Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

 

Ισπανικό Τρένο

Ισίδωρος Μαυρογεώργης

 


There a Spanish train that runs between Guadalquivir and old Seville
Chris De Burgh Spanish Train (Spanish Train & Other Stories, 1975)

Κοιτάζω μέσα από το διπλό, μονωτικό τζάμι του νοσοκομείου τον ουρανό. Συννεφιασμένος. Όπως κι εγώ. Ένα πουλί ξεμακραίνει. Το παρακολουθώ με το βλέμμα μου, μέχρι που χάνεται εντελώς. Εξακολουθώ για λίγο να κοιτάζω προς τα κει, ξέροντας πως ακόμη κι αυτά τα λίγα λεπτά είναι πολυτέλεια. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή κάποιος θα μπορούσε να περνά το όριο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Όμως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μας λένε ήρωες. Σκατά! Κάποιες φορές ακόμα κι οι ήρωες λυγίζουν. Κάποιες φορές σπάνε. Όμως όχι εγώ, όχι τώρα. Κρύβω το πρόσωπό μου ανάμεσα στα γαντοφορεμένα χέρια μου και παίρνω βαθιές ανάσες. Το πρόσωπό μου; Μάλλον την προστατευτική στολή με τη διάφανη προσωπίδα, θα έπρεπε να πω. Κάπου εκεί, κάτω από μια προστατευτική μάσκα βρίσκεται θαμμένο και το πρόσωπό μου. Ακόμη μια ανάσα και νιώθω τους παλμούς της καρδιάς μου να ηρεμούν κάπως. Τα μάτια μου είναι στεγνά. Μια μάσκα κι αυτά, που καλύπτουν την αντάρα μέσα μου. Τώρα είμαι έτοιμη!

Η βάρδια μοιάζει με ταξίδι. Ένα αβέβαιο, μακρύ ταξίδι που ποτέ δεν ξέρεις που θα σε βγάλει. Τόσο μακρύ που κάποιες φορές μοιάζει ατέλειωτο. Ταξίδι, όχι εκδρομή ή περιήγηση. Δεν διαλέγεις προορισμό ούτε και μπορείς να ξέρεις από πριν τις εικόνες που πρόκειται να αντικρίσεις. Και φυσικά δεν μπορείς να κλείσεις απλώς τα μάτια σου αφήνοντας τις εικόνες αυτές απ’ έξω. Κάποτε είχα την πολυτέλεια να θεωρώ αυτό που κάνω μια δουλειά σαν όλες τις άλλες. Τώρα αναρωτιέμαι αν εκείνη η εποχή υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια.

Θυμάμαι στην αρχή τον Αλέξανδρο, απλώς να γκρινιάζει και κάποιες φορές να ειρωνεύεται μιλώντας για τις ώρες εργασίας μου στην εντατική ή για το πόσο υπερβολική γινόμουν στην προσπάθειά μου να ζητήσω την κατανόησή του, για τα πράγματα που είχαν αλλάξει. Μια λεπτή ειρωνεία που την έκρυβε επιδέξια κάτω από το χιούμορ. Ύστερα γελούσε τρανταχτά, όπως γελούσε πάντα και προσπαθούσε να με αγκαλιάσει. Μάταια. Ήταν σαν να αγκάλιαζε μια άκαμπτη σανίδα. Μια από εκείνες τις μέρες ήταν που του ζήτησα να πάψουμε να βλεπόμαστε, μέχρι τουλάχιστον να τελειώσει όλο αυτό. Μπορεί κάποτε να τον αγάπησα, τώρα όμως τον αισθανόμουν ξένο. Τον ήξερα τόσο καλά, ώστε να γνωρίζω τα σκοτεινά μονοπάτια που ακολουθούσε η σκέψη του, όταν ένιωθε πως δεν είχε τον έλεγχο. Λες κι ήταν ο μοναδικός που ένιωθε να χάνει τον έλεγχο από τα χέρια του. Από εργασιομανής διευθυντής πωλήσεων, ακραία κοινωνικός, εξωστρεφής και μανιακός με τη

γυμναστική, βρέθηκε σαν το θηρίο στο κλουβί, να εργάζεται με τηλεργασία και να προσπαθεί να κρατηθεί σε φόρμα μέσα στην καραντίνα. Ναι, άλλαξε η ζωή του, αλλά τίνος η ζωή δεν άλλαξε; Θυμάμαι όταν τα πράγματα άρχισαν να αγριεύουν. Οι ώρες στη δουλειά γίνονταν ένα συνεχές βάρος στο στήθος μου και οι εικόνες που προσπαθούσα να αφήνω πίσω μου στο τέλος της βάρδιας με ακολουθούσαν πιστά, ακόμη κι όταν έφτανα εξαντλημένη στο σπίτι μου. Υπήρχαν φορές που πεταγόμουν έντρομη στον ύπνο μου, νομίζοντας πως ακούω τον προειδοποιητικό βόμβο από τις ζωτικές ενδείξεις κάποιου ασθενούς, πως αποκοιμήθηκα στη βάρδια μου και κινδυνεύουν άνθρωποι.

Είχαμε προγραμματίσει τι γάμο μας για τις αρχές του 2021. Ήθελε να

αποφύγουμε το δίσεκτο 2020. Προλήψεις. Μου αρέσει ο αριθμός 2020, έχει τη συμμετρικότητα που λείπει από το 2021.

Η προειδοποίηση για τις οριακές ενδείξεις ασθενούς, με βγάζει από τις σκέψεις μου. Όταν είσαι νοσηλεύτρια εντατικής, όλα τα άλλα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, όλες οι σκέψεις, οι ανησυχίες για τα καθημερινά, οι προσωπικές αγωνίες. Για λίγο τουλάχιστον. Καθώς τρέχω προς τον ασθενή τα διλλήματα του Αλέξανδρου επανέρχονται. Που θα γινόταν το γλέντι του γάμου, σε κτήμα ή σε αίθουσα δεξιώσεων; Θα μέναμε στο σπίτι του, στο δικό μου ή θα βρίσκαμε κάποιο άλλο; Θα εξακολουθούσα να δουλεύω μετά ή θα ήταν καλύτερα να σταματήσω και να φροντίζω το σπίτι και αργότερα τα παιδιά; «Θέλεις διλλήματα, Αλέξανδρε;» σκέφτομαι με σκληρότητα «Θα σου δώσω εγώ διλλήματα: Ενοξαπαρίνη ή ηπαρίνη για θρομβοπροφύλαξη; Δεξαμεθαζόνη ή ρεμντεσιβίρη για υποστηρικτική θεραπεία; Συμβατική οξυγονοθεραπεία και παρακολούθηση, ρινικός καθετήρας υψηλής ροής ή διασωλήνωση;» Απορώ κι η ίδια με αυτή τη σκληρότητα μέσα μου. Μια απλή ματιά ανταλλάσσουμε με τον εντατικολόγο και τον αναισθησιολόγο και ξεκινάμε τη διαδικασία. Εδώ δεν υπάρχει δίλλημα. Άμεση διασωλήνωση. Άθελά μου κοιτάζω τα μάτια του ασθενούς. Λάθος μου. Τώρα είμαι σίγουρη πως αυτά τα ίδια μάτια θα με επισκεφθούν κάποιο βράδυ, αναπάντεχα, την ώρα που η υπερένταση θα έχει περάσει και μάταια το σώμα θα αποζητά την ανάπαυση και το μυαλό τη λήθη. Μάτια ψαριού που σύρθηκε βίαια στη στεριά και πασχίζει να πάρει ανάσες σ’ ένα ξένο και εχθρικό περιβάλλον. Κοιτάζω την απόχρωση στο δέρμα του. Κάποτε το μπλε ήταν το αγαπημένο μου χρώμα. Όχι πια.

Από μια άποψη ο ασθενής αυτός μπορεί να θεωρηθεί τυχερός. Μόλις συνδέθηκε στην τελευταία διαθέσιμη συσκευή μηχανικής υποστήριξης αναπνοής της ΜΕΘ. Αν η επιδείνωσή της κατάστασής του συνέβαινε λίγη ώρα νωρίτερα, δεν υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Ή αν συνέβαινε αργότερα. Το τέλειο τάιμινγκ. Για τον επόμενο που θα φτάσει στο κατώφλι του θανάτου υπάρχουν τρεις επιλογές: Να μεταφερθεί αλλού, μέσα στον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο, να βελτιωθεί η κατάσταση κάποιου ή κάποιος να πεθάνει. Πόσες είναι οι πιθανότητες να συμβεί ένα από τα δύο πρώτα; «Υπάρχει και μια τέταρτη επιλογή» σκέφτομαι κι ας μην θέλω να τη σκέφτομαι καν. Η τράμπα ανάμεσα σε κάποιον με τις περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει και σε κάποιον με τις λιγότερες. Ένα παλιό τραγούδι του Chris de Burgh καρφώνεται στο μυαλό μου. Εκεί, μέσα σε ένα Ισπανικό τραίνο που ταξιδεύει ανάμεσα στον Γουαδαλκιβίρ και την παλιά Σεβίλλη, ο Θεός και ο Διάβολος παίζουν πόκερ, ποντάροντας ανθρώπινες ψυχές. Όμως εμείς δεν είμαστε παρά άνθρωποι, δεν μπορούμε να ποντάρουμε τη ζωή και το θάνατο άλλων ανθρώπων. Δεν είναι δίκαιο να οδηγούμαστε σε μια τέτοια επιλογή. Πως θα

μπορέσουμε μετά να αντιμετωπίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό;

Εξακολουθώ να εκτελώ μηχανικά τα καθήκοντά μου ως νοσηλεύτρια εντατικής και να βομβαρδίζω το μυαλό μου με χίλιες σκέψεις, σε μια μάταιη προσπάθεια να εξορίσω τη μία και μοναδική σκέψη που έχει σημασία σήμερα. Τη σκέψη που έρχεται συνεχώς στο μυαλό μου, σαν γλώσσα που πιέζει ξανά και ξανά ένα πονεμένο δόντι. Ναι, ο Αλέξανδρος ήταν μανιακός με τη γυμναστική. Ήταν νέος, υγιής και χωρίς υποκείμενα νοσήματα. Κι όμως, το σώμα του κατέρρευσε. Σήμερα. Στη βάρδια μου. Ο ασθενής που κατέληξε, ελευθερώνοντας για λίγο την συσκευή μηχανικής υποστήριξης αναπνοής. Κι εγώ τώρα θα πρέπει για το υπόλοιπο της ζωής μου, να ζήσω με αυτό.

Εξακολουθώ να εκτελώ μηχανικά τα καθήκοντά μου ως νοσηλεύτρια εντατικής και να βομβαρδίζω το μυαλό μου με χίλιες σκέψεις. Συνεχίζω σαν τον υπερμαραθωνοδρόμο που διανύει αυτόματα το τελευταίο χιλιόμετρο και νιώθει πως το δύσκολο δεν είναι να καλύψει την απόσταση που απομένει, αλλά να διατάξει τα μέλη του να σταματήσουν μετά τον τερματισμό. Σκέφτομαι πως η Σύμπτωση είναι η μοναδική κινητήριος δύναμη στο σύμπαν. Είπα πως, η βάρδια είναι ένα αβέβαιο, μακρύ ταξίδι και ποτέ δεν ξέρεις που θα σε βγάλει. Δεν είναι έτσι. Όταν στο τέλος της, βγάλω τη μάσκα και ψηλαφίσω τα σημάδια της πάνω στο πρόσωπό μου θα ξέρω πως για μια ακόμη φορά, ήμουν σε ένα Ισπανικό τραίνο που ταξιδεύει ανάμεσα στον Γουαδαλκιβίρ και την παλιά Σεβίλλη.

_____
Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Ισπανικό Τρένο» του Ισίδωρου Μαυρογεώργη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Εικόνα: Bruce Davidson

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου