Αυτοί οι άλλοι
Αλέκα
Πλακονούρη
Όταν ήταν μικρός, φορούσε την αποκριάτικη μάσκα του Ζορό
πολλές μέρες του έτους και οι γονείς του γελούσαν με τον εκδικητή που
κυοφορούνταν ολοχρονίς μέσα του και που προς το παρόν ξιφουλκούσε ενάντια σε
χάρτινους ιππότες, έναν θεόρατο πλαστικό βάτραχο κι έναν Πινόκιο, που κάπου
είχε περιπέσει η μακριά ξύλινη μύτη του. Στα μάτια του, αναμμένες φωτιές πίσω
απ’ τη μαύρη του μάσκα, καθρεφτίζονταν κρεμαστές πόλεις, σιντριβάνια και άμαξες
και μια όμορφη που έτρεχε μαζί με εκείνον πάνω στο ατίθασο άτι του, ενώ γέφυρες
αυτοανατινάσσονταν πίσω τους με οργιαστικές εκρήξεις όλων των χρωμάτων της
ίριδας.
Στην
εφηβεία του ήρθε η τρέλα με το ποδόσφαιρο και πήγαινε με τους φίλους του κάθε
βδομάδα στο γήπεδο. Χοροπηδούσαν στις κερκίδες με κασκόλ ή μπαλακλάβες στα
πρόσωπα και ανεμίζοντας τα μπουφάν τους άναβαν πυρσούς και πολύχρωμα καπνογόνα και
φώναζαν με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους «Όοο, όοο, πόσο σ’ αγαπώ... Όπου
και αν βρίσκεσαι θα σ’ ακολουθώ, η γη πολύ μικρή για να μη σε βρω...». Και τότε
το γήπεδο κλυδωνιζόταν και ύστερα ξεκόλλαγε απ’ το έδαφος και μετεωριζόταν ψηλά
πάνω απ’ την πόλη, κι εκείνοι με τις μπαλακλάβες τους και τα κασκόλ τους και
τον ιδρώτα τους και τις φωτοβολίδες τους στροβιλίζονταν σε ένα σύμπαν
συλλογικής μεταρσίωσης, που τους έκανε με πολλούς τρόπους αθάνατους.
Στα
δεκαεννιά του ερωτεύτηκε ένα κορίτσι που πήγαινε σε δραματική σχολή και
αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Κατάλαβε σύντομα πως έχει πολλή γοητεία να εναλλάσσεις
τα προσωπεία των ρόλων σου και να γίνεσαι ένας άλλος, καλός ή κακός δεν είχε τελικά
καμιά σημασία. Άρχισε να μελετά στη σχολή και να εξερευνά από τότε και όλα τα
επόμενα χρόνια αχαρτογράφητες περιοχές αυτού που θεωρούσε ας πούμε εαυτό του σε
όλα τα αχανή βάθη του, απ’ όπου μπορούσε να ανασύρει φόβους, χαρές, δόλους,
πληγές, έρωτες, ήττες. Πότε Ρωμαίος και πότε Ριχάρδος, πότε Βόιτσεκ και πότε Τρέπλιεβ,
λες και σιγά σιγά έμπαινε εν αγνοία του σε ένα πεδίο διευρυμένης συνείδησης,
όπου συναντούσε όλα τα πάθη κι όλα τα λάθη, όλα τα ύψη πριν απ’ τα βάθη που
ορίζουν την ανθρώπινη περιπέτεια. Κι ένα καλοκαίρι έπαιξε στην Επίδαυρο, στον
Χορό, όπου ίδρωνε μέσα απ’ τη μάσκα του ως γέροντας Πέρσης και στο τέλος το
κοίλο του θεάτρου αντανακλούσε μεγεθυσμένο το χειροκρότημα, που βοούσε ακόμη και
μέσα απ’ τη μάσκα του, λες και υλοποιούνταν και εισχωρούσε καταλαμβάνοντας εκείνο
τον ελάχιστο χώρο ανάμεσα στο προσωπείο και στο αληθινό του πρόσωπο,
σχηματίζοντας έτσι μια συμπαγή κρούστα ανάμεσα σε αυτόν και στον ρόλο.
Λίγο
πριν γίνει πατέρας, αποφάσισε να είναι παρών στον τοκετό. Αγχωμένος και
συγχρόνως τρελός από χαρά συνόδευσε τη γυναίκα του στο μαιευτήριο, της κρατούσε
το χέρι κατά το στάδιο της διαστολής του τραχήλου, όταν εκείνη πονούσε κι
ανάσαινε βαριά, παρακαλώντας μέσα του να μην τη βλέπει για πολύ έτσι, να
τελειώσουν γρήγορα όλα. Και ύστερα μπήκε μαζί της στην αίθουσα τοκετού,
φορώντας την ειδική ρόμπα και την ιατρική μάσκα που του έδωσαν, η γυναίκα του
με τα πόδια ορθάνοιχτα να ουρλιάζει λες και την έσκιζε μια αόρατη λάμα στα δύο,
κι εκείνος να θέλει να φωνάξει πιο πολύ απ’ αυτή, αφού δεν μπορούσε να κάνει
τίποτα για να μοιραστεί μαζί της τον πόνο. Δάγκωνε ασυναίσθητα τη μάσκα του και
ξεφυσούσε και ίδρωνε κι όταν πια εκείνη άφηνε κραυγές που δεν μπορούσε να
διανοηθεί ποτέ ότι θα έβγαιναν από μέσα της, η μάσκα του άρχισε να μουσκεύει
από ανεξέλεγκτα δάκρυα και ύστερα, ξαφνικά, έχασε τον κόσμο και σωριάστηκε στα
πλακάκια. Όταν τον συνέφερε η νοσοκόμα, είχε ήδη έρθει στον κόσμο ο γιος του.
Με
τα χρόνια πολλά άλλαξαν στη ζωή του∙ όνειρα που δεν ευοδώθηκαν, περιστασιακές
συνθήκες που έγιναν τελικά παρόν αμετάθετο, απ’ ό,τι φαινόταν και μέλλον του,
συναισθήματα που σταδιακά πέτρωναν μέσα του και έπαιρναν το σχήμα ενός μεγάλου
τροχού που άλεθε τις μέρες του και τις νύχτες του, ενώ αυτός τελικά ήταν απών, απ’
όλα απών, πετρωμένος κι ο ίδιος. Σαν να φορούσε μια μάσκα, που αλίμονο ήταν πια
το πρόσωπο των πενήντα πέντε του χρόνων, κολλημένο ανεξίτηλα πάνω του, μια ανοίκεια
προσωπίδα, που την παρατηρούσε κάθε πρωί στον καθρέφτη με την ίδια αίσθηση
έκπληξης. Πότε σκαλίστηκε αυτή η μορφή απόντος ανθρώπου πάνω του και κυρίως σε
ποια χαραμάδα του χρόνου είχε γλιστρήσει ο ίδιος όταν συνέβαινε όλο αυτό.
Και
τώρα μονάχος του στο κρεβάτι του νοσοκομείου, η μάσκα του οξυγόνου σφιχτά πάνω
στο πρόσωπό του, τα χέρια του να πονούν, τα χιλιοτρυπημένα του χέρια, ο βόμβος
του μηχανήματος ώρες και ώρες στ’ αυτιά του, τα εκτυφλωτικά φώτα από πάνω του,
μα ας χαμηλώσει κάποιος αυτά τα φώτα επαναλαμβάνει μονότονα μέσα του. Οι
νοσηλεύτριες και οι γιατροί να μπαινοβγαίνουν με τις άσπρες διαστημικές τους στολές
και να μην μπορεί καθόλου να δει τα πρόσωπά τους. Κάτι του λένε, δεν ακούει τι.
Πόσες μέρες έχουν περάσει, πόσες; Πότε του έκανε τελευταία φορά βιντεοκλήση ο
γιος του για να του πει καληνύχτα; Οι άσπροι τοίχοι διαστέλλονται και
συστέλλονται σαν να παίρνουν κι αυτοί οξυγόνο απ’ το μηχάνημα και ύστερα σιγά
σιγά γίνονται ένα άσπρο παχύρρευστο υγρό που παφλάζει και του καρφώνεται στον
νου πως είναι λέει το αίμα του. Τον πιάνει τρόμος, ποιος ζει μ’ αυτό το άσπρο
αίμα μέσα του... Θα ’θελε να μπορούσε να σηκώσει το χέρι του, να τραβήξει τη
μάσκα του οξυγόνου και να ψηλαφίσει πόντο πόντο το πρόσωπό του, να το
αναγνωρίσει ξανά και ύστερα ν’ ανακαλέσει όλους εκείνους που υπήρξε κάποτε ο
ίδιος, όλους εκείνους που με αδιόρατο τρόπο έχασε στην πορεία. Να έρθουν και να
σταθούν γύρω του αυτοί οι άλλοι και να τους φωνάξει με όση δύναμη έχει βοήθεια.
____
Το διήγημα μικρής
φόρμας (flash fiction) «Αυτοί οι άλλοι»
της Αλέκας Πλακονούρη προκρίθηκε στη λογοτεχνική
άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα
«Μάσκα και πρόσωπο».
εικόνα: Ed van der Elsken
Ed van der Elsken