Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019



Και πάλι το προσφυγικό είναι οξυμένο. Και πάλι ακούγονται μισαλλόδοξες φωνές κατά των προσφύγων και πάλι εμφανίζονται οι σημερινοί κυβερνώντες να δίνουν συγχωροχάρτι στους μισαλλόδοξους.
Η πόλη της Πάτρας έχει ζήσει σκληρές σκηνές μίσους κατά των προσφύγων όπως και την αγωνία τους να συνεχίσουν το ταξίδι τους ή να βρουν ανθρώπινες συνθήκες ζωής εδώ, αλλά υπήρξε – και σε μέγιστο βαθμό – αλληλεγγύη από δημοκράτες πολίτες και όμορφα αγόρια και κορίτσια. Οι λογοτέχνες της πόλης  με το έργο τους συμπαραστάθηκαν στα κινήματα αλληλεγγύης και έστρεψαν τα φώτα τους στους κατατρεγμένους συνανθρώπους μας.
Η ΑΟΡΤΗ ανθολογεί τρία ποιήματα του Πατρινού ποιητή Σπύρου Λ. Βρεττού από τις ποιητικές του συλλογές, εκδόσεων Γαβριηλίδη, « Ανιστόρητο» 1999, « Συνέβη» 2007, « Διαπραγματεύσεις» 2019.
Στο πρώτο ποίημα με τίτλο «ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ  1997» είναι  οι Αλβανοί και Ιρακινοί πρόσφυγες της δεκαετίας του 1990 που πνίγονταν στις θάλασσες.
Στο δεύτερο με τίτλο « Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ ΔΙΑΛΕΓΟΝΤΑΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ» είναι ο ποιητής που διαλέγει για το έργο του πρόσωπα από τους καταυλισμούς της δεκαετίας του 2000 όπως  ο τότε καταυλισμός των Αφγανών, στην Ηρώων Πολυτεχνείου.
Στο τρίτο με τίτλο « ΡΑΜΜΕΝΑ  ΧΕΙΛΗ» ( στα σύνορα) είναι ο Ιρανός της δεκαετίας του 2010 που στον φράχτη της  Ειδομένης ράβει τα χείλη  για να διαμαρτυρηθεί αλλά έτσι δεν θα μπορεί να φιλήσει την αγαπημένη του. Ένα σπαρακτικό ποίημα σαν των δημοτικών μας τραγουδιών της Ξενιτιάς.

ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ 1997
Και όταν
λαθραίος στα ανοιχτά μιας ψεύτικης ιστορίας
βάλεις από τη βάρκα τις φωνές
κι όπως εξάγγελος παλιός
από την άκρη της γεωγραφίας
διασχίσεις με κουπί κρυφά την ίδια τη φωνή σου,

τότε, ανάλογοι Ιρακινοί και Αλβανοί,
λαθραίοι κι απ’ τον εαυτό τους,
όλοι θα μπάζουνε νερά
-«Πρώτα τα γυναικόπαιδα ας δανειστούν
μια θάλασσα να μη βουλιάζει»-
κι επάνω ακριβώς σ’ εκείνη τη στιγμή
ξανά οι άνδρες του λιμενικού να δικαιολογούνται:

«Είχε ομίχλη πολλή αυτή η ιστορία
και πού να ξέραμε ακριβώς τι εννοούσε;
Μας μπέρδεψαν εξάλλου οι φωνές
κάποιου εξάγγελου παλιού
που τον περάσαμε για μύθο οπλισμένο.

Μα τώρα
δίχως κανένα σαρκασμό
των ναυαγών και των πνιγμένων η ώρα».

(Σπύρος Λ. Βρεττός, από τη συλλογή «Ανιστόρητο» 1999)

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ ΔΙΑΛΕΓΟΝΤΑΣ
ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ

Μα τι σκοτάδι συμπαγές ζωγράφισα
που δεν αφήνει πουθενά
έστω και λίγο φως να το αραιώσει;

Θέλω λοιπόν μία μορφή
που να ’χει από καιρό δεχτεί το φως,
να το ’χει αφομοιώσει.
Mια φωτεινή  μορφή
που να τρυπήσει από μέσα το σκοτάδι αυτό
-καθόλου όμως σαν παράθυρο που βίαια ανοίγει,
καθόλου σαν δέσμη φωτός απ’ το αόριστο κατεβασμένη
που πέφτει τυχαία τάχατες και πονηρά
στο πρόσωπο και το διακρίνει.

(Τέλος λοιπόν τα εύκολα τα μεταφυσικά.
H τέχνη θέλει συνέχεια αλλαγές στους τρόπους της
για να μπορεί το πρόσωπό της να είναι ίδιο.)

Σκοτάδι μου, την ώρα όπου σε ζωγράφιζα από μνήμης
-καθόλου εύκολο, τ’ ομολογώ-
χρειάστηκε, για μια στιγμή που δεν θυμόμουν
κάποια σου λεπτομέρεια,
να μου ποζάρει κι η ψυχή μου.

Αλλά μορφή, εσένα θα πρέπει να σε βρω,
στους δρόμους και στα καταγώγια να σ’ επιλέξω
ή όπου γεννιέται το πραγματικό
ακόμα κι αν το πουν καταραμένο.

Όπως στα πόδια του αγίου εζωγράφισα
τη βρόμα φανερή,
όπως για Παναγία μού επόζαρε η πόρνη που αγαπούσα
και πουθενά σ’ αυτήν το μεταφυσικό
εκτός από ένα φωτοστέφανο ανεπαίσθητο,
-μια στρογγυλή γραμμή
που κίτρινη χαράκωνε το από κάτω χρώμα-
τέτοιες σκηνές φαντάζομαι στους δρόμους όπου περπατώ
και στις ακτές όπου με λούζει ο πυρετός
μαντεύοντας έναν καυτό παρόμοιο θάνατό μου.

Μορφή, και αν δεν είσαι φωτεινή,
τουλάχιστον σε μια στιγμή ακραίας έντασης
από σπουδαίο γεγονός προσωπικό
να σε πετύχω,
και τούτη τη στιγμή στο εργαστήρι  μου
ίδια και απαράλλαχτη να ξαναστήσω.

Τι πρόσωπα κατέκλυσαν την πόλη μου
και στο λιμάνι και στους δρόμους και παντού;
Ποια σύνορα ανοίχτηκαν
και κατρακύλησαν οι στοιβαγμένοι;
Να ’μαι στην εποχή μου ή αλλού;
Είμαι στον τόπο που εγνώριζα
ή σ’ έναν τόπο που δεν μ’ αναγνωρίζει;
Σα να ξεκόλλησε απ’ αλλού η θάλασσα
σα να ξεκόλλησε ο καιρός
κι έφερε κόσμο αγνώριστο,
μορφές για να διαλέξω.

Μορφές, και αν δεν είστε φωτεινές,
εσείς που μόλις φτάσατε, ελάτε.
Στο εργαστήρι μου θα βρείτε φύσεις νεκρές για φάγωμα,
στην τάβλα επάνω τις ρώγες ξέχειλες,
τα ρόδια ανοιχτά,
ψωμάκι που μυρίζει σώμα,
κι όπως θα τρώτε αχόρταγα
και θα γλιστρούν σκληρές οι ρώγες απ’ τα δάχτυλα
κι άλλες θα σπάζουν ηχηρά κάτω απ’ το πέλμα ενός αγίου
-ήδη τον εζωγράφισα προτού να σας γνωρίσω-
εγώ απευθείας στο σκοτάδι μου
-χωρίς προσχέδια και τα λοιπά-
εσάς θα ζωγραφίσω,

εγώ απευθείας το σκοτάδι  μου
με σας θα το τρυπήσω.

Σπύρος Λ. Βρεττός
(από τη συλλογή Συνέβη, 2007)
  
ΡΑΜΜΕΝΑ ΧΕΙΛΗ
(στα σύνορα)

Δεν έχω φως, της έλεγε.
Αν είχα θα σου το ’δινα για να με δεις
πως κι αν μιλώ δεν με ακούς
γιατί -το ξέχασες;- είναι τα χείλη μας ραμμένα,
γιατί -το ξέχασες;- βρισκόμαστε σε σύνορα κλειστά.

Πάει καιρός -θυμάσαι;-
που ήτανε τα χείλη μου μες στα δικά σου.
Σπρώχναν οι γλώσσες μας η μία την άλλη
ποια γλώσσα θα νικήσει ποια.
Κι ύστερα
γίναν τα χείλη μας ραμμένα.

Ποια λέξη πήγαινε να βγει; Θυμάσαι;
Ποια λέξη υπερήφανη
θαρρούσε πως είναι αρκετή
να ειπωθεί και να νικήσει;
Γι’ αυτό
και γίνανε τα χείλη μας ραμμένα.

Να ρθει η φωνή, να ρθει η φωνή πίσω απ’ τα χείλη
να ρθει και να ’ναι σώμα που εκφέρεται,
αφήνεται στο λόγο,
σπάει τα χείλη, σπάει τα δόντια,
σπάει τις δυνατές κλωστές, ανοίγει
κάνει τα σύνορα πιο κει, τα ανοίγει
να ρθει η λέξη που μόνο σε φωνή ή γεγονός
το στόμα σου ανοίγει.

Πάει καιρός -θυμάσαι;-
που το δικό σου δέρμα κινιότανε
σαν να ’θελε να ανεβεί πιο πάνω από το σώμα.
Με γύρευε πολύ, με ήθελες, θυμάσαι;
Μείνε κοντά, μου έλεγες, να μην χαθούμε.
Δεν βλέπεις που έχουν μαζευτεί χιλιάδες άνθρωποι;
Δεν βλέπεις που έχουν όλοι σταματήσει;
Τα όρια, τα όρια, μου φώναζες
τα σύνορα, τα σύνορα κλειστά
και πώς θα πάμε σ’ άλλη χώρα;

Κι εγώ δεν έχω φως, του έλεγε.
Αν είχα, θα σου το ’δινα για να με δεις
που σβήνω. Κι είναι τα σύνορα κλειστά
κι είναι τα χείλη μου κλειστά.
Κι είναι κιόλας το δέρμα μου
πιο πάνω από το σώμα.

Σπύρος Λ. Βρεττός
(από τη συλλογή «Διαπραγματεύσεις», 2019)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου