Τα επτά πράσινα γατάκια
Λυκούργος Κουσουλάκος
Τα
επτά πράσινα γατάκια γουργούριζαν στη μεγάλη αυτοσχέδια κούνια κοντά στο τζάκι.
Ήταν αξιολάτρευτα! Μόνο που δεν μπορούσε να αποφασίσει αν ήταν γατάκια ή μωρά.
Έμοιαζαν σαν υβρίδια μωρών και αιλουροειδών! Επίσης, δεν θυμόταν να είχε
αντικρύσει ποτέ στην ζωή της μέχρι τώρα πράσινες γάτες. Μόνο πράσινα άλογα
έβλεπε στα ψυχεδελικά της όνειρα. Τότε που ήταν στις ουσίες.
Επειδή
ήταν πιθανόν να ‘ναι ακόμα στις ουσίες βεβαιωνόταν κάθε βράδυ ότι τα επτά
παράξενα γατάκια – ή ό,τι διάολο ήταν, τέλος πάντων – βρίσκονταν στη μεγάλη
κούτα μπροστά στο τζάκι. Αφού βέβαια τα τάιζε με αυτοσχέδιο πάντα μπιμπερό την
παράξενη γαλάζια ουσία, όχι σαν αυτές που καταβρόχθιζε σε μεγάλες ποσότητες η
ίδια στο κοντινό της παρελθόν. Τότε που ζούσε σε έναν κόσμο οπτικών εφφέ.
Μια
νύχτα τα βρήκε να φτερουγίζουν με τα γαλάζια και κόκκινα φτερά τους στο σπίτι.
Μικρά φτερουγάκια σαν μικρά αγγελούδια, όπως έχουν τα μωρά που παίρνει ο
Κύριος. Όπως, δηλαδή, της έλεγε η μάνα της η τρελή του χωριού. Με ιστορικό
σχιζοφρένειας, αλλά και ιστορικό πουτάνας για τα προς το ζήν. Για το δικό της
καλό ευχόταν να είναι αληθινά τα μικρά πλασματάκια που φρόντιζε απ’ όταν τα
βρήκε μέσα στο δάσος, μετά απ’ την πτώση μετεωρίτη, όπως είπαν όλοι.
Τώρα
τελευταία περίεργοι τύποι κυκλοφορούσαν στο χωριό κουστουμάτοι και έκαναν
περίεργες ερωτήσεις. Αυτοί σίγουρα δεν υπήρχαν στον κόσμο της των ουσιών του
παρελθόντος. Ούτε κι η κρυστάλλινη σφαίρα που είχε βρει στα συντρίμμια του
μετεωρίτη – αν ήταν μετεωρίτης.
Ένα
μεγάλος γαλαζοπράσινος γάτος με όψη διαγαλαξιακού πολεμιστή σαν αυτούς που
διάβαζε στα comics
που της έφερνε ο εξαφανισμένος πατέρας της, ή σαν αυτούς που έβλεπε όταν ήταν
στις ουσίες, ανάδευε τις φτερούγες του κι ερχόταν. Από τα βάθη του διαστήματος
ερχόταν με ένα σκάφος σαν μετεωρίτη, σαν ακατέργαστο διαμάντι. Την ώρα που
εκείνη σήκωνε τα μάτια στην αστροστόλιστη ρόμπα της Νύχτας.
Οι
περίεργοι τύποι του χωριού πλησίαζαν, το ένιωθε. Έτρεξε αμέσως στο σπίτι και
βεβαιώθηκε πως τα επτά πράσινα φτερωτά γατάκια κοιμόντουσαν. Κοιμόντουσαν και
γουργούριζαν.
Άνοιξε
την ντουλάπα κι έβγαλε την καραμπίνα του πατέρα της. Βγήκε στο μπαλκόνι κι
ατένισε την ολόγιομη αυγουστιάτικη σελήνη που καθρεφτιζόνταν πιάτο στα νερά της
μεγάλης λίμνης.
Ξαφνικά
της φάνηκε πως άκουσε ένα θρόισμα. Με μιαν απότομη κίνηση όπλισε την καραμπίνα
και περίμενε.
_____
Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Τα
επτά πράσινα γατάκια» του Λυκούργου Κουσουλάκου προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική
συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».
εικόνα:
Jeff
Wall
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου