Κυριακή 4 Απριλίου 2021

 Η μάσκα και το μέσα πρόσωπο

Μάρω Γαλάνη



Περπάταγε για ώρα. Δεν πήγαινε κάπου. Η βόλτα με τα πόδια στην ολόκλειστη πόλη ήταν ο μετρονόμος της. Ήταν ο μοναδικός τρόπος συντονισμού του μυαλού και της κίνησης. Την αντιμετώπιζε ως πράξη πολιτική για να εκφράσει με έμμεσο τρόπο μια εκδοχή για την αξιολόγηση του χρόνου. Ένας περίπατος, σκέφτηκε, χρησιμοποιεί το σώμα ως όργανο για ακρόαση και ευαισθητοποίηση. Για πλήρη εμπειρία του τοπίου, για να αντιληφθεί ο άνθρωπος τις αλλαγές του κόσμου.

Στην Παντοκράτορος είδε ανοιχτή την πόρτα του ναού και μπήκε με επιθυμία μεγάλη να προσπαθήσει συλλαβισμό ευχαριστίας στη δημιουργό δύναμη. Ποτέ δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Στάθηκε κι ήταν αμήχανη όπως πάντα. Δεν είχε, βλέπεις, μέσα της συγκεκριμένο θεό. Από εδώ και πέρα θα είμαι ολιγαρκής, ψιθύρισε και της έκλεισε το μάτι. Η εικόνα, της φάνηκε πως δάκρυσε. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και φίλησε στο μέτωπο την Παρθένα.

Βγήκε και περπάτησε γρήγορα ως την εξώπορτα του σπιτιού της. Δυσκολευόταν να βρει τα κλειδιά. Τίγκα η κίτρινη τσάντα της. Όλα ήταν ριγμένα άτακτα μέσα. Μια κασετίνα με μολύβια χρωματιστά κι ένα σημειωματάριο. Τρεις φωτογραφίες -μια οικογενειακή, μια λουόμενη η ίδια σε νησί του Αιγαίου και μια της θάλασσας μονάχης κι ανταριασμένης. Δυο βιβλία -ένα της ποίησης κι ένα για την αλήθεια. Ένα σακούλι με καραμέλες και ζαχαρωτά για παιδιά και μάγισσες. Ένα πορτοφόλι ίσα να χωράει το κέρμα που κέρδισε κάποια μακρινή πρωτοχρονιά. Το διαβατήριο σε μια γλώσσα άγνωστη προγονική. Το κραγιόν της.

Ξεχώρισε τελικά την αρμαθιά κι άνοιξε. Την ώρα που ο χρόνος κουρασμένος κάθισε βαριανασαίνοντας στο πλατύσκαλο εκείνη έκλεισε βιαστικά την πόρτα της. Είχε οριστικά χάσει τη φυσικότητα με τους άλλους. Ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο και έκλαψε με αναφιλητά. Δεν υπήρχε κανείς να την παρηγορήσει γι’ αυτόν τον θάνατο. Σκούπισε μόνη της τα μάτια και ανέβηκε τη σκάλα ως το τρίτο πάτωμα στο εσωτερικό του σπιτιού της. Μπήκε πάλι στην αναγκαία αναστολή. Αγρυπνία την έλεγε. Προσερχόταν σ’ αυτή λίγο ντροπαλή, νηφάλια και προσεκτική και συνέλεγε σιωπές, προετοιμαζόμενη για το αιφνίδιο τέλος της.

Μπήκε στο μπάνιο, έπιασε το σαπούνι κι άρχισε να πλένει τα χέρια της κάτω από το δροσερό νερό της βρύσης. Κάποια στιγμή θα σας ανταλλάξω για δυο φτερά πιγκουίνων και θα φύγω χωρίς εσάς για την Ανταρκτική, είπε και άνοιξε το καυτό νερό. Δεν τα τράβηξε ούτε όταν άρχισαν να καίγονται και να πονούν αφόρητα.

Άκουσε κάποιον να κλαίει, σήκωσε το πρόσωπο της στον καθρέφτη, από όπου ερχόταν η φωνή κι είδε ένα παράπονο να σπαράζει. Του χαμογέλασε και τράβηξε τα χέρια της απ’ τον νιπτήρα. Το παράπονο έσβησε κι είδε το είδωλό της. Μια μάσκα κέρινη, με σβησμένο, σιωπηλό, αόριστο βλέμμα και σφιγμένα χείλη. Αντί μαλλιά είχε στήμονες και δυο τρύπες αντί για αυτιά που αιμορραγούσαν.  Να μπορούσα να δω την όψη μου από τη μέσα μεριά. Να δω το αληθινό μου πρόσωπο, ψιθύρισε.

Τα πονεμένα της χέρια συμπονετικά και άφοβα, απρόσκλητα άρχισαν να τη χαδεύουν παρηγορητικά στα μάγουλα -σιγά μην περίμενε η παντοδυναμία τους άδεια δράσης. Κι όπως όταν θερμαίνεις το κερί και λιώνει, η κάψα τους άρχισε να μαλακώνει την πάνω στιβάδα του δέρματος. Κάνει κρύο εδώ μέσα, εσείς είστε καυτά κι αυτό μου προκαλεί σύγχυση, είπε η γυναίκα.

Πήρε μια ανάσα. Ήθελε να συναντηθεί με το μέσα πρόσωπο σαν φίλη. Αν όμως εκεί συναντούσε όλες τις πληγές του κόσμου; Αν αντί για αντάμωμα σε πλατείες του ήλιου με φως συναντούσε το μέσα της πρόσωπο στη σκοτεινιά της κόλασης; Σταματήστε, φοβάμαι, φώναξε δυνατά κι έπιασε με το ένα χέρι το άλλο και τα σταύρωσε στο στήθος όπως κάνουν στους πεθαμένους. Ακατάδεκτη για την Αλήθεια της είχε ξεμάθει να τολμά. Είχε πια συνηθίσει να κατοικεί την αναμονή. Αυτή η διαπίστωση έγινε στεναγμός που κουλουριάστηκε βαθύτερα μέσα της.

Με τη σωτήρια δεξιότητά της στην προσαρμογή μπήκε στην κουζίνα κι έλυσε τα χέρια να φτιάξει τσάι. Φλισκούνι κι αγριομέντα, όπως συνήθιζαν, ώρα έξι το απόγεμα, όλες οι προηγούμενες γυναίκες της γενιά της. Σέρβιρε τον εαυτό της στο σαλόνι. Κάθισε ήρεμη ανάμεσα κηδείας κι επανάστασης, με μια ατομική μελαγχολία που δεν γνώριζε με ακρίβεια που έδρευε. Το πρόσωπο της, ξαφνικά, αποσπάστηκε από το σώμα κι άρχισε να ίπταται, να περιφέρεται στον χώρο. Στην αρχή άσκοπα. Ήταν όμορφο πρόσωπο -σαν λυπημένος έρωτας, με ολοκαίνουργα μάτια καθαρά. Είχε ένα βλέμμα σιωπηλό, μελαχρινό πολύ κι αόριστο. Μετά, το πρόσωπό της, πήρε να τακτοποιεί το δωμάτιο. Βιαστικά, όπως κάνουν οι νοικοκυρές, όταν απρόσμενο συμβάν θα φέρει ξένο κόσμο στο σπίτι.

Οπλισμένη με εκείνο το ειδικό θάρρος που της δόθηκε από την ιστορία των γυναικών του κόσμου σηκώθηκε όρθια. Άρπαξε το αληθινό της πρόσωπο την ώρα που εκείνο έσκυβε πάνω στο τραπέζι, ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόταν να ισιώσει ένα λευκό τραπεζομάντηλο πλεγμένο απ’ τη μαμά της. Τοποθέτησε το πρόσωπο στη θέση του κεφαλιού της, με ευλάβεια. Να έρθει ένας θάνατος ευγενικός και να με βρει στην αγκαλιά του, είπε.

Πήγε προς την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε στο μπαλκόνι. Έκανε τέσσερα βήματα, μια ακινησία, μια αραμπέσκ και μια πτώση. Ως να φτάσει ολόκληρη, με το αληθινό της πρόσωπο στο πλατύσκαλο πλάι στον κουρασμένο χρόνο που ακόμη βαριανάσαινε, ακούστηκαν όλες μαζί φωνές αρμονικά δεμένες. Το γέλιο των παιδιών μέσ’ στο ψηλό χορτάρι, αντηχήσεις μετρικών του Διονύσου, το γαμήλιο βαλσάκι των γονιών της κι η δυσχερής αναπνοή της για φινάλε.

_

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Η μάσκα και το μέσα πρόσωπο» της Μάρως Γαλάνη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».


photo: Giuseppe Gradella

 


2 σχόλια:

  1. "...Να μπορούσα να δω την όψη μου από τη μέσα μεριά. Να δω το αληθινό μου πρόσωπο..."
    Ευχή για τον καθένα μας! Συγχαρητήρια για το όμορφο διήγημα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή