησε ρόλο χρηστικό σ’ αυτό το δράμα, το καθαρτικό.

Και πώς μου φαίνονταν τα αυτιά του κτήνους πια· ίδια γουρουνιού!

 Α, όχι, όχι, όχι! Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να φερθώ σε κανέναν με βία, σε κανέναν, ποτέ, ποτέ, ούτε στον πιο αρρωστημένο μου εφιάλτη, δεν είμαι εγώ αυτή, αυτό είπα γρήγορα μέσα μου, όμως…

Έβγαλα αργά τα γάντια – άγρια και τα δικά μου άκρα πια, τραχιά, απεριποίητα, βρώμικα. Πέταξα –επιτέλους! –και τη μάσκα μου στον κάδο των απορριμμάτων, λευτερώνοντας τη μεταλλαγμένη –ω, θεέ μου!– τη ροζ και γεμάτη γκρίζες τρίχες πια μουσούδα μου. Ύστερα, ρουθούνισα ευχαριστημένη μες στις σομόν, τις παλ πιτζάμες μου.

            Η μεταμόρφωση της νέας εποχής φαίνεται πως χρειαζόταν ένα προσωπείο, για να συντελεστεί και έναν, έστω και ενύπνιο φόνο, για να αποκαλυφθεί στο ακέραιο η φρίκη της. Γχρουτς, γχρουτς, γχρουτς.

Ύστερα, θα μπορούσα να είχα ξυπνήσει, όμως ποιος ο λόγος; Με αυτή την παραστατική κάθαρση, η λύτρωση είχε χαθεί οριστικά· μαζί και το πρόσωπό μου.

_______
Το διήγημα μικρής φόρμας (
flash fiction) «Νέα μεταμόρφωση» της Αλεξάνδρας Μυλωνά προκρίθηκε  στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Εικόνα: Romina Ressia

2 σχόλια:

  1. Υπέροχο, δυνατό κείμενο! Παραστατική αφήγηση, ενεργοποιεί συνειρμούς. Θυμωμένη η αφηγήτρια δημιουργεί ως γλύπτρια το κιτς ανδρείκελο, το τερατώδες σκιάχτρο που απειλεί την ποιότητα, την αισθητική, την λογική, την ισορροπία, την ζωή μας την ίδια. Κι αφού το φτιάξει, το καταστρέφει και απολαμβάνει το τέλος του! Λυτρωτικό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ πολύ για το ερμηνευτικό βλέμμα που αποκαλύπτει πτυχές του άλλου μα και του εαυτού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή