Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

 

Καλώς καμωμένα

Καλλιόπη Πλέσσα



 Η μεγαλοκόρη κρυφοκοιτάζει από την μισάνοιχτη πόρτα. Το κορμί της, ένα στερεό, άκαμπτο σώμα, ταλαντεύεται σαν εκκρεμές που εκτράπηκε βίαια από τη θέση ισορροπίας. Μέσα στο δωμάτιο, ο αγροτικός γιατρός δίνει τις πρώτες βοήθειες σε ένα άλλο κορμί, ένα στερεό, άκαμπτο σώμα, ακίνητο αυτή τη φορά. Ο απινιδωτής στο κομοδίνο, τα ηλεκτρόδια στο στέρνο, ένα ηλεκτρικό ερέθισμα και το σώμα του πατρός της εκτινάσσεται. Ξανά και ξανά. Σε κάθε νέο ηλεκτροσόκ, το ρεύμα διατρέχει δύο κορμιά. Το ακούσια ακίνητο και το ακούσια κινούμενο. «Σε παρακαλώ Θεέ μου, σε παρακαλώ Θεέ μου, σε παρακαλώ Θεέ μου!» επαναλαμβάνει η μεγαλοκόρη με ορθάνοιχτα μάτια και σφιχτοδεμένες παλάμες. Πιο πίσω, η μάνα κι ο μικρός αδερφός, ωχροί σαν φαντάσματα.

Έχουν περάσει αιώνες όταν τελικά ο γιατρός τους πλησιάζει με σκυμμένο κεφάλι ψελλίζοντας τα αρμόζοντα. «Λυπάμαι. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια. Ζωή σε σας». Η μάνα ρίχνεται στην αγκαλιά του αδερφού, το κορμί λευτερώνεται από την ταλάντωση και η μεγαλοκόρη σωριάζεται στα γόνατα σαν μαριονέτα που μόλις της έκοψαν τους σπάγκους, ψελλίζοντας τα ανάρμοστα. «Σ΄ ευχαριστώ Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ Θεέ μου!»

Σήμερα από το πρωί η καμπάνα χτυπάει πένθιμα. Σκουρόχρωμες ομπρέλες ανεβοκατεβαίνουν το καλντερίμι κάτω από χοντρές ψιχάλες βροχής, ψιθύρων κι αναστεναγμών. Όλο το χωριό ανάστατο. Στο σπίτι του θανόντος, η μάνα πηγαινοέρχεται βουτηγμένη στα μαύρα. Οι τρεις τους θα κάθονται στη σειρά μπροστά στο φέρετρο, τα ξέρουνε δα τα πρέποντα, δεν θα σηκωθούν παρά μόνο για κατούρημα και κάπου κάπου να ρίχνουνε κι από κανένα δάκρυ. «Με το στανιό! Ναι, με το στανιό! Σκεφτείτε κάτι στενάχωρο!» προστάζει η μάνα. «Σε λίγο αρχίζει η παρέλαση των βαρβάρων. Προσοχή! Τα μάτια σας στο πάτωμα καρφιά»!

«Τα μάτια μου στο πάτωμα καρφιά! τα μάτια μου στο πάτωμα καρφιά!» σιγομουρμουρά στην παρέλαση η μεγαλοκόρη. Όμως καθόλου δεν είχε υπολογίσει, που τα καρφιά των βαρβάρων δεν θα στόχευαν πατώματα. Τα ένοιωθε να μπήγονται ξεδιάντροπα πρώτα στο στερεό άκαμπτο εκκρεμές της, κάνοντάς το να χάνει ολοένα το ρυθμό του κι ύστερα να περιφέρονται στο ευρύχωρο σαλόνι τους, γδέρνοντας και ξεφλουδίζοντας ταπετσαρίες, σοβατεπιά, μυστικά και ψέματα. Η μάνα πλάι της κλαίει αγόγγυστα. Δυο φορές πέφτει από την καρέκλα, λιγοθυμάει, δυο φορές τη συνεφέρνει η Νίτσα ο θεός να την έχει καλά. Να κι η θεία Πολυξένη. «Ως και το λείψανό σου ωραίο αδερφέ μουουου!» τσιροκοπά και χτυπά τα στήθια με τις γροθιές της.

Πάνε χρόνια που η μεγαλοκόρη δεν σηκώνει μάτια απάνω του. Μα τώρα, η ορμή να προλάβει να αναμετρηθεί με τα ανείπωτα ξεπερνά τη φρίκη. Το λοξό της βλέμμα, μια τεθλασμένη γραμμή, ξύνει τα καλογυαλισμένα του παπούτσια. Ο οξύς ήχος την ανατριχιάζει. Το ίδιο και ο θρήνος της Πολυξένης. Πολλές  ιστορίες έχουν ακουστεί για τους δυο τους. Φαντάζεται να τη φτύνει στα μούτρα.

Καταπίνει το σάλιο της, σταυροκοπιέται και συνεχίζει ανοδικά  κατά μήκος του παντελονιού, για λίγο ακόμα υπόσχεται, πόσο να αντέξει, μα χάνεται σιγά σιγά στο μεγάλο λαβύρινθο των πτυχώσεων. Τα μάτια της διατρέχουν το μάλλινο ύφασμα, αναριγά, το ύφασμα απαλό, να πάψει τώρα, αρκετά, οι κόρες διαστέλλονται, οι παλάμες ιδρώνουν, ένας αναστεναγμός αναδύεται από τα έγκατα, τρομάζει με τον ίδιο του τον εαυτό, αναδιπλώνεται, μα έχει πάρει πια την ανηφοριά της πεθυμιάς. Όταν το βλέμμα κοντοζυγώνει τις πιέτες, τα μπατζάκια είναι καταξεσκισμένα  κι η ανάσα της τρέμει αλλόκοτα πέρα από κάθε έλεγχο. Ένας βουβός λαρυγγισμός κι ένας σπασμός ξεπηδάνε σα φλόγιστρο και μια εκπνοή μέχρι το μη περαιτέρω που κόβεται και παύει. Ζευγάρια δάκρυα, πόθου και τρόμου δάκρυα, σμίγουν τώρα στο ύψος των χειλιών και στάζουν σε μια κοινή, ένοχη κατολίσθηση. Γλιστράει μαζί τους, μες στην τρομακτική αλήθεια της νοσταλγίας της.

«Τα θερμά μου συλλυπητήρια». Το χέρι της ανασηκώνεται σαν αυτόματο, μα ένα ζεστό κύμα απρόσμενης ελπίδας βροντοχτυπά το μέρος της καρδιάς. Ο Σταύρος! Ανάσυρση. Ρογχώδης εισπνοή. Γύρισε! Πιγούνι ψηλά. Ένας φαλακρός, κακογερασμένος άντρας της αχνοχαμογελά μια ιδέα. Το χέρι της κρεμιέται απ’ το δικό του με όλο του το βάρος. Οι παλάμες κολλούν αναμεταξύ τους, ψαχουλεύονται στα τυφλά να θυμηθούν. Δεν μπορεί να είναι τόσο αργά, σκέφτεται. Ίσως αυτός, ένας παροπλισμένος αντάρτης, τόσους έχει το χωριό της, γύρισε επιτέλους από την αυτοεξορία του για να  παρασημοφορήσει τούτο το κουφάρι με ένα ηχηρό χαστούκι. «Ήρθα από την Αθήνα» της λέει. «Για σένα. Να ξέρεις, τούτη τη δύσκολη ώρα, εμείς, οι παλιοί του μαθητές είμαστε στο πλευρό σου. Τον είχαμε σε μεγάλη εκτίμηση τον πατέρα σου.»

Η παλάμη της ζεματίστηκε ξαφνικά και την τραβά βιαστικά πίσω. Μια χοντρή φλούδα δέρματος λείπει κι από κάτω χάσκει η πληγή. Ήξερε. Δεν μπορεί να μην ήξερε! σκέφτεται. Τα έμαθε και πήρε απόφαση να φύγει. Προς τι τούτη η επιστροφή λοιπόν; Το στόμα της γκριματσιάζει από τη σιχασιά. Μα τι γυρεύει η τρελή; Οι ήρωες της αντίστασης να γίνουν ήρωες της αποκαθήλωσης; Δε γίνονται τέτοια πράγματα. Οι χορτασμένοι ελπίδα ή απελπισιά βγαίνουν νωρίς στη σύνταξη και στα πρωινά κουτσομπολιά του καφενείου σμίγουνε τα κεφάλια, όμοιοι ιατροδικαστές πάνω από βρώμικα κορμιά σαν του πατέρα, σαν το δικό της. Μα μπροστά στους εκτός εποχής νεκρούς βαράνε προσοχές! Όπως όπως φιλιώνουνε με τις σκιές και μιλούνε τώρα για τον κύριο γυμνασιάρχη σαν να ‘τανε κανένας άγιος! Καλός οικογενειάρχης, ακριβοδίκαιος δάσκαλος, αξιοπρεπής, υπόδειγμα φιλανθρωπίας.. «Μέχρι ψες διάβαζε το Γιαννάκη μου αφιλοκερδώς Θεός σχωρέστον..» κλαψουρίζει κι ο παπάς. Δεν πάνε πολλά χρόνια από το τελευταίο δικαστήριο. Ο θάνατος έχει αγιαστούρα ή μήπως είναι η μνήμη κολοβή; Στρέφει στον αδερφό της. Τα μάτια του στο πάτωμα καρφιά. Κρίμα! Δεν πρόλαβε να δει τον μουρλοΣπυρέτο να περνάει το κατώφλι τους με γρήγορη δρασκελιά και χέρια χωμένα στη φαρδιά κόκκινη κάπα του, για να τα βγάλει κατόπιν και να μυρώσει το νεκρό με ένα πιγκάλ και μίας χέστρας βούρτσα.

Η αμαξοστοιχία 501 μπαίνει με θόρυβο στην αποβάθρα, κρύβοντας από τα μάτια της το  ρημαγμένο πέτρινο κτίριο του σταθμού, που οι καιροί κάποτε ξόφλησαν και το καναν μνημείο. Σκοτάδι και κρύο. Οι ταξιδιώτες τυλίγονται μέσα στα παλτό, η μεγαλοκόρη γύρω απ’ τον αδερφό της. Μυρίζει πίσσα και σίδερο. Τον φιλάει σταυρωτά. «Ο πατέρας πάει» του ψιθυρίζει στο αυτί. «Είσαι λεύτερος. Ο παπάς δέχτηκε τον συμβιβασμό. Ας είναι. Δέκα παιδιά, φτώχια καταραμένη. Εσύ όμως μην φεύγεις χωρίς να ζητήσεις συγχώρεση απ’ το Γιαννάκη. Το κρίμα στοιχειώνει..» Ο αδερφός την ξεκολλάει από πάνω του σαν ξεραμένη λάσπη. «Τελικά είχε δίκιο ο πατέρας! Εσύ είσαι η τρελή του χωριού, όχι ο μουρλοΣπυρέτος! Δεν το πείραξα το πουστράκι, κατάλαβες; Δεν έχω να ζητήσω συγνώμη για τίποτα! λέει κι ορμά στο βαγόνι, σέρνοντας ξωπίσω του τη βαλίτσα με τα κουστούμια και τα ασπρόρουχα που του είχε ετοιμάσει από βραδύς.

Το σφύριγμα του τρένου που αναχωρεί, σκεπάζει τον ξερό κρότο του μητρικού χαστουκιού. «Ο άντρας μου ήταν καλός σύζυγος και καλός πατέρας, πάει και τέλειωσε! Ο αδερφός σου φεύγει στην Αθήνα να καλοπαντρευτεί κι εσένα σε γυρεύει ο Σταύρος. Χήρος με τρία παιδιά μα τρισκαλύτερος από το ράφι. Όλα καλώς καμωμένα το λοιπόν. Τ΄  ακούς; Καλώς καμωμένα»!

Το ξημέρωμα, καθώς σεργιάνιζε ο μουρλοΣπυρέτος στα μνήματα ψάχνοντας κατά το συνήθειό του για θλιμμένα δαιμόνια, βρήκε τη μεγαλοκόρη νεκρή κι ολόγυμνη από ρούχα, τα μπρούμυτα, με κολλημένα τα μαβιά της χείλη πάνω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα του πατρός της. Τη φίλησε στα μαλλιά, σαν Παναγιά, τράβηξε μια αγιασμένη μαλακία και στερνά, μύρωσε σεβαστικά το πτώμα της με το άφθονο ζεστό του σπέρμα. Όλα ήταν πια καλώς καμωμένα.

 

____
Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) 
«Καλώς Καμωμένα» της Καλλιόπης Πλέσσα  προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

εικόνα: Eva Vermandel

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου