Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

 Προσωπική Μυθολογία Νο 212

 του Ιωάννη & Κοψίνη



Έφτασα στην ώρα μου. Ήξερα πως θα έφταναν και άλλοι μετά από εμένα χωρίς να χρειαστεί να μετρήσω όλους αυτούς που βρίσκονταν ήδη στο δωμάτιο. Οι τοίχοι ήταν λευκοί, άδειοι, χωρίς τίποτα να προσβάλει την κάτασπρη επιφάνειά τους. Το ύψος τους ήταν αφύσικα μεγάλο . Σου έδιναν την αίσθηση ότι ο χώρος είχε ταχθεί να γίνει ναός. Να επιμηκυνθεί ως το άπειρο τ ουρανού εκπληρώνοντας την υπόσχεση της συνάντησης με κάποιο θεό. Στο κέντρο του δωματίου , όλο κι όλο, ένα τεράστιο τραπέζι. Πλησίασα τον τοίχο και όταν τον άγγιξα το λευκό του άρχισε να ξεθωριάζει, να γίνεται διάφανο και να μου αποκαλύπτει το φθινόπωρο που ξεδιπλωνόταν έξω από το σπίτι. "Μια τεράστια τζαμαρία ή απλά μια εικονική προβολή;" , αναρωτήθηκα. Οι αμέτρητοι κέδροι, οι σφένδαμοι, οι κόκκινες δρύες και τα καναδέζικα πλατάνια που κατέκλυζαν τους λόφους μπροστά μου έδειχναν ν αδιαφορούν για την απάντηση. Τα φύλλα τους , επιστρέφοντας στους κορμούς τους τελευταίους χυμούς τους, σιγόκαιγαν σε μια χρυσοκόκκινη φωτιά. Τα χρώματά τους θα μεθούσαν σε λίγο από την ίδια τους τη λάμψη και θα στροφιλίζονταν μέχρι να φτιαχτεί ένας τεράστιος λευκός κύκλος - ο χειμώνας που πλησίαζε.
Οι χαμηλόφωνες συζητήσεις διεκόπησαν και κατάλαβα ότι μπήκε στο δωμάτιο.
Δε χρειάστηκε να γυρίσω το κεφάλι μου. Μπορούσα να δω την ανάσα που έβγαινε από τους πόρους των ποδιών της ν αχνίζει για μικρές στιγμές το γυαλί του λουστραρισμένου πατώματος. Έκρυβε με τα χέρια τα μικρά της στήθη και ο νότος των μαλλιών της ίσα που άγγιζε τους ώμους της.
Ξάπλωσε στο τεράστιο τραπέζι που το μέγεθός του την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο μικροκαμωμένη.
Η καλογυαλισμένη επιφάνειά του από ξύλο κερασιάς και γαλάζια εποξική ρητίνη θα ΄χει φιλοξενήσει πολύ πιο πλούσια γεύματα , σκέφτηκα, καθώς το τραπέζι γέμιζε ένα γύρο από τους προσκεκλημένους.
Κρατούσε τα μάτια της κλειστά και μισάνοιχτα τα χείλη.
Ο ήλιος που άναβε στο στόμα τους κάθε που άγγιζαν το δέρμα, έκαιγε τη σάρκα της.
Η γλώσσα τους έπαιρνε την ανάσα τους και την έκανε άναρθρες υγρές λέξεις , νανουρίσματα που νάρκωναν το κρέας . Τα δόντια τους μπήγονταν στη παραδομένη σάρκα και την ξέσκιζαν μέσα σε μικρές συγχρονισμένες διφωνίες αναστεναγμών και βογγητών. Σε κρυφές συμφωνίες ευχαρίστησης και πόνου. Σε μια ακόμα απόδειξη ότι από την ίδια μήτρα ξεβράζονται τα πάντα.
Η κάψα μέσα της ξέσπαγε σε υγρές εκρήξεις φωτιάς που ξεχύνονταν ανάμεσα στα πόδια της , γλυστρούσαν στο τραπέζι και κυλούσαν στο πάτωμα .
Ξύλο ελιάς . Πως δεν το πρόσεξα νωρίτερα; Το πάτωμα ήταν φτιαγμένο από ρίζα ελιάς!
Στα σκουρόχρωμα νερά του, που το ’καναν να μοιάζει με μάρμαρο, ένιωσα στο στόμα την ελαφριά πικράδα του λαδιού, αυτήν την αίσθηση του πικάντικου που μουδιάζει διακριτικά τη γλώσσα και εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως.
Σήκωσα τα μάτια.
Έξω, ένα γεράκι ξεπρόβαλε μέσα από τα δένδρα και το ασημένιο δέρμα του φιδιού που κρατούσε στα πόδια του έλαμψε κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο.
"Ένα μεγάλο φαγοπότι είναι ο κόσμος", μουρμούρισα και η διαπίστωση αυτή μου άνοιξε την όρεξη.
"Θα περιμένω το επόμενο γεύμα", σκέφτηκα.
____
Ο Ιωάννης & Κοψίνης είναι Εικαστικός Performer Μουσικός, Συγγραφέας


3 σχόλια: