Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

         Σημειώσεις ενός πολίτη σε χρόνο νεκρό

Κώστας Σπαρτινός

 


Από σήμερα έγινε υποχρεωτική η χρήση μάσκας σε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους. Η κυκλοφορία θα επιτρέπεται από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου.

Είπα να αρχίσω να κρατάω ημερολόγιο. Θα είναι η τρίτη φορά. Η πρώτη ήταν στα εφηβικά μου χρόνια, κάτι σαν λεύκωμα οργής. Ίσως να υπάρχει ακόμα σε μια παλιά ντουλάπα στο πατρικό μου, όπου εκτός από ρούχα πεθαμένων ανθρώπων και  χρόνων κοιμούνται κάτω από τη σκόνη σχολικά βιβλία, έντυπα και σημειώσεις άλλων εποχών. Η δεύτερη φορά ήταν τότε που καιγόταν η πόλη, που δυνάμεις της τάξης συγκρουόντουσαν για μέρες με τα μαύρα παιδιά. Κουκουλοφόροι όλοι, καθένας με τη δική του οργή. Ήθελα να καταγράψω τα γεγονότα από απόσταση και να τα καταλάβω. Οι  σελίδες αυτές βρέθηκαν καμένες.

Ας ορίσουμε τη σημερινή μέρα ως ημέρα πρώτη.

Ημέρα δεύτερη. Η χρήση της μάσκας δεν επιτρέπεται στις Εκκλησίες και στις Τράπεζες.

Στις Εκκλησίες για να μένει ανεμπόδιστη η επικοινωνία του προσώπου του εκκλησιαζόμενου με το πρόσωπο του Θεού. Να μπαίνει στην εκκλησία ο πιστός ως άτομο και να μετουσιώνεται σε πρόσωπο. Αφού εξέλθει, θα ενδύεται τη μάσκα του και θα επιστρέφει στην ατομικότητά του. Για να κατακυριεύσει τη γη.

Στις Τράπεζες για ευνόητους λόγους ευταξίας και ασφάλειας. Για την προάσπιση των συμφερόντων τους και των πελατών τους. Για να κατακυριεύσουν τον κόσμο.

Το πρωί με την πάχνη, στην αυλή βρήκα μισοφαγωμένο από τις γάτες ένα κοτσύφι που μάλλον είχε ξεμείνει στα μέρη μας παραπλανημένο από τον αφύσικο καιρό.

Σήμερα, τρίτη ημέρα, συμπληρωματική Απόφαση. Επιβάλλεται η χρήση ομοιόμορφης μάσκας. Πιστοποιημένης από την αρμόδια αρχή. Απ’ έξω χρώματος γαλάζιου, από μέσα λευκού.

Στο σπίτι που μέναμε παλιότερα, στον τοίχο ενός δωματίου ήταν κρεμασμένες δυο μάσκες που είχε φέρει η Φωτεινή από το ταξίδι της σε εκείνη την πόλη που λένε ότι βουλιάζει κάθε μέρα κι από λίγο, όμως το αγνοεί και ξορκίζει τον αφανισμό της  μασκοφορεμένη μια φορά το χρόνο. Η μία μάσκα είναι σκούρα κόκκινη, στο χρώμα του πηγμένου αίματος, με μια τεράστια σουβλερή, κυρτή μύτη που περιβάλλεται από ανάγλυφους, νευρώδεις μυς.  Η άλλη είναι μαύρη, ανέκφραστη με απόλυτα λεία, συμμετρικά χαρακτηριστικά, έτσι που δείχνει μάλλον θλιβερή. Η μόνη κίνηση που επιτρέπουν είναι αυτή των ματιών που πεταρίζουν σαν πουλιά στο κλουβί τους.

Η Φωτεινή επέμενε γελώντας να τις φοράμε όταν καθόμαστε με τις ώρες και παίζαμε χαρτιά. «Μανία που σε πιάνει με τις μάσκες αυτές» της έλεγα, «τί το θέλεις, μανούλα μου, αυτό το παιχνίδι;». «Μπορεί έτσι να με αγαπήσεις περισσότερο» μου είχε πει. Μια φορά θυμάμαι είχε αναρωτηθεί αν μπορεί κανείς να ξεπεράσει το πρόσωπό του.

Πολλά χρόνια μετά συναντηθήκαμε σε εκείνο το μέσον που θέλει να είναι βιβλίο προσώπων. Όπου άλλα εμφανίζονται με την αγαπημένη τους μάσκα, άλλα αποκαλύπτονται, άλλα κατακρεουργούνται. Όλα πάντως αναζητούν φίλους και το άυλο χάδι τους. Εκεί έχω επιλέξει για μένα τη χρυσή νεκρική μάσκα του βασιλιά των Μυκηνών.

Τον τελευταίο καιρό βλέπω πολλά όνειρα. Σκέφτομαι ότι συμπληρώνουν τη ζωή μου που συρρικνώνεται. Τα περισσότερα, ως συνήθως, εξατμίζονται με το ξύπνημα, όμως ξέρω ότι αφήνουν το ίχνος τους. Ξημερώνοντας σήμερα η τέταρτη ημέρα, ξύπνησα αναστατωμένος. Ονειρεύτηκα το φίλο που πέθανε πριν δυο χρόνια. Καρκίνος στους πνεύμονες. Τον θυμάμαι πάντα με ένα τσιγάρο. Επιθετικός και συναισθηματικός. Να αναστατώνεται με τις ασθένειες της ψυχής. Να μην μπορεί να καταλάβει γιατί η υποκρισία είναι στοιχείο της καθημερινής κανονικότητας. Αγαπούσε τα μαθηματικά γιατί είναι, όπως έλεγε, μια καθαρή γλώσσα. Με ρώταγε επίμονα μέσα στο όνειρο αν έχω νέα από εκείνον το φίλο μας που είχε καιρό να τον δει και τί είχε απογίνει. Δεν θυμότανε το όνομά του ούτε μπορούσε να μου τον περιγράψει. Είχα αγχωθεί. Τώρα που το σκέφτομαι, πιστεύω ότι ο άλλος φίλος που τον αποζητούσε με τόση επιμονή, ήταν ο ίδιος.

Ημέρα πέμπτη. Το πρωί ήρθε η Μαρία και με αναστάτωσε. Όταν της άνοιξα, κράταγε τη μάσκα στο χέρι και φαινόταν φουντωμένη. Μάλλον περίμενε την αντίδρασή μου. Έβαλε τα κλάματα όταν της είπα ότι η μάσκα είναι υποχρεωτική και στους κλειστούς χώρους. Προσπάθησα να την ηρεμήσω. «Μα πρόκειται για το μέλλον μας, για το μέλλον σου, για την προκοπή σου, μανούλα μου». Ξέσπασε. «Μα τί άλλο θέλουν από μένα; Πότε θα μ’ αφήσουν ήσυχη; Στην πατρίδα μου με λέγανε Νουρ, στη διαδρομή δεν είχα όνομα. Εδώ που ήρθα, είδα κι έπαθα να με φωνάξουν Μαρία. Τί θες κι εσύ από μένα;». Καθάρισε το σπίτι χωρίς να γυρίσει ούτε να με κοιτάξει όλο το πρωί. Κι όταν τέλειωσε, πήρε τα χρήματα κι έφυγε χωρίς καν να με ακουμπήσει.

Ημέρα έκτη. Σήμερα ήλιος με δόντια. Από τις μέρες που μου αρέσουν. Πήρα το λεωφορείο για να μπω στο κέντρο. Ήταν σχεδόν γεμάτο με νέα παιδιά. Ανέκφραστα πίσω από τις μάσκες τους, τα περισσότερα είχαν καρφωμένα τα μάτια στο κινητό τους. Κάποια είχαν σφαλίσει με τα ακουστικά ερμητικά τα αυτιά τους, λες για να ακούνε δυνατά το μέσα τους τραγούδι.

Αργά το απόγευμα πήρα το λεωφορείο της επιστροφής. Οι δρόμοι σχεδόν έρημοι, σε λίγο θα φωτιζόντουσαν από το ψυχρό φως των λαμπτήρων λεντ, προσφορά γνωριμίας της προμηθεύτριας εταιρίας στο Δήμο από την εποχή των χαμηλών προσδοκιών. Στον τοίχο του Δικαστικού Μεγάρου, διάβασα τις φρεσκοβαμμένες λέξεις Η ΠΟΛΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ.  Και από κάτω η γνωστή υπογραφή. Ένα κεφαλαίο Ωμέγα μέσα στον κύκλο.

Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε την τηλεόραση, είπα  χαμογελώντας μέσα μου. Όταν την άνοιξα, σκηνές βίας στις ειδήσεις. Οι δυνάμεις της τάξης με μαύρες μάσκες και παράξενες εξαρτήσεις σε όλο το σώμα. Μετά ένα πλήθος βουβό, με την ανάσα του να αχνίζει μέσα από τις μάσκες στον παγωμένο αέρα. Στο επόμενο πλάνο οι κυβερνώντες να φωσφορίζουν συνεδριάζοντες.

Αργά το βράδυ έπαιζε μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία. Ένας γέρος γιατρός ταξιδεύει με το αυτοκίνητό του για την πρωτεύουσα, για να του απονείμει βραβείο η Ακαδημία. Οδηγεί μια νεαρή γυναίκα με την οποία ανταλλάσσει ελάχιστες λέξεις. Τον παίρνει ο ύπνος. Ονειρεύεται. Μαζεύει άγριες φράουλες στην εξοχή. Θυμάται τα νιάτα του και τους έρωτές του.

Με πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Ξύπνησα με εφιάλτη. Έδινα εξετάσεις. Ο εξεταστής ήταν ένας τσαρλατάνος. Δεν μπορούσα να καταλάβω την ερώτηση. Ούτε να αρθρώσω μιαν απάντηση. «Αποτύχατε».

Παλιότερα πήγαινα συχνά στον κινηματογράφο. Τώρα έχουν κλείσει. Οι οθόνες τους φαντάζουν νεκροσέντονα σκιών. Υπάρχει βέβαια η οθόνη της τηλεόρασης που είναι όλη δική μας, του καθενός μας χωριστά.  Κι ακόμα η οθόνη του υπολογιστή, του λάπτοπ, του τάμπλετ, του κινητού. Οθόνες που μικραίνουν συνέχεια. Ο κόσμος πλέον χωράει παντού. Δείχνει κι αυτός σα να μικραίνει. 

Την ημέρα την εβδόμη την πέρασα όλη στο σπίτι. Χαλάρωση και ξεκούραση. Μου έχει καρφωθεί η ιδέα ότι μπορεί τα πράγματα να πάνε καλά.

Τις ημέρες μετά την εβδόμη ήρθε η καταιγίδα των γεγονότων. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι εντοπίστηκε άγνωστος φονικός ιός στις περιοχές που σύμφωνα με τις επιστημονικές θεωρίες είχε κάνει την εμφάνισή του το πρώτο είδος ανθρώπου.

Ένα βράδυ μου τηλεφώνησε η μικρή. Ήταν ήρεμη και σοβαρή, όπως συνήθως. Μου ανακοίνωσε ότι με μια ομάδα από τη Σχολή της θα ξεκινήσουν για τα μέρη που εμφανίστηκε το κακό. Δεν ήθελε να το συζητήσει. Μου είπε ότι θα με ξαναπάρει όταν μπορέσει. Ένοιωσα την ανάσα μου να μυρίζει σα χνώτο πηχτό κάτω από τη μάσκα.

Να προσέχεις, μανούλα μου, να προσέχεις …
____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) "Σημειώσεις ενός πολίτη σε χρόνο νεκρό" του Κώστα Σπαρτινού προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

 

1 σχόλιο:

  1. Συγχαρητήρια!
    Κάπου συναντιόμαστε, όσο αφορά στη μάσκα: "...Εκεί έχω επιλέξει για μένα τη χρυσή νεκρική μάσκα του βασιλιά των Μυκηνών..."

    ΑπάντησηΔιαγραφή