Κυριακή 16 Μαΐου 2021

 Μπούλες

Σπύρος Μαραγκός

 


«Μη, δεν κάνει» αυτές οι τρεις λέξεις ήχησαν στα αυτιά μου.

    Το χέρι μου έμεινε ακίνητο στο ύψος του προσώπου. Κοίταξα το είδωλό μου στα νερά της λίμνης που είχε δημιουργήσει η αδιάκοπη νεροποντή. Στο βάθος του νότου η πόλη βουβή.  Φυσούσε ένας αέρας πελαγίσιος, που σε άλλη περίπτωση θα δυσκόλευε τους χαρταετούς να σταθούν στον ουρανό. Κατέβασα τη μάσκα με τις πτυχώσεις και άφησα την αλμύρα να ακουμπήσει στα χείλη μου.

Οι γειτονιές των πόλεων κρύβουν μικρούς κόσμους μέσα στα σωθικά τους. Κόσμους, που κάποιες στιγμές ξεπερνούν σε φαντασία ακόμα και αυτούς των μεγάλων μυθιστοριογράφων της λογοτεχνίας.

Θηλυκά που με τα κάλλη και την τσαχπινιά τους ξυπνούν τη γενετήσια ορμή των αρσενικών. Άνθρωποι με ελαττώματα και δυσανάλογα χαρακτηριστικά, αποτέλεσμα κρυφών και περίεργων καταστάσεων. Σκοτεινά πρόσωπα με άγνωστο, συνήθως βεβαρυμμένο παρελθόν.

Τέτοιοι χαρακτήρες κατοικούσαν και στη δική μου γειτονιά. Τέκνα της σύμφυτης υπερβολής ενός λαού. Πρωταγωνιστές αφηγήσεων πάνω απ’ τα καφάσια με τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά του Νίκου του μανάβη, με φόντο τις πορσελάνες και τα βάζα στο πράσινο φορτηγάκι του γυαλοπώλη ή μπροστά στο ψυγείο με τα τυριά και τη μορταδέλα του παντοπωλείου, αργότερα σούπερ – μάρκετ.

Δε θα ξεχάσω τον αλκοολικό μεσήλικα, που έστελνε καθημερινά τη γυναίκα του να αγοράσει κρασί από το σπίτι του κυρ Αποστόλη. Απ’ κει ψωνίζαμε κάρβουνα και απ’ το μεγάλο λάκκο στην αυλή του ασβέστη για τα ασπρίσματα της Μεγάλης Εβδομάδας. Όταν επέστρεφε η γυναίκα στο σπίτι, ο πάντοτε μεθυσμένος άνδρας της, για να την ευχαριστήσει τη σάπιζε στο ξύλο. Το γεγονός ότι δεν την είδαμε ποτέ με μώλωπες στο πρόσωπο και στενοχωρημένη, αντίθετα κυκλοφορούσε μέρα - νύχτα με μαλλί κομμωτηρίου και χαμογελαστή, ήταν λεπτομέρεια που κανένας όμως δε θεώρησε άξια λόγου.

Στην παλιά μονοκατοικία με τον κήπο – ζούγκλα, κατοικούσε αυτός που στο παρελθόν είχε κάνει φυλακή. Έλεγαν πως όταν ήταν νέος σκότωσε κάποιον συγχωριανό του. Ποτέ δε μάθαμε όμως αν αυτό που συνέβη ήταν στην πραγματικότητα εν ψυχρώ δολοφονία ή αν επρόκειτο για ατύχημα. Αν καυγάδισαν και το θύμα επιτέθηκε αναγκάζοντας τον να αμυνθεί, ή εν πάση περιπτώσει τι ακριβώς είχε συμβεί. Το σημαντικό στην ιστορία ήταν πως είχε κάνει φυλακή. Άνθρωπος μοχθηρός και απρόσιτος έλεγαν, με ζωώδη ένστικτα, σωστό τέρας, που αν συναντούσες έπρεπε να αποφύγεις να κοιτάξεις.

Για να είμαι ειλικρινής δε χρειάστηκε να τον συναντήσω, αφού αφιέρωνε το χρόνο του στη φροντίδα του κήπου και των καναρινιών του. Σπάνια κυκλοφορούσε στο δρόμο, απέφευγε το συνοικιακό καφενείο και δεν είχε συναναστροφές με τη γειτονιά.

Ήταν Σάββατο βράδυ όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας, κρατώ ακόμα τη φρεσκάδα από τα σεντόνια του κρεβατιού μου. Ξαγρύπνησα, κοντά ξημερώματα τα βλέφαρα μου βάρυναν και έκλεισαν.

Απανωτά χτυπήματα στην αρχή, παύση και ένα παρατεταμένο χτύπημα.  Απορήσαμε, δεν συνηθίζονταν οι νυχτερινές επισκέψεις εκείνα τα χρόνια.

«Η κυρά Μαρία ξέμεινε από πιπέρι ή κάποιο άλλο υλικό για το γιουβέτσι» η πρώτη σκέψη. Της Κυριακής το φαγητό οι νοικοκυρές το προετοίμαζαν αποβραδίς και πριν πάνε στην εκκλησία το ‘στελναν στο φούρνο για ψήσιμο. Μερικές το άφηναν στη μέση  και το ολοκλήρωναν με την επιστροφή τους απ’ τη λειτουργία.

Ξαπλωμένοι μπρούμυτα κι οι δυο στην ντιβανοκασέλα, με την ασπρόμαυρη τηλεόραση  ανοιχτή, σε αναμονή για την προβολή της ελληνικής ταινίας. Έγχρωμες τηλεοράσεις διέθεταν ελάχιστα σπίτια, οι υπόλοιποι ζούσαμε την ταλαιπωρία του διαρκούς πέρα – δώθε για αλλαγή καναλιού και  «καθάρισμα» του τηλεοπτικού σήματος από τα χιόνια.

Μας χαμογέλασε πηγαίνοντας να ανοίξει. Μάλλον την συνεπήρε η εικόνα των δυο της αγοριών που, κάθονταν καθαρά και φρόνιμα το ένα δίπλα στο άλλο, έτσι τουλάχιστον υπέθεσα. Με το άνοιγμα της πόρτας μπούκαρε ο ξερός ήχος μιας καραμούζας. Μεταξύ της κουζίνας και του δωματίου που βρισκόμασταν παρεμβάλλονταν μια μισόκλειστη πόρτα, που μας εμπόδιζε να διακρίνουμε.  

«Καλώς τους» φώναξε.  Καμία απάντηση. Έσπρωξε την πόρτα και πέρασε στο δωμάτιο πρώτα ο άνδρας. Κοντός, με μαύρο σταυρωτό κουστούμι και πλατιά γραβάτα. Ο αριστερός του ώμος έγερνε, σαν την παλάντζα του μανάβη και στο χέρι του έπαιζε ένα κομπολόι. Οι κινήσεις του θύμιζαν φιγούρα του θεάτρου σκιών. Φορούσε καβουράκι στο κεφάλι και είχε καλυμμένο το πρόσωπο του με τη μάσκα του Ντολαντ Ντακ. 

Ακολουθούσε μια γυναίκα ψηλή, με πελώρια στήθη και γκρι ρόμπα. Μέσα από το χοντρό της καλσόν έβγαιναν μαύρες τρίχες. Φορούσε ανάρριχτα μια πλεχτή εσάρπα  και στο κεφάλι της λαστιχένια μάσκα με αραιά λευκά μαλλιά και παραμορφωμένα χαρακτηριστικά. Έσπρωχνε τον άντρα και τον κλωτσούσε στα οπίσθια.

Από μια νάιλον σακούλα έβγαζε χούφτες κομφετί και το πετούσε ψηλά. Η γυναίκα αυτή έμοιαζε στην κυρά Κούλα, που ΄μενε στο τελευταίο σπίτι της γειτονιάς. Για αυτήν έλεγαν μυστήρια πράγματαπως τις καλοκαιρινές νύχτες, την ώρα που το φεγγάρι έσβηνε στη μαύρη θάλασσα, γέμιζε με αναμμένα κεριά το τραπέζι και με τη γυναίκα και την κόρη του χασάπη έκαναν μάγια. 

Στην αρχή ξαφνιαστήκαμε, δύσκολα όμως μπορούσες να μας τρομάξεις και ας μην είχαμε κλείσει ακόμα την πρώτη δεκαετία της ζωής μας. Επιπλέον αντικαθιστούσαμε τον πατέρα μου, που δεν είχε επιστρέψει ακόμα απ’ το καφενείο. Τελευταίοι μπήκαν στο δωμάτιο,  που το είχαμε και για σαλόνι,  η μάνα μου μαζί με το τρίτο μέλος της περίεργης παρέας. Μια γυναίκα ντυμένη με μαύρη γυαλιστερή κάπα, κουκούλα στο κεφάλι και μάσκα που της κάλυπτε μονάχα τα μάτια.

Αμίλητοι και οι τρεις τους για όση ώρα βρίσκονταν στο σπίτι. Σε κάθε μας ερώτηση κουνούσαν απλώς τα κεφάλια τους. Χόρευαν γύρω απ’ την τραπεζαρία και ανεβοκατέβαιναν τα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.

Δεν κάθισαν πολύ, ίσως για να αποφύγουν τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί η ταυτότητα τους. Πριν όμως αναχωρήσουν ήρθαν κοντά μας. Η γριά με την καφέ εσάρπα, γέμισε τις χούφτες του αδερφού με καραμέλες και σοκολάτες.

Η γυναίκα με το μαύρο ντόμινο έσκυψε πάνω μου. Το άρωμα της μου γαργάλησε τη μύτη και πήρα ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. Κοκκίνισα από ντροπή. Ο άνδρας είχε πεταχτεί στο δρόμο, χόρευε και σφύριζε δυνατά με την καραμούζα του.

Μόλις έφυγαν αρχίσαμε να σκορπίζουμε στο δωμάτιο τις σερπαντίνες και το κομφετί, παραλίγο να σπάσει η ντιβανοκασέλα απ’ τα πηδήματα. Μας παρακολουθούσε χαρούμενη, χωρίς να παραπονιέται που της κάναμε χάλια το σπίτι. Ο ντόρος άργησε να καταλαγιάσει, ενώ η ελληνική ταινία συνέχιζε να προβάλλεται κανονικά στην ασπρόμαυρη οθόνη. Τα μαγουλά μου ζεματούσαν, είχα πετάξει το πάνω μέρος της πιτζάμας και έτρεχα στο δωμάτιο με το φανελάκι. Για πολλά Καρναβάλια νοσταλγούσα το φιλί εκείνης της γυναίκας.

Πάνω στην ταραχή μου πήγα να της κατεβάσω τη μάσκα. «Μη Σπύρο, δεν κάνει» με τράβηξε η μάνα μου την τελευταία στιγμή.

___

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Μπούλες» του Σπύρου Μαραγκού προκρίθηκε  στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Εικόνα: Cindy Sherman

Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

Εγώ, η μάσκα μου

Νικόλας Παπούλιας

 


[Ήταν μία από εκείνες τις φορές που δεν καταφέρνεις να αρνηθείς, να κουνήσεις νευρικά το κεφάλι ή το δάχτυλο, να πεις τη μαγική λέξη.]

- Απόψε, θα κάνουμε το πάρτι που σου έλεγα, να έρθεις, θα είναι όλος ο καλός ο κόσμος.

- Ο καλός ο κόσμος;

- Δεν λέω τίποτα∙ να έρθεις, να μάθεις. Έντεκα το βράδυ εκεί!

- Μάλιστα, εμ, ξέρω 'γώ...

- Πω, έλα ρε φίλε, ποιος λέει όχι σε πάρτι!

[Κανένα κεφάλι δεν κουνιέται, κανένα δάχτυλο. Δε βαριέσαι, "ποιος λέει όχι σε πάρτι!".

Ακολουθεί χαοτική συζήτηση αορίστου θέματος∙ συζήτηση γρήγορη, συζήτηση με ρυθμό, συζήτηση που έχει σίγουρα γίνει ξανά κάπου, κάποτε. Σε λίγο, τα ποτήρια στο τραπέζι θα αδειάσουν. Θα αποχαιρετήσω τον φίλο μου και θα πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Το τρένο δε θα αργήσει να φανεί.

Στο βαγόνι, αδιαμαρτύρητοι οι άνθρωποι προσπαθούν να σταθούν, να αντισταθούν στις επιταχύνσεις και τις επιβραδύνσεις της αμαξοστοιχίας. Πέφτει, περιστασιακά, ο ένας πάνω στον άλλον και μετά οι κλασικές απολογίες∙ ελαστικές κρούσεις, κανένα όνειρο. κύριος, παραδίπλα, τα έχει χαμένα∙ ρωτάει τον κόσμο γύρω του την ώρα και, όταν κάποιος του απαντάει, ξεσπά σε γέλια και σε κλάματα. Το πρόσωπό του μοιάζει άψυχο∙ πάνω από τα πεσμένα του μάγουλα, στέκονται δύο μαύρες τρύπες που καταπίνουν τα πάντα. Έρχεται η σειρά μου.]

- Τι ώρα είναι;

- Εννέα παρά τέταρτο.

- Ο χρόνος είναι κατασκεύασμα...

- Τι;

- Ο  χ ρ ό ν ο ς  ε ί ν α ι  κ α τ α σ κ ε ύ α σ μ α .

- Κατασκεύασμα ξεκατασκεύασμα κυλάει, του απαντάω.

[Ξεσπά σε κλάματα, σκουπίζει τα δάκρυά του και ρωτάει τον επόμενο. Κοίτα να δεις που δεν τα έχει και τόσο χαμένα, τελικά. Σε λίγο, θα στρέψω το βλέμμα μου στο βάθος, ένα ακόμη πρόσωπο με μαύρες τρύπες για μάτια και, κοντά του, εκείνο το παιδί με τα πεσμένα μάγουλα∙ μα, γίνεται, παιδί να έχει πεσμένα μάγουλα; Γ Ι Ν Ε Τ Α Ι.

Άψυχο πρόσωπο, πεσμένα μάγουλα, μαύρες τρύπες για μάτια, άψυχο πρόσωπο, πεσμένα μάγουλα,  μαύρες τρύπες για μάτια∙καμία σύμπτωση, αυτό είναι το μοτίβο, το επαναλαμβανόμενο με μικρές παραλλαγές, το μοτίβο που συμμορφώνονται οι πάντες. Πρόκειται για μάσκα ναι, αυτό είναι, μάσκα με χαρακτηριστικά πραγματικού προσώπου μάσκα ανθεκτική, μάσκα εργονομική, προσεκτικά σχεδιασμένη, εγκεκριμένη από τους διεθνείς οργανισμούς, κάτοχος όλων των πιστοποιήσεων.

Δεν θα το πίστευα ότι είναι πραγματικότητα. Θα μίλαγα για μια ανόητη ιδέα, θα ξέχναγα τα πάντα, αν εκείνη τη στιγμή το τρένο δεν διέκοπτε την πορεία του. Ήταν τότε, που στάθηκα μπροστά στην πόρτα έτοιμος να αποχωρήσω, σήκωσα το κεφάλι μου και είδα. Ήταν εκεί, στην αντανάκλαση από το τζάμι και ύστερα σε κάθε γυαλιστερή επιφάνεια∙το είδωλό μου, εγώ,ο ίδιος με τους υπόλοιπους, η ίδια μάσκα. Δεν ήταν δυνατόν πια να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω;

Όταν έφτασα στο σπίτι, κλείδωσα την πόρτα δύο φορές. Η αναμονή είχε λάβει τέλος, η μάσκα έπρεπε να πέσει.

Μπήγω δάχτυλα και νύχια μες στο κρέας και τραβάω, ξεριζώνω από πάνω μου το ξένο δέρμα. Πετσοκόβω με μαχαίρι σε κομμάτια κάθε υπόλειμμα ανασαίνω, ασύλληπτη στιγμή. Έπειτα, ακολουθεί η απόλυτη σιωπή.

Μία ελεεινή μυρωδιά απλώνεται σε όλο το δωμάτιο. Πίσω από τη μάσκα,το πρόσωπο είναι αγνώριστο, έχει από καιρό σαπίσει. Προσπαθώ με κινήσεις άγαρμπες να καλύψω την άθλια εικόνα, αλλά μάταιος κόπος το αποτέλεσμα είναι μη αναστρέψιμο, ο χρόνος μου έχει τελειώσει, η ώρα είναι έντεκα ακριβώς και εγώ θα έπρεπε, ήδη, να έχω φύγει. Δεν θα μπορούσα να ακυρώσω το πάρτι... " ποιος λέει όχι σε πάρτι!".

Τραβάω την εξώπορτα με δύναμη και πηγαίνω στον σταθμό. Το τρένο δε αργεί να φανεί. Στο βαγόνι, οι άνθρωποι κοιτάζουν τρομαγμένοι, πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον και απομακρύνονται. Τώρα, ρωτάνε τον κόσμο γύρω τους την ώρα και, όταν κάποιος τους απαντάει, ξεσπάνε σε γέλια και σε κλάματα. Τώρα, ξέρουν.] 

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Εγώ, η μάσκα μου» του Νικόλα Παπούλια προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Eικόναunknown creator

Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

 

Το τελευταίο του πακέτου

Κωνσταντίνος Μάνης

 


Είχε εντοπίσει εδώ και κάμποσες μέρες μια πολυκατοικία όπως την ήθελε:  Γύρω από το Πολυτεχνείο, χωρίς θυρωρό και κυρίως, με απρόσκοπτη πρόσβαση στην ταράτσα.  Όταν αισθάνθηκε ότι ήταν έτοιμος για την «επιχείρηση», φόρεσε το σακάκι με το σήμα της «Εταιρείας  Υδρεύσεως», ένα φθαρμένο μπλουτζήν που να μοιάζει ρούχο της δουλειάς, σε μια κωλότσεπη ένα γαλλικό κλειδί να εξέχει, ένα τσαντάκι με εργαλεία, μέσα στα οποία, ένα μπογαλάκι τυλιγμένο σε σπάγκους. Όλα τα υπόλοιπα, εκτός από το μπογαλάκι, ήταν για το ξεκάρφωμα. Σε περίπτωση που τον πετύχει κάποιος ένοικος και τον ρωτήσει «τι θέλεις εδώ;», να χει έτοιμη την απάντηση.  «Είμαι της Υδρεύσεως και με στείλανε για μια διαρροή».

Δεν χρειάστηκε τίποτα τέτοιο. Ανέβηκε στην ταράτσα και έδεσε το μπογαλάκι στο κάγκελο. Άνοιξε το πακέτο με τα τσιγάρα, ένα Καρέλια Αγρινίου, διαπίστωσε με θλίψη ότι ήταν το τελευταίο και το άναψε. Τράβηξε δύο τρεις γερές τζούρες, το κοίταξε καλά, «άντε άλλες δύο» σκέφτηκε, τις ρούφηξε κι αυτές. Τοποθέτησε το αναμμένο τσιγάρο σε μια τέτοια θέση που σε λίγο θα έκαιγε το σκοινάκι που κράταγε τον μπόγο–ρολό. Ο ωρολογιακός  μηχανισμός του ερασιτέχνη!

Έφυγε σχετικά γρήγορα, όχι τόσο όσο να κινήσει υποψίες. Ήθελε πολύ να καθίσει σε μια άσχετη γωνιά και να δει τους χαφιέδες και τους ασφαλίτες να τρέχουν από δω κι από κει πανικόβλητοι όταν το πανό έχει ξετυλιχτεί κατακόρυφα και μαζί μ αυτό έχουν πέσει κι ένα σωρό τρικάκια.  Το πανό που γράφει «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και τα τρικάκια «ΚΑΤΩ Η ΝΕΑ ΧΟΥΝΤΑ» από την μια μεριά, «ΕΞΩ Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΧΑΦΙΕΔΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΧΟΛΕΣ» από την άλλη.

Η απόλαυσή του θα ήταν πιο ολοκληρωμένη αν κάπνιζε κι ένα τσιγάρο. Άνοιξε το πακέτο ξέροντας ότι είναι άδειο. Το ξανάκλεισε, έβγαλε και το πορτοφόλι του ξέροντας ότι δεν έχει παρά δυο τρεις δραχμές - δε φτάνουν για τσιγάρα.  Κατηφόρισε την οδό Στουρνάρη προς τη Μάρνη. Γύριζε το κεφάλι προς τα πίσω κάθε τόσο. Οι ασφαλίτες είχαν ξαμοληθεί να μαζεύουν τα τρικάκια  και να προσπαθούν να μπουν στη πολυκατοικία για να κατεβάσουν το πανό. Φοιτητές και φοιτήτριες κοιτούσαν το θέαμα μέσα από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου. Άρχισε να σιγοσφυρίζει το σκοπό:

Χωρίς τσιγάρο και  δουλειά

 Απόψε, απόψε,                         

το δάκρυ του κυλά…


Ανηφορίζει ένας τύπος που του φαίνεται για  φοιτητής:
-       Ρε φίλε, έχεις ένα τσιγάρο;
______

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Το τελευταίο του πακέτου» του Κωνσταντίνου Μάνη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Eικόναunknown creator


Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

 Αυτοί οι άλλοι

Αλέκα Πλακονούρη

Όταν ήταν μικρός, φορούσε την αποκριάτικη μάσκα του Ζορό πολλές μέρες του έτους και οι γονείς του γελούσαν με τον εκδικητή που κυοφορούνταν ολοχρονίς μέσα του και που προς το παρόν ξιφουλκούσε ενάντια σε χάρτινους ιππότες, έναν θεόρατο πλαστικό βάτραχο κι έναν Πινόκιο, που κάπου είχε περιπέσει η μακριά ξύλινη μύτη του. Στα μάτια του, αναμμένες φωτιές πίσω απ’ τη μαύρη του μάσκα, καθρεφτίζονταν κρεμαστές πόλεις, σιντριβάνια και άμαξες και μια όμορφη που έτρεχε μαζί με εκείνον πάνω στο ατίθασο άτι του, ενώ γέφυρες αυτοανατινάσσονταν πίσω τους με οργιαστικές εκρήξεις όλων των χρωμάτων της ίριδας.

            Στην εφηβεία του ήρθε η τρέλα με το ποδόσφαιρο και πήγαινε με τους φίλους του κάθε βδομάδα στο γήπεδο. Χοροπηδούσαν στις κερκίδες με κασκόλ ή μπαλακλάβες στα πρόσωπα και ανεμίζοντας τα μπουφάν τους άναβαν πυρσούς και πολύχρωμα καπνογόνα και φώναζαν με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους «Όοο, όοο, πόσο σ’ αγαπώ... Όπου και αν βρίσκεσαι θα σ’ ακολουθώ, η γη πολύ μικρή για να μη σε βρω...». Και τότε το γήπεδο κλυδωνιζόταν και ύστερα ξεκόλλαγε απ’ το έδαφος και μετεωριζόταν ψηλά πάνω απ’ την πόλη, κι εκείνοι με τις μπαλακλάβες τους και τα κασκόλ τους και τον ιδρώτα τους και τις φωτοβολίδες τους στροβιλίζονταν σε ένα σύμπαν συλλογικής μεταρσίωσης, που τους έκανε με πολλούς τρόπους αθάνατους.

            Στα δεκαεννιά του ερωτεύτηκε ένα κορίτσι που πήγαινε σε δραματική σχολή και αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Κατάλαβε σύντομα πως έχει πολλή γοητεία να εναλλάσσεις τα προσωπεία των ρόλων σου και να γίνεσαι ένας άλλος, καλός ή κακός δεν είχε τελικά καμιά σημασία. Άρχισε να μελετά στη σχολή και να εξερευνά από τότε και όλα τα επόμενα χρόνια αχαρτογράφητες περιοχές αυτού που θεωρούσε ας πούμε εαυτό του σε όλα τα αχανή βάθη του, απ’ όπου μπορούσε να ανασύρει φόβους, χαρές, δόλους, πληγές, έρωτες, ήττες. Πότε Ρωμαίος και πότε Ριχάρδος, πότε Βόιτσεκ και πότε Τρέπλιεβ, λες και σιγά σιγά έμπαινε εν αγνοία του σε ένα πεδίο διευρυμένης συνείδησης, όπου συναντούσε όλα τα πάθη κι όλα τα λάθη, όλα τα ύψη πριν απ’ τα βάθη που ορίζουν την ανθρώπινη περιπέτεια. Κι ένα καλοκαίρι έπαιξε στην Επίδαυρο, στον Χορό, όπου ίδρωνε μέσα απ’ τη μάσκα του ως γέροντας Πέρσης και στο τέλος το κοίλο του θεάτρου αντανακλούσε μεγεθυσμένο το χειροκρότημα, που βοούσε ακόμη και μέσα απ’ τη μάσκα του, λες και υλοποιούνταν και εισχωρούσε καταλαμβάνοντας εκείνο τον ελάχιστο χώρο ανάμεσα στο προσωπείο και στο αληθινό του πρόσωπο, σχηματίζοντας έτσι μια συμπαγή κρούστα ανάμεσα σε αυτόν και στον ρόλο.

            Λίγο πριν γίνει πατέρας, αποφάσισε να είναι παρών στον τοκετό. Αγχωμένος και συγχρόνως τρελός από χαρά συνόδευσε τη γυναίκα του στο μαιευτήριο, της κρατούσε το χέρι κατά το στάδιο της διαστολής του τραχήλου, όταν εκείνη πονούσε κι ανάσαινε βαριά, παρακαλώντας μέσα του να μην τη βλέπει για πολύ έτσι, να τελειώσουν γρήγορα όλα. Και ύστερα μπήκε μαζί της στην αίθουσα τοκετού, φορώντας την ειδική ρόμπα και την ιατρική μάσκα που του έδωσαν, η γυναίκα του με τα πόδια ορθάνοιχτα να ουρλιάζει λες και την έσκιζε μια αόρατη λάμα στα δύο, κι εκείνος να θέλει να φωνάξει πιο πολύ απ’ αυτή, αφού δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να μοιραστεί μαζί της τον πόνο. Δάγκωνε ασυναίσθητα τη μάσκα του και ξεφυσούσε και ίδρωνε κι όταν πια εκείνη άφηνε κραυγές που δεν μπορούσε να διανοηθεί ποτέ ότι θα έβγαιναν από μέσα της, η μάσκα του άρχισε να μουσκεύει από ανεξέλεγκτα δάκρυα και ύστερα, ξαφνικά, έχασε τον κόσμο και σωριάστηκε στα πλακάκια. Όταν τον συνέφερε η νοσοκόμα, είχε ήδη έρθει στον κόσμο ο γιος του.

            Με τα χρόνια πολλά άλλαξαν στη ζωή του∙ όνειρα που δεν ευοδώθηκαν, περιστασιακές συνθήκες που έγιναν τελικά παρόν αμετάθετο, απ’ ό,τι φαινόταν και μέλλον του, συναισθήματα που σταδιακά πέτρωναν μέσα του και έπαιρναν το σχήμα ενός μεγάλου τροχού που άλεθε τις μέρες του και τις νύχτες του, ενώ αυτός τελικά ήταν απών, απ’ όλα απών, πετρωμένος κι ο ίδιος. Σαν να φορούσε μια μάσκα, που αλίμονο ήταν πια το πρόσωπο των πενήντα πέντε του χρόνων, κολλημένο ανεξίτηλα πάνω του, μια ανοίκεια προσωπίδα, που την παρατηρούσε κάθε πρωί στον καθρέφτη με την ίδια αίσθηση έκπληξης. Πότε σκαλίστηκε αυτή η μορφή απόντος ανθρώπου πάνω του και κυρίως σε ποια χαραμάδα του χρόνου είχε γλιστρήσει ο ίδιος όταν συνέβαινε όλο αυτό.

            Και τώρα μονάχος του στο κρεβάτι του νοσοκομείου, η μάσκα του οξυγόνου σφιχτά πάνω στο πρόσωπό του, τα χέρια του να πονούν, τα χιλιοτρυπημένα του χέρια, ο βόμβος του μηχανήματος ώρες και ώρες στ’ αυτιά του, τα εκτυφλωτικά φώτα από πάνω του, μα ας χαμηλώσει κάποιος αυτά τα φώτα επαναλαμβάνει μονότονα μέσα του. Οι νοσηλεύτριες και οι γιατροί να μπαινοβγαίνουν με τις άσπρες διαστημικές τους στολές και να μην μπορεί καθόλου να δει τα πρόσωπά τους. Κάτι του λένε, δεν ακούει τι. Πόσες μέρες έχουν περάσει, πόσες; Πότε του έκανε τελευταία φορά βιντεοκλήση ο γιος του για να του πει καληνύχτα; Οι άσπροι τοίχοι διαστέλλονται και συστέλλονται σαν να παίρνουν κι αυτοί οξυγόνο απ’ το μηχάνημα και ύστερα σιγά σιγά γίνονται ένα άσπρο παχύρρευστο υγρό που παφλάζει και του καρφώνεται στον νου πως είναι λέει το αίμα του. Τον πιάνει τρόμος, ποιος ζει μ’ αυτό το άσπρο αίμα μέσα του... Θα ’θελε να μπορούσε να σηκώσει το χέρι του, να τραβήξει τη μάσκα του οξυγόνου και να ψηλαφίσει πόντο πόντο το πρόσωπό του, να το αναγνωρίσει ξανά και ύστερα ν’ ανακαλέσει όλους εκείνους που υπήρξε κάποτε ο ίδιος, όλους εκείνους που με αδιόρατο τρόπο έχασε στην πορεία. Να έρθουν και να σταθούν γύρω του αυτοί οι άλλοι και να τους φωνάξει με όση δύναμη έχει βοήθεια.

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Αυτοί οι άλλοι» της Αλέκας Πλακονούρη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

εικόνα: Ed van der Elsken

Ed van der Elsken

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

 Μηνύματα στο κινητό

Βασίλης Λαδάς

 


Πάλι η Κλειώ μήνυμα: Είναι η φωτογραφία του Τσε με μια νάιλον μπλε ιατρική μάσκα, περασμένη σαν φουλάρι στον λαιμό. Ο Τσε είναι ένα συμπαθητικό κοπρόσκυλο που της το άφησε ο Ανδρέας, ο πρώην της, όταν έφυγε για διδακτορικό στο Λονδίνο. Της στέλνω τρία θαυμαστικά. Πηγαίνω στην κουζινίτσα να χτυπήσω έναν κρύο καφέ όταν έρχεται νέο μήνυμα: « Πηγαίνουμε με Χριστίνα σωματική άσκηση στο Νότιο Πάρκο. Έρχεσαι;» Απαντώ: «Γράφω κάτι». Με το κύπελλο το νεσκαφέ την αράζω μπροστά στην τηλεόραση, στο χωλ, που το έχω μετατρέψει, σε μικρό σαλόνι. Πέφτω σε συζήτηση για την πανδημία. Παρουσιαστές, επίσημοι, μαϊντανοί στα παράθυρα, όλοι με νάυλονν μπλε ιατρικές μάσκες. Η υφυπουργός Υγείας στο στούντιο με κόκκινη υφασμάτινη μάσκα με λευκά κρινάκια. Όλοι, μύτες στόμα μέσα στη μάσκα. Αφαιρένομαι, σχεδόν κοιμάμαι όταν έρχεται νέο μήνυμα από Κλειώ: Φωτογραφία της Κλειώς, της Χριστίνας και του Τσε στο Νότιο Πάρκο. Ο Τσε με τη μάσκα φουλάρι. Κλειώ και Χριστίνα με μύτη στόμα μέσα στη μάσκα. Απαντώ: «Να κρατάτε αποστάσεις».

Το πρόβλημά μου με τις μάσκες είναι ότι όταν βάζω τη μύτη μέσα θολώνουν από την ανάσα τα γυαλιά μου και δεν βλέπω. Η Κλειώ και η Χριστίνα δε φορούν γυαλιά. Η Χριστίνα είναι διάσημη για τα ωραία της πόδια και τη μεγάλη της μύτη. «Συρανό ντε Μπρεζεράκ» την αποκαλώ στην Κλειώ. «Με τη μύτη της θα μπορούσε να ξιφομαχήσει». Της λέω κι άλλα τέτοια και η Κλειώ γελά χαιρέκακα καίτοι είναι φίλες κολλητές με τη Χριστίνα. Και οι δυο τους μεταπτυχιακές στην Αρχιτεκτονική. Εγώ μεταπτυχιακός στους Χημικούς Μηχανικούς. Η Χριστίνα από την Πάτρα, η Κλειώ από τη Θεσσαλονίκη, εγώ από την Καλαμάτα.

Συνεχίζω να ακούω τη συζήτηση. Μιλάνε τώρα για τη χρησιμότητα της μάσκας. Παίρνω μια μάσκα μπλε νάιλον ιατρική που είχα κρεμασμένη στον καλόγερο, στο χωλ – σαλόνι, πλάι στο μπουφάν μου και τη φορώ, την τραβάω προς τα πάνω και κλείνω μέσα της τα μάτια μου. Μέσα και η μύτη αλλά το στόμα έξω. Την κατεβάζω, κλείνω μύτη στόμα, τα μάτια έξω, αρχίζουν να θολώνουν τα γυαλιά μου. Την κρεμάω στον καλόγερο, μπαίνω στο υπνοδωμάτιο όπου πάνω σε κάτι αστυνομικά μυθιστορήματα, στο πάτωμα, ήταν παρατημένη μια πλαστική μάσκα του Anonymus. Βγάζω τα γυαλιά, την φορώ. Μέσα μύτη, στόμα, μέτωπο αλλά στα μάτια υπήρχαν δύο ανοίγματα για να βλέπεις. Φορώ από πάνω της τα γυαλιά μου, στέκονται δύσκολα και θολώνουν. Μπαίνω στο μπάνιο -μια ντουζιέρα δηλαδή, ο απόπατος, μια λεκάνη να πλένεις τα χέρια και πάνω της ένας καθρέφτης- κοιτάγομαι στον καθρέφτη. Με τα γυαλιά πάνω από την πλαστική μάσκα το θέαμα είναι αποτρόπαιο. Την βγάζω, πηγαίνω στο χωλ και ξαναφορώ τη νάιλον ιατρική μάσκα. Και τότε μου έρχεται η ιδέα πως θα μπορούσε μια νάιλον ιατρική μάσκα να καλύπτει όλο το πρόσωπο και στη θέση των ματιών να έχει δύο ανοίγματα να βλέπεις. Βγάζω τη μάσκα και με το ψαλίδι ανοίγω δύο ανοίγματα στη θέση των ματιών. Την φοράω, μέσα η μύτη, το στόμα έξω, πάνω από τη μάσκα φοράω τα γυαλιά και δεν έχω κανένα πρόβλημα. Οι ιδέες φέρνουν τα χρήματα στην Αμερική, λέει ένας καθηγητής στο τμήμα που δεν με χωνεύει. Να λοιπόν μια ιδέα , μια μάσκα νάιλον ιατρική να καλύπτει όλο το πρόσωπο με ανοίγματα στη θέση των ματιών.

Ανοίγω το κινητό να δω πως ήσαν με τις μάσκες η Κλειώ και η Χριστίνα. Μεγεθύνω στα πρόσωπα για να δω πως θα μπορούσε να υλοποιηθεί  η ιδέα μου. Μέχρι που να φτάνει π.χ. στο μέτωπο. Και τότε παρατηρώ τα μάτια της Χριστίνας. Μεγάλα αμυγδαλωτά, με ένα βαθύ καστανί χρώμα στις κόρες. Τόσο καιρό η ματιά μου έπεφτε στη μύτη της και δεν έβλεπα τα μάτια της.

Νέο μήνυμα από Κλειώ «Πάμε σπίτι μου για μακαρόνια με πιπεριές και τόνο». Η σπεσιαλιτέ της. «Έρχομαι» απαντώ. Θα πήγαινα να δω τα μάτια της Χριστίνας.

_____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Μηνύματα στο κινητό» του Βασίλη Λαδά προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: Library archives Canada, Christie Street Hospital, 1944

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Η πλατιφόρμα

Κώστας Παππής



Την ιδέα τού την έριξε ο Διαμαντής, που τού την είχε ρίξει ο Αποστόλης, που αυτός είχε λύσει το πρόβλημά του, είχε δει φως, του είχε δείξει φωτογραφίες και τρελάθηκε.

  - Εδώ δεν γίνεται παιχνίδι, στενός ο κύκλος. Άρα ανοιγόμαστε προς Πάτρα. Στο ίντερνετ υπάρχει πλατιφόρμα, γνωριμίες. Το λένε «Εγώ κι εσύ». Γκόμενες με τη σέσουλα. Θα σου τα εξηγήσει ο ανιψιός του Αποστόλη, ο Λάκης. Ξεφτέρι. Πάρε τον Αποστόλη να σου δώσει το τηλέφωνό του.

   Στο χωριό δεν γίνεται παιχνίδι. Δεν ήταν μόνο που έσερνε το δεξί ποδάρι, αναμνηστικό από μια Τρίτη, πάνε καμιά δεκαριά χρόνια, που γαμήθηκε ο Δίας κι ανατράπηκε το σκαφτικό και τον έφερε αποκάτω. Ούτε που η ευλογιά τού είχε από παιδί σκάψει το πρόσωπο κι ήτανε miselabile visu. Ευτυχώς η νέα μόδα, γενειάδα προς Ταλιμπάν, του ήρθε κουτί. Κι ούτε καν ήταν που είχε ξυρίσει το κεφάλι γουλί, αφού τα μαλλιά του είχαν απομείνει σκόρπια διαδήλωση. Κι αυτό μέσα στη νέα μόδα ήταν. Το κυριότερο πρόβλημα ήταν οι γυναίκες του χωριού οι ανύπαντρες - γιατί για παντρεμένες ούτε συζήτηση. Μετρημένες στα δάχτυλα, θέλανε παντρειά και πόλη. Μακριά από το χωριό, κι όπου νά ΄ναι.  

   Η μέρα κουτσά-στραβά περνάει. Όταν πέφτει η νύχτα αρχίζουν τα ζόρια. Ιδίως τον χειμώνα, που τον στριμώχνει η μοναξιά. Τάβλι στο καφενείο μέχρι να κλείσει, μετά σπίτι, πέντε κουβέντες με τη μάνα, ύστερα τηλεόραση, να πωρωθεί, πόσο να πωρωθεί; Την κλείνει. Σιωπή. Μόνο το σκυλί του γείτονα και τα ποντίκια στο ταβάνι. Μετά πιάνει δουλειά η χούφτα.

  Καμιά φορά με τον Διαμαντή, για να περάσει η νύχτα, πιάνουν τραπέζι στο σκυλάδικο με τις Ουκρανές, έξω από το Αιτωλικό. Πίνουνε τον κώλο τους μέχρι ν’ αρχίσουν να ξερνάνε, κερνάνε τις Ουκρανές, στέλνουν κάνα πανέρι στο πρώτο όνομα του μαγαζιού. Η λουλουδού τού τ’ αδειάζει στο κεφάλι, δείχνει στη μεριά τους, «από τα βλαχαδερά κει πέρα» του ψιθυρίζει στ’ αυτί σοβαρά. Τ’ όνομα στραβώνει για πάρτη τους ένα χαμόγελο. Κάποια στιγμή «πρόγραμμα τέλος, κλείνουμε». Γυρίζουν, πώς γυρίζουν, στο χωριό κατά τα ξημερώματα.

  Και πόσες νύχτες να το κάνεις αυτό; Μια τη βδομάδα; Δυο; Με τις άλλες τι γίνεται;

  Μια μέρα τ’ αποφασίζει. Γεμίζει ένα καφάσι με πράματα φρέσκα από το περιβόλι του, τα βάζει στην καρότσα και πάει στο σπίτι του Λάκη.

   - Για την πλατιφόρμα. Τα μποστανικά για τη μάνα σου εκ μέρους μου.

 Ανοίγουν τον υπολογιστή, μπαίνουν στην πλατφόρμα - τι λέξη, ούτε διαστημικός σταθμός!

   - Πρώτον, ζητάει εγγραφή. Όνομα κι επώνυμο. Βάζουμε όνομα πιασάρικο, έχει σημασία η πρώτη εντύπωση. Βάζω: όνομα Άλκης, επώνυμο Πετρόπουλος. Του πότε είσαι;

   - 1978.

   - Βάζω 1990. Email έχεις; Κανένα πρόβλημα, θα βάλω το δικό μου. Σπουδές-πτυχία;

   - Δευτέρα Γυμνασίου.

 - Καλώς. Απόφοιτος ΤΕΙ Ηλεκτρονικών. Επάγγελμα, βάζω service ηλεκτρονικά. Χόμπι και προτιμήσεις… Τι μουσική σ’ αρέσει;

   - Άντζελα, Σφακιανάκης.

   - Βάζω έντεχνο λαϊκό. Αγαπημένες ταινίες;

   - Μέλισσες.

   - Ταινίες είπαμε, όχι σήριαλ. Καλά, γράφω Μέριλ Στριπ, αισθηματικά.

   - Ποια είν’ αυτή;

   - Μια αμερικάνα. Χόμπι… Γράφω ορειβασία, ταξίδια, καταδύσεις. Ξέρουμε μπάνιο, εντάξει; Τ’ άλλα τα συμπληρώνω εγώ. Τελειώσαμε.

 Έβγαλε ένα εικοσάρικο.

   - Έλα τώρα…

Το πήρε.

   Σαν παιχνίδι άρχισε, εύκολο όμως δεν ήτανε. Έμπαινε στην πλατφόρμα, τι καινούργια πρόσωπα έχουμε σήμερα, ξεκίναγε μια γνωριμία, κι εκεί που άρχιζε να ζεσταίνει η γραπτή συνομιλία, η γνωριμία εξαφανιζόταν. Έγινε μια, έγινε δυο, έγινε δέκα, άρχιζε ν’ απορεί. Τι φταίει άραγε; Πάει τέλος στον Λάκη, «έλα να μπούμε μαζί», του λέει αυτός. Στήνονται στον υπολογιστή, χτυπάνε μια Σούλα, αρχίζει ο διάλογος. Του Λάκη του σηκώνεται η τρίχα.

   - Έχεις πάει πράγματι σχολείο;

   - Ναι σου είπα, Δευτέρα Γυμνασίου. Γιατί;

  - Η ορθογραφία σου. Της πέταξες τα μάτια έξω. Από δω και πέρα κομμένο το γραπτό μπλα-μπλα. Δυσλεξία θα λες, δεν το ΄χεις στα γραπτά. Κατάλαβες; Θα λες πώς είσαι δυσλεκτικός. Άμα θέλουνε, επικοινωνία μόνο μέσω τηλεφώνου. Θα της δίνεις το δικό σου, «πάρε με». Και περιμένεις.

    Το λαχείο άργησε λίγο να του πέσει αλλά τελικά του έπεσε και το λέγανε Τούλα. Η Τούλα δέχτηκε να μιλάνε από το τηλέφωνο. Δεν τα πήγαινε ούτε αυτή τα γραπτά, τα βαριότανε κι ας είχε σχεδόν τελειώσει Γυμνάσιο. Με την διαφορά ότι ήταν νωρίς να του δώσει το δικό της τηλέφωνο. "Λίγη υπομονή, θα σου το δώσω, θα σε παίρνω εγώ μέχρι τότε". Εικοσιεννέα ετών, μετρίου αναστήματος, καστανή, αρκετά όμορφη, αθλητικός τύπος, του συστήθηκε. Κατοικία Ψηλαλώνια, δικό της το διαμέρισμα, αλλά συγκατοικούσε, δεν διευκρίνισε. Επάγγελμα καλλιτεχνικές κομμώσεις και περιποίηση νυχιών. Χόμπι χορός και shopping therapy. Ξένες γλώσσες ελληνικά. "Ξένη είσαι;", την ρωτάει. "Όχι, Πατρινιά". "Α, καλά", της λέει.

   Απ’ την αρχή τον ταξίδεψε η φωνή της η σεξουλιάρικη, βραχνή και μερακλίδικη, σαν καφές βαρύ γλυκός και όχι. Φωνή να χτίσεις πάνω της παράδεισο. Είχανε πολλά να πουν, για τα ζώδιά τους, τον καιρό, τι ετοιμάζει για το καρναβάλι το δικό της γκρουπ, τη θέση σέντερ μπακ που έπαιζε στο χωριό αυτός, τις Μέλισσες, πόσο αδικήθηκε το τραγούδι μας στο Eurovision, «γάμος ή σχέση;», «πρώτα σχέση μετά γάμος» λέει αυτή, «σωστός» λέει αυτός, "Βίσση ή Γαρμπή;", "Βίσση, δεν το συζητώ", λέει αυτή. Γενικά, βρήκανε πολλά κοινά ενδιαφέροντα και σημαντικά θέματα για να έχουν να συζητάνε.

    Πέρασε λίγος καιρός, όλα ωραία και τέλεια, όμως αυτός ανυπομονούσε να τη γνωρίσει από κοντά για τα περαιτέρω. Αυτή είχε κολλήσει, "νωρίς είναι ακόμα, μη βιάζεσαι". Με τα πολλά, η Τούλα δέχτηκε να συναντηθούνε, δική της επιλογή, στο "Ρεμέντζο", Πλατεία Αγίου Γεωργίου, Σάββατο, ώρα εννιά.

 Έρχεται το Σάββατο. Μπάνιο, αποσμητικό μασχάλες-σκέλια, κολόνια Κούρος αγορασμένη από καροτσάκι Σουδανού. Βάζει μπρος το αγροτικό, σε λίγο του ‘ρχεται ασφυξία. Ντουμάνι τα αιθέρια. Ανοίγει τα παράθυρα. Φτάνει στο "Ρεμέντζο" ένα τέταρτο νωρίτερα, να προλάβει μη τυχόν πάει πρώτη αυτή και τον δει να μπαίνει σέρνοντας το ποδάρι.

   Ήταν μέσα και τον περίμενε. Δυσκολεύτηκε να την εντοπίσει, ο φωτισμός ήταν άποψης μπουρδελέ, θεοσκότεινα, στην αρχή δεν έβλεπε την μύτη του. Σιγά-σιγά άρχισε να διακρίνει. Τρία ήταν όλα κι όλα τα πιασμένα τραπέζια, στα δυο καθόντουσαν υποψίες ζευγαριών, στο τρίτο, μια φιγούρα μόνη εξείχε τριάντα πόντους πάνω από το τραπέζι. Αυτή θα είναι.

    Πλησίασε. Προσοχή το ποδάρι. Της χαμογέλασε. «Η Τούλα;». «Ο Άλκης;». Δώσανε τα χέρια, «χαίρω πολύ», «παρομοίως».

   Κάθισε.

   - Τι θα πιούμε;.

   Η Τούλα είχε παραγγείλει.

   - Δεν μου είπες πως φοράς γυαλιά, της λέει.

    Δεν απαντάει, μάλλον δεν άκουσε.

   Πώς γίνεται, τα λόγια που ήταν τόσο εύκολα στο τηλέφωνο και πήγαινε ροδάνι η γλώσσα τους, τώρα να βγαίνουν με το τσιγκέλι; Έφταιγε η μουσική που ήταν δυνατή και δεν ακουγόντουσαν; Σηκώθηκε και στριμώχτηκε δίπλα της. Κακή έμπνευση. Το άρωμά της τον φλόμωσε, του ήρθε να ξεράσει. Αλλά ήταν αργά να κάνει πίσω. Κι αφού τα λόγια δεν έβγαιναν, είπε να δοκιμάσει τα έργα. Άπλωσε το χέρι στο μπούτι της. Το λαχείο αποδείχτηκε υπέρβαρο. Όσο για το «αθλητικός τύπος», του εξήγησε πως ένας ξάδερφος την είχε πάει σε λούνα παρκ και με τις πρώτες της βολές έδειξε πως το ΄χει.

   Όταν βγήκαν από το "Ρεμέντζο", πήρανε βαθιά ανάσα. Βάδισαν για λίγο δίπλα-δίπλα. Του ερχόταν λίγο πιο πάνω από τη μέση. Άφησε το ποδάρι ελεύθερο να σέρνεται, με κάποια δόση κακίας, σαν να έπαιρνε εκδίκηση. Την πήγε λίγο πιο πάνω, προς τα Ψηλαλώνια. Δώσανε τα χέρια, «θα σε πάρω αύριο», του είπε, και χωρίσανε.

    Νοσταλγεί καμιά φορά τη φωνή της τη σεξουλιάρικη, βραχνή και μερακλίδικη, σαν καφές βαρύ γλυκός και όχι.

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Η πλατιφόρμα» του Κώστα Παππή προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: Frank Horvat


Τρίτη 4 Μαΐου 2021

 Αγαμέμνονας

Ανδρεάννα Κουφού




Τον κοίταγε ξανά και ξανά. Σα να μην το έβλεπε κάθε μέρα, για…για μια ζωή έλεγε. Δεν ήθελε να αναφέρει τα χρόνια, όταν το έλεγε στο μυαλό της και όταν το επαναλάμβανε δυνατά για να το ακούει. Σαν να μην το πίστευε ούτε η ίδια ότι είχαν περάσει τόσα χρόνια και χρειάζονταν να το πει δυνατά για να πάρει σχήμα. Το πρόσωπό του. Πόσο όμορφο και καλό της είχε φανεί τότε. Σκούρα χρώματα. Μάτια λαδιά, μελαγχολικά, της είχαν φανεί. Τον χάζευε και τότε. Τις μικρές εκφράσεις. Τη σύσπαση των χειλιών του, όταν χαμογελούσε. Τη φλέβα που πετάγονταν στο μέτωπό του. Σπάνια αυτό.

    Τον ξανακοίταξε. Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος άντρας που κοιμόταν δίπλα της; Δεν θυμόταν. Σκούρα χρώματα. Ίδια μάτια. Ίδια σύσπαση. Ίδια φλέβα. Ναι, αλλά ίδια με τι;…δεν  θυμόταν. Της ήρθε στο μυαλό η μάσκα του Αγαμέμνονα που είχε δει σε σχολική εκδρομή στις Μυκήνες. Είχε μια μανία με τους παράδοξους συνειρμούς, το παραδέχτηκε στον εαυτό της την ίδια στιγμή που το σκέφτηκε. Κι αμέσως συνέχισε τη σκέψη της ότι αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο παράδοξος.

    Αυτή η μάσκα έμοιαζε με τον άγνωστο άντρα δίπλα της. Μακρύ πρόσωπο, αρχαιοελληνική κατατομή, μάτια αμυγδαλωτά, χείλια λεπτά και ανέκφραστη. Ανέκφραστη, επανέλαβε δυνατά. Μου΄ μεινε κουσούρι να τα λέω δυνατά, αυτοσαρκάστηκε.

    Κι έπειτα μπήκε στο λαβύρινθο της ζωής της. Αναμνήσεις σαν πρόσωπο που με τα χρόνια έχασε τις εκφράσεις του κι έγινε ανέκφραστο σα μάσκα. Χάρηκε με το εύστοχο της σκέψης της.

    Σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι, τύλιξε γύρω της τη μακριά της ζακέτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Πάντα ο καθαρός αέρας καθάριζε τη διάθεσή της. Άκουσε μια ανοίκεια φωνή να φωνάζει το όνομά της και γύρισε ξαφνιασμένη προς το δωμάτιο.

    Ο άγνωστος άντρας στεκόταν στο δωμάτιο και καλούσε το όνομά της. Βαθιές χαρακιές αυλάκωναν το μέτωπό του. Η μάσκα του Αγαμέμνονα, ξανασκέφτηκε.

    Μπήκε μέσα σιωπηλή.  Έκατσαν αντικρυστά στην κουζίνα, ήπιαν καφέ, χωρίς ν΄ ανταλλάξουν κουβέντα. Μετά σηκώθηκαν, ντύθηκαν, φόρεσαν τις μάσκες τους και έδωσαν ραντεβού για το μεσημέρι, μετά τη δουλειά.

    Βγήκε στο δρόμο, νιώθοντας να ασφυκτιά πίσω από τη μάσκα της. Φοράω δύο μαζί, σαν κι αυτόν, αυτοσαρκάστηκε ξανά, και χαμογέλασε αδιόρατα. Τουλάχιστον μπορώ ακόμα να γελάω με τα χάλια μου, ξανασκέφτηκε.

    Το βράδυ στον ύπνο της ονειρεύτηκε ότι φορούσε τη μάσκα του Αγαμέμνονα εκείνη. Ότι πάλευε να τη βγάλει αλλά δεν τα κατάφερνε. Ένιωσε να πνίγεται και πετάχτηκε με μια κραυγή. Ο άγνωστος άντρας ρώτησε, αν είναι καλά. Είδα εφιάλτη του απάντησε, κοιμήσου.

    Το πρωί τη βρήκε ξενυχτισμένη. Δεν είχε καταφέρει να ξανακοιμηθεί. Πέρασε τη νύχτα ψηλαφίζοντας το δικό της πρόσωπο και χαζεύοντας το δικό του.

    Όταν ο άγνωστος άντρας ετοιμάστηκε για τη δουλειά, αναζήτησε τη μάσκα του. Τι τη θες; του απάντησε… Φοράς ήδη μία. Την κοίταξε παραξενεμένος. Μια έκφραση πόνου, έκανε πιο βαθιές τις χαρακιές στο πρόσωπό του.

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Αγαμέμνονας» της Ανδρεάννας Κουφού προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: Laura Makabreskou