Τρίτη 25 Μαΐου 2021

 Είδηση θανάτου

Μαρίνα Μητρούλια

 


Δεν το κατάλαβα ποτέ:

Γιατί επιλέγουμε να κρυβόμαστε.

Και από εδώ,

Παρατηρώ μάσκες,

Που -ίσως- και να ήταν κάποτε πρόσωπα.

 

Ο κόσμος με τραβάει να πάω μαζί του. Δεν προσπαθώ να σωθώ άλλο. Δεν του αντιστέκομαι.

Δεν θα έχω ποτέ ξανά την ευκαιρία να δω τα χείλη σου. Τα λακκάκια όταν χαμογελάς. Όταν γίνονται μία λεπτή άσπρη γραμμή κάθε φορά που θυμώνεις. Και δεν είναι η πρώτη φορά που σε κατακλύζει αυτός ο θυμός. Μα πάντα φρόντιζες να το κρύβεις από τους άλλους. Κάτω από μία μάσκα. Κρύβεσαι, αλλά όχι από μένα. Λίγα λεπτά πριν με τυλίξει μια μάσκα σκέφτομαι πως θα ήθελα να δω το πραγματικό σου πρόσωπο. Για μια στιγμή μόνο.

Όλοι θέλουμε να ξεφύγουμε. Όλοι καλύπτουμε τα πρόσωπά μας όταν γελάμε. Όταν κλαίμε. Όταν βαριόμαστε. Να μην δείχνουμε τίποτα σε κανέναν. Ούτε ένα συναίσθημα. Να μην σπάσουμε. Να μην τσαλακωθούμε. Να μην βγάλουμε τη μάσκα. Να μείνουμε μόνοι. Νιώθω έναν πράσινο σκούρο μανδύα να με τυλίγει. Δεν μπορώ να ανασάνω. Ανοίγω τα μάτια μου και μέσα από τις χαραμάδες βλέπω θολές μαύρες μορφές. Πριν από λίγα λεπτά ήταν ακόμη άνθρωποι. Τώρα κρεμόμαστε όλοι μετέωροι, χωρίς δεσμούς γιατί δεν ανήκουμε πουθενά: η δυσκολία για εμάς είχε τελειώσει. Η μοναξιά όλο με τυλίγει και δεν είσαι εδώ να χαμογελάσεις. Δεν βγάζεις τη μάσκα. Μένεις ακίνητος, να κοιτάς. Γύρω μάσκες και όχι πρόσωπα.

Δεν μπορώ να μείνω.  Ο κόσμος με τραβάει να πάω μαζί του. Δεν προσπαθώ να σωθώ άλλο. Δεν του αντιστέκομαι. Νιώθω τη γη κάτω από τα πόδια μου, και καταλαβαίνω ότι μέχρι εδώ είναι το νήμα της ζωής για μένα.

Ξάπλωσα στο χώμα.

Κοίταξα για μία τελευταία φορά πάνω…

Χαρούμενα,

Περήφανα,

Κουρασμένα,

Πρόσωπα.

 

Γύρω από ένα κερί.

 

Ίδια και άλλα.

Χαρούμενα,

Περήφανα,

Κουρασμένα,

Πρόσωπα.

 

Γύρω από ένα κερί.

-το τελευταίο αυτή τη φορά

 

Και τα πρόσωπα,

Στεναχωριούνται.

Λες και βοήθησαν.

Λες και έβγαλαν τη μάσκα,

Γι’ αυτόν που προχωράει κάθε χρόνο,

Αργά και σταθερά,

Το βήμα του τέλους.

 

Εκπλήσσονται με την είδηση θανάτου.

_____
Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Είδηση θανάτου» της Μαρίνας Μητρούλια  προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Εικόνα: Giuseppe Gradella

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

            Ακολουθεί τοποθέτηση προϊόντος

Αναστασία Μπαμπούλα


Κυρίες και κύριοι, έχω την τιμή να σας παρουσιάζω τη νέα επαναστατική μάσκα της εταιρίας χόμο καράντινους, απάντηση στα προβλήματα της εποχής μας, που μας ανάγκασαν να κρύψουμε τα πρόσωπά μας και τα χαμόγελά μας.

Όπως βλέπετε η μάσκα είναι απολύτως διαφανής. Εφαρμόζει τέλεια, χωρίς ζάρες και κενά.

Με τη μάσκα τής χόμο καράντινους θα είστε πάντα εσείς. Χωρίς κρυφά χαμόγελα, χωρίς δυσκολίες αναπνοής, χωρίς θολά γυαλιά.

Θα μπορείτε, κυρίες και κύριοι, να καλύψετε το πρόσωπό σας και κανείς, μα κανείς, δεν θα μπορεί να καταλάβει ότι φοράτε μάσκα. Ούτε εσείς οι ίδιοι, κυρίες και κύριοι. Ο μόνος τρόπος για να το γνωρίζετε είναι το φαγητό και το ποτό, γιατί είναι αδιαπέραστη και στο πιο γερό πιρούνι. Για τον λόγο αυτόν, κυρίες και κύριοι, έχετε ένα τριάντα έως σαράντα τοις εκατό μείωση φαγητού, σύμφωνα με τις έρευνές μας, πράγμα που συντελεί μακροπρόθεσμα στην απόκτηση του ιδανικού σας βάρους.

Και τα καλά νέα δεν τελειώνουν εδώ.

ΔΕΝ χρειάζεται καθάρισμα. Αρκεί το ίδιο σας το πρόσωπο να είναι καθαρό, εξού και το δώρο μας, η αντισηπτική κρέμα φέις κοντρόλ. Στη συνέχεια η μάσκα εφαρμόζει τέλεια σε κάθε σας ρυτίδα, σε κάθε σπυράκι, κρεατοελιά, τρίχα απ' το μουστάκι σας και, φυσικά, στις εσοχές των ρουθουνιών σας. Έτσι, αναπνέετε κανονικότητα, εεε συγγνώμη, κα νο νι κό τατα ήθελα να πω, χωρίς να μπαινοβγαίνει, να κάνει θόρυβο, να τσαλακώνει!

Όταν μιλάτε, χάρη στις ειδικές μικροΐνες της και τους φιλτραρισμένους πόρους της, ανοίγει στην περιοχή του στόματος χωρίς κίνδυνο να εισέλθουν τα κακόβουλα μικρόβια και χωρίς, προσέξτε, ΧΩΡΙΣ, να φαίνονται οι ατέλειες των δοντιών σας. Η μάσκα χόμο καράντινους γερνάει μαζί σας.

Κι εδώ εύλογα θα μπορείτε να ρωτήσετε πώς θα γνωρίζετε αν ο απέναντί σας φοράει κι αυτός μια μάσκα χόμο καράντινους και δεν είναι απλά ένας ανεύθυνος συνάνθρωπος χωρίς προστασία.

Έχουμε φροντίσει και γι' αυτό. Μαζί με τη μάσκα λαμβάνετε μια δίωρη εκπαίδευση, ώστε να συνηθίσετε κάθε φορά που βλέπετε έναν συνάνθρωπό σας να πλησιάζει λιγότερο από δύο μέτρα να του κάνετε μια χαρακτηριστική χειρονομία με το μεσαίο σας δάχτυλο, λέγοντας κβο βάντις καραμίτρους. Εκείνος που φοράει μάσκα χόμο καράντινους θα χαμογελάσει. Απ΄ αυτόν που θα θυμώσει και θα σας χτυπήσει... κινδυνεύετε.

Και τώρα στο δια ταύτα.

Τη μάσκα χόμο καράντινους ΔΕΝ την αγοράζετε. Σας τη χαρίζουμε. Και πληρώνετε ΜΟΝΟ όταν τη βγάζετε. Πόσο; Το απολύτως λογικό ποσό των εξήντα λεπτών την ώρα για κάθε χρόνο που σας απομένει.

Τα έξοδα αποστολής και η συσκευή που ελέγχει το υπόλοιπο της ζωής σας θα πληρωθούν από τους κληρονόμους σας.

Θυμίζουμε και πάλι: η μάσκα χόμο καράντινους γερνάει μαζί σας.

Παραγγείλτε την τώρα. 

Στο ντάμπλουγιου ντάμπλουγιου ντάμπλουγιου - χόμο καράντινους - τελεία - κομ.

 

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Ακολουθεί τοποθέτηση προϊόντος» της  Αναστασίας Μπαμπούλα  προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Εικόνα: Maurizio Cattelan

 

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

 

Ισπανικό Τρένο

Ισίδωρος Μαυρογεώργης

 


There a Spanish train that runs between Guadalquivir and old Seville
Chris De Burgh Spanish Train (Spanish Train & Other Stories, 1975)

Κοιτάζω μέσα από το διπλό, μονωτικό τζάμι του νοσοκομείου τον ουρανό. Συννεφιασμένος. Όπως κι εγώ. Ένα πουλί ξεμακραίνει. Το παρακολουθώ με το βλέμμα μου, μέχρι που χάνεται εντελώς. Εξακολουθώ για λίγο να κοιτάζω προς τα κει, ξέροντας πως ακόμη κι αυτά τα λίγα λεπτά είναι πολυτέλεια. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή κάποιος θα μπορούσε να περνά το όριο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Όμως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μας λένε ήρωες. Σκατά! Κάποιες φορές ακόμα κι οι ήρωες λυγίζουν. Κάποιες φορές σπάνε. Όμως όχι εγώ, όχι τώρα. Κρύβω το πρόσωπό μου ανάμεσα στα γαντοφορεμένα χέρια μου και παίρνω βαθιές ανάσες. Το πρόσωπό μου; Μάλλον την προστατευτική στολή με τη διάφανη προσωπίδα, θα έπρεπε να πω. Κάπου εκεί, κάτω από μια προστατευτική μάσκα βρίσκεται θαμμένο και το πρόσωπό μου. Ακόμη μια ανάσα και νιώθω τους παλμούς της καρδιάς μου να ηρεμούν κάπως. Τα μάτια μου είναι στεγνά. Μια μάσκα κι αυτά, που καλύπτουν την αντάρα μέσα μου. Τώρα είμαι έτοιμη!

Η βάρδια μοιάζει με ταξίδι. Ένα αβέβαιο, μακρύ ταξίδι που ποτέ δεν ξέρεις που θα σε βγάλει. Τόσο μακρύ που κάποιες φορές μοιάζει ατέλειωτο. Ταξίδι, όχι εκδρομή ή περιήγηση. Δεν διαλέγεις προορισμό ούτε και μπορείς να ξέρεις από πριν τις εικόνες που πρόκειται να αντικρίσεις. Και φυσικά δεν μπορείς να κλείσεις απλώς τα μάτια σου αφήνοντας τις εικόνες αυτές απ’ έξω. Κάποτε είχα την πολυτέλεια να θεωρώ αυτό που κάνω μια δουλειά σαν όλες τις άλλες. Τώρα αναρωτιέμαι αν εκείνη η εποχή υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια.

Θυμάμαι στην αρχή τον Αλέξανδρο, απλώς να γκρινιάζει και κάποιες φορές να ειρωνεύεται μιλώντας για τις ώρες εργασίας μου στην εντατική ή για το πόσο υπερβολική γινόμουν στην προσπάθειά μου να ζητήσω την κατανόησή του, για τα πράγματα που είχαν αλλάξει. Μια λεπτή ειρωνεία που την έκρυβε επιδέξια κάτω από το χιούμορ. Ύστερα γελούσε τρανταχτά, όπως γελούσε πάντα και προσπαθούσε να με αγκαλιάσει. Μάταια. Ήταν σαν να αγκάλιαζε μια άκαμπτη σανίδα. Μια από εκείνες τις μέρες ήταν που του ζήτησα να πάψουμε να βλεπόμαστε, μέχρι τουλάχιστον να τελειώσει όλο αυτό. Μπορεί κάποτε να τον αγάπησα, τώρα όμως τον αισθανόμουν ξένο. Τον ήξερα τόσο καλά, ώστε να γνωρίζω τα σκοτεινά μονοπάτια που ακολουθούσε η σκέψη του, όταν ένιωθε πως δεν είχε τον έλεγχο. Λες κι ήταν ο μοναδικός που ένιωθε να χάνει τον έλεγχο από τα χέρια του. Από εργασιομανής διευθυντής πωλήσεων, ακραία κοινωνικός, εξωστρεφής και μανιακός με τη

γυμναστική, βρέθηκε σαν το θηρίο στο κλουβί, να εργάζεται με τηλεργασία και να προσπαθεί να κρατηθεί σε φόρμα μέσα στην καραντίνα. Ναι, άλλαξε η ζωή του, αλλά τίνος η ζωή δεν άλλαξε; Θυμάμαι όταν τα πράγματα άρχισαν να αγριεύουν. Οι ώρες στη δουλειά γίνονταν ένα συνεχές βάρος στο στήθος μου και οι εικόνες που προσπαθούσα να αφήνω πίσω μου στο τέλος της βάρδιας με ακολουθούσαν πιστά, ακόμη κι όταν έφτανα εξαντλημένη στο σπίτι μου. Υπήρχαν φορές που πεταγόμουν έντρομη στον ύπνο μου, νομίζοντας πως ακούω τον προειδοποιητικό βόμβο από τις ζωτικές ενδείξεις κάποιου ασθενούς, πως αποκοιμήθηκα στη βάρδια μου και κινδυνεύουν άνθρωποι.

Είχαμε προγραμματίσει τι γάμο μας για τις αρχές του 2021. Ήθελε να

αποφύγουμε το δίσεκτο 2020. Προλήψεις. Μου αρέσει ο αριθμός 2020, έχει τη συμμετρικότητα που λείπει από το 2021.

Η προειδοποίηση για τις οριακές ενδείξεις ασθενούς, με βγάζει από τις σκέψεις μου. Όταν είσαι νοσηλεύτρια εντατικής, όλα τα άλλα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, όλες οι σκέψεις, οι ανησυχίες για τα καθημερινά, οι προσωπικές αγωνίες. Για λίγο τουλάχιστον. Καθώς τρέχω προς τον ασθενή τα διλλήματα του Αλέξανδρου επανέρχονται. Που θα γινόταν το γλέντι του γάμου, σε κτήμα ή σε αίθουσα δεξιώσεων; Θα μέναμε στο σπίτι του, στο δικό μου ή θα βρίσκαμε κάποιο άλλο; Θα εξακολουθούσα να δουλεύω μετά ή θα ήταν καλύτερα να σταματήσω και να φροντίζω το σπίτι και αργότερα τα παιδιά; «Θέλεις διλλήματα, Αλέξανδρε;» σκέφτομαι με σκληρότητα «Θα σου δώσω εγώ διλλήματα: Ενοξαπαρίνη ή ηπαρίνη για θρομβοπροφύλαξη; Δεξαμεθαζόνη ή ρεμντεσιβίρη για υποστηρικτική θεραπεία; Συμβατική οξυγονοθεραπεία και παρακολούθηση, ρινικός καθετήρας υψηλής ροής ή διασωλήνωση;» Απορώ κι η ίδια με αυτή τη σκληρότητα μέσα μου. Μια απλή ματιά ανταλλάσσουμε με τον εντατικολόγο και τον αναισθησιολόγο και ξεκινάμε τη διαδικασία. Εδώ δεν υπάρχει δίλλημα. Άμεση διασωλήνωση. Άθελά μου κοιτάζω τα μάτια του ασθενούς. Λάθος μου. Τώρα είμαι σίγουρη πως αυτά τα ίδια μάτια θα με επισκεφθούν κάποιο βράδυ, αναπάντεχα, την ώρα που η υπερένταση θα έχει περάσει και μάταια το σώμα θα αποζητά την ανάπαυση και το μυαλό τη λήθη. Μάτια ψαριού που σύρθηκε βίαια στη στεριά και πασχίζει να πάρει ανάσες σ’ ένα ξένο και εχθρικό περιβάλλον. Κοιτάζω την απόχρωση στο δέρμα του. Κάποτε το μπλε ήταν το αγαπημένο μου χρώμα. Όχι πια.

Από μια άποψη ο ασθενής αυτός μπορεί να θεωρηθεί τυχερός. Μόλις συνδέθηκε στην τελευταία διαθέσιμη συσκευή μηχανικής υποστήριξης αναπνοής της ΜΕΘ. Αν η επιδείνωσή της κατάστασής του συνέβαινε λίγη ώρα νωρίτερα, δεν υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Ή αν συνέβαινε αργότερα. Το τέλειο τάιμινγκ. Για τον επόμενο που θα φτάσει στο κατώφλι του θανάτου υπάρχουν τρεις επιλογές: Να μεταφερθεί αλλού, μέσα στον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο, να βελτιωθεί η κατάσταση κάποιου ή κάποιος να πεθάνει. Πόσες είναι οι πιθανότητες να συμβεί ένα από τα δύο πρώτα; «Υπάρχει και μια τέταρτη επιλογή» σκέφτομαι κι ας μην θέλω να τη σκέφτομαι καν. Η τράμπα ανάμεσα σε κάποιον με τις περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει και σε κάποιον με τις λιγότερες. Ένα παλιό τραγούδι του Chris de Burgh καρφώνεται στο μυαλό μου. Εκεί, μέσα σε ένα Ισπανικό τραίνο που ταξιδεύει ανάμεσα στον Γουαδαλκιβίρ και την παλιά Σεβίλλη, ο Θεός και ο Διάβολος παίζουν πόκερ, ποντάροντας ανθρώπινες ψυχές. Όμως εμείς δεν είμαστε παρά άνθρωποι, δεν μπορούμε να ποντάρουμε τη ζωή και το θάνατο άλλων ανθρώπων. Δεν είναι δίκαιο να οδηγούμαστε σε μια τέτοια επιλογή. Πως θα

μπορέσουμε μετά να αντιμετωπίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό;

Εξακολουθώ να εκτελώ μηχανικά τα καθήκοντά μου ως νοσηλεύτρια εντατικής και να βομβαρδίζω το μυαλό μου με χίλιες σκέψεις, σε μια μάταιη προσπάθεια να εξορίσω τη μία και μοναδική σκέψη που έχει σημασία σήμερα. Τη σκέψη που έρχεται συνεχώς στο μυαλό μου, σαν γλώσσα που πιέζει ξανά και ξανά ένα πονεμένο δόντι. Ναι, ο Αλέξανδρος ήταν μανιακός με τη γυμναστική. Ήταν νέος, υγιής και χωρίς υποκείμενα νοσήματα. Κι όμως, το σώμα του κατέρρευσε. Σήμερα. Στη βάρδια μου. Ο ασθενής που κατέληξε, ελευθερώνοντας για λίγο την συσκευή μηχανικής υποστήριξης αναπνοής. Κι εγώ τώρα θα πρέπει για το υπόλοιπο της ζωής μου, να ζήσω με αυτό.

Εξακολουθώ να εκτελώ μηχανικά τα καθήκοντά μου ως νοσηλεύτρια εντατικής και να βομβαρδίζω το μυαλό μου με χίλιες σκέψεις. Συνεχίζω σαν τον υπερμαραθωνοδρόμο που διανύει αυτόματα το τελευταίο χιλιόμετρο και νιώθει πως το δύσκολο δεν είναι να καλύψει την απόσταση που απομένει, αλλά να διατάξει τα μέλη του να σταματήσουν μετά τον τερματισμό. Σκέφτομαι πως η Σύμπτωση είναι η μοναδική κινητήριος δύναμη στο σύμπαν. Είπα πως, η βάρδια είναι ένα αβέβαιο, μακρύ ταξίδι και ποτέ δεν ξέρεις που θα σε βγάλει. Δεν είναι έτσι. Όταν στο τέλος της, βγάλω τη μάσκα και ψηλαφίσω τα σημάδια της πάνω στο πρόσωπό μου θα ξέρω πως για μια ακόμη φορά, ήμουν σε ένα Ισπανικό τραίνο που ταξιδεύει ανάμεσα στον Γουαδαλκιβίρ και την παλιά Σεβίλλη.

_____
Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Ισπανικό Τρένο» του Ισίδωρου Μαυρογεώργη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Εικόνα: Bruce Davidson

Τετάρτη 19 Μαΐου 2021

 Η νέα μεταμόρφωση

Αλεξάνδρα Μυλωνά


Του είχα φορέσει τα παλιά μου ρούχα, εκείνα από την εποχή που ήμουν ακόμα αδύνατη, πριν από τους μήνες του εγκλεισμού – ούτε που θυμάμαι πια πότε άρχισε. Τώρα είμαι υπέρβαρη και πρησμένη από την καθηλωτική ακινησία μπροστά στη μικρή οθόνη, μόνιμα ιδρωμένη μέσα στο αποκλειστικό μου πλέον ένδυμα, τις πιτζάμες – όλες σομόν, να ταιριάζουν με τα γκρίζα, ξεθωριασμένα πια μαλλιά μου και την πρώην λευκή, χειρουργική μάσκα που τη φορώ μέρα νύχτα κι ας μένω μόνη μου στο μικρό διαμέρισμα.

Του είχα βάλει, λέει, τα παλιά μου ρούχα, το μπλε-πράσινο, μεταξωτό φουστάνι μου και τις γόβες με το δωδεκάποντο τακούνι από πλεξιγκλάς, που τις κρατούσα αφόρετες ακόμα στο κουτί για μια περίπτωση εξαιρετική, σαν την αποψινή λαμπρή βεγγέρα. Του είχα αφήσει όμως την κόκκινη, φαρδιά γραβάτα στον ευτραφή λαιμό· ίδια χυμένη γλώσσα, ξεδιάντροπη. 

Ήταν εκεί μπροστά μου, παράταιρα ντυμένος και δεμένος πισθάγκωνα στο βαρύ, επιδαπέδιο φωτιστικό, που το είχα μετακινήσει στο κέντρο του καθιστικού, ειδικά για την περίσταση.

«Τι είπες, ρε; Τι είπες;», ψιθύρισα πλησιάζοντας σε απόσταση αναπνοής το ξεχειλωμένο μούτρο του.

Η επιτέλεση είχε αρχίσει.

Αυτός με κοιτούσε με το φρεσκοβαμμένο μπρονζέ μαλλί του κι όλο κουνούσε το κεφάλι προς τα δεξιά, να σηκωθεί λίγο –όσο μπορούσε– η φράντζα, να μην πέφτει κουρτίνα στα μάτια του. Δεν είχε λόγια να μου απαντήσει, μόνο μούγκριζε, άλλοτε οργισμένα, άλλοτε με παράπονο προσποίησης ή και φόβου, ποτέ όμως μετάνοιας· κλαψούριζε άναρθρα, για να τον λυπηθώ – θα ’θελε.

Στο πρώτο αλύχτισμα τού τσάκισα με τη βαριοπούλα το ένα πόδι, στο δεύτερο το δεύτερο.

Τώρα, δεν μπορούσε πια να σταθεί όρθιος. Σε αργή κίνηση, θυμάμαι, λύγισε, κλυδωνίστηκε και σωριάστηκε, τέλος, στο παρκέ, παρασέρνοντας με την πτώση του και το φωτιστικό  μόνο το κεφάλι του παρέμενε στον αέρα ακόμα, κάπως λοξά είναι αλήθεια…

Το σκοινί που κρεμόταν από το πολύφωτο της οροφής, το σκοινί με τη θηλιά την πλεγμένη με χάρη με τον ακριβό του λαιμοδέτη, το σκοινί γύρω από τον λαιμό του είχε τεντωθεί από το βάρος, του δικού του σώματος και του φωτιστικού, και τον είχε πνίξει.

Την ώρα του τελευταίου σπασμού, άνοιξα καλά καλά με τα γαντοφορεμένα χέρια μου το ζεστό ακόμα στόμα του και έριξα μέσα όλο το περιεχόμενο τού πλαστικού μπουκαλιού που φύλαγα κάτω από τον νεροχύτη ουρλιάζοντας.

«Τι είπες, ρε άθλιε; Χλωρί…;»

Χανόταν η φωνή μου – τόσο δυνατή που ήταν, δεν την άκουγα.

Απ’ το παράθυρο, πέρα μακριά, φαινόταν ο Όλυμπος που χρύσιζε στο ηλιοβασίλεμα.

Το μπλε-πράσινο φόρεμα έλαμπε κι αυτό, καθώς χυνόταν αιθέριο πάνω στα κάτω, τριχωτά άκρα του, τα κακοφορμισμένα από τη χρόνια κατακράτηση υγρών ενός αδηφάγου πλάσματος αλλά και το τωρινό, ασφυκτικό στρίμωγμα μέσα στις ψηλοτάκουνες γόβες, δημιουργώντας πολλές, ανάλαφρες πτυχώσεις. Αδιαμφισβήτητη νικήτρια κάλλους στην αβυσσαλέα μάχη της με τη γραβάτα πάνω στη σορό του άλλοτε ισχυρού, τώρα πια ωχρού νεκρού, η βραδινή τουαλέτα – το περιλαίμιο προτίμησε ρόλο χρηστικό σ’ αυτό το δράμα, το καθαρτικό.

Και πώς μου φαίνονταν τα αυτιά του κτήνους πια· ίδια γουρουνιού!

 Α, όχι, όχι, όχι! Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να φερθώ σε κανέναν με βία, σε κανέναν, ποτέ, ποτέ, ούτε στον πιο αρρωστημένο μου εφιάλτη, δεν είμαι εγώ αυτή, αυτό είπα γρήγορα μέσα μου, όμως…

Έβγαλα αργά τα γάντια – άγρια και τα δικά μου άκρα πια, τραχιά, απεριποίητα, βρώμικα. Πέταξα –επιτέλους! –και τη μάσκα μου στον κάδο των απορριμμάτων, λευτερώνοντας τη μεταλλαγμένη –ω, θεέ μου!– τη ροζ και γεμάτη γκρίζες τρίχες πια μουσούδα μου. Ύστερα, ρουθούνισα ευχαριστημένη μες στις σομόν, τις παλ πιτζάμες μου.

            Η μεταμόρφωση της νέας εποχής φαίνεται πως χρειαζόταν ένα προσωπείο, για να συντελεστεί και έναν, έστω και ενύπνιο φόνο, για να αποκαλυφθεί στο ακέραιο η φρίκη της. Γχρουτς, γχρουτς, γχρουτς.

Ύστερα, θα μπορούσα να είχα ξυπνήσει, όμως ποιος ο λόγος; Με αυτή την παραστατική κάθαρση, η λύτρωση είχε χαθεί οριστικά· μαζί και το πρόσωπό μου.

_______
Το διήγημα μικρής φόρμας (
flash fiction) «Νέα μεταμόρφωση» της Αλεξάνδρας Μυλωνά προκρίθηκε  στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Εικόνα: Romina Ressia

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

 Μπούλες

Σπύρος Μαραγκός

 


«Μη, δεν κάνει» αυτές οι τρεις λέξεις ήχησαν στα αυτιά μου.

    Το χέρι μου έμεινε ακίνητο στο ύψος του προσώπου. Κοίταξα το είδωλό μου στα νερά της λίμνης που είχε δημιουργήσει η αδιάκοπη νεροποντή. Στο βάθος του νότου η πόλη βουβή.  Φυσούσε ένας αέρας πελαγίσιος, που σε άλλη περίπτωση θα δυσκόλευε τους χαρταετούς να σταθούν στον ουρανό. Κατέβασα τη μάσκα με τις πτυχώσεις και άφησα την αλμύρα να ακουμπήσει στα χείλη μου.

Οι γειτονιές των πόλεων κρύβουν μικρούς κόσμους μέσα στα σωθικά τους. Κόσμους, που κάποιες στιγμές ξεπερνούν σε φαντασία ακόμα και αυτούς των μεγάλων μυθιστοριογράφων της λογοτεχνίας.

Θηλυκά που με τα κάλλη και την τσαχπινιά τους ξυπνούν τη γενετήσια ορμή των αρσενικών. Άνθρωποι με ελαττώματα και δυσανάλογα χαρακτηριστικά, αποτέλεσμα κρυφών και περίεργων καταστάσεων. Σκοτεινά πρόσωπα με άγνωστο, συνήθως βεβαρυμμένο παρελθόν.

Τέτοιοι χαρακτήρες κατοικούσαν και στη δική μου γειτονιά. Τέκνα της σύμφυτης υπερβολής ενός λαού. Πρωταγωνιστές αφηγήσεων πάνω απ’ τα καφάσια με τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά του Νίκου του μανάβη, με φόντο τις πορσελάνες και τα βάζα στο πράσινο φορτηγάκι του γυαλοπώλη ή μπροστά στο ψυγείο με τα τυριά και τη μορταδέλα του παντοπωλείου, αργότερα σούπερ – μάρκετ.

Δε θα ξεχάσω τον αλκοολικό μεσήλικα, που έστελνε καθημερινά τη γυναίκα του να αγοράσει κρασί από το σπίτι του κυρ Αποστόλη. Απ’ κει ψωνίζαμε κάρβουνα και απ’ το μεγάλο λάκκο στην αυλή του ασβέστη για τα ασπρίσματα της Μεγάλης Εβδομάδας. Όταν επέστρεφε η γυναίκα στο σπίτι, ο πάντοτε μεθυσμένος άνδρας της, για να την ευχαριστήσει τη σάπιζε στο ξύλο. Το γεγονός ότι δεν την είδαμε ποτέ με μώλωπες στο πρόσωπο και στενοχωρημένη, αντίθετα κυκλοφορούσε μέρα - νύχτα με μαλλί κομμωτηρίου και χαμογελαστή, ήταν λεπτομέρεια που κανένας όμως δε θεώρησε άξια λόγου.

Στην παλιά μονοκατοικία με τον κήπο – ζούγκλα, κατοικούσε αυτός που στο παρελθόν είχε κάνει φυλακή. Έλεγαν πως όταν ήταν νέος σκότωσε κάποιον συγχωριανό του. Ποτέ δε μάθαμε όμως αν αυτό που συνέβη ήταν στην πραγματικότητα εν ψυχρώ δολοφονία ή αν επρόκειτο για ατύχημα. Αν καυγάδισαν και το θύμα επιτέθηκε αναγκάζοντας τον να αμυνθεί, ή εν πάση περιπτώσει τι ακριβώς είχε συμβεί. Το σημαντικό στην ιστορία ήταν πως είχε κάνει φυλακή. Άνθρωπος μοχθηρός και απρόσιτος έλεγαν, με ζωώδη ένστικτα, σωστό τέρας, που αν συναντούσες έπρεπε να αποφύγεις να κοιτάξεις.

Για να είμαι ειλικρινής δε χρειάστηκε να τον συναντήσω, αφού αφιέρωνε το χρόνο του στη φροντίδα του κήπου και των καναρινιών του. Σπάνια κυκλοφορούσε στο δρόμο, απέφευγε το συνοικιακό καφενείο και δεν είχε συναναστροφές με τη γειτονιά.

Ήταν Σάββατο βράδυ όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας, κρατώ ακόμα τη φρεσκάδα από τα σεντόνια του κρεβατιού μου. Ξαγρύπνησα, κοντά ξημερώματα τα βλέφαρα μου βάρυναν και έκλεισαν.

Απανωτά χτυπήματα στην αρχή, παύση και ένα παρατεταμένο χτύπημα.  Απορήσαμε, δεν συνηθίζονταν οι νυχτερινές επισκέψεις εκείνα τα χρόνια.

«Η κυρά Μαρία ξέμεινε από πιπέρι ή κάποιο άλλο υλικό για το γιουβέτσι» η πρώτη σκέψη. Της Κυριακής το φαγητό οι νοικοκυρές το προετοίμαζαν αποβραδίς και πριν πάνε στην εκκλησία το ‘στελναν στο φούρνο για ψήσιμο. Μερικές το άφηναν στη μέση  και το ολοκλήρωναν με την επιστροφή τους απ’ τη λειτουργία.

Ξαπλωμένοι μπρούμυτα κι οι δυο στην ντιβανοκασέλα, με την ασπρόμαυρη τηλεόραση  ανοιχτή, σε αναμονή για την προβολή της ελληνικής ταινίας. Έγχρωμες τηλεοράσεις διέθεταν ελάχιστα σπίτια, οι υπόλοιποι ζούσαμε την ταλαιπωρία του διαρκούς πέρα – δώθε για αλλαγή καναλιού και  «καθάρισμα» του τηλεοπτικού σήματος από τα χιόνια.

Μας χαμογέλασε πηγαίνοντας να ανοίξει. Μάλλον την συνεπήρε η εικόνα των δυο της αγοριών που, κάθονταν καθαρά και φρόνιμα το ένα δίπλα στο άλλο, έτσι τουλάχιστον υπέθεσα. Με το άνοιγμα της πόρτας μπούκαρε ο ξερός ήχος μιας καραμούζας. Μεταξύ της κουζίνας και του δωματίου που βρισκόμασταν παρεμβάλλονταν μια μισόκλειστη πόρτα, που μας εμπόδιζε να διακρίνουμε.  

«Καλώς τους» φώναξε.  Καμία απάντηση. Έσπρωξε την πόρτα και πέρασε στο δωμάτιο πρώτα ο άνδρας. Κοντός, με μαύρο σταυρωτό κουστούμι και πλατιά γραβάτα. Ο αριστερός του ώμος έγερνε, σαν την παλάντζα του μανάβη και στο χέρι του έπαιζε ένα κομπολόι. Οι κινήσεις του θύμιζαν φιγούρα του θεάτρου σκιών. Φορούσε καβουράκι στο κεφάλι και είχε καλυμμένο το πρόσωπο του με τη μάσκα του Ντολαντ Ντακ. 

Ακολουθούσε μια γυναίκα ψηλή, με πελώρια στήθη και γκρι ρόμπα. Μέσα από το χοντρό της καλσόν έβγαιναν μαύρες τρίχες. Φορούσε ανάρριχτα μια πλεχτή εσάρπα  και στο κεφάλι της λαστιχένια μάσκα με αραιά λευκά μαλλιά και παραμορφωμένα χαρακτηριστικά. Έσπρωχνε τον άντρα και τον κλωτσούσε στα οπίσθια.

Από μια νάιλον σακούλα έβγαζε χούφτες κομφετί και το πετούσε ψηλά. Η γυναίκα αυτή έμοιαζε στην κυρά Κούλα, που ΄μενε στο τελευταίο σπίτι της γειτονιάς. Για αυτήν έλεγαν μυστήρια πράγματαπως τις καλοκαιρινές νύχτες, την ώρα που το φεγγάρι έσβηνε στη μαύρη θάλασσα, γέμιζε με αναμμένα κεριά το τραπέζι και με τη γυναίκα και την κόρη του χασάπη έκαναν μάγια. 

Στην αρχή ξαφνιαστήκαμε, δύσκολα όμως μπορούσες να μας τρομάξεις και ας μην είχαμε κλείσει ακόμα την πρώτη δεκαετία της ζωής μας. Επιπλέον αντικαθιστούσαμε τον πατέρα μου, που δεν είχε επιστρέψει ακόμα απ’ το καφενείο. Τελευταίοι μπήκαν στο δωμάτιο,  που το είχαμε και για σαλόνι,  η μάνα μου μαζί με το τρίτο μέλος της περίεργης παρέας. Μια γυναίκα ντυμένη με μαύρη γυαλιστερή κάπα, κουκούλα στο κεφάλι και μάσκα που της κάλυπτε μονάχα τα μάτια.

Αμίλητοι και οι τρεις τους για όση ώρα βρίσκονταν στο σπίτι. Σε κάθε μας ερώτηση κουνούσαν απλώς τα κεφάλια τους. Χόρευαν γύρω απ’ την τραπεζαρία και ανεβοκατέβαιναν τα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.

Δεν κάθισαν πολύ, ίσως για να αποφύγουν τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί η ταυτότητα τους. Πριν όμως αναχωρήσουν ήρθαν κοντά μας. Η γριά με την καφέ εσάρπα, γέμισε τις χούφτες του αδερφού με καραμέλες και σοκολάτες.

Η γυναίκα με το μαύρο ντόμινο έσκυψε πάνω μου. Το άρωμα της μου γαργάλησε τη μύτη και πήρα ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. Κοκκίνισα από ντροπή. Ο άνδρας είχε πεταχτεί στο δρόμο, χόρευε και σφύριζε δυνατά με την καραμούζα του.

Μόλις έφυγαν αρχίσαμε να σκορπίζουμε στο δωμάτιο τις σερπαντίνες και το κομφετί, παραλίγο να σπάσει η ντιβανοκασέλα απ’ τα πηδήματα. Μας παρακολουθούσε χαρούμενη, χωρίς να παραπονιέται που της κάναμε χάλια το σπίτι. Ο ντόρος άργησε να καταλαγιάσει, ενώ η ελληνική ταινία συνέχιζε να προβάλλεται κανονικά στην ασπρόμαυρη οθόνη. Τα μαγουλά μου ζεματούσαν, είχα πετάξει το πάνω μέρος της πιτζάμας και έτρεχα στο δωμάτιο με το φανελάκι. Για πολλά Καρναβάλια νοσταλγούσα το φιλί εκείνης της γυναίκας.

Πάνω στην ταραχή μου πήγα να της κατεβάσω τη μάσκα. «Μη Σπύρο, δεν κάνει» με τράβηξε η μάνα μου την τελευταία στιγμή.

___

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Μπούλες» του Σπύρου Μαραγκού προκρίθηκε  στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Εικόνα: Cindy Sherman

Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

Εγώ, η μάσκα μου

Νικόλας Παπούλιας

 


[Ήταν μία από εκείνες τις φορές που δεν καταφέρνεις να αρνηθείς, να κουνήσεις νευρικά το κεφάλι ή το δάχτυλο, να πεις τη μαγική λέξη.]

- Απόψε, θα κάνουμε το πάρτι που σου έλεγα, να έρθεις, θα είναι όλος ο καλός ο κόσμος.

- Ο καλός ο κόσμος;

- Δεν λέω τίποτα∙ να έρθεις, να μάθεις. Έντεκα το βράδυ εκεί!

- Μάλιστα, εμ, ξέρω 'γώ...

- Πω, έλα ρε φίλε, ποιος λέει όχι σε πάρτι!

[Κανένα κεφάλι δεν κουνιέται, κανένα δάχτυλο. Δε βαριέσαι, "ποιος λέει όχι σε πάρτι!".

Ακολουθεί χαοτική συζήτηση αορίστου θέματος∙ συζήτηση γρήγορη, συζήτηση με ρυθμό, συζήτηση που έχει σίγουρα γίνει ξανά κάπου, κάποτε. Σε λίγο, τα ποτήρια στο τραπέζι θα αδειάσουν. Θα αποχαιρετήσω τον φίλο μου και θα πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Το τρένο δε θα αργήσει να φανεί.

Στο βαγόνι, αδιαμαρτύρητοι οι άνθρωποι προσπαθούν να σταθούν, να αντισταθούν στις επιταχύνσεις και τις επιβραδύνσεις της αμαξοστοιχίας. Πέφτει, περιστασιακά, ο ένας πάνω στον άλλον και μετά οι κλασικές απολογίες∙ ελαστικές κρούσεις, κανένα όνειρο. κύριος, παραδίπλα, τα έχει χαμένα∙ ρωτάει τον κόσμο γύρω του την ώρα και, όταν κάποιος του απαντάει, ξεσπά σε γέλια και σε κλάματα. Το πρόσωπό του μοιάζει άψυχο∙ πάνω από τα πεσμένα του μάγουλα, στέκονται δύο μαύρες τρύπες που καταπίνουν τα πάντα. Έρχεται η σειρά μου.]

- Τι ώρα είναι;

- Εννέα παρά τέταρτο.

- Ο χρόνος είναι κατασκεύασμα...

- Τι;

- Ο  χ ρ ό ν ο ς  ε ί ν α ι  κ α τ α σ κ ε ύ α σ μ α .

- Κατασκεύασμα ξεκατασκεύασμα κυλάει, του απαντάω.

[Ξεσπά σε κλάματα, σκουπίζει τα δάκρυά του και ρωτάει τον επόμενο. Κοίτα να δεις που δεν τα έχει και τόσο χαμένα, τελικά. Σε λίγο, θα στρέψω το βλέμμα μου στο βάθος, ένα ακόμη πρόσωπο με μαύρες τρύπες για μάτια και, κοντά του, εκείνο το παιδί με τα πεσμένα μάγουλα∙ μα, γίνεται, παιδί να έχει πεσμένα μάγουλα; Γ Ι Ν Ε Τ Α Ι.

Άψυχο πρόσωπο, πεσμένα μάγουλα, μαύρες τρύπες για μάτια, άψυχο πρόσωπο, πεσμένα μάγουλα,  μαύρες τρύπες για μάτια∙καμία σύμπτωση, αυτό είναι το μοτίβο, το επαναλαμβανόμενο με μικρές παραλλαγές, το μοτίβο που συμμορφώνονται οι πάντες. Πρόκειται για μάσκα ναι, αυτό είναι, μάσκα με χαρακτηριστικά πραγματικού προσώπου μάσκα ανθεκτική, μάσκα εργονομική, προσεκτικά σχεδιασμένη, εγκεκριμένη από τους διεθνείς οργανισμούς, κάτοχος όλων των πιστοποιήσεων.

Δεν θα το πίστευα ότι είναι πραγματικότητα. Θα μίλαγα για μια ανόητη ιδέα, θα ξέχναγα τα πάντα, αν εκείνη τη στιγμή το τρένο δεν διέκοπτε την πορεία του. Ήταν τότε, που στάθηκα μπροστά στην πόρτα έτοιμος να αποχωρήσω, σήκωσα το κεφάλι μου και είδα. Ήταν εκεί, στην αντανάκλαση από το τζάμι και ύστερα σε κάθε γυαλιστερή επιφάνεια∙το είδωλό μου, εγώ,ο ίδιος με τους υπόλοιπους, η ίδια μάσκα. Δεν ήταν δυνατόν πια να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω;

Όταν έφτασα στο σπίτι, κλείδωσα την πόρτα δύο φορές. Η αναμονή είχε λάβει τέλος, η μάσκα έπρεπε να πέσει.

Μπήγω δάχτυλα και νύχια μες στο κρέας και τραβάω, ξεριζώνω από πάνω μου το ξένο δέρμα. Πετσοκόβω με μαχαίρι σε κομμάτια κάθε υπόλειμμα ανασαίνω, ασύλληπτη στιγμή. Έπειτα, ακολουθεί η απόλυτη σιωπή.

Μία ελεεινή μυρωδιά απλώνεται σε όλο το δωμάτιο. Πίσω από τη μάσκα,το πρόσωπο είναι αγνώριστο, έχει από καιρό σαπίσει. Προσπαθώ με κινήσεις άγαρμπες να καλύψω την άθλια εικόνα, αλλά μάταιος κόπος το αποτέλεσμα είναι μη αναστρέψιμο, ο χρόνος μου έχει τελειώσει, η ώρα είναι έντεκα ακριβώς και εγώ θα έπρεπε, ήδη, να έχω φύγει. Δεν θα μπορούσα να ακυρώσω το πάρτι... " ποιος λέει όχι σε πάρτι!".

Τραβάω την εξώπορτα με δύναμη και πηγαίνω στον σταθμό. Το τρένο δε αργεί να φανεί. Στο βαγόνι, οι άνθρωποι κοιτάζουν τρομαγμένοι, πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον και απομακρύνονται. Τώρα, ρωτάνε τον κόσμο γύρω τους την ώρα και, όταν κάποιος τους απαντάει, ξεσπάνε σε γέλια και σε κλάματα. Τώρα, ξέρουν.] 

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Εγώ, η μάσκα μου» του Νικόλα Παπούλια προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Eικόναunknown creator

Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

 

Το τελευταίο του πακέτου

Κωνσταντίνος Μάνης

 


Είχε εντοπίσει εδώ και κάμποσες μέρες μια πολυκατοικία όπως την ήθελε:  Γύρω από το Πολυτεχνείο, χωρίς θυρωρό και κυρίως, με απρόσκοπτη πρόσβαση στην ταράτσα.  Όταν αισθάνθηκε ότι ήταν έτοιμος για την «επιχείρηση», φόρεσε το σακάκι με το σήμα της «Εταιρείας  Υδρεύσεως», ένα φθαρμένο μπλουτζήν που να μοιάζει ρούχο της δουλειάς, σε μια κωλότσεπη ένα γαλλικό κλειδί να εξέχει, ένα τσαντάκι με εργαλεία, μέσα στα οποία, ένα μπογαλάκι τυλιγμένο σε σπάγκους. Όλα τα υπόλοιπα, εκτός από το μπογαλάκι, ήταν για το ξεκάρφωμα. Σε περίπτωση που τον πετύχει κάποιος ένοικος και τον ρωτήσει «τι θέλεις εδώ;», να χει έτοιμη την απάντηση.  «Είμαι της Υδρεύσεως και με στείλανε για μια διαρροή».

Δεν χρειάστηκε τίποτα τέτοιο. Ανέβηκε στην ταράτσα και έδεσε το μπογαλάκι στο κάγκελο. Άνοιξε το πακέτο με τα τσιγάρα, ένα Καρέλια Αγρινίου, διαπίστωσε με θλίψη ότι ήταν το τελευταίο και το άναψε. Τράβηξε δύο τρεις γερές τζούρες, το κοίταξε καλά, «άντε άλλες δύο» σκέφτηκε, τις ρούφηξε κι αυτές. Τοποθέτησε το αναμμένο τσιγάρο σε μια τέτοια θέση που σε λίγο θα έκαιγε το σκοινάκι που κράταγε τον μπόγο–ρολό. Ο ωρολογιακός  μηχανισμός του ερασιτέχνη!

Έφυγε σχετικά γρήγορα, όχι τόσο όσο να κινήσει υποψίες. Ήθελε πολύ να καθίσει σε μια άσχετη γωνιά και να δει τους χαφιέδες και τους ασφαλίτες να τρέχουν από δω κι από κει πανικόβλητοι όταν το πανό έχει ξετυλιχτεί κατακόρυφα και μαζί μ αυτό έχουν πέσει κι ένα σωρό τρικάκια.  Το πανό που γράφει «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και τα τρικάκια «ΚΑΤΩ Η ΝΕΑ ΧΟΥΝΤΑ» από την μια μεριά, «ΕΞΩ Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΧΑΦΙΕΔΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΧΟΛΕΣ» από την άλλη.

Η απόλαυσή του θα ήταν πιο ολοκληρωμένη αν κάπνιζε κι ένα τσιγάρο. Άνοιξε το πακέτο ξέροντας ότι είναι άδειο. Το ξανάκλεισε, έβγαλε και το πορτοφόλι του ξέροντας ότι δεν έχει παρά δυο τρεις δραχμές - δε φτάνουν για τσιγάρα.  Κατηφόρισε την οδό Στουρνάρη προς τη Μάρνη. Γύριζε το κεφάλι προς τα πίσω κάθε τόσο. Οι ασφαλίτες είχαν ξαμοληθεί να μαζεύουν τα τρικάκια  και να προσπαθούν να μπουν στη πολυκατοικία για να κατεβάσουν το πανό. Φοιτητές και φοιτήτριες κοιτούσαν το θέαμα μέσα από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου. Άρχισε να σιγοσφυρίζει το σκοπό:

Χωρίς τσιγάρο και  δουλειά

 Απόψε, απόψε,                         

το δάκρυ του κυλά…


Ανηφορίζει ένας τύπος που του φαίνεται για  φοιτητής:
-       Ρε φίλε, έχεις ένα τσιγάρο;
______

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Το τελευταίο του πακέτου» του Κωνσταντίνου Μάνη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Eικόναunknown creator