Ο «καθημερινός φασισμός» ζει ανάμεσά μας
του Κώστα Σπαρτινού
Η έκφραση
«καθημερινός φασισμός» μου ήρθε στο νου μετά την ιστορική απόφαση του
δικαστηρίου για την «Χρυσή Αυγή», τόσο αυτή που χαρακτήρισε το ναζιστικό
μόρφωμα ως εγκληματική οργάνωση όσο και την κατάληξή της που οδήγησε την
πλειοψηφία των κατηγορουμένων στη φυλακή, απορρίπτοντας τον ανασταλτικό
χαρακτήρα των ποινών που πρότεινε η εισαγγελέας. Πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν για αυτή την
ετυμηγορία, αναμφισβήτητα πολυσήμαντη για τη χώρα μας, την ελληνική κοινωνία
αλλά και την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο που ταλανίζεται εδώ και αρκετά
χρόνια από φανερές και κρυφές, φασίζουσες, φασιστικές, ρατσιστικές, σωβινιστικές
δυνάμεις.
Σύσσωμο το
πολιτικό σύστημα, οι κοινωνικοί φορείς, τα ΜΜΕ θριαμβολόγησαν για την απάντηση
και τη νίκη της δημοκρατίας, ακόμα και κάποιοι καιροσκόποι αμφίβολου
δημοκρατικού φρονήματος που είχαν «παίξει» παλιότερα με την δράση της ΧΑ για
διάφορους λόγους: από υστεροβουλία, κερδοσκοπία ή αφέλεια (αν είναι εύκολο να
αποδεχθεί κανείς την τρίτη εκδοχή!). Πέρα από την ειλικρίνεια όλων των θριαμβολογούντων,
πέρα από την προσχεδιασμένη επικοινωνιακή προσπάθεια της Κυβέρνησης να
χρησιμοποιήσει την απόφαση με τρόπο πολιτικά ευτελή και ιστορικά αναιδή για να
πλήξει την αξιωματική αντιπολίτευση, θέλω να πιστεύω ότι το συνολικό μήνυμα που
εκπέμφθηκε ήταν μια αναγκαία κραυγή που ελπίζω ότι ακούμπησε τη συνείδηση της πλειοψηφίας
μιας κοινωνίας ταλαιπωρημένης για πολλά χρόνια από χρεοκοπίες πολλών ειδών,
οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση, αξιακή και πολιτισμική σύγχυση.
Υπήρξαν βέβαια
και πάρα πολλές φωνές που σωστά επισήμαναν ότι δεν έχουμε ξεμπερδέψει με τις
ιδέες που έθρεψαν το φαινόμενο της ΧΑ, ότι έχουμε μπροστά μας συνεχείς αγώνες,
γιατί ο φασισμός δεν τελειώνει με μια δικαστική απόφαση.
«Καθημερινός
φασισμός» ήταν ο τίτλος μιας ταινίας του Μιχαήλ Ρομ, γυρισμένης το 1965, που
ξαναείδα αυτές τις μέρες στο διαδίκτυο. Η ταινία δεν επιμένει τόσο στα ιστορικά
δεδομένα της ανόδου και της επικράτησης του Χίτλερ στη Γερμανία και στις μεγάλες
στιγμές του πολέμου όσο στους μηχανισμούς μαζικής προπαγάνδισης, παραπλάνησης
και εξαπάτησης και πώς αυτοί διαμόρφωσαν την ψυχολογία, τον συναισθηματισμό, τα
πρότυπα και την καθημερινή ζωή του γερμανικού λαού. Ενός λαού ταλαιπωρημένου
από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, τις επιπτώσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών, την
παραπαίουσα Δημοκρατία της Βαϊμάρης, την οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση. Μας
βοηθά να καταλάβουμε πώς μπορεί να διολισθήσει μια κοινωνία ή ένα σημαντικό
κομμάτι της και να αποδεχθεί το απάνθρωπο, το αποκρουστικό, το χυδαίο, το
αυταρχικό σαν ανεκτό, κανονικό, φυσιολογικό. Να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί και
αναπτύσσεται αυτό που η Χάννα Άρεντ ονόμασε «κοινοτοπία του κακού» στο βιβλίο
της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ». «Μισή δωδεκάδα ψυχίατροι βεβαίωσαν»
λέγεται ότι αναφώνησε ένας από τους εξεταστές του Άιχμαν «ότι είναι ‘‘φυσιολογικός’’ – πιο φυσιολογικός, σε
κάθε περίπτωση, από όσο είμαι εγώ ο ίδιος αφότου τον εξέτασα». Ένας
φυσιολογικός άνθρωπος που μετατρέπεται σε τέρας υπακούοντας άκριτα άνωθεν
εντολές.
Το κρίσιμο
ερώτημα σήμερα είναι: Πόσο από αυτές τις ιδέες και σε ποια έκταση έχουν
εμποτίσει την ελληνική κοινωνία και πολλές άλλες; Διαπερνώντας διακομματικά και
διαταξικά το σώμα της και τη συνείδησή της; Όταν ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, η
πατριδοκαπηλία, η ομοφοβία, ο σεξισμός κυκλοφορούν απροκάλυπτα ή συγκαλυμμένα
ανάμεσά μας. Όταν ακόμα και πολλοί από όσους είναι αντίθετοι με αυτά τα
φαινόμενα, τα προσπερνούν από ελαφρότητα, αδιαφορία ή κόπωση; Όταν οι
κατασκευασμένες ειδήσεις δεν εξοργίζουν, τα σημαντικά γεγονότα για τη ζωή των
ανθρώπων επισκιάζονται από επικοινωνιακά σκουπίδια, οι εξουσίες αυθαιρετούν ως
αυθέντες και δεν λογοδοτούν αλλά αντιστρέφουν ξεδιάντροπα την πραγματικότητα,
λειτουργώντας ως ιδιοκτήτες του κράτους. Και μαζί τους ένας εσμός
επικοινωνιολόγων, δημοσιογραφούντων, κολάκων σιτιζομένων από το πρυτανείο της
εξουσίας, οι οποίοι σιγοντάρουν και χαϊδεύουν σκόπιμα, συνειδητά, ανέμελα τον
«καθημερινό φασισμό». Ανατριχιάζει κανείς αν σκεφτεί ότι τα σημερινά μέσα
προπαγάνδισης και μαζικής επικοινωνίας έχουν πολλαπλάσιες δυνατότητες εκείνων
της εποχής του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Τότε δεν υπήρχε ακόμα η τηλεόραση και
το διαδίκτυο!
Και δεν
είναι να απορεί κανείς πώς έγινε να κυβερνάνε σήμερα, εκλεγμένοι από τους λαούς
τους, ένας Τραμπ, ένας Μπολσονάρου, ένας Σαλβίνι, ένας Όρμπαν και μερικοί ακόμα,
νομιμοποιώντας ακροδεξιές, φασίζουσες, αντιδημοκρατικές αντιλήψεις και πρακτικές.
Αρκεί το πρόσφορο έδαφος της οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης και η
«κατάλληλη» ανενδοίαστη, χυδαία και αμοιβαία επωφελής συμμαχία των πολιτικών
δυνάμεων με τα κέντρα που ελέγχουν την επικοινωνία. Το κατάλληλο κλειδί
ξεκλειδώνει τότε την κλειδαριά και ανοίγει την πόρτα στα τέρατα.
Πρέπει να γίνει
μεγάλη προσπάθεια, με την κινητοποίηση όλων των ανυστερόβουλων δημοκρατικών
πολιτών, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες το κακό έχει πολύ προχωρήσει
διαβρώνοντας συνειδήσεις, θεσμούς, εξουσίες. Όπως ο κορωνοϊός κυκλοφορεί
ανάμεσά μας και δεν πρέπει να ξεχνιόμαστε, έτσι κυκλοφορεί ανάμεσά μας και ο
«καθημερινός φασισμός». Και πρέπει να τον αντιπαλεύουμε με καθημερινό αγώνα. Ο
αγώνας αυτός αποτελεί τόσο ατομική όσο και συλλογική ευθύνη.
Κώστας
Σπαρτινός, πρώην βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ
Ο «καθημερινός φασισμός» ζει ανάμεσά μας: δημοσιεύτηκε
στην εφημερίδα Πελοπόννησος 27/10/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου