Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

 Η μάσκα να καλύπτει σωστά το πρόσωπό σου

(1192 λ.)

 Βασίλειος Χριστόπουλος

 


Και αυτό το χειμωνιάτικο πρωινό  o Γιάννης, όπως κάθε πρωί, ετοιμάστηκε για τη δουλειά του. Πριν φύγει έριξε μια τρυφερή ματιά στο μικρό γιο του που κοιμόταν. Μετά αγκάλιασε τη Μαρία, τη γυναίκα του. Αυτή του φόρεσε τη μάσκα και του είπε ψιθυριστά.

- Να προσέχεις… Να καλύπτει σωστά το πρόσωπό σου.

Ο Γιάννης φόρεσε   το χοντρό  μπουφάν και με το κράνος στο χέρι έκλεισε αθόρυβα την πόρτα. Κατέβηκε με τα πόδια τη σκάλα και πριν βγει έξω έβαλε και το κράνος του. Όταν ανέβηκε στη μικρή του βέσπα αισθάνθηκε το κρύο  να του περονιάζει το κορμί και σκέφτηκε  να γυρίσει πίσω. Αλλά ο δισταγμός κράτησε μόνο για λίγες στιγμές. Γύρισε τη μίζα και έφυγε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Τις τελευταίες δέκα μέρες δεν πηγαίνει στη δουλειά. Στο δεύτερο  lockdown η εταιρεία ηλεκτρονικών που δούλευε σχεδόν τρία χρόνια τον απέλυσε. Στη Μαρία δεν έχει πει τίποτα, δεν θέλει να τη στενοχωρήσει. Συνεχίζει, λοιπόν, κάθε πρωί να φεύγει στην ώρα του και να περιπλανιέται στην πόλη. Άλλοτε με τη βέσπα και άλλοτε με τα πόδια, να επισκέπτεται, να ρωτά, ακόμη και να παρακαλεί. Να ψάχνει για μια δουλειά, έστω και προσωρινά. Άλλοτε ήρεμα χωρίς άγχος και άλλοτε αγχωμένος γιατί οι μέρες περνούν και οι πενιχρές οικονομίες εξαντλούνται.

Εκείνη τη μέρα είχε ραντεβού με τον ιδιοκτήτη μιας πιτσαρίας στον κεντρικό πεζόδρομο. Όταν έφτασε έξω από το μαγαζί βρήκε να περιμένουν καμιά δεκαριά και, χωρίς να ρωτήσει, στάθηκε στη σειρά. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά ευτυχώς δεν έβρεχε. Τράβηξε το φερμουάρ του μπουφάν μέχρι επάνω, σήκωσε το γιακά, τακτοποίησε τη μάσκα που είχε γλιστρήσει και χαλάρωσε τον ιμάντα του κράνους του. Ήταν αποφασισμένος να περιμένει όσο χρειαστεί, αν και γνώριζε πως οι πιθανότητες ήταν εναντίον του. Για δυο θέσεις ντελιβερά οι ενδιαφερόμενοι θα ξεπερνούσαν τους είκοσι. Και για την κουζίνα, δηλαδή λαντζέρης, οι ενδιαφερόμενες θα ήταν πολύ περισσότερες. Για μια στιγμή σκέφτηκε τα προσόντα που διέθετε και  χαμογέλασε πικρά.

Σε άλλες συνθήκες θα ντρεπόταν να εργάζεται ντελιβεράς πιτσαρίας. Αλλά τώρα είναι όλα διαφορετικά. Άλλωστε με τη μάσκα και το κράνος, κανείς δεν πρόκειται να τον αναγνωρίσει. Τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, μέχρι να συνηθίσει.

Βάλθηκε να χαζεύει την κίνηση στον πεζόδρομο. Οι διαβάτες ήταν αρκετοί, παρά το lockdown. Άλλοι με αργό βήμα, οι αργόσχολοι, κάνουν την πρωινή τους βόλτα. Και άλλοι βαδίζουν βιαστικά προς κάποιον προορισμό. Στο παγκάκι ένας  ηλικιωμένος μουσικός έχει ήδη πάρει τη θέση του. Η μαύρη μάσκα κρύβει το πρόσωπό του, αλλά πρέπει να έχει πατήσει τα εξήντα. Με το ακορντεόν κολλημένο πάνω του πλημμυρίζει τον πεζόδρομο με όμορφες μελωδίες. Νάναι κάποιος μετανάστης από την ανατολική Ευρώπη; αναρωτήθηκε. Ή μήπως κάποιος ντόπιος μουσικός που βρήκε τον τρόπο να επιβιώσει; Λίγο πιο πέρα ένας λιπόσαρκος ζητιάνος είναι διπλωμένος στα δύο. Το πιγούνι του είναι ακουμπισμένο στα γόνατά του. Κρατά προκλητικά όρθιο το πρόσωπό του χωρίς μάσκα. Παρά τα γκρίζα μαλλιά και γένια, δεν πρέπει να είναι πάνω από σαράντα. Κάθεται στα πέτρινα σκαλοπάτια ενός ακατοίκητου νεοκλασικού. Φαίνεται ντόπιος, δηλαδή Έλληνας, το πολύ να είναι Έλληνας Ρομά. Δίπλα του είναι ακουμπισμένο ένα δεκανίκι. Να έχει κάποιο πρόβλημα αναπηρίας ή είναι για ξεκάρφωμα; 

Έβαλε το χέρι στην τσέπη του, είχε κάποια λιανά. Διάλεξε δυο πενηντάλεπτα, κοίταξε για τη θέση του, τελευταίος ήταν, και τους πλησίασε.

- Καλημέρα, είπε στο μουσικό και του άφησε το νόμισμα. Αυτός του χαμογέλασε αμίλητος ενώ συνέχισε να παίζει.

- Καλημέρα, είπε και στο ζητιάνο.

- Ευχαριστώ, αφεντικό.

Ξαναγύρισε στη θέση του. Σκέφτηκε πως οι  δυο απορίες του δεν λύθηκαν. Δεν έμαθε ούτε την πατρίδα του μουσικού, ούτε αν ο ζητιάνος είναι πράγματι ανάπηρος. Μάλλον θα έμενε με τις απορίες. Εκτός κι αν όσο περίμενε κάποιες κινήσεις τους τον φώτιζαν περισσότερο.

Κατάλαβε ότι είχε κολλήσει στους ζητιάνους γιατί ήθελε με κάτι να απασχολεί το μυαλό του. Να μην σκέφτεται την αναμονή και τις πιθανότητες που είχε. Γι αυτό και δεν την είδε αμέσως. Φορούσε τη μάσκα κανονικά, να πιάνει σωστά το πρόσωπο, και ένα κόκκινο σκουφί κατεβασμένο μέχρι τα μάτια. Ένοιωσε μια ταραχή και κατάλαβε πως είχε χάσει το χρώμα του. Ευτυχώς η μάσκα και το κράνος τον προστάτευαν. Κάθισε ακίνητος περιμένοντας να του μιλήσει αυτή πρώτη. Η γυναίκα  δεν έκανε καμιά κίνηση, μόνο τον κοίταξε φευγαλέα. Σκέφτηκε πως μάλλον δεν τον κατάλαβε. «Αφού δεν με κατάλαβε ας μην της μιλήσω, αποφάσισε. Καλύτερα έτσι».

Η σειρά μπροστά του είχε μειωθεί. Ο Γιάννης  ετοιμαζόταν να μπει στο μαγαζί όταν ξαφνικά  η γυναίκα  ον πλησίασε.

-Μου παραχωρείτε τη σειρά σας, κύριε, γιατί έχω αφήσει τα παιδιά μόνα τους;

Ο Γιάννης τα έχασε. Η φωνή της μέσα από τη μάσκα ακουγόταν βαριά, διαφορετική.

-Ευχαρίστως, κυρία μου,  απάντησε υπνωτισμένα.

Όταν αυτή προχώρησε μπροστά την ξανακοίταξε από πίσω. Λες να μην είναι αυτή; αναρωτήθηκε. Τον προβλημάτιζε που του μίλησε για παιδιά, ενώ είχαν ένα παιδί. Όταν βγήκε από το μαγαζί της έριξε μια ακόμη ματιά. Σιγουρεύτηκε, αλλά αυτόν τον κόκκινο σκούφο στο κεφάλι της πρώτη φορά τον έβλεπε.

Το μεσημέρι γύρισε σπίτι στην ώρα του. Σαν να είχε πάει για δουλειά. Η Μαρία ήταν εκεί σαν να μην είχε βγει καθόλου από το σπίτι. Ο Γιάννης κοίταξε εξεταστικά τα κρεμασμένα ρούχα. Έκανε πως τα τακτοποιεί, να βρει χώρο να κρεμάσει το μπουφάν του. Στην πραγματικότητα έψαχνε για τον κόκκινο σκούφο. Δεν τον βρήκε.

Τρώγοντας συζήτησαν τα συνηθισμένα. Το παιδί, πότε θα ανοίξει το νηπιαγωγείο του, ο κορωνοϊός, τα εμβόλια, η δουλειά του, η κίνηση στους δρόμους… Την κοιτούσε εξεταστικά και αναρωτιόταν αν είχε υποψιαστεί κάτι. Ήταν τόσο φυσική που σκεφτόταν πως μπορεί να είχε κάνει λάθος. Ή μήπως τον παραπλανούσε με την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία της; 

Μετά από δυο  μέρες ενώ γύριζε στον ίδιο πεζόδρομο, πάλι την είδε, αυτή τη φορά από μακριά. Στάθηκε και την παρατήρησε να σιγουρευτεί. Φορούσε τον ίδιο κόκκινο σκούφο. Κάποια στιγμή έβγαλε το σκούφο της να μαζέψει τα μαλλιά της και τότε σιγουρεύτηκε. ΄Ηταν αυτή και έψαχνε για δουλειά. Καθώς την παρατηρούσε εκτίμησε το γεγονός ότι αποφάσισε να εργαστεί. Κι αυτός το είχε σκεφτεί, αλλά δεν ήθελε να φορτώσουν το μικρό  στην πεθερά του.

Το μεσημέρι  εκεί που τρώγανε δεν άντεξε άλλο.

- Ψάχνεις για  δουλειά, Μαρία;

- Ναι, το σκέφτομαι, του απάντησε.

- Και πού θα αφήνεις το παιδί;

 - Κανόνισα με τη μάνα μου να μου το φυλάει.

- Ξέρεις είναι δύσκολο να βρεις δουλειά τώρα με τις  απαγορεύσεις, την ενημέρωσε.

- Το ξέρω, Γιάννη μου. Είναι  δύσκολο… και  για μένα και για σένα. 

Ο Γιάννης τά ‘χασε.

-Το  ξέρεις;

- Ναι, το ξέρω, Γιάννη, σε είδα προχτές στην πιτσαρία.

- Κι εγώ σε γνώρισα, αλλά νόμισα πως εσύ δεν…. Όταν μάλιστα μου μίλησες και μου ζήτησες  να σου παραχωρήσω τη θέση μου…

- Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρη. Γι αυτό σου μίλησα… Μετά το «ευχαρίστως, κυρία μου»,  σιγουρεύτηκα. Αλλά ήμουν σίγουρη πως εσύ δεν με κατάλαβες…

Ο Γιάννης και η Μαρία κοιτάχτηκαν, αμίλητοι και οι δυο. Πρώτος σηκώθηκε από την καρέκλα του ο Γιάννης και αμέσως ακολούθησε η Μαρία. Συναντήθηκαν στη μέση του τραπεζιού. Αγκαλιάστηκαν.

- Γιατί μου είπες πως έχεις αφήσει τα παιδιά μόνα τους στο σπίτι; ρώτησε. Έχεις και κανένα άλλο που δεν το ξέρω;

- Ήθελα να σε μπερδέψω, στην περίπτωση που κάτι είχες υποψιαστεί.

- Κι αυτόν τον κόκκινο σκούφο, πού τον βρήκες;

- Αχ βρε Γιάννη… Τον τελευταίο καιρό ούτε που με προσέχεις, απάντησε γελώντας.

Στην πόρτα είχε εμφανιστεί ο μικρός γιος τους και τους κοιτούσε με απορία.

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) Η μάσκα να καλύπτει σωστά το πρόσωπό σου (1192 λ.) του Βασιλείου Χριστόπουλος προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

έργο της Κατερίνας Χριστοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου