Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019



Ύστατο χαίρε στον Δημήτρη Χασαπογιάννη*

Ξέρω, ξέρω, Δημήτρη μου, θα πεις άστα αυτά,
αν και από την αρχή πρέπει να πω κι αυτό. Είμαι σίγουρος, όπως πάντα το έκανες με τους απέναντί σου, ότι θα με αφήσεις να ολοκληρώσω. Γιατί Δημήτρη μου, εσύ άκουγες, άκουγες πολύ τον καθένα και την καθεμιά της συντροφιάς σου, που την επέλεγες υπομονετικά και με πάθος, και με προσήλωση, και με νοιάξιμο, και με ανοιχτοσύνη.   Το έδειχνες με τον μοναδικό τρόπο σου, της απόσυρσης και της σιωπής, αν κάτι σε ενοχλούσε, αφού το δήλωνες πριν καθαρά. Άκουγες πολύ, δεν διέκοπτες την αλήθεια του δίπλα σου, γιατί έτσι υπήρχες κι εσύ. Και όσο κι αν ήταν ιδιαίτερες, φωτισμένες και διορατικές οι απόψεις και παρεμβάσεις σου, και σε απίθανα θέματα που διακλαδίζονταν οι κουβέντες μας, επιστήμη, ποδόσφαιρο, κινηματογράφος, μουσική, θέατρο, ιδίως οι μεταμεσονύκτιες, στον Χασομέρη στον Ηλία ή τα μεσημέρια στην Αμαλία, ήσουνα ιδανικός μαχητής της δημοκρατίας των σωματικά συμμετεχόντων, κράταγες την μονάδα σου μόνο. Φανατικός πάντα για την συλλογικότητα, ποτέ για την άποψή σου.
Δεν υπέκυπτες ποτέ, σε διαδικασίες σε πρακτικές, σε τερτίπια, που συνέβαιναν στις συνεδριάσεις μας, όσο κι αν λοξοκοιτάζαμε εμείς, στο ΚΚΕ ΕΣ, στο ΚΚΕ ΕΣ ΑΑ, στην ΑΚΟΑ, στην ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ και στα εκλεγμένα όργανά τους, όταν σπάνια συμμετείχες, όχι λόγω έλλειψης  χρόνου και κόπου. Δεν υπέκυπτες στο λάθος των πρόσκαιρων πλειοψηφιών, στην νίκη της μιας μικρής έναντι της άλλης αριστερής ομάδας και άποψης, «τρικυμία στο ποτήρι» όπως χαρακτηριστικά έλεγες. Γι αυτό και ήσουνα φανατικός με όλα τα εγχειρήματα, ιδίως τα κινηματικά, για την ενότητα της αριστεράς, στο Κοινωνικό Φόρουμ, στον Χώρο Διαλόγου. Κινηματικός και κομματικός και κυρίως βαθιά αναρχικός, διαλιζόσουνα όταν έρχονταν οι ντιρεκτίβες από τις ηγεσίες, και επέμενες στην ουσία και την πεμπτουσία του μέλους, του κάθε μέλους την άποψη. Της άμεσης σωματικής συμμετοχής.
Ξέρω, ξέρω θα πεις άστα αυτά, αλλά συνεχίζω. Από την περιπλάνησή σου στην Ευρώπη μόλις πήρες το πτυχίο στο ΕΜΠ, χωρίς διαβατήριο όλη την επταετία των Συνταγματαρχών της Χούντας, ποτίστηκες και άνθησες με όλα τα λουλούδια που έφερε ο Μάης του ’68, και τα εργατικά κινήματα, στην κοινωνία και στις τέχνες της, αν και ποτέ δεν σε άκουσα με λεπτομέρειες να μιλάς γι’ αυτά. Κι έτσι μηχανικός εσύ, ανήσυχος και αντισυστημικός, σε τράβηξε η κοινωνιολογία της εργασίας και των μηχανών. Μαζί σου γνώρισα τις κριτικές σχολές της επιστήμης και τις φωνές και τα γραπτά των Φέγιεραμπεντ και του Κουν, τις κοινωνικές τους ατροφίες και ακυρώσεις. Τους κορσέδες που φορέσαμε στις επιστήμες, για να μην μολύνονται από τα αχ! του κόσμου της εργασία.
Υποψιασμένος και μελετημένος βαθιά για τις κοινωνικές απολήξεις των δικών σου αντικειμένων του μηχανικού, ήσουνα ένας δάσκαλος φάρος, γι’  αυτό και φουρνιές φοιτητών και φοιτητριών ήτανε μαγεμένες και πίναν (μεταφορικά και κυριολεκτικά) στ’ όνομά σου, αλλά και μαζί σου. Εκεί στο γραφείο σου στο πανεπιστήμιο, μαζί με τον Σταύρο, είχατε φτιάξει μια φωλιά βιβλίων και σημειώσεων και συζητήσεων και αναζητήσεων, βαθιάς ελευθερίας και κριτικής της ίδιας της δουλειάς μας, πρωτόγνωρη και απίστευτη για μένα που ερχόμουνα από ένα συντηρητικό ακαδημαϊκό περιβάλλον του Χημικού, και της Ιατρικής αργότερα. Ακόμα έχω σπίτι μου, μετά από τόσες εκκαθαρίσεις, σε φωτοτυπίες,  αντίτυπο ενός βιβλίο σου για τις μηχανές και το κοινωνικό τους πρόσημο, μαζί με τον αντίχτυπο στα επαναστατικά κινήματα των εργατών.
Ξέρω, ξέρω θα πεις άστα αυτά, για σένα δεν ήθελες να μιλάνε, αλλά τώρα πλέον δεν μπορείς να κάνεις κάτι.  Ήσουνα ένας διανοούμενος των διεξόδων και των αδιεξόδων, κι εγώ μαζί με τους άλλους και τις άλλες, τυχεροί που σε γνωρίσαμε, και πορευτήκαμε αυτά τα χρόνια, εγώ από την πολύμηνη κατάληψη του Παραρτήματος το 1978, και την εμβληματική σας απεργία του ΕΔΠ των εκατό ημερών, που σημάδεψε το μετέπειτα φοιτητικό και πανεπιστημιακό κίνημα. Μειλίχιος ακόμα και στις ρήξεις και στις διαφωνίες, συνεπής στις δεσμεύσεις σου (εκτός στον εαυτό σου βέβαια), έδινες χώρο και χρόνο στις ουσιαστικές σχέσεις, με έγνοια και φροντίδα, μακριά από  συμβάσεις, τυπικότητες και πρωτόκολλα. Άπλωνες φτερούγες σε κατατρεγμένους, πρώτος για βοήθεια, και τα βιβλιάριά σου, διαθέσιμα για να κλείνουν πληγές. Ήσουνα ένας ουσιαστικός άνθρωπος του κόσμου.   
Όμως κάτι άλλο με είχε σημαδέψει, και φαίνεται το είχα ξεχάσει, αφού δεν μου άφησε εμένα ουλές, αλλά σχετίζεται και με την ειλημμένη απόφασή σου να φύγεις. Ένα από τα πρώτα βιβλία που μου χάρισες ήταν του τραγικού πατρινού ποιητή Περικλή Γιαννόπουλου, γεννημένος το 1870. Δεν ξέρω αν ήταν τα ποιήματα ή το τέλος του Περικλή στον Σκαραμαγκά που σε μάγεψε. Το περιγράφει η Εστία στο φύλλο της 12ης  Απριλίου 1910. «Μετά τούτο ίππευσε, στεφανωμένος με αγριολούλουδα, και, αφού ανήρτησεν επάνω του ένα κομψόν σάκκον πλήρη βαρών και επλύθη με αρώματα, ώρμησε προς τα μαινόμενα κύματα και την ανοιξιάτικην μπόραν και απερίγραπτον τραγικήν ορμήν. Όταν έφθασε, καβάλλα εις το άλογο που εκολυμβούσεν, εις τα βαθειά, τότε επυροβόλησε κατά της κεφαλής του και αχάθη, ενώ το άλογο, αγριεμένο και ρουθουνίζον, απανήλθεν εις την ακτήν».
Εσύ Δημήτρη, όταν στα τελευταία, έρχονταν ο Γιάννης και η Νάντια να σε δουν, τοκανες σαν τον Μίλτο Σαχτούρη. Καιρό όσο ζούσε κι εκείνος κλεισμένος στο σπίτι του, ο Χρήστος Μπράβος πήγαινε συχνά να τον επισκεφτεί και πίσω από την πόρτα, τον περίμενε ο Σαχτούρης και του έλεγε «Φύγε Χρήστο, έχω τον δαίμονα μέσα». Με τους δαίμονές σου κι εσύ έκανες παρέα, και ήθελες να τελειώσεις μαζί τους την κουβέντα, και να φύγεις. Με την μοναξιά και την μοναχικότητα πάλευες, εκεί που χάνεις τον λογαριασμό. Ήσουνα μοναχικός, μια ευλογία γνωριμίας με τον εαυτό μας, γι αυτό και ευχαριστιόσουνα τις παρέες σου, όταν και όποιες επέλεγες. Με την μοναξιά όμως; Τι να την θρέψεις για να την ημερώσεις;
Έτσι τέλειωσες τις κουβέντες τον τελευταίο καιρό και με τους πιο δικούς σου ανθρώπους, που ήξερες καλά πόσο σε νοιάζονταν. Έκλεινες πόρτες και παραθύρια, και όλες τις χαραμάδες τελικά. Βάρος δεν ήθελες νάσαι, κι ας ήξερες καλά, ότι οι άνθρωποι και η ζωή δεν είναι βάρη. Ή με άλλα λόγια, ζωή χωρίς βάρη δεν υπάρχει, παραφράζοντας τα τσιτάτα μας περί σοσιαλισμού. Τώρα, είναι αλήθεια, το βάρος της απουσίας σου, δεν το υπολόγισες. Ευτυχώς αυτό το άφησες σε εμάς, κάτι κι εμείς νάχουμε δικό σου. Δημήτρη, Καλό σου Ταξίδι!

Γιάννης Ζαρκάδης
Πάτρα, 3 του  Σεπτέμβρη  2019
*Εξόδια παρέμβαση στην πολιτική κηδεία του Δημήτρη Χασαπογιάννη




Και πάλι το προσφυγικό είναι οξυμένο. Και πάλι ακούγονται μισαλλόδοξες φωνές κατά των προσφύγων και πάλι εμφανίζονται οι σημερινοί κυβερνώντες να δίνουν συγχωροχάρτι στους μισαλλόδοξους.
Η πόλη της Πάτρας έχει ζήσει σκληρές σκηνές μίσους κατά των προσφύγων όπως και την αγωνία τους να συνεχίσουν το ταξίδι τους ή να βρουν ανθρώπινες συνθήκες ζωής εδώ, αλλά υπήρξε – και σε μέγιστο βαθμό – αλληλεγγύη από δημοκράτες πολίτες και όμορφα αγόρια και κορίτσια. Οι λογοτέχνες της πόλης  με το έργο τους συμπαραστάθηκαν στα κινήματα αλληλεγγύης και έστρεψαν τα φώτα τους στους κατατρεγμένους συνανθρώπους μας.
Η ΑΟΡΤΗ ανθολογεί τρία ποιήματα του Πατρινού ποιητή Σπύρου Λ. Βρεττού από τις ποιητικές του συλλογές, εκδόσεων Γαβριηλίδη, « Ανιστόρητο» 1999, « Συνέβη» 2007, « Διαπραγματεύσεις» 2019.
Στο πρώτο ποίημα με τίτλο «ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ  1997» είναι  οι Αλβανοί και Ιρακινοί πρόσφυγες της δεκαετίας του 1990 που πνίγονταν στις θάλασσες.
Στο δεύτερο με τίτλο « Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ ΔΙΑΛΕΓΟΝΤΑΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ» είναι ο ποιητής που διαλέγει για το έργο του πρόσωπα από τους καταυλισμούς της δεκαετίας του 2000 όπως  ο τότε καταυλισμός των Αφγανών, στην Ηρώων Πολυτεχνείου.
Στο τρίτο με τίτλο « ΡΑΜΜΕΝΑ  ΧΕΙΛΗ» ( στα σύνορα) είναι ο Ιρανός της δεκαετίας του 2010 που στον φράχτη της  Ειδομένης ράβει τα χείλη  για να διαμαρτυρηθεί αλλά έτσι δεν θα μπορεί να φιλήσει την αγαπημένη του. Ένα σπαρακτικό ποίημα σαν των δημοτικών μας τραγουδιών της Ξενιτιάς.

ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ 1997
Και όταν
λαθραίος στα ανοιχτά μιας ψεύτικης ιστορίας
βάλεις από τη βάρκα τις φωνές
κι όπως εξάγγελος παλιός
από την άκρη της γεωγραφίας
διασχίσεις με κουπί κρυφά την ίδια τη φωνή σου,

τότε, ανάλογοι Ιρακινοί και Αλβανοί,
λαθραίοι κι απ’ τον εαυτό τους,
όλοι θα μπάζουνε νερά
-«Πρώτα τα γυναικόπαιδα ας δανειστούν
μια θάλασσα να μη βουλιάζει»-
κι επάνω ακριβώς σ’ εκείνη τη στιγμή
ξανά οι άνδρες του λιμενικού να δικαιολογούνται:

«Είχε ομίχλη πολλή αυτή η ιστορία
και πού να ξέραμε ακριβώς τι εννοούσε;
Μας μπέρδεψαν εξάλλου οι φωνές
κάποιου εξάγγελου παλιού
που τον περάσαμε για μύθο οπλισμένο.

Μα τώρα
δίχως κανένα σαρκασμό
των ναυαγών και των πνιγμένων η ώρα».

(Σπύρος Λ. Βρεττός, από τη συλλογή «Ανιστόρητο» 1999)

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ ΔΙΑΛΕΓΟΝΤΑΣ
ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ

Μα τι σκοτάδι συμπαγές ζωγράφισα
που δεν αφήνει πουθενά
έστω και λίγο φως να το αραιώσει;

Θέλω λοιπόν μία μορφή
που να ’χει από καιρό δεχτεί το φως,
να το ’χει αφομοιώσει.
Mια φωτεινή  μορφή
που να τρυπήσει από μέσα το σκοτάδι αυτό
-καθόλου όμως σαν παράθυρο που βίαια ανοίγει,
καθόλου σαν δέσμη φωτός απ’ το αόριστο κατεβασμένη
που πέφτει τυχαία τάχατες και πονηρά
στο πρόσωπο και το διακρίνει.

(Τέλος λοιπόν τα εύκολα τα μεταφυσικά.
H τέχνη θέλει συνέχεια αλλαγές στους τρόπους της
για να μπορεί το πρόσωπό της να είναι ίδιο.)

Σκοτάδι μου, την ώρα όπου σε ζωγράφιζα από μνήμης
-καθόλου εύκολο, τ’ ομολογώ-
χρειάστηκε, για μια στιγμή που δεν θυμόμουν
κάποια σου λεπτομέρεια,
να μου ποζάρει κι η ψυχή μου.

Αλλά μορφή, εσένα θα πρέπει να σε βρω,
στους δρόμους και στα καταγώγια να σ’ επιλέξω
ή όπου γεννιέται το πραγματικό
ακόμα κι αν το πουν καταραμένο.

Όπως στα πόδια του αγίου εζωγράφισα
τη βρόμα φανερή,
όπως για Παναγία μού επόζαρε η πόρνη που αγαπούσα
και πουθενά σ’ αυτήν το μεταφυσικό
εκτός από ένα φωτοστέφανο ανεπαίσθητο,
-μια στρογγυλή γραμμή
που κίτρινη χαράκωνε το από κάτω χρώμα-
τέτοιες σκηνές φαντάζομαι στους δρόμους όπου περπατώ
και στις ακτές όπου με λούζει ο πυρετός
μαντεύοντας έναν καυτό παρόμοιο θάνατό μου.

Μορφή, και αν δεν είσαι φωτεινή,
τουλάχιστον σε μια στιγμή ακραίας έντασης
από σπουδαίο γεγονός προσωπικό
να σε πετύχω,
και τούτη τη στιγμή στο εργαστήρι  μου
ίδια και απαράλλαχτη να ξαναστήσω.

Τι πρόσωπα κατέκλυσαν την πόλη μου
και στο λιμάνι και στους δρόμους και παντού;
Ποια σύνορα ανοίχτηκαν
και κατρακύλησαν οι στοιβαγμένοι;
Να ’μαι στην εποχή μου ή αλλού;
Είμαι στον τόπο που εγνώριζα
ή σ’ έναν τόπο που δεν μ’ αναγνωρίζει;
Σα να ξεκόλλησε απ’ αλλού η θάλασσα
σα να ξεκόλλησε ο καιρός
κι έφερε κόσμο αγνώριστο,
μορφές για να διαλέξω.

Μορφές, και αν δεν είστε φωτεινές,
εσείς που μόλις φτάσατε, ελάτε.
Στο εργαστήρι μου θα βρείτε φύσεις νεκρές για φάγωμα,
στην τάβλα επάνω τις ρώγες ξέχειλες,
τα ρόδια ανοιχτά,
ψωμάκι που μυρίζει σώμα,
κι όπως θα τρώτε αχόρταγα
και θα γλιστρούν σκληρές οι ρώγες απ’ τα δάχτυλα
κι άλλες θα σπάζουν ηχηρά κάτω απ’ το πέλμα ενός αγίου
-ήδη τον εζωγράφισα προτού να σας γνωρίσω-
εγώ απευθείας στο σκοτάδι μου
-χωρίς προσχέδια και τα λοιπά-
εσάς θα ζωγραφίσω,

εγώ απευθείας το σκοτάδι  μου
με σας θα το τρυπήσω.

Σπύρος Λ. Βρεττός
(από τη συλλογή Συνέβη, 2007)
  
ΡΑΜΜΕΝΑ ΧΕΙΛΗ
(στα σύνορα)

Δεν έχω φως, της έλεγε.
Αν είχα θα σου το ’δινα για να με δεις
πως κι αν μιλώ δεν με ακούς
γιατί -το ξέχασες;- είναι τα χείλη μας ραμμένα,
γιατί -το ξέχασες;- βρισκόμαστε σε σύνορα κλειστά.

Πάει καιρός -θυμάσαι;-
που ήτανε τα χείλη μου μες στα δικά σου.
Σπρώχναν οι γλώσσες μας η μία την άλλη
ποια γλώσσα θα νικήσει ποια.
Κι ύστερα
γίναν τα χείλη μας ραμμένα.

Ποια λέξη πήγαινε να βγει; Θυμάσαι;
Ποια λέξη υπερήφανη
θαρρούσε πως είναι αρκετή
να ειπωθεί και να νικήσει;
Γι’ αυτό
και γίνανε τα χείλη μας ραμμένα.

Να ρθει η φωνή, να ρθει η φωνή πίσω απ’ τα χείλη
να ρθει και να ’ναι σώμα που εκφέρεται,
αφήνεται στο λόγο,
σπάει τα χείλη, σπάει τα δόντια,
σπάει τις δυνατές κλωστές, ανοίγει
κάνει τα σύνορα πιο κει, τα ανοίγει
να ρθει η λέξη που μόνο σε φωνή ή γεγονός
το στόμα σου ανοίγει.

Πάει καιρός -θυμάσαι;-
που το δικό σου δέρμα κινιότανε
σαν να ’θελε να ανεβεί πιο πάνω από το σώμα.
Με γύρευε πολύ, με ήθελες, θυμάσαι;
Μείνε κοντά, μου έλεγες, να μην χαθούμε.
Δεν βλέπεις που έχουν μαζευτεί χιλιάδες άνθρωποι;
Δεν βλέπεις που έχουν όλοι σταματήσει;
Τα όρια, τα όρια, μου φώναζες
τα σύνορα, τα σύνορα κλειστά
και πώς θα πάμε σ’ άλλη χώρα;

Κι εγώ δεν έχω φως, του έλεγε.
Αν είχα, θα σου το ’δινα για να με δεις
που σβήνω. Κι είναι τα σύνορα κλειστά
κι είναι τα χείλη μου κλειστά.
Κι είναι κιόλας το δέρμα μου
πιο πάνω από το σώμα.

Σπύρος Λ. Βρεττός
(από τη συλλογή «Διαπραγματεύσεις», 2019)