Κυριακή 16 Μαΐου 2021

 Μπούλες

Σπύρος Μαραγκός

 


«Μη, δεν κάνει» αυτές οι τρεις λέξεις ήχησαν στα αυτιά μου.

    Το χέρι μου έμεινε ακίνητο στο ύψος του προσώπου. Κοίταξα το είδωλό μου στα νερά της λίμνης που είχε δημιουργήσει η αδιάκοπη νεροποντή. Στο βάθος του νότου η πόλη βουβή.  Φυσούσε ένας αέρας πελαγίσιος, που σε άλλη περίπτωση θα δυσκόλευε τους χαρταετούς να σταθούν στον ουρανό. Κατέβασα τη μάσκα με τις πτυχώσεις και άφησα την αλμύρα να ακουμπήσει στα χείλη μου.

Οι γειτονιές των πόλεων κρύβουν μικρούς κόσμους μέσα στα σωθικά τους. Κόσμους, που κάποιες στιγμές ξεπερνούν σε φαντασία ακόμα και αυτούς των μεγάλων μυθιστοριογράφων της λογοτεχνίας.

Θηλυκά που με τα κάλλη και την τσαχπινιά τους ξυπνούν τη γενετήσια ορμή των αρσενικών. Άνθρωποι με ελαττώματα και δυσανάλογα χαρακτηριστικά, αποτέλεσμα κρυφών και περίεργων καταστάσεων. Σκοτεινά πρόσωπα με άγνωστο, συνήθως βεβαρυμμένο παρελθόν.

Τέτοιοι χαρακτήρες κατοικούσαν και στη δική μου γειτονιά. Τέκνα της σύμφυτης υπερβολής ενός λαού. Πρωταγωνιστές αφηγήσεων πάνω απ’ τα καφάσια με τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά του Νίκου του μανάβη, με φόντο τις πορσελάνες και τα βάζα στο πράσινο φορτηγάκι του γυαλοπώλη ή μπροστά στο ψυγείο με τα τυριά και τη μορταδέλα του παντοπωλείου, αργότερα σούπερ – μάρκετ.

Δε θα ξεχάσω τον αλκοολικό μεσήλικα, που έστελνε καθημερινά τη γυναίκα του να αγοράσει κρασί από το σπίτι του κυρ Αποστόλη. Απ’ κει ψωνίζαμε κάρβουνα και απ’ το μεγάλο λάκκο στην αυλή του ασβέστη για τα ασπρίσματα της Μεγάλης Εβδομάδας. Όταν επέστρεφε η γυναίκα στο σπίτι, ο πάντοτε μεθυσμένος άνδρας της, για να την ευχαριστήσει τη σάπιζε στο ξύλο. Το γεγονός ότι δεν την είδαμε ποτέ με μώλωπες στο πρόσωπο και στενοχωρημένη, αντίθετα κυκλοφορούσε μέρα - νύχτα με μαλλί κομμωτηρίου και χαμογελαστή, ήταν λεπτομέρεια που κανένας όμως δε θεώρησε άξια λόγου.

Στην παλιά μονοκατοικία με τον κήπο – ζούγκλα, κατοικούσε αυτός που στο παρελθόν είχε κάνει φυλακή. Έλεγαν πως όταν ήταν νέος σκότωσε κάποιον συγχωριανό του. Ποτέ δε μάθαμε όμως αν αυτό που συνέβη ήταν στην πραγματικότητα εν ψυχρώ δολοφονία ή αν επρόκειτο για ατύχημα. Αν καυγάδισαν και το θύμα επιτέθηκε αναγκάζοντας τον να αμυνθεί, ή εν πάση περιπτώσει τι ακριβώς είχε συμβεί. Το σημαντικό στην ιστορία ήταν πως είχε κάνει φυλακή. Άνθρωπος μοχθηρός και απρόσιτος έλεγαν, με ζωώδη ένστικτα, σωστό τέρας, που αν συναντούσες έπρεπε να αποφύγεις να κοιτάξεις.

Για να είμαι ειλικρινής δε χρειάστηκε να τον συναντήσω, αφού αφιέρωνε το χρόνο του στη φροντίδα του κήπου και των καναρινιών του. Σπάνια κυκλοφορούσε στο δρόμο, απέφευγε το συνοικιακό καφενείο και δεν είχε συναναστροφές με τη γειτονιά.

Ήταν Σάββατο βράδυ όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας, κρατώ ακόμα τη φρεσκάδα από τα σεντόνια του κρεβατιού μου. Ξαγρύπνησα, κοντά ξημερώματα τα βλέφαρα μου βάρυναν και έκλεισαν.

Απανωτά χτυπήματα στην αρχή, παύση και ένα παρατεταμένο χτύπημα.  Απορήσαμε, δεν συνηθίζονταν οι νυχτερινές επισκέψεις εκείνα τα χρόνια.

«Η κυρά Μαρία ξέμεινε από πιπέρι ή κάποιο άλλο υλικό για το γιουβέτσι» η πρώτη σκέψη. Της Κυριακής το φαγητό οι νοικοκυρές το προετοίμαζαν αποβραδίς και πριν πάνε στην εκκλησία το ‘στελναν στο φούρνο για ψήσιμο. Μερικές το άφηναν στη μέση  και το ολοκλήρωναν με την επιστροφή τους απ’ τη λειτουργία.

Ξαπλωμένοι μπρούμυτα κι οι δυο στην ντιβανοκασέλα, με την ασπρόμαυρη τηλεόραση  ανοιχτή, σε αναμονή για την προβολή της ελληνικής ταινίας. Έγχρωμες τηλεοράσεις διέθεταν ελάχιστα σπίτια, οι υπόλοιποι ζούσαμε την ταλαιπωρία του διαρκούς πέρα – δώθε για αλλαγή καναλιού και  «καθάρισμα» του τηλεοπτικού σήματος από τα χιόνια.

Μας χαμογέλασε πηγαίνοντας να ανοίξει. Μάλλον την συνεπήρε η εικόνα των δυο της αγοριών που, κάθονταν καθαρά και φρόνιμα το ένα δίπλα στο άλλο, έτσι τουλάχιστον υπέθεσα. Με το άνοιγμα της πόρτας μπούκαρε ο ξερός ήχος μιας καραμούζας. Μεταξύ της κουζίνας και του δωματίου που βρισκόμασταν παρεμβάλλονταν μια μισόκλειστη πόρτα, που μας εμπόδιζε να διακρίνουμε.  

«Καλώς τους» φώναξε.  Καμία απάντηση. Έσπρωξε την πόρτα και πέρασε στο δωμάτιο πρώτα ο άνδρας. Κοντός, με μαύρο σταυρωτό κουστούμι και πλατιά γραβάτα. Ο αριστερός του ώμος έγερνε, σαν την παλάντζα του μανάβη και στο χέρι του έπαιζε ένα κομπολόι. Οι κινήσεις του θύμιζαν φιγούρα του θεάτρου σκιών. Φορούσε καβουράκι στο κεφάλι και είχε καλυμμένο το πρόσωπο του με τη μάσκα του Ντολαντ Ντακ. 

Ακολουθούσε μια γυναίκα ψηλή, με πελώρια στήθη και γκρι ρόμπα. Μέσα από το χοντρό της καλσόν έβγαιναν μαύρες τρίχες. Φορούσε ανάρριχτα μια πλεχτή εσάρπα  και στο κεφάλι της λαστιχένια μάσκα με αραιά λευκά μαλλιά και παραμορφωμένα χαρακτηριστικά. Έσπρωχνε τον άντρα και τον κλωτσούσε στα οπίσθια.

Από μια νάιλον σακούλα έβγαζε χούφτες κομφετί και το πετούσε ψηλά. Η γυναίκα αυτή έμοιαζε στην κυρά Κούλα, που ΄μενε στο τελευταίο σπίτι της γειτονιάς. Για αυτήν έλεγαν μυστήρια πράγματαπως τις καλοκαιρινές νύχτες, την ώρα που το φεγγάρι έσβηνε στη μαύρη θάλασσα, γέμιζε με αναμμένα κεριά το τραπέζι και με τη γυναίκα και την κόρη του χασάπη έκαναν μάγια. 

Στην αρχή ξαφνιαστήκαμε, δύσκολα όμως μπορούσες να μας τρομάξεις και ας μην είχαμε κλείσει ακόμα την πρώτη δεκαετία της ζωής μας. Επιπλέον αντικαθιστούσαμε τον πατέρα μου, που δεν είχε επιστρέψει ακόμα απ’ το καφενείο. Τελευταίοι μπήκαν στο δωμάτιο,  που το είχαμε και για σαλόνι,  η μάνα μου μαζί με το τρίτο μέλος της περίεργης παρέας. Μια γυναίκα ντυμένη με μαύρη γυαλιστερή κάπα, κουκούλα στο κεφάλι και μάσκα που της κάλυπτε μονάχα τα μάτια.

Αμίλητοι και οι τρεις τους για όση ώρα βρίσκονταν στο σπίτι. Σε κάθε μας ερώτηση κουνούσαν απλώς τα κεφάλια τους. Χόρευαν γύρω απ’ την τραπεζαρία και ανεβοκατέβαιναν τα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.

Δεν κάθισαν πολύ, ίσως για να αποφύγουν τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί η ταυτότητα τους. Πριν όμως αναχωρήσουν ήρθαν κοντά μας. Η γριά με την καφέ εσάρπα, γέμισε τις χούφτες του αδερφού με καραμέλες και σοκολάτες.

Η γυναίκα με το μαύρο ντόμινο έσκυψε πάνω μου. Το άρωμα της μου γαργάλησε τη μύτη και πήρα ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. Κοκκίνισα από ντροπή. Ο άνδρας είχε πεταχτεί στο δρόμο, χόρευε και σφύριζε δυνατά με την καραμούζα του.

Μόλις έφυγαν αρχίσαμε να σκορπίζουμε στο δωμάτιο τις σερπαντίνες και το κομφετί, παραλίγο να σπάσει η ντιβανοκασέλα απ’ τα πηδήματα. Μας παρακολουθούσε χαρούμενη, χωρίς να παραπονιέται που της κάναμε χάλια το σπίτι. Ο ντόρος άργησε να καταλαγιάσει, ενώ η ελληνική ταινία συνέχιζε να προβάλλεται κανονικά στην ασπρόμαυρη οθόνη. Τα μαγουλά μου ζεματούσαν, είχα πετάξει το πάνω μέρος της πιτζάμας και έτρεχα στο δωμάτιο με το φανελάκι. Για πολλά Καρναβάλια νοσταλγούσα το φιλί εκείνης της γυναίκας.

Πάνω στην ταραχή μου πήγα να της κατεβάσω τη μάσκα. «Μη Σπύρο, δεν κάνει» με τράβηξε η μάνα μου την τελευταία στιγμή.

___

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Μπούλες» του Σπύρου Μαραγκού προκρίθηκε  στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Εικόνα: Cindy Sherman

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου