Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019


Πολιτικός «Λόγος» και Τηλεόραση 1980-1989
"Το σκηνικό ενός προαναγγελθέντος Θανάτου"

Η φθινοπωρινή αύρα, εκεί περίπου 6 το απόγευμα, έχει μια μυστήρια υφή. Ενώ έχει τελειώσει το καλοκαίρι πρόσφατα, σε κάνει να το αναπολείς και ταυτόχρονα σε αγχώνει  η σκέψη του επερχόμενου χειμώνα. Αυτό άλλωστε είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα των εποχών η μετάβαση και το γεφύρωμα ανάμεσα σε αυτήν που έφυγε και εκείνης  που θα έρθει.  Στο επίπεδο της κοινωνικής μετάβασης τη δεκαετία του ‘80 συναντάμε ισχυρές αντικρουόμενες κοινωνικές τάσεις, οι οποίες «σχολιάζονται» πολύ εύστοχα από τη σάτιρα του Χάρρυ Κλυνν.  Παράλληλα κάνουν την εμφάνιση τους πρωτότυπες εκδηλώσεις με τεράστια συμμετοχή του κόσμου, που σηματοδοτούν ένα πολιτισμικό γεγονός πρωτόγνωρο για την Ελληνική Κοινωνία. Πλέον οι μεγάλες λαϊκές συναυλίες της μεταπολίτευσης, με τη μορφή ιεροτελεστίας, ανήκουν στο παρελθόν και το «πάρτυ της Βουλιαγμένης» (1983) του Λουκιανού Κηλαϊδόνη, προτείνει την ελευθερία της κίνησης, της συμμετοχής και της διασκέδασης όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας.    Αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα χαρακτηρίζουν τη δεκαετία του 1980, άνθρωποι, ιδέες, αντιλήψεις, συνήθειες και ιδεολογίες οδεύουν σε κάτι νέο.
Ήταν δίκαιο αίτημα της κοινωνίας που έγινε πράξη;  Η πρώτη σοσιαλιστική κυβέρνηση είναι γεγονός. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις, ο αιτών ‘’πελαγοδρομεί’’ ανάμεσα στην αίτηση και το αιτούμενο, γεγονός που εκφράστηκε μέσα από τα ΜΜΕ της εποχής αλλά και από τον τρόπο που εξελίχθηκαν αυτά.  Θα έλεγε κανείς πως τα ΜΜΕ τη δεκαετία του ’80 και η κοινωνία, ωρίμαζαν με μια παράλληλη πορεία, σαν δυο τρένα που κατευθύνονται στον ίδιο σταθμό, δίχως να έχουν υπολογίσει ότι η αποβάθρα είναι μόνο για ένα, αλλά και ότι  το δίκτυο είναι από την εποχή του Χ. Τρικούπη.  Από τη μια η «Αλλαγή» από την άλλη o συντηρητισμός, το «νέο» με επικάλυψη του «παλαιού» , το πρωτοποριακό με παρελθοντικό χαρακτήρα και όλα αυτά με τον «αέρα» αλλαγής να δυναμώνει όσο περνά ο χρόνος και τα τρένα  αυξάνουν ταχύτητες.
Είναι γεγονός ότι η τηλεόραση αποτελεί πια- για την ελληνική οικογένεια- το απόλυτο μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Ταυτόχρονα αποτελεί  ¨εργαλείο¨ χειραφέτησης αλλά και χειραγώγησης  υπό τον έλεγχο των εκάστοτε κυβερνήσεων. Έτσι, η διοίκηση της τηλεόρασης  είναι μια από τις πιο δύσκολες  εξισώσεις που καλείται να λύσει η κάθε κυβέρνηση, και η οποία όσο απλή κι αν φαίνεται τόσο πιο δύσκολη είναι. Αυτό συμβαίνει λόγω της ιδιαιτερότητας,  της αμεσότητας και της ανταπόκρισης που τυγχάνει το συγκεκριμένο μέσο, ειδικά σε εποχές που η ενημέρωση και η ψυχαγωγία του λαού είναι αποκλειστικά κυβερνητική υπόθεση, όλοι συμφωνούν ότι «το δελτίο ειδήσεων ανήκει στο λαό». Η αναμενόμενη και ταυτόχρονα πολλά υποσχόμενη νέα διοίκηση  των κρατικών καναλιών μετά το 1981, έχει ένα συγκεκριμένο έργο που οφείλει να επιτελέσει με την επίκληση της συλλογικότητας , τον πλουραλισμό και τον εκδημοκρατισμό του τηλεοπτικού προγράμματος. Παράλληλα ο κομματικός και πολιτικός λόγος ήταν απαραίτητο να διαδίδεται και μέσα από τις νέες διαφημίσεις, τα νέα σήριαλ και τις εκπομπές,  που θα διαμόρφωναν το πλαίσιο των εκσυγχρονιστικών μεταβολών το οποίο προκρίνει η κυβέρνηση για την ελληνική κοινωνία.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει να επιδείξει, τη δεκαετία του 80, ένα αξιόλογο νομοθετικό έργο για τον εκδημοκρατισμό και τον κοινωνικό και ευρύτερα πολιτισμικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. (ψήφος στα 18, πολιτικός γάμος, αποποινικοποίηση μοιχείας, ισότητα των δυο φύλων, επέτειος της μάχης του Γράμμου και ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, αναγνώριση της εθνικής αντίστασης κ.α.) Σε αυτήν την απόπειρα εκσυγχρονισμού είναι φανερό ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών συγκρούσεων. Τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις ή και ρήξεις  προσπαθεί να αμβλύνει η τηλεόραση άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με αποτυχία όπως ήταν αναμενόμενο. Αν το 1981 το σήριαλ «ΤΑ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΑ» συντάραξε την ελληνική κοινωνία ή όχι είναι ένα θέμα προς συζήτηση. Αναμφίβολα όμως η προσμονή του τηλεοπτικού κοινού, μετά την απαγόρευση της προβολής των παλαιών σήριαλ  από τη νέα διοίκηση, καλλιέργησε μεγάλες προσδοκίες οι οποίες μάλλον δεν ικανοποιήθηκαν από το πρώτο σοσιαλιστικό σήριαλ. Το τίμημα αυτής της απογοήτευσης, για την κυβέρνηση, ήταν ότι δεν πέρασε το μήνυμα που αναδείκνυε με άριστο τρόπο ο Μιχαηλίδης από το σήριαλ, για την έννοια της απεργίας, το ρόλο των μεγάλων ευεργετών (Συγγρός) και της πρώτης τεράστιας χρηματιστηριακής απάτης του χρηματιστηρίου Αθηνών. «Μάλλον το συγκεκριμένο σήριαλ αν προβαλλόταν στη δεκαετία του 1990 θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον ».
Εύλογα αναρωτιέται κανείς για το πόσο εύκολα θα μπορούσε να ‘’περάσει’’ το σήριαλ «ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΑ» σε ένα κοινό που είχε γαλουχηθεί με το «ΝΤΑΛΑΣ» που προβάλλεται ήδη από το 1978, ή με την «ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ» που προβάλλεται από το 1981. Οι συγκρίσεις και οι συγκρούσεις σε όλα τα επίπεδα είναι αμείλικτες.  Από τη μια πλευρά βρίσκονται σαπουνόπερες με κόστος παραγωγής εκατομμυρίων δολαρίων και τηλεθεάσεις που αγγίζουν τα 350 εκατομμύρια τηλεθεατών (21 Νοεμβρίου 1981) σε όλο τον πλανήτη, που αναδεικνύουν τη χλιδή, την ίντριγκα, τη δύναμη και τον πλούτο. Από την άλλη εμφανίζεται μια παραγωγή που το κόστος παραγωγής της ανέρχεται για ένα επεισόδιο, στο ένα εκατομμύριο (ρεκόρ για την εποχή) και αναδεικνύει τη συντροφικότητα, τη φτώχεια, τον αγώνα της εργατικής τάξης και την εκμετάλλευση της.  Η επιθετική πολιτική της διοίκησης της ΕΡΤ, με άξονα το καθημερινό σήριαλ,  για πολλούς θεωρήθηκε επιτυχημένη, αλλά για το τηλεοπτικό κοινό άστοχη και εκτός πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που ακόμα δεν έχει προλάβει να διεκδικήσει τη θέση της στη συνείδηση του κοινού της τηλεόρασης.
Ένα άλλο σήριαλ, που αποτελεί κατά τη γνώμη μου, επιτυχημένη προσπάθεια της διοίκησης της ΕΡΤ, για την άμβλυνση των συγκρούσεων που προκύπτουν από την «Αλλαγή» είναι το «ΜΙΝΟΡΕ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ». Πρόκειται για ένα σήριαλ που δεν ήρθε να συνταράξει το τηλεοπτικό κοινό αλλά να το ‘’διαπαιδαγωγήσει’’ με τον πολύ ήρεμο τρόπο που εμπνεύστηκε ο Φ. Μεσθεναίος το 1983. Οι νεαροί άφθαρτοι τότε ηθοποιοί (Καφετζόπουλος, Ζαβραδινός, Καταλειφός) ενσαρκώνουν την αλήθεια τόσο για το ρεμπέτικο τραγούδι, όσο και για τη ζωή του ρεμπέτη, ενώ ταυτόχρονα καταρρίπτουν μύθους και στερεότυπα. Παράλληλα οι προσεγμένες επιλογές των τραγουδιών και οι εξαιρετικές εκτελέσεις από την Αθηναϊκή Κομπανία, εγκαινιάζουν μια νέα μορφή νομιμοποίησης του ρεμπέτικου τραγουδιού που έρχεται ως συνέχεια από τις λαϊκές πινελιές του 1956 του Χατζιδάκι.  «Η πραγματική ιστορία του σήριαλ είναι τα τραγούδια του». «ΤΟ ΜΙΝΟΡΕ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ» είναι το αντίπαλο δέος των «ΛΑΥΡΕΤΙΚΩΝ», ακριβώς γιατί περνά την αλήθεια (κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική) στο ευρύ κοινό με «μελωδικό» τρόπο χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης. Κατά συνέπεια δεν αποτελεί ούτε σαπουνόπερα αλλά και ούτε ‘’μανιφέστο’’ επανάστασης. Επιπρόσθετα έρχεται να καλύψει τα τεράστια κοινωνικά και πολιτιστικά κενά που αφήνουν πίσω τους τα τρένα του εκσυγχρονισμού. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που την εποχή εκείνη η λαϊκή μουσική ανθίζει μέσα από διάφορα μουσικά σχήματα  (Αθηναϊκή Κομπανία, Τα Παιδιά της Πάτρας, Οπισθοδρομική Κομπανία, Ε. Αρβανιτάκη κ.α.) σηματοδοτώντας την πολιτισμική αναβάθμιση από χώρους ‘’άγνωστους’’ ως τότε.
Στο χώρο της διαφήμισης κάνει μεγάλη αίσθηση η κυβερνητική καμπάνια με τίτλο ο «Επιμένων Ελλη-νικά».  Ένα οξύμωρο διαφημιστικό μήνυμα, αφού από τη μια η εισχώρηση της χώρας στην ΕΟΚ διευκολύνει την  αγορά εισαγόμενων καταναλωτικών αγαθών, τα οποία καταλήγουν  να θεωρούνται δηλωτικό γνώρισμα ταξικής προέλευσης, ενώ από την άλλη η ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας αποτελεί ζητούμενο για την κυβέρνηση. Ενώ η ιδέα της διαφημιστικής καμπάνιας ήταν εξαιρετική, στην πράξη, ερχόταν σε άμεση αντίφαση αφενός με τις επιταγές που έπρεπε να εξαργυρωθούν από την Ευρωπαϊκή σύμβαση, και αφετέρου με τις επιθυμίες και τους στόχους για την κοινωνική άνοδο της αστικής τάξης. Το διαφημιστικό σποτ «Επιμένων Ελλη-νικά» θεωρούμε ότι έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την καταναλωτική ξενομανία με ουσιαστικό κοινωνικό πρόσημο και εκπαιδευτικό χαρακτήρα με στόχο το ταξικό, συνειδησιακά, επαναπροσδιορισμό.  
 Η δεκαετία του 1980 σηματοδοτεί την πορεία και την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Οι προγραμματικές αλλαγές του ΠΑΣΟΚ στόχος ήταν να μετουσιωθούν στο πρόγραμμα της ΕΡΤ που αναλαμβάνει το βάρος του εκδημοκρατισμού και του εκσυγχρονισμού μιας κοινωνίας βαθιά συντηρητικής και οπισθοδρομικής. Η «Αλλαγή» της κοινωνίας επιδιώκεται μέσω νέων τρόπων  έκφρασης με άμεσο, γρήγορο και ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η πορεία των τρένων πρέπει να γίνεται σε σταθερές ιδεολογικές και αξιακές ράγες, που οδηγούν σε ένα σταθμό όπου διασταυρώνονται οι πολιτικές, οι ιδεολογίες και οι τάσεις διαμόρφωσης νέων κοινωνικών τάξεων-αλλά όλες οι ράγες δεν έχουν απαραίτητα την ίδια κατεύθυνση.  Αυτός ο «αέρας» που φύσηξε ήταν ισχυρός αλλά μόνο από μια κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να μην προκαλέσει ανακάτεμα και κατ’ επέκταση ζύμωση ιδεών και απόψεων, αλλά να παρασύρει όσο γίνεται περισσότερα πράγματα. Έτσι, παρά τις τομές που επέφερε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, δεν κατάφερε να τις σταχυολογήσει και να τις αξιολογήσει, απλά τις «τσουβάλιασε». Στιγμάτισε με τον χειρότερο τρόπο τη Λαϊκή τάξη και τη Λαϊκή κουλτούρα, έτσι όπως ανέδειξε με μοναδικό τρόπο ο Χάρρυ Κλυνν (‘’Βασίλης’’- ‘’Τραμπάκουλας’’), με αποτέλεσμα την ανάδυση της ιδιωτικής τηλεόρασης το 1989. Ενώ η κρατική τηλεόραση θα έπρεπε να είναι το παράδειγμα προς μίμηση από τους ιδιώτες καναλάρχες-εκδότες κατέστη παράδειγμα προς αποφυγή.
Ο Νεοφιλελευθερισμός που ανθεί μετά τη πτώση των παραδοσιακών σοσιαλιστικών κυβερνήσεων στην Ευρώπη (Ελλάδα-Ισπανία- Γαλλία- Γερμανία-Ιταλία) στα τέλη της δεκαετίας του 1980 βρίσκει πρόσφορο έδαφος στα ΜΜΕ αφού «κλείνει» το μάτι πονηρά στα ιδιωτικά συμφέροντα. Τα σκάνδαλα, η ποινικοποίηση του δημόσιου αξιώματος, τα «τηλεοπτικά» δικαστήρια, το αίτημα για αλήθεια και αντικειμενική ενημέρωση, είναι τόσο επίπλαστο στα χέρια της ιδιωτικής τηλεόρασης που σκοπό έχει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ευαγγελίζεται. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η ευθύνη της κυβέρνησης για την τηλεόραση όπου ενώ θα έπρεπε να δημιουργείς κοινό με άποψη και βούληση, δημιουργείς κοινό με βουλιμία.  

Γιάννης Αναγνωστόπουλος
Διπλωματούχος Κλασσικής Κιθάρας-Ανώτερων Θεωρητικών
Απόφοιτος της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του τμήματος Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Μεταπτυχιακός τίτλος ειδίκευσης στην Δημιουργική Γραφή.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019


ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΥΠΟ ΣΚΙΑΝ…

Ελεγεία και Σάτιρες

Όταν ακούς τάξη
ανθρώπινο κρέας μυρίζει.
Για μια φαφούτα σκύλα
ένα μπαλωμένο πολιτισμό.

Το τετράστιχο αυτό συνδέθηκε από στίχους του Οδυσσέα Ελύτη και Έζρα Πάουντ . Οι δύο πρώτοι στίχοι είναι του Ελύτη, ακολουθούν   οι δύο του Πάουντ. Οι στίχοι ξεχωριστά  αποτελούν τα δύο μότο της ποιητικής συλλογής του Γιώργου Κοζία , ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΥΠΟ ΣΚΙΑΝ…, Περισπωμένη 2017. Διακειμενική αυθαιρεσία θα πει κάποιος η ένωση των στίχων , ωστόσο αποδίδουν ενωμένοι πλήρως το περιεχόμενο της ποίησης του Κοζία  ο οποίος άλλωστε στη συλλογή του συνομιλεί με ποιητές που χλεύασαν  με σάτιρες το άδικο και γλύκαναν με ελεγείες τον πόνο των αδικημένων.
Τα ποιήματα της συλλογής γράφτηκαν στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Αποδίδουν την εποχή αλλά έχουν και διαχρονική αξία γιατί η κρίση οφειλόταν σε αιτίες που υπήρχαν και υπάρχουν και σήμερα παραμονές του 2020.Και σήμερα η τάξη ( και ο Νόμος τάχα) διαφυλάττουν τη σαβούρα της « κανονικότητας» όπως λένε η Ν.Δ ( και το ΚΙΝΑΛ;) την ιδεολογία των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων .
Παραθέτουμε τέσσερα ποιήματα από τη συλλογή. Το πρώτο « Η Σάρξ και ο ραντιέρης» όπου ο εισοδηματίας των χρόνων της ευμάρειας χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του επί οικονομικής κρίσεως. Το δεύτερο « Η οπερέτα των σκύλων» , όπου ο ποιητής διαλέγει το στρατόπεδο των κολασμένων. Το τρίτο , « Φάρσα dei Greci » η τάξη φωτίζει « το τσάι των  πέντε» της κανονικότητας- με ονόματα παρακαλώ -διάφοροι ιδεολογικοί ταγοί της. Το τέταρτο « Προμετωπίδα επί ασπαλάθων» κρυπτικά αναφέρεται σε ποίημα του Σεφέρη γραμμένο επί χούντας και η αναφορά μετατρέπεται σε μήνυμα ότι ο φασισμός  ενεδρεύει  και επί «κανονικότητας» , ίσως να είναι τμήμα του.
Βασίλης Λαδάς
Η ΣΑΡΞ ΚΑΙ Ο ΡΑΝΤΙΕΡΗΣ

Τὰ νύχια σου μεγάλωσαν,
δὲν ὑπάρχει κανένας νὰ τὰ κόψει,
ἕνα δόντι σου ἔσπασε,
ἕνα κουμπὶ τοῦ γιλέκου σου ἔφυγε.
Στὸ μαγαζάκι «Ἡ Σὰρξ» τὸ ἐμπόρευμα κλαίει.

Ψάχνεις μὲ τὸ κερὶ ραντιέρη,
νὰ σὲ δανείσει πανάκριβες στιγμές, ἰδανικές,
τὶς τυχερές, τὶς ὄμορφες χαρὲς τοῦ προσοδούχου.

Μάταια ψάχνεις, ἀκριβὲς οἱ Κυριακές,
οἱ καθημερινὲς μὲ τόκους, ὀφειλές,
μαγαζάκι εἰς σάρκαν μίαν πῶς νὰ κρατήσεις;

Τὰ πάντα χάος, στάχτη, τὸ ὅλον μηδέν
 μὲ τὰ κατάστιχα, μὲ τὰ λογιστικά σου,
ὅ,τι ὑπῆρχε στὸ μαγαζάκι σου χάθηκε, ἐπωλήθη.

Πότε θὰ καταλάβεις ἐπιτέλους ραντιέρης τί σημαίνει;
  

Η ΟΠΕΡΕΤΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ

Μυλόρδοι, σᾶς χαρίζω τὰ πιστὰ λαγωνικά,
τοὺς μπάσταρδους τῆς δημοκρατίας,
τῆς ἀστικῆς τάξης τὰ κοπρόσκυλα
Κανίς, Τερριέ, Παπιγιόν.

Εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων
τὴν δική μου ράτσα χαιρετῶ

τὸν λερωμένο σκύλο
τὸν προλετάριο, τὸν ἄστεγο, τὸν μετανάστη
τὸν παρανοϊκό, τὸν ἀντάρτη σκύλας γιό
τὸν λυσσασμένο ὑπερρεαλιστή
τὸν Ἀνδαλουσιανὸ σκύλο μὲ τὸ ἀστραφτερὸ ξυράφι.

Μυλόρδοι, δὲν εἶμαι τὸ Καβαλιέρ
                                  ὁ σύντροφος τῶν ἀφεντικῶν.
Σκύλα Κατάνη, μαύρη βολίδα...
                                                    Εἶμαι ὁ Σείριος,
ὁ λαμπρὸς μοναδικός, τὸ Ἄλφα τοῦ Μεγάλου Κυνός.

  
                             ΦΑΡΣΑ DEI GRECI

Γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο
ἐνεργοποιεῖται ὁ συναγερμὸς
ἀπὸ τὸ ἀσθενοφόρο τοῦ Παντός.
Οἱ παριστάμενοι
λουόμενοι στὸ ἀστυνομικὸ φῶς
πίνουν γαλήνιοι τὸ τσάι τους.

Νωθρὸς ὁ καιρὸς πάλι σήμερα
κάτι ξεπλυμένοι ποιητές
κάτι ἀσήμαντοι χρηματισμένοι
τσαρλατάνοι τοῦ Παγκάλου, ἀπαγγέλλουν:

«Τὸ μηδὲν καὶ τὸ ἄπειρον πόσο μᾶς ταιριάζουν!».

Ἀλίμονο, ἀλίμονο,
πλῆθος οἱ γραμματικοὶ
ποὺ βγάζουν μεροκάματο σὰν καταθλιπτικοί.

Ἐνόψει πανδημίας νὰ ἀποκεφαλιστοῦν
ὁ Νεκρὸς τῆς Ἀμφιπόλεως κι ὁ ἀρχιμανδρίτης Ράμφος.

  ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ ΣΤΟ «ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ...»

Ὁ Παμφύλιος Ἀρδιαῖος
δὲν πλήρωσε τὰ κρίματά του.
Κυκλοφορεῖ ἀνάμεσά μας
ὁ πανάθλιος μελανοχίτωνας,
καραδοκεῖ καὶ ἀπειλεῖ,
μπήγει τὰ φαρμακερὰ βελόνια
τῶν ἀσπαλάθων τὰ ἀγκάθια,
ὅταν σηκώνουμε κεφάλι.

Κοιτᾶμε τοὺς μαιάνδρους στὸ ταβάνι
Ἀσίνην τε... Ἀσίνην τε...
οἱ μαῦρες προσωπίδες μᾶς σκεπάζουν.

Κι ὅλο κάτι τελειώνει στὸ χάος
κι ὅλο κάτι ἀρχίζει βαρβαρικό

τὸ ἄνθος μαραίνεται,
τὸ φύλλο ξηραίνεται, ὁ κόσμος περνᾶ,
μόνον ὁ τύραννος
ἐπλάσθη ἀθάνατος, αὐτὸς ποτὲ δὲν γερνᾶ!

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Τα παλαιοβιβλιοπωλεία και το 1821 του Βασίλη Λαδά



Τα  παλαιοβιβλιοπωλεία και το 1821
του Βασίλη  Λαδά

Με την οικονομική κρίση παλιοί καλφάδες και επιδέξιες μοδίστρες άνοιξαν μαγαζάκια τρύπες,  επιδιορθώνοντας παπούτσια και ενδύματα που σε χρόνια ευμάρειας θα πετάγονταν.  Πλάι τους σχεδόν άνοιξαν και καταστήματα βιβλίων από δεύτερο και τρίτο χέρι, μεταχειρισμένα. Βαφτίστηκαν παλαιοβιβλιοπωλεία  κληρονομώντας το όνομα από τους εμβληματικούς παλαιοβιβλιοπώλες του δέκατου ένατου αιώνα και των αρχών του εικοστού όπως «Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ», μυθιστορηματικός ήρωας του Στέφαν Τσβάιχ. Υπήρχαν και υπάρχουν άνθρωποι που ανατριχιάζουν από ηδονή αν πιάσουν για λίγο στα χέρια τους την πρώτη έκδοση του Δον Κιχώτη του 1596 ή των απάντων του Βύρωνα του 1832 στο Λονδίνο σε τρεις τόμους με λιθογραφίες από όλη την νότια Ευρώπη με την Ελλάδα την περίοδο του αγώνα του 1821 να ‘χει την πρώτη θέση. Παλαιοβιβλιοπώλες και φανατικοί βιβλιόφιλοι είναι οι πιστοί μιας εικονολατρικής θρησκείας με λατρευτικά σύμβολα  τα βιβλία
Τα παλαιοβιβλιοπωλεία της εποχής μας, παρ’ ότι μερικά (και υπάρχουν τέτοια στην Πάτρα) διατηρούν βιβλιολατρευτικά χαρακτηριστικά, είναι κυρίως δημιουργήματα της οικονομικής κρίσης. Το αναγνωστικό κοινό έχει πυκνώσει (ας λένε ότι δεν διαβάζουν οι νέοι) και εκδίδονται περισσότερα βιβλία-μέγας όγκος κάθε χρόνο.
Υπάρχει λοιπόν ένας τεράστιος αχταρμάς βιβλίων άλλων χαμηλής και άλλων υψηλής ποιότητας που μένει αδιάθετος και αδέσποτος για διάφορους λόγους. Από τον όγκο αυτό τροφοδοτούνται τα παλαιοβιβλιοπωλεία σήμερα. Ένα είναι βέβαιο: ότι αυτοί που θα αγοράσουν βιβλία μεταχειρισμένα θα τα αγοράσουν  γιατί τους ωθεί η αναγνωστική επιθυμία να τα διαβάσουν κι όχι η διάθεση να στολίσουν μια βιβλιοθήκη.  Η πραγματική βιβλιοθήκη είναι στο μυαλό τους. Με την ανάγνωση το περιεχόμενο του βιβλίου περνά στη μνήμη και από κει στο υποσυνείδητο και διαμορφώνει την προσωπικότητά τους.
Τώρα που αποφασίστηκε από την κυβέρνηση το 2021 να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821 νοιώθω πως το 1821 ακούγεται σαν ένα παλιό δερματόδετο βιβλίο μεγάλης αξίας η «Γένεσις» του Ελληνικού κράτους – έθνους, ένα ιερό βιβλίο μεγαλόστομο με μύθους – σύμβολα  ή ακόμη και σαν παλαιωμένο κόκκινο κρασί - αν στοχαστούμε τον στίχο του Παλαμά «Μεθύστε με το αθάνατο κρασί του είκοσι ένα..». Εκδόθηκαν εκατοντάδες βιβλία που έχουν αναφορά στον αγώνα του 1821: απομνημονεύματα αγωνιστών, μελέτες, μαρτυρίες. Πολλά από αυτά τα βιβλία έχουν εξαντληθεί, έχουν χαθεί, έχουν λιώσει. Ας σπεύσουμε στα παλαιοβιβλιοπωλεία, στα βιβλιοπωλεία γενικώς, να τα βρούμε.
Ας το ψάξουμε, να έχουμε καθαρό μάτι όταν βλέπουμε από διακόσια χρόνια απόσταση το 1821. Γιατί συνέβη τότε η ένοπλη επανάσταση κατά των Οθωμανών; Τι συνέβη κατά τη διάρκεια του αγώνα μέχρι το 1828; Ποιοι ήσαν αντίθετοι με την έναρξη του ένοπλου αγώνα; Ποιοι άρπαξαν τις γαίες των Οθωμανών μετά τον σχηματισμό του Ελληνικού κράτους; Ποια πολιτική στάση έχουν σήμερα οι απόγονοι αυτών που κληρονόμησαν  τις περιουσίες και γιατί βρίσκονται πολιτικά εκεί που βρίσκονται;
Η ελευθερία αφορά μόνο τον εθνικό μας αυτοπροσδιορισμό ή και ό,τι έχει  σχέση και με τις επιλογές μας στην κοινωνική μας ζωή, στην παιδεία, ακόμη και στον  τρόπο της διανομής του παραγόμενου πλούτου;
Αν κρίνω από το πνεύμα της επικεφαλής του εορτασμού, των μελών της επιτροπής που την πλαισιώνουν, τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, φοβάμαι πως η κυβέρνηση θα επιδιώξει να επανατοποθετήσει την ιστορία του 1821 σε βάθρο που την βολεύει ιδεολογικά.
Να βρει στο 1821 μηνύματα για να τα συντροφέψει με τα δικά της πολιτικά σλόγκαν.
Θα πέσει βέβαια στο λάκκο της Μνήμης όσων έχουν γραφεί και υπάρχουν στις βιβλιοθήκες, στα βιβλιοπωλεία και στα ράφια του μυαλού μας.
Ό,τι και να ειπωθεί όμως, όπως και να πανηγυριστεί το 1821, στο τέλος θα μας μείνει η πίκρα του αδικαίωτου.


Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019



Ύστατο χαίρε στον Δημήτρη Χασαπογιάννη*

Ξέρω, ξέρω, Δημήτρη μου, θα πεις άστα αυτά,
αν και από την αρχή πρέπει να πω κι αυτό. Είμαι σίγουρος, όπως πάντα το έκανες με τους απέναντί σου, ότι θα με αφήσεις να ολοκληρώσω. Γιατί Δημήτρη μου, εσύ άκουγες, άκουγες πολύ τον καθένα και την καθεμιά της συντροφιάς σου, που την επέλεγες υπομονετικά και με πάθος, και με προσήλωση, και με νοιάξιμο, και με ανοιχτοσύνη.   Το έδειχνες με τον μοναδικό τρόπο σου, της απόσυρσης και της σιωπής, αν κάτι σε ενοχλούσε, αφού το δήλωνες πριν καθαρά. Άκουγες πολύ, δεν διέκοπτες την αλήθεια του δίπλα σου, γιατί έτσι υπήρχες κι εσύ. Και όσο κι αν ήταν ιδιαίτερες, φωτισμένες και διορατικές οι απόψεις και παρεμβάσεις σου, και σε απίθανα θέματα που διακλαδίζονταν οι κουβέντες μας, επιστήμη, ποδόσφαιρο, κινηματογράφος, μουσική, θέατρο, ιδίως οι μεταμεσονύκτιες, στον Χασομέρη στον Ηλία ή τα μεσημέρια στην Αμαλία, ήσουνα ιδανικός μαχητής της δημοκρατίας των σωματικά συμμετεχόντων, κράταγες την μονάδα σου μόνο. Φανατικός πάντα για την συλλογικότητα, ποτέ για την άποψή σου.
Δεν υπέκυπτες ποτέ, σε διαδικασίες σε πρακτικές, σε τερτίπια, που συνέβαιναν στις συνεδριάσεις μας, όσο κι αν λοξοκοιτάζαμε εμείς, στο ΚΚΕ ΕΣ, στο ΚΚΕ ΕΣ ΑΑ, στην ΑΚΟΑ, στην ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ και στα εκλεγμένα όργανά τους, όταν σπάνια συμμετείχες, όχι λόγω έλλειψης  χρόνου και κόπου. Δεν υπέκυπτες στο λάθος των πρόσκαιρων πλειοψηφιών, στην νίκη της μιας μικρής έναντι της άλλης αριστερής ομάδας και άποψης, «τρικυμία στο ποτήρι» όπως χαρακτηριστικά έλεγες. Γι αυτό και ήσουνα φανατικός με όλα τα εγχειρήματα, ιδίως τα κινηματικά, για την ενότητα της αριστεράς, στο Κοινωνικό Φόρουμ, στον Χώρο Διαλόγου. Κινηματικός και κομματικός και κυρίως βαθιά αναρχικός, διαλιζόσουνα όταν έρχονταν οι ντιρεκτίβες από τις ηγεσίες, και επέμενες στην ουσία και την πεμπτουσία του μέλους, του κάθε μέλους την άποψη. Της άμεσης σωματικής συμμετοχής.
Ξέρω, ξέρω θα πεις άστα αυτά, αλλά συνεχίζω. Από την περιπλάνησή σου στην Ευρώπη μόλις πήρες το πτυχίο στο ΕΜΠ, χωρίς διαβατήριο όλη την επταετία των Συνταγματαρχών της Χούντας, ποτίστηκες και άνθησες με όλα τα λουλούδια που έφερε ο Μάης του ’68, και τα εργατικά κινήματα, στην κοινωνία και στις τέχνες της, αν και ποτέ δεν σε άκουσα με λεπτομέρειες να μιλάς γι’ αυτά. Κι έτσι μηχανικός εσύ, ανήσυχος και αντισυστημικός, σε τράβηξε η κοινωνιολογία της εργασίας και των μηχανών. Μαζί σου γνώρισα τις κριτικές σχολές της επιστήμης και τις φωνές και τα γραπτά των Φέγιεραμπεντ και του Κουν, τις κοινωνικές τους ατροφίες και ακυρώσεις. Τους κορσέδες που φορέσαμε στις επιστήμες, για να μην μολύνονται από τα αχ! του κόσμου της εργασία.
Υποψιασμένος και μελετημένος βαθιά για τις κοινωνικές απολήξεις των δικών σου αντικειμένων του μηχανικού, ήσουνα ένας δάσκαλος φάρος, γι’  αυτό και φουρνιές φοιτητών και φοιτητριών ήτανε μαγεμένες και πίναν (μεταφορικά και κυριολεκτικά) στ’ όνομά σου, αλλά και μαζί σου. Εκεί στο γραφείο σου στο πανεπιστήμιο, μαζί με τον Σταύρο, είχατε φτιάξει μια φωλιά βιβλίων και σημειώσεων και συζητήσεων και αναζητήσεων, βαθιάς ελευθερίας και κριτικής της ίδιας της δουλειάς μας, πρωτόγνωρη και απίστευτη για μένα που ερχόμουνα από ένα συντηρητικό ακαδημαϊκό περιβάλλον του Χημικού, και της Ιατρικής αργότερα. Ακόμα έχω σπίτι μου, μετά από τόσες εκκαθαρίσεις, σε φωτοτυπίες,  αντίτυπο ενός βιβλίο σου για τις μηχανές και το κοινωνικό τους πρόσημο, μαζί με τον αντίχτυπο στα επαναστατικά κινήματα των εργατών.
Ξέρω, ξέρω θα πεις άστα αυτά, για σένα δεν ήθελες να μιλάνε, αλλά τώρα πλέον δεν μπορείς να κάνεις κάτι.  Ήσουνα ένας διανοούμενος των διεξόδων και των αδιεξόδων, κι εγώ μαζί με τους άλλους και τις άλλες, τυχεροί που σε γνωρίσαμε, και πορευτήκαμε αυτά τα χρόνια, εγώ από την πολύμηνη κατάληψη του Παραρτήματος το 1978, και την εμβληματική σας απεργία του ΕΔΠ των εκατό ημερών, που σημάδεψε το μετέπειτα φοιτητικό και πανεπιστημιακό κίνημα. Μειλίχιος ακόμα και στις ρήξεις και στις διαφωνίες, συνεπής στις δεσμεύσεις σου (εκτός στον εαυτό σου βέβαια), έδινες χώρο και χρόνο στις ουσιαστικές σχέσεις, με έγνοια και φροντίδα, μακριά από  συμβάσεις, τυπικότητες και πρωτόκολλα. Άπλωνες φτερούγες σε κατατρεγμένους, πρώτος για βοήθεια, και τα βιβλιάριά σου, διαθέσιμα για να κλείνουν πληγές. Ήσουνα ένας ουσιαστικός άνθρωπος του κόσμου.   
Όμως κάτι άλλο με είχε σημαδέψει, και φαίνεται το είχα ξεχάσει, αφού δεν μου άφησε εμένα ουλές, αλλά σχετίζεται και με την ειλημμένη απόφασή σου να φύγεις. Ένα από τα πρώτα βιβλία που μου χάρισες ήταν του τραγικού πατρινού ποιητή Περικλή Γιαννόπουλου, γεννημένος το 1870. Δεν ξέρω αν ήταν τα ποιήματα ή το τέλος του Περικλή στον Σκαραμαγκά που σε μάγεψε. Το περιγράφει η Εστία στο φύλλο της 12ης  Απριλίου 1910. «Μετά τούτο ίππευσε, στεφανωμένος με αγριολούλουδα, και, αφού ανήρτησεν επάνω του ένα κομψόν σάκκον πλήρη βαρών και επλύθη με αρώματα, ώρμησε προς τα μαινόμενα κύματα και την ανοιξιάτικην μπόραν και απερίγραπτον τραγικήν ορμήν. Όταν έφθασε, καβάλλα εις το άλογο που εκολυμβούσεν, εις τα βαθειά, τότε επυροβόλησε κατά της κεφαλής του και αχάθη, ενώ το άλογο, αγριεμένο και ρουθουνίζον, απανήλθεν εις την ακτήν».
Εσύ Δημήτρη, όταν στα τελευταία, έρχονταν ο Γιάννης και η Νάντια να σε δουν, τοκανες σαν τον Μίλτο Σαχτούρη. Καιρό όσο ζούσε κι εκείνος κλεισμένος στο σπίτι του, ο Χρήστος Μπράβος πήγαινε συχνά να τον επισκεφτεί και πίσω από την πόρτα, τον περίμενε ο Σαχτούρης και του έλεγε «Φύγε Χρήστο, έχω τον δαίμονα μέσα». Με τους δαίμονές σου κι εσύ έκανες παρέα, και ήθελες να τελειώσεις μαζί τους την κουβέντα, και να φύγεις. Με την μοναξιά και την μοναχικότητα πάλευες, εκεί που χάνεις τον λογαριασμό. Ήσουνα μοναχικός, μια ευλογία γνωριμίας με τον εαυτό μας, γι αυτό και ευχαριστιόσουνα τις παρέες σου, όταν και όποιες επέλεγες. Με την μοναξιά όμως; Τι να την θρέψεις για να την ημερώσεις;
Έτσι τέλειωσες τις κουβέντες τον τελευταίο καιρό και με τους πιο δικούς σου ανθρώπους, που ήξερες καλά πόσο σε νοιάζονταν. Έκλεινες πόρτες και παραθύρια, και όλες τις χαραμάδες τελικά. Βάρος δεν ήθελες νάσαι, κι ας ήξερες καλά, ότι οι άνθρωποι και η ζωή δεν είναι βάρη. Ή με άλλα λόγια, ζωή χωρίς βάρη δεν υπάρχει, παραφράζοντας τα τσιτάτα μας περί σοσιαλισμού. Τώρα, είναι αλήθεια, το βάρος της απουσίας σου, δεν το υπολόγισες. Ευτυχώς αυτό το άφησες σε εμάς, κάτι κι εμείς νάχουμε δικό σου. Δημήτρη, Καλό σου Ταξίδι!

Γιάννης Ζαρκάδης
Πάτρα, 3 του  Σεπτέμβρη  2019
*Εξόδια παρέμβαση στην πολιτική κηδεία του Δημήτρη Χασαπογιάννη




Και πάλι το προσφυγικό είναι οξυμένο. Και πάλι ακούγονται μισαλλόδοξες φωνές κατά των προσφύγων και πάλι εμφανίζονται οι σημερινοί κυβερνώντες να δίνουν συγχωροχάρτι στους μισαλλόδοξους.
Η πόλη της Πάτρας έχει ζήσει σκληρές σκηνές μίσους κατά των προσφύγων όπως και την αγωνία τους να συνεχίσουν το ταξίδι τους ή να βρουν ανθρώπινες συνθήκες ζωής εδώ, αλλά υπήρξε – και σε μέγιστο βαθμό – αλληλεγγύη από δημοκράτες πολίτες και όμορφα αγόρια και κορίτσια. Οι λογοτέχνες της πόλης  με το έργο τους συμπαραστάθηκαν στα κινήματα αλληλεγγύης και έστρεψαν τα φώτα τους στους κατατρεγμένους συνανθρώπους μας.
Η ΑΟΡΤΗ ανθολογεί τρία ποιήματα του Πατρινού ποιητή Σπύρου Λ. Βρεττού από τις ποιητικές του συλλογές, εκδόσεων Γαβριηλίδη, « Ανιστόρητο» 1999, « Συνέβη» 2007, « Διαπραγματεύσεις» 2019.
Στο πρώτο ποίημα με τίτλο «ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ  1997» είναι  οι Αλβανοί και Ιρακινοί πρόσφυγες της δεκαετίας του 1990 που πνίγονταν στις θάλασσες.
Στο δεύτερο με τίτλο « Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ ΔΙΑΛΕΓΟΝΤΑΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ» είναι ο ποιητής που διαλέγει για το έργο του πρόσωπα από τους καταυλισμούς της δεκαετίας του 2000 όπως  ο τότε καταυλισμός των Αφγανών, στην Ηρώων Πολυτεχνείου.
Στο τρίτο με τίτλο « ΡΑΜΜΕΝΑ  ΧΕΙΛΗ» ( στα σύνορα) είναι ο Ιρανός της δεκαετίας του 2010 που στον φράχτη της  Ειδομένης ράβει τα χείλη  για να διαμαρτυρηθεί αλλά έτσι δεν θα μπορεί να φιλήσει την αγαπημένη του. Ένα σπαρακτικό ποίημα σαν των δημοτικών μας τραγουδιών της Ξενιτιάς.

ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ 1997
Και όταν
λαθραίος στα ανοιχτά μιας ψεύτικης ιστορίας
βάλεις από τη βάρκα τις φωνές
κι όπως εξάγγελος παλιός
από την άκρη της γεωγραφίας
διασχίσεις με κουπί κρυφά την ίδια τη φωνή σου,

τότε, ανάλογοι Ιρακινοί και Αλβανοί,
λαθραίοι κι απ’ τον εαυτό τους,
όλοι θα μπάζουνε νερά
-«Πρώτα τα γυναικόπαιδα ας δανειστούν
μια θάλασσα να μη βουλιάζει»-
κι επάνω ακριβώς σ’ εκείνη τη στιγμή
ξανά οι άνδρες του λιμενικού να δικαιολογούνται:

«Είχε ομίχλη πολλή αυτή η ιστορία
και πού να ξέραμε ακριβώς τι εννοούσε;
Μας μπέρδεψαν εξάλλου οι φωνές
κάποιου εξάγγελου παλιού
που τον περάσαμε για μύθο οπλισμένο.

Μα τώρα
δίχως κανένα σαρκασμό
των ναυαγών και των πνιγμένων η ώρα».

(Σπύρος Λ. Βρεττός, από τη συλλογή «Ανιστόρητο» 1999)

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ ΔΙΑΛΕΓΟΝΤΑΣ
ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ

Μα τι σκοτάδι συμπαγές ζωγράφισα
που δεν αφήνει πουθενά
έστω και λίγο φως να το αραιώσει;

Θέλω λοιπόν μία μορφή
που να ’χει από καιρό δεχτεί το φως,
να το ’χει αφομοιώσει.
Mια φωτεινή  μορφή
που να τρυπήσει από μέσα το σκοτάδι αυτό
-καθόλου όμως σαν παράθυρο που βίαια ανοίγει,
καθόλου σαν δέσμη φωτός απ’ το αόριστο κατεβασμένη
που πέφτει τυχαία τάχατες και πονηρά
στο πρόσωπο και το διακρίνει.

(Τέλος λοιπόν τα εύκολα τα μεταφυσικά.
H τέχνη θέλει συνέχεια αλλαγές στους τρόπους της
για να μπορεί το πρόσωπό της να είναι ίδιο.)

Σκοτάδι μου, την ώρα όπου σε ζωγράφιζα από μνήμης
-καθόλου εύκολο, τ’ ομολογώ-
χρειάστηκε, για μια στιγμή που δεν θυμόμουν
κάποια σου λεπτομέρεια,
να μου ποζάρει κι η ψυχή μου.

Αλλά μορφή, εσένα θα πρέπει να σε βρω,
στους δρόμους και στα καταγώγια να σ’ επιλέξω
ή όπου γεννιέται το πραγματικό
ακόμα κι αν το πουν καταραμένο.

Όπως στα πόδια του αγίου εζωγράφισα
τη βρόμα φανερή,
όπως για Παναγία μού επόζαρε η πόρνη που αγαπούσα
και πουθενά σ’ αυτήν το μεταφυσικό
εκτός από ένα φωτοστέφανο ανεπαίσθητο,
-μια στρογγυλή γραμμή
που κίτρινη χαράκωνε το από κάτω χρώμα-
τέτοιες σκηνές φαντάζομαι στους δρόμους όπου περπατώ
και στις ακτές όπου με λούζει ο πυρετός
μαντεύοντας έναν καυτό παρόμοιο θάνατό μου.

Μορφή, και αν δεν είσαι φωτεινή,
τουλάχιστον σε μια στιγμή ακραίας έντασης
από σπουδαίο γεγονός προσωπικό
να σε πετύχω,
και τούτη τη στιγμή στο εργαστήρι  μου
ίδια και απαράλλαχτη να ξαναστήσω.

Τι πρόσωπα κατέκλυσαν την πόλη μου
και στο λιμάνι και στους δρόμους και παντού;
Ποια σύνορα ανοίχτηκαν
και κατρακύλησαν οι στοιβαγμένοι;
Να ’μαι στην εποχή μου ή αλλού;
Είμαι στον τόπο που εγνώριζα
ή σ’ έναν τόπο που δεν μ’ αναγνωρίζει;
Σα να ξεκόλλησε απ’ αλλού η θάλασσα
σα να ξεκόλλησε ο καιρός
κι έφερε κόσμο αγνώριστο,
μορφές για να διαλέξω.

Μορφές, και αν δεν είστε φωτεινές,
εσείς που μόλις φτάσατε, ελάτε.
Στο εργαστήρι μου θα βρείτε φύσεις νεκρές για φάγωμα,
στην τάβλα επάνω τις ρώγες ξέχειλες,
τα ρόδια ανοιχτά,
ψωμάκι που μυρίζει σώμα,
κι όπως θα τρώτε αχόρταγα
και θα γλιστρούν σκληρές οι ρώγες απ’ τα δάχτυλα
κι άλλες θα σπάζουν ηχηρά κάτω απ’ το πέλμα ενός αγίου
-ήδη τον εζωγράφισα προτού να σας γνωρίσω-
εγώ απευθείας στο σκοτάδι μου
-χωρίς προσχέδια και τα λοιπά-
εσάς θα ζωγραφίσω,

εγώ απευθείας το σκοτάδι  μου
με σας θα το τρυπήσω.

Σπύρος Λ. Βρεττός
(από τη συλλογή Συνέβη, 2007)
  
ΡΑΜΜΕΝΑ ΧΕΙΛΗ
(στα σύνορα)

Δεν έχω φως, της έλεγε.
Αν είχα θα σου το ’δινα για να με δεις
πως κι αν μιλώ δεν με ακούς
γιατί -το ξέχασες;- είναι τα χείλη μας ραμμένα,
γιατί -το ξέχασες;- βρισκόμαστε σε σύνορα κλειστά.

Πάει καιρός -θυμάσαι;-
που ήτανε τα χείλη μου μες στα δικά σου.
Σπρώχναν οι γλώσσες μας η μία την άλλη
ποια γλώσσα θα νικήσει ποια.
Κι ύστερα
γίναν τα χείλη μας ραμμένα.

Ποια λέξη πήγαινε να βγει; Θυμάσαι;
Ποια λέξη υπερήφανη
θαρρούσε πως είναι αρκετή
να ειπωθεί και να νικήσει;
Γι’ αυτό
και γίνανε τα χείλη μας ραμμένα.

Να ρθει η φωνή, να ρθει η φωνή πίσω απ’ τα χείλη
να ρθει και να ’ναι σώμα που εκφέρεται,
αφήνεται στο λόγο,
σπάει τα χείλη, σπάει τα δόντια,
σπάει τις δυνατές κλωστές, ανοίγει
κάνει τα σύνορα πιο κει, τα ανοίγει
να ρθει η λέξη που μόνο σε φωνή ή γεγονός
το στόμα σου ανοίγει.

Πάει καιρός -θυμάσαι;-
που το δικό σου δέρμα κινιότανε
σαν να ’θελε να ανεβεί πιο πάνω από το σώμα.
Με γύρευε πολύ, με ήθελες, θυμάσαι;
Μείνε κοντά, μου έλεγες, να μην χαθούμε.
Δεν βλέπεις που έχουν μαζευτεί χιλιάδες άνθρωποι;
Δεν βλέπεις που έχουν όλοι σταματήσει;
Τα όρια, τα όρια, μου φώναζες
τα σύνορα, τα σύνορα κλειστά
και πώς θα πάμε σ’ άλλη χώρα;

Κι εγώ δεν έχω φως, του έλεγε.
Αν είχα, θα σου το ’δινα για να με δεις
που σβήνω. Κι είναι τα σύνορα κλειστά
κι είναι τα χείλη μου κλειστά.
Κι είναι κιόλας το δέρμα μου
πιο πάνω από το σώμα.

Σπύρος Λ. Βρεττός
(από τη συλλογή «Διαπραγματεύσεις», 2019)