Τα παραμύθια του παππού (1): Ο δράκος της λησμονιάς
Βασίλειος Χριστόπουλος
έργο της Κατερίνας Χριστοπούλου
-Παππού, πες μου ξανά εκείνο το παραμύθι.
-Ποιο, παιδί μου;
-Αυτό, που οι άνθρωποι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους γιατί στους δρόμους
κυκλοφορούσε ο κινέζικος δράκος με την κορώνα. Και όποιος μύριζε την ανάσα του
αρρώσταινε βαριά.
-Πού το θυμήθηκες; Όμως δεν είναι παραμύθι. Είναι πραγματική ιστορία. Την
έζησα ο ίδιος όταν ήμουν νέος.
-Από πού είπες πώς ήρθε ο δράκος;
-Από την Κίνα.
-Και τι σας έκανε αυτός ο δράκος;
-Όπως σου έχω πει, αυτός ο δράκος ξεφυσούσε μια ανάσα γεμάτη μικρόβια και
ιούς. Όποιον κτυπούσε η ανάσα του, αρρώσταινε βαριά και κινδύνευε να πεθάνει ή
γινόταν και αυτός σαν το δράκο. Έτσι, λοιπόν, έπρεπε να μένουμε μακριά ο ένας
από τον άλλον. Βλέπεις, δεν ξέραμε, ποιος είναι μολυσμένος και ποιος όχι.
-Α, γι αυτό φορούσατε όλοι μάσκες. Έχω δει φωτογραφίες. Πλάκα είχε.
-Και δεν ήταν μόνο οι μάσκες. Η κυβέρνηση έβγαζε συνέχεια απαγορευτικά.
Κλείστε τα μαγαζιά, κλείστε τα καφενεία, μην κυκλοφορείτε. Μην μαζεύεστε πολλοί
μαζί. Ο ένας μακριά από τον άλλον. Κλειστείτε σπίτια σας.
-Και δεν δούλευε κανείς; Πώς ζούσατε;
-Πολλοί δούλευαν. Αυτούς ο τότε πρωθυπουργός κύριος Μ., τους έλεγε
εξαρτημένους από το μιστό τους. Και τους άφηνε να στριμώχνονται στα εργοστάσια
και στα λεωφορεία. Και μέσα στο στριμωξίδι η ανάσα του δράκου θέριζε.
-Τα παιδιά πήγαιναν σχολείο;
-Άλλοτε πήγαιναν, άλλοτε όχι. Αλλά και στα σχολεία στρίμωχναν πολλά παιδιά
σε κάθε τάξη.
-Πέθαναν πολλοί τότε;
-Δυστυχώς ναι. Από τη μια ο δράκος, από την άλλη τα στριμωξίδια, έγινε
μεγάλο κακό. Αλλά το χειρότερο ήταν πως η ανάσα του δράκου σκέπασε τον κόσμο με
ένα πέπλο, ένα σύννεφο λησμονιάς. Οι άνθρωποι ξέχασαν.
-Τι ξέχασαν, παππού;
-Ξέχασαν την προηγούμενη ζωή τους. Ξέχασαν τα… πώς να στο πω, τα δικαιώματά
τους. Τα πιο σημαντικά πράγματα που μέχρι τότε έδιναν νόημα στη ζωή τους.
-Τι είναι δικαιώματα, παππού; Δεν καταλαβαίνω.
-Δικαιώματα είναι να μπορεί ο καθένας να… πώς να στο πω.
-Πες μου καλύτερα τι ξέχασαν. Τι σταμάτησαν να κάνουν, από αυτά που έκαναν
πριν το δράκο.
-Πάρα πολλά, σχεδόν όλα. Ξέχασαν να ζητάνε καλύτερα σχολεία για τα παιδιά,
καλύτερα νοσοκομεία, περισσότερα λεωφορεία για να ταξιδεύουν με ασφάλεια. Την
προστασία της δουλειάς τους. Να διεκδικούν, δηλαδή να ζητάνε κάνοντας πορείες,
διαδηλώσεις, απεργίες. Άφηναν την κυβέρνηση να κάνει ότι ήθελε.
-Όλοι παππού; Κι εσύ;
-Κι εγώ, παιδί μου. Μόνο λίγοι νέοι δεν υπάκουαν και συνέχιζαν να βγαίνουν
στους δρόμους. Αλλά η αστυνομία τους κυνηγούσε και τους χτυπούσε. Κι εμείς οι
υπόλοιποι, αντί να τους υποστηρίζουμε που είχαν το θάρρος να το κάνουν, λέγαμε
στην αστυνομία, «μπράβο, καλά τους κάνεις». Ξεχάσαμε πως πριν το δράκο
πολεμούσαμε να αλλάξουμε όσα δεν μας άρεσαν, όσα μας στενοχωρούσαν. Με τη
λησμονιά που έφερε ο δράκος δεν βλέπαμε τα λάθη της κυβέρνησης. Μας φαίνονταν
όλα σωστά. Λέγαμε καλή είναι, προσπαθεί να μας σώσει από το δράκο. Αν κάνει και
κανένα λάθος, δεν πειράζει. Μας φροντίζει. Να, θα μας φέρει και εμβόλιο. Σε
τέτοια κατάντια είχαμε φτάσει.
-Καλά, παππού, μη κλαις.
-Στενοχωριέμαι, γιατί κι εγώ τότε δεν φέρθηκα σωστά.
-Μη στενοχωριέσαι, τώρα όλα τέλειωσαν. Για πες μου, όμως, όταν έφυγε ο
δράκος ξαναθυμηθήκατε αυτά …τα δικαιώματα;
-Μπα, δυστυχώς όχι.
-Γιατί, παππού;
-Γιατί ο δράκος άργησε να φύγει. Και όταν έφυγε τα είχαμε εντελώς ξεχάσει.
-Και τώρα δεν έχετε … δικαιώματα;
-Ευτυχώς κάποιοι λίγοι δεν τα είχαν ξεχάσει. Άρχισαν σιγά σιγά να μιλάνε
για αυτά. Εμείς ακούγαμε, ακούγαμε και λίγο λίγο μαθαίναμε. Μαθαίναμε από την
αρχή, σαν τα παιδιά στο σχολείο. Αλλά αυτό... μας πήρε πολλά χρόνια.