Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

ΡΟΜΑΝΙ ΤΣΟΡΙΠΕ  -  ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΗ ΦΤΩΧΕΙΑ
στις μέρες του κορονοϊού

 του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ


Το πρωί της 23ης Μάρτη, ημέρα Δευτέρα, η  Κυριακή ξύπνησε  τα παιδιά της.  Παρά τον χειμωνιάτικο καιρό, έπρεπε να βγουν  στους δρόμους για δουλειά. Να μαζέψουν κάτι να φάνε και να αγοράσουν  καινούρια φιάλη που από χτες έχει αδειάσει.  Μετά τα παιδιά   προσπάθησε να ξυπνήσει  το Χρήστο, που διαμαρτυρήθηκε.
-Άσε, μωρή,  να κοιμηθώ.
-Ξύπνα τεμπέλη, παλιοκχαντινό.  Σήκω μπεκρούλιακα.
Ο Χρήστος δεν ήταν πάντα τεμπέλης. Παλιότερα είχε ένα μικρό φορτηγάκι datsun, και έκανε τον παλιατζή. Μάζευε παλιά σίδερα, χαρτόκουτα, χαλασμένες ηλεκτρικές συσκευές,  ό,τι έβρισκε. Τα  έδινε για ανακύκλωση και κάτι έβγαζε.  Τον τελευταίο χρόνο, όμως, το φορτηγάκι κατέρρευσε. Δεν κατάφερε να το επισκευάσει και το εγκατέλειψε. Από τότε πίνει λίγο παραπάνω.
Η  εγκυμονούσα  Κυριακή  αποτελεί την  κεφαλή της  οικογένειας. Η οικογένεια  αποτελείται από  τον άντρα της Χρήστο και 6 μικρά παιδιά από ενός έτους μέχρι την Κωνσταντίνα 10 χρονών. Η Κωνσταντίνα,  που βρίσκεται στα όρια παιδικής -  εφηβικής ηλικίας είναι η πολύτιμη βοηθός της στη φροντίδα  των μικρών  αλλά και στη ζητιανιά.
Το βράδυ της 22ας του Μάρτη η οικογένεια  κοιμήθηκε  σε μια αποθήκη στην γειτονιά τους την Αγυιά. Τους την παραχώρησε μετά από παρακάλια μια ηλικιωμένη κυρία που τους «γνώριζε».  Λυπήθηκε την  Κυριακή που είναι  έγκυος και μάλιστα  σε  προχωρημένη εγκυμοσύνη.
Όταν τα παιδιά σηκώθηκαν, η Κυριακή τα ένιψε  με λίγο νερό από ένα πλαστικό δοχείο και σήκωσε με τη βία το Χρήστο. Αυτή τη φορά του έριξε  κάμποσο νερό στο πρόσωπο, φωνάζοντας.
-Ξύπνα  κχαντινό, έι ματό - μπεκρούλιακα.
Όταν επί τέλους ο Χρήστος σηκώθηκε, έκρυψαν το μικρό νοικοκυριό τους, φόρτωσαν τα παιδιά  στο καροτσάκι και ξεκίνησαν.
Φυσούσε ένας κρύος  βοριάς που  τους  πάγωσε. Η Κυριακή σκέπασε τα μωρά όσο καλύτερα μπορούσε και έδωσε το σύνθημα να ταχύνουν το βήμα να ζεσταθούν. Η Κωνσταντίνα και τα τρία μεσαία άρχισαν να τρέχουν. Η Κυριακή ανησύχησε που έφυγαν μπροστά, μην πεταχτεί ξαφνικά  κανένα αυτοκίνητο.  Και τότε πρόσεξε πως οι δρόμοι ήταν σχεδόν έρημοι. Αλλά και η πλατεία όταν έφτασαν,  ήταν  σχεδόν άδεια.
-Τι τρέχει σήμερα, ρε Χρήστο; Γιατί τόση ερημιά;
-Είναι πρωί. Φαγώθηκες να μας ξυπνήσεις νωρίς, γκρίνιαξε αυτός. Η Κυριακή δεν μίλησε. Ξέρει ότι δεν είναι πρωί.  Κάτι άλλο συμβαίνει.
Όπως κάθε μέρα έστειλε τα τρία μεγαλύτερα στις γωνίες της πλατείες  και η οικογένεια στήθηκε υπομονετικά.  Όταν το μεσημέρι έγινε  ταμείο, η Κυριακή ίσα που δεν έκλαψε. Δεν είχαν μαζέψει ούτε δυο ευρώ. Ακόμη και η Κωνσταντίνα, που συνήθως μαζεύει  τα περισσότερα ήρθε με άδεια χέρια. Πώς θα φάνε; Πώς θα γεμίσουν τη φιάλη;
Ήταν η 23η του  Μάρτη 2020. Από τις 6 το πρωί είχαν επιβληθεί περιορισμοί   στην κυκλοφορία  σε ολόκληρη τη χώρα. Αλλά κανείς δεν είχε ενημερώσει για αυτό την Κυριακή.
Κατά το απόγευμα η Κυριακή κτύπησε το κουδούνι της κ. Ιωάννας και  μίλησαν στο θυροτηλέφωνο.
-Η Κυριακή είμαι.
-Τι κάνεις, βρε Κυριακή;
Η κυρία Ιωάννα τα τελευταία χρόνια φροντίζει και συμβουλεύει την οικογένεια.
-Μωρέ, κυρά Ιωάννα, γιατί είναι άδειοι οι δρόμοι;  Πού  χαθήκαν οι ανθρώποι;  Μην είναι φευγάτοι για τίποτα διακοπές;
-Α, δεν το ξέρεις; Είμαστε όλοι κλεισμένοι στα σπίτια μας.
-Γιατί, τι πάθατε;
-Κυκλοφορεί μια αρρώστια, ένας κορονοϊός. Πρέπει να αποφεύγουμε ο ένας τον άλλον να μην κολλήσουμε.
-Μέχρι πότε;
-Μέχρι… μέχρι οι γιατροί να βρουν το φάρμακο.
-Και πότε θα γίνει αυτό;
-Τι να σου πω. Μπορεί να πάρει και  δυο και τρεις μήνες.
-Μήνες; Οχού, και πώς θα ζήσουμε; Πάει χαθήκαμε.  Μωρέ κυρά Ιωάννα, σήμερα διακονιά όλη μέρα… τσοριπέ, τίποτα σου λέω.  Πεινάνε τα παιδιά.
-Καλά περίμενε κάτω. Θα βγω στο μπαλκόνι.
-Νάσαι καλά, ούτε η μάννα μου.
Η κυρία Ιωάννα βγήκε στο μπαλκόνι του 2ου ορόφου με  μια πλαστική  σακούλα. Με ένα χοντρό σπάγκο την κατέβασε, φωνάζοντας.
-Μέσα έχω  ένα σαπούνι. Να πλένετε  τα χέρια σας.
Η Κυριακή ρώτησε εκείνο που την ενδιέφερε.
-Πού μπορώ να διακονέψω, κυρά Ιωάννα; Πού λες να είναι οι ανθρώποι;
-Έξω από τα σούπερ μάρκετ. Και Παρασκευή  βράδυ - Κυριακή πρωί στις εκκλησίες. Να σε ρωτήσω, βρήκατε σπίτι;
-Σ’ ένα χαμοκέλι μείναμε το βράδυ.
-Να ψάξεις να βρεις σπίτι.
-Τώρα δεν γίνεται. Όταν   πάρουμε το επίδομα.
Η οικογένεια τα τελευταία χρόνια παίρνει ένα επίδομα πολυτέκνων 1200 ευρώ το τρίμηνο. Με αυτό το επίδομα άλλαξε η ζωή τους. Άφησαν τον καταυλισμό των Ρομά  και  από τότε ζουν σε σπίτι. Έχουν αλλάξει πολλά σπίτια. Στο τελευταίο,  έκαναν τη συμφωνία να δίνουν  900 το τρίμηνο.  Πριν ένα μήνα  που πληρώθηκαν,  η Κυριακή αποφάσισε να μην δώσει όλα τα νοίκια και να αγοράσει στα τρία μεγάλα παιδιά παπούτσια, ρούχα και σχολικά είδη. Την είχε απειλήσει η δασκάλα  πως  θα τα έδιωχνε από το σχολείο.  Και τα παιδιά έπρεπε να πηγαίνουν σχολείο  για να συνεχίσει  το επίδομα.  
Τα νοίκια δεν πληρώθηκαν. Η Κυριακή ξόδεψε κάποια παραπάνω,  άρπαξε και ο Χρήστος 400, ήθελε να επισκευάσει το φορτηγάκι, είπε. Ο  ιδιοκτήτης  αγρίεψε και έβγαλε από τον εισαγγελέα απόφαση έξωσης και τους έδιωξε.  Πρόλαβαν και πήραν μόνο τα απαραίτητα. Μερικές κουβέρτες και το μαγειρείο τους: το πετρογκάζ  με τη φιάλη, και κάτι κατσαρολικά που τα φόρτωσαν  σε ένα καροτσάκι. Σε ένα άλλο  φόρτωσαν τα δυο μικρά  που δεν περπατούν ακόμη καλά. Θα  νοικιάσουν νέο σπίτι  μετά από  δυο μήνες, όταν πληρωθεί το  νέο επίδομα.
  Την Παρασκευή 27 Μάρτη το βράδυ, η Κυριακή στήθηκε από νωρίς έξω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, με το μωρό στην αγκαλιά.  Έκανε κρύο και πάγωνε. Περπατούσε από γωνιά σε γωνιά να ζεσταθεί, περιμένοντας να ανοίξει η εκκλησία. Αλλά αυτή δεν άνοιξε.
Απελπισμένη  ξανακτύπησε το κουδούνι.
-Μωρέ κυρά Ιωάννα, η εκκλησία  είναι κλειστή.
-Δεν έχει χαιρετισμούς   φαίνεται.
-Την  Κυριακή θα ανοίξει;
-Δεν νομίζω.
-Και τι θα κάνω, πώς θα ζήσουμε;
-Κοίτα, Κυριακή, πρέπει να  αποφεύγετε τον κόσμο. Όλοι κινδυνεύουμε  από τον κορονοϊό. 
-Γι’ αυτό δεν κατεβαίνεις κάτω να μας μιλήσεις όπως παλιά;
-Γι αυτό. Να μένεις μέσα στο σπίτι περισσότερο,  να προστατέψεις τα παιδιά σου και το μωρό που θα γεννήσεις.
-Τι σπίτι, στο  δρόμο  είμαι.
-Όπου και να είσαι, μην το παίρνεις αψήφιστα. Να  φοβάσαι τον κορονοϊό.
-Εγώ την πείνα  φοβάμαι, κυρά Ιωάννα, όχι τον  κορονοϊό.
-Να πλένετε τα χέρια σας  με το σαπούνι.
-Πού; Σάμπως  έχω τρεχούμενο νερό;
-Στις βρύσες του δήμου. Όπου βρεις βρύση, να  πλένετε όλοι τα χέρια σας.
-Καλά, κυρά Ιωάννα.
Η  κυρία Ιωάννα αναλογίστηκε την κατάστασή της οικογένειας και έκανε μια πρόταση.
-Τι λες, δεν πατε στον ξενώνα αστέγων;  Εκεί θα μπορείς να πλένεις  τα παιδιά,  να πλυθείς και συ, στην κατάσταση που είσαι. Θέλεις να κάνω τηλεφώνημα;
Η  Κυριακή συμφώνησε. Έδειξε πως της  φάνηκε καλή ιδέα.
-Ναι, για κάνε το.
Επί τόπου η κυρία Ιωάννα πήρε τηλέφωνο τον αντιδήμαρχο. Του εξήγησε πως  έξι παιδιά  κοιμούνται στο δρόμο κι αυτός ανταποκρίθηκε, δίνοντας και τις σχετικές οδηγίες. 
-Κυριακή, ξεκίνα τώρα αμέσως. Είναι εκεί  ο κοινωνικός λειτουργός,  σε περιμένει.
Η Κυριακή πάγωσε.
-Κοινωνικός λειτουργός;
-Ναι, τι έπαθες;
-Κυρά Ιωάννα, τον φοβάμαι. Θα μου  πάρει τα παιδιά να τα πάει σε κανένα ίδρυμα. Αυτά τα παιδιά είναι όλη μου η ζωή. Αν μου τα πάρει, γιατί να ζω… Ίσα που δεν έκλαιγε. 
-Να τους πεις ότι έχεις βρει σπίτι και σε μια βδομάδα θα μπεις μέσα. Να με πάρει τηλέφωνο να το βεβαιώσω. Κατάλαβες;
-Καλά, θα δω.
Η Κυριακή δεν πήγε στον ξενώνα. Και η οικογένεια συνεχίζει να γυρίζει στους δρόμους.  Αυτό  δεν την πειράζει καθόλου.  Εκείνο που την στεναχωρεί   είναι πως οι ελάχιστοι άνθρωποι που κυκλοφορούν  αποφεύγουν και να τους κοιτάξουν.  Άσε που φορούν συνέχεια μάσκες.  Με αποτέλεσμα  η είσπραξη  κάθε μέρας να  είναι ένα τίποτα. Δεν φτάνει ούτε να φάνε Μέχρι τώρα δεν είχαν ζήσει τέτοια  φτώχεια. Η μόνη τους  ελπίδα τώρα είναι οι κάδοι των μεγάλων σούπερ μάρκετ. Εκεί  πετούν ληγμένα τρόφιμα και χαλασμένα φρούτα. Αλλά στους κάδους  τώρα  μαζεύονται πολλοί,  τσιγγάνοι και μετανάστες.
Ξανακτύπησε το κουδούνι.
-Κυρία Ιωάννα στεκόμουν έξω από το σούπερ μάρκετ και μου ζήτησαν χαρτί.  Μας βάλανε πρόστιμο 150 σε μένα και 150 στο Χρήστο. Τι πράματα είναι αυτά;
-Μην ανησυχείς, μωρέ Κυριακή, δεν πρόκειται να το πληρώσεις, της είπε να την καθησυχάσει.
-Άκουγα όλα τα χρόνια για  φτώχεια, φτώχεια. Αλλά  εμείς ποτέ δεν την καταλάβαμε. Τώρα  καταλαβαίνω τι θα πει ρομανί τσοριπέ.
-Πώς το είπες;
-Λέω, τι θα πει τσιγγάνικη φτώχεια.  Έχεις τίποτα;  Έχω τα παιδιά νηστικά.
Η μικρή Κωνσταντίνα το βράδυ φρόντισε να βάλει τα αδέρφια της για ύπνο. Η μάννα της  βρίσκεται στο νοσοκομείο να γεννήσει. Ευτυχώς είχε φροντίσει και δεν τους άφησε στο δρόμο, τους βρήκε  ένα  παλιό σπίτι. Είναι χωρίς ρεύμα και χωρίς νερό, αλλά είναι σπίτι.
Σκέφτεται τη μάννα της που αύριο μεθαύριο θα επιστρέψει με το νέο μωρό.  Το περιμένει πως και πως. Νοιώθει να πλημμυρίζει από  χαρά  που θα έχουν μαζί τους  ένα μικρό, μικρούλικο μωράκι, σαν παιχνίδι. Η μάννα της θα το βυζαίνει, και αυτή μετά θα το παίρνει αγκαλιά να το νανουρίζει.  Ανησυχεί, όμως, γιατί άκουσε μερικά πράγματα που δεν της αρέσουν.
Μια μέρα  άκουσε τη μάνα της  να λέει στην κυρία Ιωάννα.
-Το θες, μωρέ κυρά Ιωάννα, να στο χαρίσω; Δεν θα τα καταφέρω.
Δεν άκουσε τι απάντησε η κυρά Ιωάννα, αλλά από μέσα της  ευχήθηκε να μην το θέλει.  
Ούτε ο πατέρας   συμφωνεί με κάτι τέτοιο. Τον  άκουσε μια νύχτα να λέει στη μάνα της.
-Μην το χαρίσεις. Ένας Αφγανός μου ζήτησε  να το γράψει στο όνομά του, να πάρει χαρτιά. Πληρώνει μέχρι και και 500.
Και η μάννα της  είπε.
-Αυτός θα θέλει να του δώκουμε όνομα αφγανικό: Ιμπραήμ, Αλή και τέτοια. Εγώ θέλω να του δώκουμε χριστιανικό. Αν δέχεται χριστιανικό, να το κουβεντιάσουμε.
Η Κωνσταντίνα καταλαβαίνει τι σημαίνει να το χαρίσει στην κυρά Ιωάννα. Αλλά να το γράψει στον Αφγανό δεν το καταλαβαίνει. Και ό,τι δεν καταλαβαίνει τη φοβίζει. Αν το γράψουν στον Αφγανό και το πούνε Ιμπραήμ, θα μιλάει και αφγανικά. Τότε τι μωρό δικό  τους θάναι;  Όπως τα σκέφτεται καταλήγει  πως είναι καλύτερο να το χαρίσει στην κυρία, παρά να το γράψει στον Αφγανό. Αν δεχτεί η κυρία, θα μπορεί κι αυτή να μπαίνει ελεύθερα στο  σπίτι της. Τι  μεγάλη αδελφή του θα είναι;  Όχι σαν τώρα που η κυρία τους κάνει την καλή, αλλά δεν τους αφήνει να περάσουν την πόρτα της.
Ένα ροχαλητό του πατέρα της την επανέφερε στην πραγματικότητα. Τον είδε να   κοιμάται βαριά και σκέφτηκε  πως πρέπει να είναι  μεθυσμένος από το κρασί. Δεν ανησυχεί. Όταν ξυπνήσει  θάναι μια χαρά.
Η Κωνσταντίνα ξέρει  πως πρέπει να φροντίσει  την οικογένεια. Τα παιδιά πεινάνε.  Και η ίδια δεν αισθάνεται καλά, χτες το βράδυ δεν έφαγαν τίποτα.
Δεν τη φοβίζει η ζητιανιά. Όταν η μάνα της δεν είναι καλά  ή  κάποιο από τα αδέλφια της είναι άρρωστο και το πηγαίνει στο νοσοκομείο,  βγαίνει  μόνη της. Εκεί γύρω, στη  γειτονιά της, την Αγυιά. Έτσι και σήμερα ετοιμάζεται. Σκέφτεται να πάρει μαζί της και  το καροτσάκι  με το μωρό. Με το μωρό  θα πάει  καλύτερα η δουλειά. 
Δεν φοβάται που θα γυρίζει  μόνη της στους δρόμους. Απ’ εναντίας της αρέσει. Είναι μια ευκαιρία να μιλάει με  ανθρώπους, να τους κάνει σκέρτσα και χορευτικές φιγούρες  και να τους  καταφέρνει να της δίνουν κάτι.
Εκείνο που  φοβάται η  μικρή «Εσμεράλδα της Αγυιάς»  είναι  κάτι άλλο. Κάποιοι, για να της δώσουν κάτι, την τσιμπάνε  στα μικρά της στήθη  και την πονάνε. Έτσι έγινε την προηγούμενη φορά. Όταν το είπε στη μάννα της αυτή γέλασε.
-Ε, δεν έγινε και τίποτα. Αύριο  θα γίνεις γυναίκα και όλο και κάποιος θα στα πιλατεύει.
-Μα γιατί; απόρησε η Κωνσταντίνα.
-Ο Θεός γιατί μας δίνει  βυζιά νομίζεις; Μόνο για να βυζαίνουμε  τα μωρά;  Άντε πήγαινε τώρα και μη φοβάσαι.
Η Κωνσταντίνα πήρε το καροτσάκι με το μωρό και βγήκε στο δρόμο. Είναι αισιόδοξη. Ξέρει ότι οι λίγοι άνθρωποι  που θα συναντήσει  κάτι θα  δώσουν. Έχει τον τρόπο της και θα τους καταφέρει. Έστω  ένα δεκάλεπτο. Αν είναι τυχερή, θα βρεθούν και κάποιοι να δώσουν και ένα  ευρώ. Θα μαζέψει σίγουρα μέχρι το μεσημέρι πέντε έξι ευρώ, μπορεί και παραπάνω. Θα ψωνίσει ψωμί, ντομάτες και κάμποσες  φέτες τυρί να φάνε. Αν μαζέψει περισσότερα, θα αγοράσει και μια μπουκάλα κρασί. Να  την κάνει δώρο στον  πατέρα της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου