Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

 ΘΑΥΜΑ

Ελένη Γκίκα 

 

Πετάχτηκε από το όνειρο απότομα. «Όνειρο ή εφιάλτη το λες αυτό;». Το ξυπνητήρι - κάποιο από τα πολλά - πρέπει να χτυπούσε εδώ και ώρα. «Ναι, λογικά γι’ αυτό είχε και μουσική υπόκρουση η μαλακία που έβλεπα». Άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια για το ιδανικό πρωινό. Είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Χασμουρήθηκε ανόρεχτα. Το φως του ήλιου είχε ήδη εισβάλλει από τα παλιά κουφώματα και την ενοχλούσε, ως συνήθως. Σχεδόν την έκαιγε. Ήταν μια από αυτές τις μέρες. «Τέλεια» σκέφτηκε, «σήμερα θα χρειαστώ καφέ».

Σηκώθηκε σκοτεινιασμένη. Ακούμπησε με τα ακροδάχτυλα των χεριών την κάσα της πόρτας και τεντώθηκε τόσο έντονα κι επίμονα, που στο τέλος αναγκάστηκε να κάτσει ζαλισμένηστο πάτωμα. «Ρε δεν ξεκινήσαμε καλά». Κάτι της έφταιγε και δεν ήταν μόνο η φωτεινή πλάση που διέκρινε αμυδρά από τις χαραμάδες των ξύλινων παραθυρόφυλλων. Το γραφείο της ήταν άνω - κάτω. Η δουλειά της προηγούμενης νύχτας μάλλον είχε πάει πολύ καλά. Ή κατά διαόλου. Όπως και να ‘χε όμως, το βομβαρδισμένο τοπίο ήταν τουλάχιστον περίεργο φαινόμενο για τα δικά της δεδομένα. «Καλά, τι ήπια χθες και δεν το θυμάμαι;».

Έριξε πάνω της το πρώτο ρούχο που βρήκε κρεμασμένο στην ντουλάπα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Σκέφτηκε να βάλει μουσική, μήπως φτιάξει λίγο η διάθεσή της. Είδε να προβάλλονται στο μυαλό της σκηνές από ταινίες με συμπαθητικούς κι ευδιάθετους αστούς ήρωες που βουρτσίζουν τα δόντια τους ακούγοντας ραδιόφωνο και μουγκρίζοντας την, αναζωογονητική μελωδία. Μπα. Ποτέ δεν έπιανε. Όσο και να αγαπούσε τη μουσική, της ήταν σχεδόν αδύνατο να τη χρησιμοποιεί σαν σάουντρακ στην καθημερινότητά της. Παραβίαζε τη σκέψη της και δεν της επέτρεπε να συγκεντρωθεί σε τίποτα. «Άστο καλύτερα». Έβαλε τρεις κουταλιές ελληνικό καφέ στο μπρίκι και έσκυψε πάνω από τη χαμηλή φωτιά για να εισπνεύσει το άρωμά του καθώς ψηνόταν. Ζωντάνευαν οι μυρωδιές και σκότωναν τη θολή της όραση και τον κόμπο στον λαιμό της. Όταν είδε το πηχτό καϊμάκι στο χείλος του φλιτζανιού, ήταν ήδη πολύ καλύτερα.

Επέστρεψε στο στενό υπνοδωμάτιο. Ακούμπησε τον καφέ στο ξύλινο καρεκλάκι δίπλα στο κρεβάτι της, και με τα χέρια στη μέση

«Πώς στέκεσαι έτσι σαν τη βλάχα μωρή;» θα της έλεγε πάλι εκείνος ο ηλίθιος φίλος του αδερφού της έμεινε να κοιτάζει επίμονα το ακατάστατο γραφείο. Το δωμάτιο ήταν μικρό και σκοτεινό. Τα έπιπλα πολλά για τον χώρο, λίγα για τα πράγματά της. Βιβλία και μαξιλάρια στο πάτωμα, βαριές κουρτίνες. Κανένα πρόβλημα δεν είχε με το λαγούμι της, ίσα - ίσα, το είχε διαμορφώσει όπως ακριβώς χρειαζόταν για να θάβεται με την ησυχία της μέσα σε αυτό. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως ήταν να βρίσκονται τα πάντα στη θέση τους. Άρχισε λοιπόν να τακτοποιεί νωχελικά τα βιβλία και τις σημειώσεις της. Ίσως μαζί με την ακαταστασία να ξεφορτωνόταν και αυτό το ανεξήγητο βάρος που με βία ένιωθε  να πιέζει το στήθος της.

Τετράδια, βιβλία, φορτιστές και μολύβια, όλα άτακτα αραδιασμένα πάνω στο φτηνό έπιπλο. Ξαφνικά έπαψαν να την απασχολούν. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο σημειωματάριο. Ήταν ανοιχτό, δε χρειαζόταν όμως να δει το γαλάζιο του εξώφυλλό για να το αναγνωρίσει. Ένα λεύκωμα, από αυτά τα χαριτωμένα, τα γλυκανάλατα, που της άρεσε να αγοράζει στην εφηβεία της. Στις σελίδες του υπήρχαν στιχάκια και ζωγραφιές, παραληρήματα και σκέψεις της από μια δεκαετία που έμοιαζε πλέον οδυνηρά μακρινή. Μα τι δουλειά είχε πάνω στο γραφείο; Για πολλά χρόνια θα ήταν κρυμμένο σε κάποιο ράφι· ούτε καν θυμόταν σε ποιο. Και τώρα το έβλεπε παρατημένο εκεί, ανοιχτό σε μια τυχαία σελίδα, κάποια από τις πολλές που είχαν μείνει κενές, ανεκμετάλλευτες. Από μακριά όμως μπορούσε να διακρίνει ένα χειρόγραφο κείμενο. «Άλλο κι ετούτο». Της ήταν ήδη δύσκολο να δεχτεί την ασυνήθιστη ακαταστασία, αλλά οι σημειώσεις σε μια τυχαία σελίδα του  αναμνηστικού της λευκώματος ήταν μια εξωφρενική μουτζούρα πάνω στην ψυχαναγκαστική της φύση. Σκέφτηκε πως ίσως γινόταν υπερβολική, πως ήταν επηρεασμένη από το στραβό της ξύπνημα. Τόσο πολύ την τρομοκράτησε όμως εκείνο το κακοφυτεμένο κείμενο, που ξαφνικά το σημειωματάριο φάνταζε σαν στόμα που έχασκε ορθάνοιχτο, έτοιμο να την κατασπαράξει. «Ε, για σύνελθε λίγο!».

Με αργές κινήσεις κάθισε στην καρέκλα. Ακούμπησε με τον δείκτη της μιαν άκρη του λευκώματος και το τράβηξε προς το μέρος της. Τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν πάνω στις γραμμές: «Ένα κάθετο στάδιο με παλιές κερκίδες. Μια τεράστια βαθιά λίμνη. Βλέπω όλο της το βάθος. Στο κάτω μέρος πολλά μικρά μαύρα ψάρια. Μια γυναίκα καλπάζει σε ένα σκουρόχρωμο άλογο με μεγάλη ταχύτητα προς τη λίμνη, ώσπου φτάνουν σε αυτήν. Το άλογο συνεχίζει να καλπάζει για λίγο τρέχοντας στην επιφάνεια του νερού. Ξαφνικά γυναίκα και άλογο βυθίζονται.

Εκείνη ανεβαίνει ξανά προς την επιφάνεια κολυμπώντας με μεγάλη ευκολία, ενώ το άλογο βουλιάζει όλο και πιο βαθιά, ώσπου βυθίζεται και χάνεται ανάμεσα στο πλήθος των ψαριών.

ΥΓ1: Το τοπίο είναι γκρίζο· μόνο η λίμνη γαλαζίζει ελαφρώς.

ΥΓ2: Η γυναίκα ενδέχεται να ήμουν εγώ».

Απόμεινε εκεί να διαβάζει ξανά και ξανά τις αλλόκοτες αράδες. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν σίγουρα δικός της. Δε θυμόταν όμως να έχει αποτυπώσει ποτέ τις λέξεις αυτές. Στην κορυφή της σελίδας, γραμμένος με κεφαλαίους χαρακτήρες και εγκλωβισμένος μέσα σε ένα κυματιστό πλαίσιο, ξεχώριζε ο τίτλος «ΘΑΥΜΑ». Μια θαμπή εικόνα του εαυτού της να ζωγραφίζει τις καμπυλωτές αυτές γραμμές την έκανε να ανατριχιάσει. Σκέφτηκε πως ίσως είδε μέσα στη νύχτα κάποιο περίεργο όνειρο και θέλησε να το καταγράψει. «Ναι, αλλά γιατί;». Οι παράταιρες εικόνες που είχε μόλις διαβάσει στο παλιό σημειωματάριο την είχαν τρομοκρατήσει για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Λαχτάρησε τα παρηγορητικά λόγια της μάνας της μετά τους παιδικούς της εφιάλτες: «Τα όνειρα είναι ουρές των σκέψεων που έκανες πριν ν’ αποκοιμηθείς. Μήπως είδες καμιά περίεργη ταινία παιδάκι μου; Σε τρόμαξε κάποιο βιβλίο;».

Σκέφτηκε τη γυναίκα που ανέβαινε κολυμπώντας προς την επιφάνεια της λίμνης. Προσπαθούσε να δει το πρόσωπό της. «Είναι το δικό μου;». Δεν μπορούσε να καταλάβει. Αναρίθμητα ψαράκια είχαν συγκεντρωθεί μπροστά του και το τσιμπούσαν με μανία. Ναι, ήταν το πρόσωπό της, ένιωθε τον πόνο! Ακούμπησε τα μάγουλά της για να προστατευθεί. Πανικόβλητη από την αφή, στράφηκε και κοίταξε τον εαυτό της στον μεγάλο καθρέφτη που κρεμόταν απέναντι από το κρεβάτι της. Πάγωσε. Δεν ήταν η μορφή της αυτό το πρησμένο σάρκινο προσωπείο! «Όχι, όχι, δεν είναι αλήθεια. Κάτι διάβαζα και αποκοιμήθηκα. Κάτι με τρόμαξε μαμά!». Ποιος Waltari, ποιος Καζαντζάκης να την είχε καταραστεί; Σκέφτηκε πως ήταν η μάσκα μιας αδικοχαμένης αθωότητας αυτή που κατασπάραζαν τα ψάρια. Ήλπιζε πως αντίκρυζε τη φλεγμονή του πειρασμού στον καθρέφτη εκείνη τη στιγμή. «Πρέπει να σπάσω το απόστημα!» ούρλιαξε και άρχισε να τραβά τις σάρκες της με βία, κι εκείνες κομματιάζονταν κάτω από την πίεση των νυχιών της. Κουρέλια αποσύνθεσης που ούτε σταγόνα αίμα δεν ακολουθούσε την υποχώρησή τους. Έσκαβε με οργή ψάχνοντας να βρει το πρόσωπό της και ο τρόμος την παρέλυε. «Λιποθύμα! ΤΩΡΑ!».

Με μια βαθιά ανάσα και μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο πετάχτηκε και ανακάθισε    στα ποτισμένα από τον ιδρώτα της σεντόνια. Ρουφούσε άπληστα τον αέρα, λες και μόλις είχε αναδυθεί από κάποιο βυθό. Τρελή από αγωνία γκρεμίστηκε από το κρεβάτι της και αναζήτησε τον καθρέφτη με το βλέμμα της. «Όχι! Όχι αυτόν τον καθρέφτη!». Κρυμμένη πίσω από τις παλάμες της έτρεχε σαν κυνηγημένη, προσπαθώντας να φτάσει στην τουαλέτα. Άνοιξε με πάταγο την πόρτα και πρόφτασε να πιαστεί από τον νιπτήρα λίγο πριν σωριαστεί στο πάτωμα. Τότε αντίκρισε το είδωλό της. Το πρόσωπό της ήταν εκεί, ιδρωμένο από τον εξαντλητικό ύπνο αλλά ίδιο όπως πάντα. Τσίμπησε και τράβηξε με δύναμη τα μάγουλά της. Το υγιές νεανικό της δέρμα επέστρεψε αμέσως στη θέση του. Στάθηκε χαζεύοντας για λίγο την αναψοκοκκινισμένη επιδερμίδα. Χαμογέλασε.

«Κρίμα.»_

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) "Θαύμα" της Ελένης Γκίκα προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου