Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

 Ο ευγενικός ήρωας. Πονάς.

Σωτήρης Θεοχαρίδης



Γεννήθηκε με το πρόσωπο καίριο, σπαταλώντας το συμφιλιωτικά. Μοιάζει του ανθρώπου η στοργή, σύντονη με νεκρούς και ζωντανούς στο τραγικό τοπίο της πατρίδας. Οι θνητοί μονομιάς εγέννησαν τους ήρωες, διαλεγμένοι ανίδεα να πάρουν πρώιμα, μορφή αόρατη. Ενέδωσε στη ροή της αγάπης. Ζούσε ξεκάθαρα, γελαστός ολότελα, ανάμεσα στις εποχές και μέσα τους. Σήκωνε τα μάτια ασήμαντα στις σκιές, διάβαινε στο φως του «απορείν» και του «θαυμάζειν». Κατρακυλούσε στην αρπαγή και τόσα κατόρθωνε στις συμφορές του ανθρώπου και του έμοιαζε.

Να πασχίζεις απ’ την καρδιά κι ύστερα απ’ το σώμα, ατάραχα ενάντια στο ρεύμα της κρίσης να μαντεύεις της ύπαρξης το άδολο - την καθαρή του μορφή να προσκυνάς, και στην τύχη να φιλεύεις με την πνοή μάταια, στο θρήνο της να προσφέρεις παρηγοριά αμόλυντη.

Οι περαστικοί που ξεπροβάλλουν από το υπόγειο, στα πρόσωπα τους η οσμή ζεστή και από κάτω της, η αίσθηση της τρυφεράδας του πεπρωμένου. Μακάρια η λαχτάρα να βγουν έξω από την ντροπή τους. Στα σκοτάδια δεν αγγίζονται με τα σώματα και η ψυχή δεν είναι ψεύτικα βαμμένη μαύρη και ακατόρθωτη. Μόνο που ο κόσμος ιδωμένος σαν να είναι, είναι εύκολος στην λησμονιά, αφού προχωρεί στο φανέρωμα της ευτυχίας ως μορφή του Λόγου. Τα προσωπεία της σπάζουν σε χίλια κομμάτια και είναι ανάλαφρα, έχουν ήθος για την βεβαιότητα των ουρανών στην τάξη του κόσμου.

Το ον αλλήθωρο πάει μπροστά από το Θεό, αποστραμμένο από το χάος, σαλεύει στην προσταγή της βιβλικής ορολογίας της Δύσης. Το λογαριάζεις για φυσικό, μα δεν είναι, γιατί διαλέγει τον καιρό.

Το απροσδιόριστο νόημα του «είναι», στην πηγή του έφεγγε άλλοτε, και βρίσκαμε τα σημάδια του να μας χαιρετούν όταν ανηφορίζαμε στα φυσικά του μέτρα, φορτωμένοι τις μυρωδιές του τόπου, που το χώμα του αθώωνε τους αλύτρωτους από τον εγκαταλειμό. Η θάλασσα εθήτευε στην αλμύρα της, κυνηγώντας τον φθόνο, οι ελιές και τα κυπαρίσσια μαζί με το δυόσμο δόξαζαν τους προγόνους. Είχαν όλα κοινό πρόσταγμα: εσήκωναν τους γονατιστούς από τον πόνο και να τον πουν στην μητρική τους γλώσσα.

Η ζωή πάνω στην σκηνή του κόσμου συνεχίζεται σε μια επιγραμματική ομοιοκαταληξία, και υποφέρεται χωρίς ειρωνεία.

Δεν κρύφτηκε πίσω από το οριστικό του τέλος παίζοντας κάποιο ρόλο αθανασίας με το θάνατο. Δεν έκανε καμιά προσποίηση που να προσβάλλει τη φυσικότητα, σκηνοθετώντας ιδεολογικά επεισόδια για τη μνήμη του, από τις δοκιμασίες της ζωής. Οι συμβολικές επιδείξεις δεν ξεγελάνε στην απλή φιλοσοφία. Δεν κρύβει το νόημα του να μην είναι κανείς. Αιωρούμενη στους αιθέρες του καθημερινού τραβάει ολοφάνερα μέσα στην ευλάβεια της φθοράς, συμβιωτικά με την οδύνη μιας ολόκληρης ζωής. Γνωρίζω εσένα μέσα σε σένα. Εσύ, αυτό το εσύ, που είσαι εσύ και μ’ αυτό φανερώνεσαι, εσύ είσαι, για να είσαι απλώς αυτό – το εσύ.

Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που δεν είναι του κόσμου τούτου, που στον καιρό του πάλι ερχόταν από αλλού, και το όνειρο, το όραμα, η ονειροπόληση δεν ήταν μια ανάλαφρη συγκόλληση σπασμένων επιθυμιών. Δεν είχε σχέδιο, ούτε φοβόταν να χάσει κάποιο πράγμα. Από αυτό δεν πέθαινε ο άνθρωπος, και αυτός ήξερε τι έλεγε. Σε βαθιά φιλία αναλάμβανε την μοίρα. Έχει χρόνους που πήγε να ανα-παυθεί με τους νεκρούς του.

Στα μάτια τίνος έχεις σοβαρό μέλλον; Είναι μια επιμήκυνση της ζωής, χωρίς έλλειψη, ένα κλείσιμο.

Τις νύχτες άφηνε το μαράζι στην ανάσα του, ίσως για να αντέχει στις μέρες. Στην κακία έμεινε παρθένος. Συγύριζε το καλό, προσφέροντας του καταφύγιο να γλυτώσει από τον ξεριζωμό. Είχε ένα καημό και νύσταζε μαζί του, γιατί δεν μαθαίνουμε στα παιδιά μας τι είναι τ’ άδικο και να έχουν κορμοστασιά από παιδιά. Έθαψε την ψυχή του στα μάτια και δούλευε από παιδί στις παιδικές του ώρες. Όταν πήγε να κοιμηθεί σαν παιδί, λίγο πριν κλείσει τα μάτια, είχε ακόμη την έγνοια των παιδιών και του τόπου του. Ευχαριστούσε την αυγή χαμογελώντας στο ανάστημα των ανθρώπων, του καθενός το ανάστημα είναι ανάστημα. Βοηθούσε σε όλα, του ταίριαζε εκ φύσεως. Συνήθιζε η μάνα του να λέει χαρούμενα και με βαθιά περηφάνια, πως ο Κωστής της τα πρωινά ξυπνούσε πρώτος και πριν τον πατέρα του ακόμη, έβαζε σε σειρά τα παπούτσια όλων. Ήταν ο λουστραδόρος τους, συντρίβοντας τα ίχνη της φτώχειας. Είχε δυο αδελφές και έξι αδέλφια. Ήταν ο τρίτος. Η φωνή της μάνας του καλοκάγαθη. Είχε τη ίδια φωνή με κείνη. Οι φωνές τους τυλίγονταν ζεστά. Ήρεμα και σταθερά πήγαιναν και σε έβρισκαν καθαρά. Άδειες από σχολαστικισμό πρόσφεραν στοργικά στην ύπαρξη εγγύτητα. Ατάραχες στην παραφωνία της ξιπασιάς και στην κακοφωνία της αγριότητας τέντωναν την θλίψη τους κρυφά πάνω στην αισθαντικότητα του απλού. Σαν να ήταν ξένες προς τη γη μας και αλλού τα όρια τους.

Πώς έγινε η Κύπρος, πουθενά βάρος να μένεις.

Από τον Άδη βλέπεις το Θεό, και ίσως πεις το χαίρε αμασκάρωτος και ακαλλώπιστος  με μια απαλότερη αϋλότητα ανεκλάλητη, μόνο με γέλια και κλάματα ανόθευτα. Έτσι το πρόσωπο να βλέπει ωραία στην έξοδο από τη μάσκα του.

Πολλοί γελούσαν μα τα λουστραρίσματα του Κωστή. Για τον ξυπόλυτο ήταν μια παρηγοριά. Κι ας μην ήταν μια σύμπτωση. Την μπογιά για τα  παπούτσια την ζύμωνε στην καρδιά του. Με ένα πρόσωπο έζησε, έρημο από φτιασίδια, λαξεμένο τίμια. Τα παπούτσια με σέβας, δεν ήταν παπούτσια.

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) "Ο ευγενικός ήρωας. Πονάς" του Σωτήρη Θεοχαρίδη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: unknown creator

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου