Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Η ΑΛΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ του Βασίλη Λαδά

 
Διεθνή έκθεση Ντοκουμέντα,  Κάσελ της Γερμανίας, ο Κουρδο- Ιρακινός   εικαστικός HIWA K. (Χίουα) αναφερόταν  με την εικαστική του κατασκευή, στα υπαίθρια κοιμητήρια των μεταναστών κατά μήκος της ακτογραμμής της Αγιάς.  Η εικαστική παρέμβαση του Ιρακινού που είχε κοιμηθεί για μεγάλο διάστημα πλάι σε τέτοιους γυμνούς αγωγούς αποβλήτων στην Αγιά το 1996 εξευμένιζε τη  διαδρομή του προς τη Δύση και νοσταλγούσε το ταξίδι του. 




Η ΑΛΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ


του Βασίλη Λαδά

Mεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που απείχε πάνω – κάτω εκατό μέτρα από τη θάλασσα, του κολπίσκου της Ψιλής, νοτίως από το λιμάνι της Πάτρας. Τα πρώτα μου παιχνίδια στη Ψιλή τα θυμάμαι. Μολυσμένη ήδη από τ’ απόβλητα της πόλης τη δεκαετία του 1950. Κι όμως στην πετρώδη παραλία της τις Κυριακές έκαναν το μπάνιο τους οικογένειες. Τώρα η ονομασία  έχει ξεχασθεί γιατί μπαζώθηκε η παραλία με κρηπιδώματα, ευθυγραμμίσθηκε κι έχασε την ιδιαιτερότητα που είχε και  συνεπώς και τ’ όνομά του. Τώρα η περιοχή ανήκει στην Ιχθυόσκαλα που χτίσθηκε τη δεκαετία του 1960,  στα πετρελαιοκίνητα αλιευτικά και στο τελωνείο που χτίσθηκε τη δεκαετία του 1980 και με το πρώτο σεισμό κρίθηκε κατεδαφιστέο και απομένει νεκρό κουφάρι να θυμίζει τη διαφθορά της δεκαετίας.Η πόλις επεκτάθηκε από τότε  που κολυμπούσα ή ψάρευα με πετονιές στην Ψιλή κι από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 άρχισε να ψηλώνει με φυματικές πολυκατοικίες.

Αλλάζουν οι καιροί, τα χρόνια περνάνε αλλά η μνήμη γυρνάει πάντα στην παιδική ηλικία. Κι εγώ θυμάμαι τη μάνα μου που δεν ήθελε να κολυμπάω στην Ψιλή που ήταν βρώμικα, να με μαλώνει που κολυμπούσα στην Ψιλή. Δεν την άκουγα φυσικά και κατέβαινα στην παραλία  πλάι σ’ ένα  αγωγό αποβλήτων που κατέληγε εκεί, για να παραβγώ στο κολύμπι με τους φίλους μου ποιος θα φθάσει πρώτος στον απέναντι λιμενοβραχίονα που προστάτευε τον κολπίσκο στολισμένος στην άκρη του μ’ ένα μικρό φάρο. Υπήρχαν αραγμένα γρι- γρι στον κολπίσκο κι ένα μικρό ναυπηγείο για καΐκια. Χαρά θεού για τα παιδιά και τις περιπέτειες.

Αυτός ο ξεχασμένος – θυσία στην ανάπτυξη –  αποδιοπομπαίος κολπίσκος ήταν η αιτία να γεννηθεί η πόλις των Πατρών. Ήταν η σκάλα για τις τριήρεις των Ρωμαίων από τότε που κατέκτησαν τις ελληνικές πόλεις αλλά και των επιφανών περιηγητών που έρχονταν να προσκυνήσουν την Αθήνα. Ήταν βολικός ο κολπίσκος. Φαίνονταν σε ευθεία γραμμή από το έμπα του Πατραϊκού κόλπου. Αν συνέχισαν οι τριήρεις θα έπρεπε να διαπλεύσουν το στενό Ρίον – Αντίρριον  με τα μεγάλα κύματα και τους ισχυρούς βοριάδες για να βρουν αλλού καταφύγιο επί της Πελοποννήσου. Έτσι ήρθαν οι Ρωμαίοι εδώ, πέρασε κι ο Κικέρωνας για την Αθηνά. Κατέφυγε ο Αντώνιος με την Κλεοπάτρα μετά το Άκτιον. Κι όταν ο θριαμβευτής στο Άκτιο Αύγουστος μοίρασε σε παλαίμαχους κλήρους με εκτάσεις στον εύφορο κάμπο της περιοχής κι ήρθαν με τους δούλους τους  οι κουρασμένοι λεγεωνάριοι, η πόλις άνθισε. Οι  Αχαιοί ήσαν στριμωγμένοι προς το Παναχαϊκό κι ενδότερα αλλά σιγά – σιγά συγχωνεύθηκαν οι δύο ράτσες.  Κατέβαινε νεράκι από τα χιόνια του Παναχαϊκού όρους, από τα ποτάμια του Μειλίχου, του Γλαύκου, του Χάραδρου, του Σέλεμνου. Τον λαχνό της τύχης της πόλεως τον τράβηξε ο Αύγουστος και τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου της πόλεως είναι κυρίως Ρωμαϊκά απομεινάρια από πλουσιόσπιτα των Ρωμαίων και των ιερών τους. Ο κολπίσκος της Ψιλής ήταν η πύλη προς της Δύσης της Ελλάδος. Το 63 μ.Χ. αποβιβάστηκε ο Νέρων σύμφωνα με την ιστορία κι έμεινε ένα διάστημα στην Πάτρα, τυπώθηκε και νόμισμα με τη μορφή του. Την ίδια χρονιά τοποθετεί η εκκλησιαστική παράδοση τη σταύρωση του Απόστολου Ανδρέα κοντά στο ιερό της θεάς του Ολύμπου Δήμητρας. Ένας πλακόστρωτος δρόμος κατασκευάστηκε από τους Ρωμαίους που οδηγούσε στο λιμανάκι για να χρησιμοποιείται από τα κάρα που κατέβαζαν προς φόρτωση τα γεννήματα της Αχαϊκής γης. Η σημερινή  πεζοδρομημένη Τριών Ναυάρχων με τις δεντροστοιχίες των νεραντζιών – πικρά πορτοκάλια τα λέει ένας φίλος – είσαι πάνω ακριβώς από τον δρόμο που οδηγούσε προς τη Δύση.
Δεξιά κι αριστερά στο πλακόστρωτο μέχρι το λιμάνι ήσαν χτισμένα ιερά. Μεταξύ των οποίων και το Σεράπειον, του Αιγυπτίου Διός, που ανακαλύφθηκε στην εκσκαφή θεμέλιων πολυκατοικίας στα χρόνια της Χούντας αλλά ετάφη, όχι από τη φύση αυτή τη φορά , αλλά  με εντολή των αρχόντων της Χούντας γιατί οι ιδιοκτήτες του οικοπέδου φαίνεται πως είχαν τις κατάλληλες φιλίες. Ο Διευθυντής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που αρνιόταν να υπογράψει την  άδεια ανοικοδομήσεως μετατέθηκε εν μια νυκτί. Με πειράζει που υπάρχουν αμαρτίες που σκεπάζονται και ξεχνιούνται. Εν πάση περιπτώσει όταν πια η μάνα μου είχε γεράσει κι αποκάμει κι ήταν στα τελευταία της, άρρωστη βαριά, τη συντρόφευα μπροστά στην τηλεόραση, σιωπηλοί κι οι δύο. Σε μια εκπομπή βλέπαμε την αγαλλίαση των Ινδών πιστών που βουτούσαν στα βρώμικα νερά του Γάγγη για να εξαγνισθούν. Στη  μάνα μου που ήθελε τα πάντα να λάμπουν, δεν της διέφυγε ο σχολιασμός του παρουσιαστή για τα βρώμικα αλλά ιερά νερά του ποταμού. «Μα τι κάνουν μέσα στη βρώμα;» είπε. Κι εγώ για να γελάσει λίγο της είπα, «είναι βρώμικα νερά αλλά ιερά και μην ξεχνάς», της είπα, «πως κι εγώ στα βρώμικα νερά της Ψιλής βουτούσα που στην αρχαιότητα ήσαν ιερά γιατί γύρω από την Ψιλή ήσαν Ναοί όπως και ο Άγιος Ανδρέας με το αγίασμα δίπλα.» Γέλασε λίγο αλλά το γέλιο κατέληξε σε βήχα.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι λέω ότι ναι το ιερό πολλές φορές είναι βρώμικο στην ύλη του και οι ρακένδυτοι καμιά φορά μπορεί να είναι μεταμφιεσμένοι Άγιοι που θέλουν να μας δοκιμάσουν, γι’ αυτό να μην τους περιφρονούμε.
Το πρόβλημά μου με την πόλι των Πατρών είναι οι μύθοι της, τα ιερά της. Για ποιο λόγο μπορείς να την θυμάσαι. Άλλο να την αγαπήσεις, άλλο να την μνημονεύεις ως κάτι ιδιαίτερο. Αν είσαι ερωτευμένος με το ταίρι σου η πόλις που ζεις αυτομάτως ομορφαίνει. Τι γίνεται όμως με την μνήμη των άλλων για την πόλη. Ποιο είναι το σήμα της που διαρκώς ηχεί να τη θυμούνται. Ποιο είναι το διαχρονικό συμβάν για το οποίο μένει ζωντανά στη μνήμη; Η Ιστορία είναι γνώση , δεν συγκινεί. Ο Μύθος πάει βαθύτερα, δίνει χίλιες μορφές στην ιστορία και οι Μύθοι γράφονται από τους λογοτέχνες ή αναπαριστώνται  από τους εικαστικούς.
Πιστεύω ότι ο μύθος της πόλεως των Πατρών έρχεται από τη θάλασσα, από εκεί που ήρθαν οι τριήρεις των Ρωμαίων. Πάντα ήταν η πύλη προς τη Δύση μέχρι τουλάχιστον σήμερα. Η θάλασσα της έδωσε δύναμη στους ελληνιστικούς – ρωμαϊκούς χρόνους και στην ύστερη αρχαιότητα. Η θάλασσα της έδωσε και δύναμη στον μεσαίωνα, με το εμπόριο της πορφύρας  από τα όστρακα του Πατραϊκού. Τρεις συναγωγές Εβραίων εμπόρων πορφύρας καταμέτρησε τον 12ο αιώνα ο ραβίνος Βενιαμίν της Τουδέλας που από την Ισπανία περιηγήθηκε στην Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Επί τουρκοκρατίας και πάλι ήταν το λιμάνι προς τη Δύση που τότε ήταν τα Επτάνησα. Όταν δημιουργήθηκε το κράτος της μικρής Ελλάδος και μεγάλωσε πάλι η πόλις, η θάλασσα την έχρισε πύλη προς τη Δύση για τους ταξιδιώτες και για το εξαγωγικό  εμπόριο της σταφίδας, για τις εισαγωγές. Μόνο που το λιμάνι δεν ήταν πια η Ψιλή των Ρωμαίων αλλά το τεχνητό προς βορράν της Ψιλής. Εκεί που ήσαν οι μόλοι ο Γαλλικός Λιμενοβραχίονας και ο κεντρικός μόλος με τον φάρο – σύμβολο της πόλης μέχρι που αποκεφαλίστηκε. Ένα φαλλικό σύμβολο σε μια θηλυκή πόλη. Μιναρέ τον αποκάλεσε ο συγγραφέας Μητσάκης στον « Αυτόχειρα »ένα εκπληκτικό αφήγημα που εξελίσσεται στην Πάτρα του 1896. Είχε έλθει εδώ να πάρει το καράβι για την Κέρκυρα. Η θάλασσα έμπαινε στην πόλη μέχρι το 1930 περίπου που κατασκευάστηκαν κρηπιδώματα. Ήταν δάσος όμως τα κατάρτια από κάθε είδους σκάφη.
Από το δεύτερο μισό του δεκάτου ενάτου αιώνα εξάγονταν από το λιμάνι η σταφίδα της Κορίνθου, της Αχαΐας, της Μεσσηνίας, της Ηλείας. Οι αγρότες που καλλιεργούσαν σταφίδα δανείζονταν από τους εμπόρους να περάσουν τον χειμώνα και τους εξοφλούσαν με το προϊόν τους. Όταν άπλωναν τη σταφίδα να ξεραθεί έτρεμαν μην βρέξει. Αν έβρεχε θα καταστρέφονταν, θα έχαναν τις υποθηκευμένες περιουσίες τους στις τράπεζες και στους τοκογλύφους που δάνειζαν με υψηλό τόκο.
Έναν τραπεζίτη σκότωσε ο αναρχικός Δημήτρης Μάτσαλης το 1896. Δύο μέρες μετά τη σύλληψή του αυτοκτόνησε και πέρασε στους μύθους της πόλης.
Όταν σταμάτησε η μονοκαλλιέργεια της σταφίδας, οι περισσότεροι ξένοι σταφιδέμποροι πήραν τα κεφάλαιά τους από εδώ και τα τοποθέτησαν αλλού. Η ζωή όμως συνεχίστηκε και οι καλλιεργητές πήραν κι αυτοί τα δισάκια τους και μετανάστευσαν οι περισσότεροι στην Αμερική.
Πια η πύλη προς τη Δύση έβλεπε να την περνούν οι μελλοντικοί στιλβωτές της Νέας Υόρκης και οι αγρότες στα τσιφλίκια της Βραζιλίας. Η πόλις περί τα 1900 είχε ήδη λαμπρά κτίρια με στοές προβηγκιανές που πια ήσαν και καταλύματα των μεταναστών που δεν χωρούσαν να κοιμηθούν στα κοιμητήρια των Ακτοπλοϊκών εταιριών. Βρωμούσαν, έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, οι στοές κοντά στο λιμάνι.
Μελετητές των λειτουργιών του Λιμανιού της Πάτρας είχαν θέσει τη μετανάστευση ως πρώτη κατά σειρά λειτουργία, το εμπόριο δεύτερη, τη μετακίνηση ταξιδιωτών τρίτη.
Αν το λιμάνι λοιπόν εκσυγχρονίστηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα για να εξυπηρετεί το εμπόριο και τους ταξιδιώτες .Η ιστορία το έφερε έτσι ώστε να περάσει  από την Πάτρα το αχρονολόγητο για την ανθρωπότητα έπος των μεταναστεύσεων. Δεκάδες χιλιάδες μετανάστευσαν από την Πάτρα , νόμιμα οι περισσότεροι, για τον νέο κόσμο από το 1890 μέχρι ακόμα και τη δεκαετία του 1950. Η αιχμή όμως ήταν στις δύο πρώτες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα. Η Πάτρα  ήταν  η αφετηρία του ταξιδιού για τους μετανάστες. « Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη», ενός μετανάστη στην Αμερική, μυθιστόρημα  του Θανάση Βαλτινού από την Πάτρα ξεκινά.  Η θαυμάσια μικρού μήκους ταινία του Θανάση Ρέντζη, «Γράμματα από την Αμερική», από την Πάτρα ξεκινά και εκατοντάδες μαρτυρίες ανώνυμων κι επώνυμων μεταναστών έχουν την Πάτρα ως  την   τύχη  ή την κακοδαιμονία που τους οδήγησε στην Αμερική. Ίσως αυτές οι μαρτυρίες παρακίνησαν τον Ελία  Καζάν  να έλθει στην Πάτρα και να ψάχνει γειτονιές για τα γυρίσματα της ταινίας του  «Αμέρικα, Αμέρικα». Όμως το λιμάνι είχε εκσυγχρονιστεί,  ο κεντρικός μόλος είχε εξέδρα γύρω από το φάρο του για τους κοσμικούς, δεν έκανε για γυρίσματα. Πέρασαν κι έφυγαν από δω πλήθη Ελλήνων της ελεύθερης Ελλάδας, αλλά και Έλληνες υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Αλβανοί και Ισραηλίτες και Μακεδόνες και Άραβες . Έφευγαν καράβια από τη Συρία , την Αίγυπτο , την Κωνσταντινούπολη, έρχονταν στην Πάτρα  αποβίβαζαν μετανάστες για να επιβιβαστούν μετά σε μεγαλύτερα καράβια για την Αμερική . Έμεναν εδώ δύο και τρείς εβδομάδες . Τα μεγάλα καράβια στρίμωχναν στ’ αμπάρια τους δύο χιλιάδες . Κοιμόντουσαν σε αιώρες. Ακούγονταν σε πολλές γλώσσες  γόοι και τραγούδια. Για άλλους ήταν λαχτάρα ζωής η μετανάστευση , για άλλους κατάρα. Σ’ ένα από τα καράβια  τον Αύγουστο του 1905 ακούστηκαν κοπετοί και θρήνοι από γυναίκες και παιδιά που θα ταξίδευαν. Ακούστηκαν δηλαδή  τα μοιρολόγια της ξενιτιάς.  « Καράβι των στεναγμών » ονομάστηκε από μια εφημερίδα το καράβι τους. Τον Μάιο του 1920   οι εφημερίδες γράφουν ότι δύο λέμβοι με μετανάστες χωρίς  νόμιμα χαρτιά γάντζαραν  σε ατμόπλοιο που αναχωρούσε για να ανέβουν οι ανεπιθύμητοι μετανάστες. Ο καπετάνιος και το πλήρωμα δεν τους άφηναν, το πλοίο έφυγε  κι αυτοί έμειναν γαντζωμένοι στα πλευρά του πλοίου. Πνίγηκαν άραγε όπως πνίγηκαν ή κάηκαν σε αμπάρια κρυμμένοι μετανάστες της δεύτερης εποποιίας του λιμανιού από το 1990 μέχρι και το 2010; Είχαμε και τότε ανάλογα ρεσάλτα. Ήσαν οι  φυγάδες από τους πολέμους του Ιράκ , του Αφγανιστάν ,  από τις λειψυδρίες και τους λιμούς της Αφρικής που έρχονταν στην Πάτρα , να κρυφτούν στα μεγάλα καράβια μέσα στα κοντέινερ με  φρούτα και  λαχανικά,  τσιπς και  ντομάτες. Τα δύο νεκροταφεία της πόλεως στην Λεύκα και στο Ζαβλάνι έχουν τάφους Κούρδων, Αφγανών , Αράβων . Μία γυναίκα που πήγαινε να βρει τον άντρα της στην Γερμανία γιατί νόμιζε πως την είχε εγκαταλείψει κάηκε μαζί με άλλους δεκαέξι σε ένα SUPER FAST. Η τραγωδία είναι ότι ο άνδρας της την περίμενε στην Αγκόνα . Ήρθε εδώ και την έθαψε . Την έκλαψε  δεν την είχε  εγκαταλείψει. Άλλοι πέθαναν , κεραυνοβλήθηκαν από το ηλεκτρικό της Δ.Ε.Η που το τραβούσαν παράνομα  να φωτίσουν στον καταυλισμό τους . Άλλοι ΄γιατί τους χτύπησαν φορτηγά ή μοτοσυκλέτες την ώρα που έτρεχαν να βρουν κρυψώνες. Έχουν γραφτεί αυτά από τους μετανάστες που έφταναν σώοι στην Ευρώπη , επέζησαν , μερικοί μορφώθηκαν, λίγοι  είναι  συγγραφείς και καλλιτέχνες. Η πόλις των Πατρών αναφέρεται ως σταθμός του ταξιδιού τους, ασχέτως αν πολλοί κυνηγήθηκαν.  Είναι  η πόλις από την οποία πέρασαν για να βρουν τη νέα τους ζωή και της χρωστούν ευγνωμοσύνη. Και για την πόλη αυτοί οι άνθρωποι ήταν και ένας οικονομικός τζίρος από αυτούς που δεν καταγράφονται στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν  γιατί το χρήμα που έπαιρναν από αυτούς οι δουλέμποροι , οι αξιωματούχοι , οι οδηγοί των φορτηγών , οι βοηθοί των οδηγών των φορτηγών και ένα σωρό άλλοι για να τους φυγαδεύσουν , ήταν μαύρο  και αφορολόγητο.
Η Πάτρα εκείνα τα κοντινά μας χρόνια. κινηματογραφήθηκε όσο ποτέ  και η εικόνα της πήγε παντού. Ένα φιλμ του  καλού   νέου σκηνοθέτη  Αθανάσιου Καρανικόλα  για τον καταυλισμό των Αφγανών στην Αγιά , που εκάη από την Αστυνομία το 2009 , προβλήθηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου και βραβεύτηκε.  Πρόσφατα το 2017 στη Διεθνή έκθεση Ντοκουμέντα, στο Κάσελ της Γερμανίας, ο Κουρδο- Ιρακινός εικαστικός HIWA K. (Χίουα) αναφερόταν  με την εικαστική του κατασκευή ,στα υπαίθρια κοιμητήρια των μεταναστών κατά μήκος της ακτογραμμής της Αγιάς.  Ήταν μια πολυκατοικία με κεραμικά  στο σχήμα αγωγών αποβλήτων. Κάθε αγωγός ήταν ένα διαμέρισμα και μέσα φαίνονταν οι οικοσκευές των μεταναστών. Αλλού γκαζάκια για το μαγείρεμα , αλλού δύο κουβέρτες βρόμικες, αλλού ένα πακέτο ρύζι, αλλού παιχνίδια παιδιών. Η εικαστική παρέμβαση του Ιρακινού που είχε κοιμηθεί για μεγάλο διάστημα πλάι σε τέτοιους γυμνούς αγωγούς αποβλήτων στην Αγιά το 1996 εξευμένιζε τη  διαδρομή του προς τη Δύση και νοσταλγούσε το ταξίδι του. Παρά τις κακουχίες οι ανά τον κόσμο και τον χρόνο πρόσφυγες κρατούν τα καλά από το ταξίδι τους, τις χαρές που είχαν . έτσι επιβίωσαν.  Ίσως , σκέφτομαι, η πολυκατοικία  με τους αγωγούς να συμβόλιζε και την εικόνα της πόλεως  που ας που ας μη γελιόμαστε, μια Ελληνική σαλάτα πολυκατοικιών είναι , που κάθε Φλεβάρη επαίρεται με επαρχιακή  ατάλαντη αυταρέσκεια για το νάυλον  καρναβάλι της. Ο  HIWA (Χίουα)δημιούργησε μύθο για την πόλη. Όχι ιστορία αλλά την ποίηση των γεγονότων. Τα υπνωτήρια των μεταναστών τη δεκαετία 1900-1920 ήσαν μικρές πολυκατοικίες σε μεγάλες αποθήκες που λέγονταν πανσιόν . Τετραόροφοι  ξύλινοι κοιτώνες που κοιμόντουσαν στρωματσάδα χωρίς παράθυρα , χωρίς τουαλέτες. Σκέφτομαι  πως κι αυτό μπορεί να λειτούργησε ενσυναισθητικά  στην έμπνευση του HIWA. Ίσως όμως να λειτούργησε και η ομορφιά του Πατραϊκού κόλπου , που ανακούφισε το βλέμμα του προς τη Δύση.
Όποιος κατεβαίνει για μια βόλτα στο λιμάνι στην πρώην κεντρική προβλήτα του Αγίου Νικολάου που την πάχυναν τα τσιμέντα και τώρα μοιάζει με πλατεία προεκλογικών συγκεντρώσεων, βλέπει απέναντι του προς τη δύση τα δύο μικρά βουνά,- σχεδόν λόφοι -της Παλιοβούνας και της Βαράσοβας. Γεωμετρική και πειθαρχημένη η Παλιοβούνα, αναρχική δίπλα της η χαμηλότερη Βαράσοβα, τρίκορφη με τρεις χαράδρες σαν χαϊμαλιά να κρέμονται από τις κορυφές της μέχρι τη θάλασσα. Τα δύο βουνά είναι οι ημερήσιοι φάροι της πόλεως.
Κι όπως κλείνει σχεδόν ο Πατραϊκός στο στενό Ρίου – Αντίρριου τα μικρά αυτά βουνά είναι το σήμα του λιμανιού της Πάτρας κι όχι ο βαρύς Παναχαϊκός στα νώτα της ανατολικά. Το χέρι του Λε Κορπυζιέ με μια μονοκονδυλιά τα σχεδίασε να φαίνονται σαν νότες πενταγράμμου. Η θέα τους,  το απαλό άγγιγμά τους στη θάλασσα εντυπωσίασε τους περιηγητές και τους ταξιδιώτες που έρχονταν στο Λιμάνι ή έφευγαν από αυτό. Δεν έμεναν για πολύ στην Πόλι. Μόνο αν καθυστερούσαν τα καράβια για τη Δύση το δέκατο ένατο αιώνα παρέμειναν λίγες ημέρες και τότε κάτι έγραφαν για την πόλη – λίγα όμως. Ο Έλληνες συγγραφείς όπως ο Καζαντζάκης ή ο Ουράνης κάτι παραπάνω. Ο Φλωμπέρ της Μαντάμ Μποβαρύ και της Αισθηματικής αγωγής που ήρθε στο τέλος της περιήγησης του στην Ανατολή για να ταξιδεύσει προς το Μπρίντεζι το 1851 βρήκε την πόλη φρικτή με απαίσιο κρασί στο πανδοχείο. Αυτά έγραψε στο ημερολόγιο από το ταξίδι του στην Ανατολή. Η πόλις δεν είχε αναπτυχθεί τότε όσο αναπτύχθηκε από το εμπόριο το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα. Τον Ιούλιο του 1901 περίμενε και ο Καβάφης τρεις ημέρες το ατμόπλοιο «Σκύλλα» να τον πάει στο Μπρίντεζι κι από εκεί άλλο καράβι στην αγαπημένη Αλεξάνδρεια. Του άρεσε η πόλη του καλοζωιστή Καβάφη, τα ρεστωράν, οι κομψοί περιπατητές ακόμη και οι εκκλησίες. Ισως γιατί ήταν εποχή που επεξεργαζόταν σε πρώτη μορφή το ποίημα «στην Εκκλησία» που τυπώθηκε το 1912. Το 1951 ένας άλλο Έλληνας συγγραφέας ο Μένης Κουμανταρέας που επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Πάτρα συνοδεύοντας τον Μάνο Χατζιδάκι και τη Ραλλού Μάνου που ανέβαζαν στο Δημοτικό Θέατρο το χορόδραμα «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι» . Έπληξε.
Η πόλις ήταν πάλι σε παρακμή. Οι αστοί θεατές του Δημοτικού Θεάτρου του φάνηκαν σφιγμένα πρόσωπα. Αναρωτήθηκε που ήσαν οι εργατικοί, οι ρεμπέτες, οι λαϊκοί από τους οποίους εμπνεόταν τη μουσική του ο Μάνος Χατζιδάκις. Τους βρήκε στο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη «Το Γυρί» που έγραφε για τους κατοίκους της γειτονιάς του Σκαγιοπουλείου κοντά στη θάλασσα. Έτσι γράφει στα αυτοβιογραφικά του κείμενα στο βιβλίο του  «ο Πλανόδιος Σαλπιγκτής». Δεν αναφέρομαι σε άξιους Πατρινούς συγγραφείς που οι ιστορίες τους τοποθετούνται στην Πόλη, μιλάω για τους ταξιδευτές που σηματοδοτούν την πόλη στα κείμενά τους και την μεταφέρουν.Και το κάνουν γιατί το ταξίδι τους είχε σταθμό στο λιμάνι της Πάτρας. Και είναι πολλοί που στα κείμενά τους αναφέρεται το λιμάνι της Πάτρας έστω και με μία λέξη, ο Χένρυ Μίλλερ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Μονταλμπάν, ο Ναζίμ Χικμέτ μεταξύ τους.
Η Πάτρα λοιπόν ήταν η πύλη της Δύσης και πλάι στην Βαράσοβα δύει ο ήλιος στη θάλασσα. Ένα ηλιοβασίλεμα εξυμνημένο από τους Καζαντζάκη, Παλαμά και από τον Καβάφη επίσης που στα ποιήματά του ελάχιστα τον απασχολεί η φύση, τον απασχολούν τα βάσανα του σώματος και η Ιστορία. Γράφει στο ημερολόγιό του που κρατούσε και το ταξίδι του στην Ελλάδα. «Η θέα στους απέναντι λόφους από την Πάτρα είναι ωραίοι ιδίως όταν δύει ο ήλιος». Πολλά χρόνια μετά ο Καβάφης – που αν δεν ήταν ποιητής θα ΄θελε να ‘ναι ιστορικός – συνδύασε το ηλιοβασίλεμα στους σχεδόν λόφους Παλιοβούνα και Βαράσοβα με την παραμονή του Νέρωνα στην Πάτρα. Στο ποίημα «Οιορία του Νέρωνος» δημοσιευμένο  το γράφει για τα γλέντια του κακού ποιητή αλλά υπέρτατου ηδονιστή Νέρωνα στην Πάτρα και στην Κόρινθο κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα. Γράφει «Των πόλεων της Αχαΐας εσπέρες / η ηδονή των γυμνών σωμάτων προπάντων». Θυμήθηκε την ωραία δύση στην Πάτρα  αλλά προπάντων η ηδονή τον ενδιέφερε τον Καβάφη.
Το λιμάνι της Πάτρας λοιπόν η «πύλη προς τη Δύση» δεν ήταν μόνο ένας αναγκαίος σταθμός αλλά κι ένας ωραίος σταθμός.
Το 2009  ερχόταν σχεδόν κάθε εβδομάδα στην Πάτρα ο μεγάλος μας σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Δεν έμπαινε στην πόλη, καθόταν στην ψαροταβέρνα του ΟΠΑΘΑ στην Ηρώων Πολυτεχνείου, απέναντι σχεδόν από τον καταυλισμό τότε των Αφγανών. Δίπλα ήταν εγκαταλειμμένο καρνάγιο με σαπισμένα ξύλα από τα ταξίδια που δεν τελείωσαν, με πετρώδη βρώμικη παραλία με πίσσες περιττώματα και ξεχασμένους τσιμεντοσωλήνες αγωγών σαν αυτούς που πιθανόν κοιμόταν ο Κούρδος εικαστικός. Απέναντι η ανοιχτοσύνη της θάλασσας, η Παλιοβούνα και η Βαράσοβα. Η παρέα του Αγγελόπουλου λίγοι φίλοι του. Ενίοτε προστίθενταν στην παρέα Αγγλόγλωσσοι νεαροί μετανάστες ένοικοι του καταυλισμού, μύριζαν τη βρώμα που κουβαλούσε ο καταυλισμός  αλλά για τον Αγγελόπουλο και για τους φίλους του ήσαν ιερά πρόσωπα, μουσαφερίμ. Ο Αγγελόπουλος επεξεργαζόταν το θέμα της ταινίας του που θα γύριζε με κεντρικό θέμα την νέα εποποιία, την μετανάστευση προς την Ευρώπη και η Πάτρα ήταν ο κεντρικός σταθμός προς τη Δύση κι ήθελε εδώ να γυρίσει την ταινία του και ήθελε ν’ ακούει ιστορίες. Ζητούσε βοήθεια από τις αρχές της πόλεως για την ταινία του, αλλά οι αρχές δεν το συζητούσαν. Θεωρούσαν ότι μια ταινία με θέμα τους μετανάστες στην Πάτρα θα έβλαπτε την πόλη. Τόσο τους έκοβε. Ο Αγγελόπουλος βρήκε βοήθεια από το Δήμο Κερατσινίου κι εστράφη τελικώς εκεί για τα γυρίσματα της ταινίας του. Αν ο Καζάν δικαιολογημένα δεν τράβηξε σκηνές στην Πάτρα για το «Αμέρικα – Αμέρικα», ο Αγγελόπουλος δεν θα γύριζε σκηνές γιατί ο φακός του βρήκε μπροστά τον φράχτη των αρχών.  Ο Αγγελόπουλος μιλούσε με φωνή αργή, στοχαστική, μουσική. Για την ηθική που τη θεωρούσε βιολογική ανάγκη για την επιβίωση των ανθρώπων, για την πολιτική ζωή του τόπου, για την ομορφιά της Ελλάδας, μ’ ένα ποτήρι ρακί στο χέρι. Έφευγε όταν έδυε ο ήλιος πλάι στη Βαράσοβα. Το σενάριο το ‘χε έτοιμο, τίτλος η «Άλλη Θάλασσα», στίχος από την ποιητική συλλογή «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη που λάτρευε. Μετά από δύο τρία χρόνια που άρχισε τα γυρίσματα στο Κερατσίνι το σενάριο το είχε αλλάξει αρκετά. Ήταν η οικονομική κρίση της χώρας μας κι οι παρενέργειές της που θα έπρεπε να έχουν θέση στο σενάριό του. Σκοτώθηκε στα πρώτα γυρίσματα της ταινίας του με ένα τρόπο πανομοιότυπο με τους θανάτους των μεταναστών στην Ηρώων Πολυτεχνείου. Περνούσε απρόσεχτα ανάμεσα από δύο φορτηγά που σταματημένα θα φόρτωναν μετανάστες και μια μοτοσικλέτα που πέρασε και τον θέρισε.
Η «άλλη θάλασσα» μπορεί να σημαίνει την άλλη θάλασσα της Ελλάδας, του Ιονίου πελάγους. Ή την άγνωστη θάλασσα. Αυτή που μπήκαν οι Αργοναύτες για να βρουν το Χρυσόμαλλο Δέρας – γιατί για Αργοναύτες μιλά το ποίημα του Σεφέρη. Ίσως αυτή του ταξιδιού που δεν θέλουμε να την βλέπουμε γιατί την φοβόμαστε κι όμως είναι μια θάλασσα που είναι μέσα μας. Γιατί ακόμη και σήμερα όπως πάντα οι άνθρωποι ταξιδεύουν για να βρούνε τροφή, νερό και ασφάλεια.
Θυμάμαι τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Τεό, τα νέα παιδιά που μετανάστευσαν, άπλυτα παιδιά με τις παρείσακτες μυρωδιές, που άλλο είναι στη Στοκχόλμη, άλλο στο Βερολίνο, άλλο στο Λονδίνο.
Οι καιροί αλλάζουν. Για την ώρα η δύναμη του λιμανιού μειώνεται. Δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον στην πόλη. Ποιοι μύθοι θα κυριαρχήσουν. Οι πόλεις είναι αγορές. Ότι πουλάνε γίνονται. Και τώρα η πόλις τείνει να γίνει πόλις Υπηρεσιών, Διοικήσεως και Παιδείας. Μάλλον ανήκει σε σας τους Πανεπιστημιακούς και σας ευχαριστώ που με ακούσατε.
_________



Το κείμενο του Βασίλη Λαδά, παρουσιάστηκε στο 11ο Συνέδριο της Ελληνικής Παιδαγωγικής Εταιρείας (ΠΕΕ) με θέμα «Βασική και συνεχιζόμενη εκπαίδευση των εκπαιδευτικών σε ένα σύνθετο και μεταβαλλόμενο περιβάλλον» που διεξήχθη στην Πάτρα Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών, σε συνεργασία με το Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών στις 23 Νοεμβρίου 2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου