Τρίτη 4 Μαΐου 2021

 Αγαμέμνονας

Ανδρεάννα Κουφού




Τον κοίταγε ξανά και ξανά. Σα να μην το έβλεπε κάθε μέρα, για…για μια ζωή έλεγε. Δεν ήθελε να αναφέρει τα χρόνια, όταν το έλεγε στο μυαλό της και όταν το επαναλάμβανε δυνατά για να το ακούει. Σαν να μην το πίστευε ούτε η ίδια ότι είχαν περάσει τόσα χρόνια και χρειάζονταν να το πει δυνατά για να πάρει σχήμα. Το πρόσωπό του. Πόσο όμορφο και καλό της είχε φανεί τότε. Σκούρα χρώματα. Μάτια λαδιά, μελαγχολικά, της είχαν φανεί. Τον χάζευε και τότε. Τις μικρές εκφράσεις. Τη σύσπαση των χειλιών του, όταν χαμογελούσε. Τη φλέβα που πετάγονταν στο μέτωπό του. Σπάνια αυτό.

    Τον ξανακοίταξε. Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος άντρας που κοιμόταν δίπλα της; Δεν θυμόταν. Σκούρα χρώματα. Ίδια μάτια. Ίδια σύσπαση. Ίδια φλέβα. Ναι, αλλά ίδια με τι;…δεν  θυμόταν. Της ήρθε στο μυαλό η μάσκα του Αγαμέμνονα που είχε δει σε σχολική εκδρομή στις Μυκήνες. Είχε μια μανία με τους παράδοξους συνειρμούς, το παραδέχτηκε στον εαυτό της την ίδια στιγμή που το σκέφτηκε. Κι αμέσως συνέχισε τη σκέψη της ότι αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο παράδοξος.

    Αυτή η μάσκα έμοιαζε με τον άγνωστο άντρα δίπλα της. Μακρύ πρόσωπο, αρχαιοελληνική κατατομή, μάτια αμυγδαλωτά, χείλια λεπτά και ανέκφραστη. Ανέκφραστη, επανέλαβε δυνατά. Μου΄ μεινε κουσούρι να τα λέω δυνατά, αυτοσαρκάστηκε.

    Κι έπειτα μπήκε στο λαβύρινθο της ζωής της. Αναμνήσεις σαν πρόσωπο που με τα χρόνια έχασε τις εκφράσεις του κι έγινε ανέκφραστο σα μάσκα. Χάρηκε με το εύστοχο της σκέψης της.

    Σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι, τύλιξε γύρω της τη μακριά της ζακέτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Πάντα ο καθαρός αέρας καθάριζε τη διάθεσή της. Άκουσε μια ανοίκεια φωνή να φωνάζει το όνομά της και γύρισε ξαφνιασμένη προς το δωμάτιο.

    Ο άγνωστος άντρας στεκόταν στο δωμάτιο και καλούσε το όνομά της. Βαθιές χαρακιές αυλάκωναν το μέτωπό του. Η μάσκα του Αγαμέμνονα, ξανασκέφτηκε.

    Μπήκε μέσα σιωπηλή.  Έκατσαν αντικρυστά στην κουζίνα, ήπιαν καφέ, χωρίς ν΄ ανταλλάξουν κουβέντα. Μετά σηκώθηκαν, ντύθηκαν, φόρεσαν τις μάσκες τους και έδωσαν ραντεβού για το μεσημέρι, μετά τη δουλειά.

    Βγήκε στο δρόμο, νιώθοντας να ασφυκτιά πίσω από τη μάσκα της. Φοράω δύο μαζί, σαν κι αυτόν, αυτοσαρκάστηκε ξανά, και χαμογέλασε αδιόρατα. Τουλάχιστον μπορώ ακόμα να γελάω με τα χάλια μου, ξανασκέφτηκε.

    Το βράδυ στον ύπνο της ονειρεύτηκε ότι φορούσε τη μάσκα του Αγαμέμνονα εκείνη. Ότι πάλευε να τη βγάλει αλλά δεν τα κατάφερνε. Ένιωσε να πνίγεται και πετάχτηκε με μια κραυγή. Ο άγνωστος άντρας ρώτησε, αν είναι καλά. Είδα εφιάλτη του απάντησε, κοιμήσου.

    Το πρωί τη βρήκε ξενυχτισμένη. Δεν είχε καταφέρει να ξανακοιμηθεί. Πέρασε τη νύχτα ψηλαφίζοντας το δικό της πρόσωπο και χαζεύοντας το δικό του.

    Όταν ο άγνωστος άντρας ετοιμάστηκε για τη δουλειά, αναζήτησε τη μάσκα του. Τι τη θες; του απάντησε… Φοράς ήδη μία. Την κοίταξε παραξενεμένος. Μια έκφραση πόνου, έκανε πιο βαθιές τις χαρακιές στο πρόσωπό του.

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Αγαμέμνονας» της Ανδρεάννας Κουφού προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: Laura Makabreskou

1 σχόλιο: