Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Διάλογος του Ενός
Παναγιώτα Χαϊδά


Ο ήλιος βασιλεύει και αφήνει στο πέρασμά του μια γλυκιά ατμόσφαιρα, καθώς βοηθά τον ουρανό να απαλλαχθεί από το μονότονο γαλάζιο που κουβαλούσε όλη μέρα. Ο ορίζοντας διακοσμείται με απαλά χρώματα που παίζουν ανάμεσα στα σύννεφα και προκαλούν το βλέμμα σου να ξεκουραστεί πάνω τους. Εκείνη η ώρα πάλλεται από έναν ηλεκτρισμό και μπορείς να μυρίσεις στο αεράκι, που σε τριγυρνά παιχνιδιάρικα, πως ο κόσμος ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Η ατμόσφαιρα είναι ιδανική για να χαθείς σε μνήμες ή συζητήσεις ξεχασμένες. Ένα χρώμα ή μια μυρωδιά ερεθίζουν τις σκέψεις, ως ένα βότσαλο που πέφτει σε ήρεμη λίμνη κι όσο βυθίζεται και περνάει ανάμεσα σε αναμνήσεις, τόσο παρασύρει το λογισμό σου σε ότι χρειάζεται να επικεντρωθείς. Η ανάσα σου λίγο πιάνεται και έχεις ένα σφίξιμο στο στήθος γιατί είτε σου αρέσει η σκέψη, είτε θες να την αποφύγεις, τώρα έχεις κλειδώσει σε αυτήν. Γιατί κλείδωσες σε ένα διάλογο που πάσχιζε καιρό να ξεμυτίσει, αυτόν που επιδιώκει η μάσκα με το πρόσωπο.

Στο μαβί φόντο του δειλινού η μάσκα θα συστηθεί πρώτη, όπως άλλωστε συνηθίζει τόσα χρόνια. Παρουσιάζεται ως η πανοπλία, αλλά και ως η εικόνα που έχει ο κόσμος για το άτομο στο οποίο ανήκει, αναμιγμένη με την εικόνα που θαρρεί το άτομο πως έχει ο κόσμος για αυτό. Καθημερινά σηκώνει το βαρύ φορτίο της προάσπισης των αρετών της εσωτερικής φωνούλας που την τριβελίζει και ονομάζεται πρόσωπο. Γνωρίζοντας τις βασικές αρχές του, καλείται να τις εφαρμόσει σε κάθε επαφή με το περιβάλλον της. Ξεκινά τη συζήτηση πικραμένη, αποδίδοντας κατηγορίες στο πρόσωπο για τη μοναξιά και τις τρύπες περίβλημα της. Το θάρρος της, αν και αρκετό για να επιβιώσει στις διάφορες εκφάνσεις της καθημερινότητας, φοβάται πως αρχίζει να κλονίζεται χωρίς την υποστήριξη του άλλου της μισού. Πρόκειται δηλαδή περί σχέση άγουρης αγάπης, απειλούμενη από τη ραστώνη του προσώπου. Χολωμένη τώρα η μάσκα, συνεχίζει πως αν το πρόσωπο σταματούσε να εκτοξεύει παγερές απαιτήσεις, οι δυο τους μαζί, θα μπορούσαν να έχουν αποφύγει πολλές διπλές συζητήσεις. Αυτές που κάνει η μάσκα με το περιβάλλον της σε πρώτο χρόνο, έναντι αυτών που λαμβάνουν χώρα κεκλεισμένων των θυρών, με τη βοήθεια του προσώπου, απέναντι σε έναν αόρατο αντίπαλο.

Το πρόσωπο, που σιχαίνεται το ψέμα, δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί πως όντας ακόμα ανώριμο αρέσκεται στην ασφάλεια της εσωτερικότητας και σπάνια υποστηρίζει τη μάσκα. Όχι πως δε το θέλει, της ξεκαθαρίζει, απλά δεν μπορεί να χωρέσει στις κοινωνικές περιπτύξεις. Δυστυχώς για το πρόσωπο, η μάσκα παραθέτει παροιμίες περί μπορώ-θέλω κι εξάλλου δεν έκανε ποτέ λόγο για κομφορμισμό, παρά για ένα και ενιαίο μέτωπο. Σοβαρεύει λοιπόν το πρόσωπο και εκφράζει την απολογία του, μετανιώνοντας για την οξυθυμία και το ασταθές του θυμικό. Όσο ανοίγεται, υπόσχεται να νουθετεί σταδιακά τη μάσκα ώστε να φτάσει σε σημείο να το εμπιστεύεται, καθώς κατανοεί πως κάθε αποτυχημένη συναναστροφή της, είναι απόρροια της δικής του ανασφάλειας. Η εδραίωση της εμπιστοσύνης, της εξηγεί, δεν είναι χρησιμοθηρική απλά για να αποφεύγονται οι διπλοί διάλογοι με τρίτους.

Είναι πολλές οι πλάνες στις οποίες μπορεί να πέσει το άτομο στο οποίο ανήκουν, αν αυτά τα δυο δεν εμφανίζονται αχώριστα, ως ένα. Ψηλά σε κλίμακα επικινδυνότητας, αν και αυτή ποικίλλει στον καθένα, βρίσκονται τα άχρωμα πρωινά. Αυτά που ξεκινούν από το προηγούμενο βράδυ, όταν το άτομο κοιμήθηκε παράωρα γιατί ξοδεύτηκε σε κάτι ανούσιο, όπως η ζωή τρίτων σε κάποιο μέσο τηλεοπτικής ή κοινωνικής δικτύωσης. Κάποια στιγμή θυμήθηκε να κοιμηθεί κι ύστερα ξύπνησε χαμένο. Αφιέρωσε τόσο χρόνο στο να παρακολουθεί μια άλλη πραγματικότητα, που αρνείται να σηκωθεί για να αντιμετωπίσει τη δική του. Είτε δε το καλύπτει η μέρα που ξέρει ακριβώς πως θα εξελιχθεί, είτε αυτομαστιγώνεται που ξοδεύτηκε. Εκείνη τη στιγμή το βαρίδι που ξεκίνησε από το κεφάλι συγκεντρώνεται στο στήθος του, δυσκολεύεται να αναπνεύσει και βυθίζεται σε κλίνη δυσθυμίας. Κι όσο βυθίζεται, απελπίζεται και οι σκέψεις του γίνονται αυτοκαταστροφικές. Η εδραίωση εμπιστοσύνης μεταξύ τους, κατανοεί τώρα η μάσκα, είναι η μόνη που μπορεί να βγάλει το άτομο από τη ματαιότητα που φαίνεται να απλώνεται, εκείνα τα πρωινά, σε κάθε απόφαση που αυτό έχει, αλλά και σκοπεύει να πάρει.

Θα του εξηγήσουν πως είναι αναμενόμενο να αμφισβητήσει κανείς κάποιες επιλογές του, ιδιαίτερα σε μικρότερη ηλικία που το πνεύμα οφείλει να είναι ανήσυχο ώστε να επιβιώσει σε μια κοινωνία που παρασύρει το άτομο στη νωθρότητα. Αν η αγάπη προσώπου-μάσκας είναι εδραιωμένη και μόνο να εξελιχθεί μπορεί, τα σύννεφα της αβεβαιότητας θα διαλυθούν αφότου η βροχή ξεπλύνει το άγχος. Αν πάλι δεν έχει επέλθει ευταξία των συναισθημάτων τους και το άτομο είναι ανίκανο να βγει από το χάος των σκέψεων του, θα στραφεί σε τρίτους. Σε τρίτους που ίσως να μην έχουν ενιαίο πρόσωπο-μάσκα και πως να βοηθήσουν κάποιον άλλο αν δεν μπορούν πρώτα να σώσουν τον εαυτό τους; Αλλά κι αν μπορούν να βοηθήσουν, κάνουν συστάσεις βασισμένες σε όσα βλέπουν και διαισθάνονται που είτε δεν είναι αρκετά, είτε δεν θα εκτιμηθούν από ένα άγονο έδαφος προσώπου-μάσκας. Τότε η ευθύνη μπορεί να πέσει εύκολα σε αυτούς τους τρίτους και τις ελλιπείς τους συμβουλές και είναι κρίμα. Κρίμα, συμφωνούν το πρόσωπο και η μάσκα, γιατί το άτομο θα μπορούσε πριν πάει μακριά, να τους δίνει χώρο να συζητούν, ώστε να είναι προετοιμασμένα να προσπαθήσουν να το συνεφέρουν από την παραδοξολογία που κυριαρχεί στα άχρωμα πρωινά.

Με αυτή τη σκέψη επίπληξης στο παρασκήνιο, συνειδητοποιείς πως το αεράκι που είχε δυναμώσει ανεπαίσθητα αρχίζει κάπως να καταλαγιάζει και γελάς. Γελάς γιατί ως το άτομο στο οποίο ανήκουν το πρόσωπο και η μάσκα, αποφασίζεις να αγκαλιάσεις την πρόοδο που έφερε αυτός ο διάλογος. Συντάσσεσαι μαζί τους και υπόσχεσαι να συνεχίσεις να τους δίνεις χώρο να διαλέγονται, να συγκρούονται και να φιλιώνουν, πέραν των χρονικών πλαισίων αυτού του δειλινού, καθώς η σχέση τους χρειάζεται τα σφάλματα και την κατανόηση τους για να εξυγιανθεί. Νιώθεις πως πιο δύσκολο σαν εγχείρημα θα είναι η τήρηση αυτής σου της υπόσχεσης, όμως προς το παρόν είσαι ποτισμένος από ένα αίσθημα ικανοποίησης. Τώρα, μπορείς να αφήσεις το βλέμμα σου να πλανηθεί σε διαφορετικό σημείο του ορίζοντα.

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) “Διάλογος του Ενός της Παναγιώτας Χαϊδά προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».
εικόνα: Taras Loboda

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

 ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Αλεξάνδρα Ζώη


Είναι κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Ρούχα που μυρίζουν ναφθαλίνη, ιδρώτα, κρασί. Κάπου-κάπου κάποια κολόνια. Κάτι αυγοκοφτό που άφησε την οσμή του στα μανίκια.  Γιατί στριμώχνονται; Τι περιμένουν όλοι εδώ, αναρωτιέμαι. Τι γίνεται;  Κάνει κρύο.

Δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω τις μουριές, να πάρω κάτι απ΄ την ζέστη των τετραδίων μου με τα τσακισμένα φύλλα, με πήραν βιαστικά. Με έντυσαν όπως-όπως με τα καλά μου. 

Με σουλούπωσαν. Δύσκολο έργο. Έχω μακριά ίσια μαλλιά. Κόβουν στη μέση κάθε απόπειρα προέκτασης.  Θα πρέπει να είναι Κυριακή, η μεγάλη μέρα. Έτσι που με πήραν ξαφνικά, δεν πρόλαβα να τακτοποιήσω τον εαυτό μου που όπως-όπως κι αυτός σερνόταν κάτω από μανίκι μου. Παραμάσχαλα.

Με πήραν κρυφά από την μάνα υποψιάζομαι. Παραβίαση των ορίων. Ο χώρος που εκείνη οριοθετούσε ως «έμβιος» ήταν αυτός που ονομάζουμε στο σχέδιο, ο «αρνητικός» χώρος,  ο «ρέστος». Εκείνος που υπάρχει χάρη στην ύπαρξη των άλλων. Είναι ο «μη-χώρος» ανάμεσα στις ανάσες των άλλων. Οριοθετείται  ανάμεσα στα περιγράμματά τους.

Α, ναι, τα όρια. Διαγράφονται με αλάτι, μελάνι και αίμα.

Κι έτσι έμαθα να ζω στη συνέχεια. In limbo. Ανάμεσα στο κενό του συνθήματος και του παρασυνθήματος. Ανάμεσα κι εκτός.

Πέθαινα τις ώρες του μεσημεριού ανάμεσα στην ευφορία της τελευταίας μπουκιάς του  φαγητού και του αναστεναγμού της ξεκούρασης. Την ώρα που άφηναν τις μάσκες τους στην κρεμάστρα μαζί με το πανωφόρι, στη ράχη της καρέκλας ή στο κομοδίνο με τα κλειδιά. Οι νοικοκύρηδες.

Κάπου μύριζε λάχανο, κάτι αυγοκοφτό. Η περηφάνια της νοικοκυράς. Άλλοτε με δίχτυ και μπιγκουτί, τώρα με άι-λάϊνερ και σμαρτφόουν. Η απελευθέρωση του λάιφ στάιλ. Homo ludens. Ανεστραμμένο κι’ αυτό. Λαχεία. στοιχήματα. Η λιανική και άλλα.

Παζάρια. Στο τραπέζι. Στις κρεβατοκάμαρες. Στους διαδρόμους. Στα πεζοδρόμια. Στα φανάρια των δρόμων. Στους φαγωμένους δρόμους. Άνθρωποι, σακούλες, έγγραφα. Υπηρεσίες. Σκάλες και όροφοι. «Κλιμακοστάσια», ανεβοκατεβάσματα,  τσόκαρα και πρησμένα πόδια, βαμμένα νύχια ποδιών που γλύφουν σχεδόν τα μαυρισμένα μάρμαρα. Βρώμικα δάχτυλα. Υποκριτικά ζωντανά. Στις γωνίες τρέχουν υστερικά κατσαρίδες. Και λακ για τα μαλλιά. Αποσμητικά για μασχάλες. Τα κλιμακοστάσια είναι πολύ μοναχικοί χώροι. Σε ανεβάζουν στους ουρανούς σαν την σκάλα του Ιακώβ. Ανεβοκατεβάσματα. Άνοδοι, κάθοδοι,  ηλεκτρολύτες. Συμβάντα.

Η βουή εντός κι εκτός.

Έτσι και  τότε στην πλατεία. Η  τελευταία Κυριακή! Η λακ, το δίχτυ των μαλλιών, το μακιγιάζ, το καπέλο, οι αγκράφες  και τα άλλα βοηθήματα της ευτυχίας.

Κάτι αυγοκοφτό. Και χύμα κρασί.

Tα παλτά. Τα γιλέκα. Τα κοστούμια. Οι φούστες. Τα ταγιέρ.  Τα παπούτσια, οι μπότες, η τσάντα. Τα αξεσουάρ μιας καθώς πρέπει συνενοχής. Τα ανθρωπάκια του Μαγκρίτ γεμίζουν ασφυκτικά την πλατεία. Πετούν σοκολάτες. Κάτι μαλακό. Κάτι γλιστερό. Κάτι σαν το δάχτυλο του ΕΤ.

Με διαπερνάει ένα κρύο. Είναι κρύες οι αγκαλιές των ανθρώπων. Διάτρητες.

Μπροστά μου και ψηλά το ξασμένο μαλλί της κυρά Τασίας, μετά από ώρες στα μπιγκουτί. Το διπλοσάγονο και τα βαμμένα στόματα. Δόντια. Γέλια με δόντια. Και γλώσσες που πηγαινοέρχονται μέσα έξω. Οι φήμες. Οι ψίθυροι. Σε αντήχηση. Τα πνιχτά φωνήεντα της έξαρσης, τα στραγγαλισμένα σύμφωνα της συνενοχής. Το «μοιράζειν» της αυταπάτης μας. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Σούπα αυγοκοφτή. Οι διαπροσωπικές σχέσεις. Σχετικές.
Η σχετικότητα που διέπει το είναι μας.

Κοιτάζω ψηλά γιατί εκεί κάτι συμβαίνει. Εκεί είναι η αρένα του θεάματος. Κι αυτό ανεστραμμένο. Εκεί ελευθερώνονται οι προσδοκίες σαν τα περιστέρια. Εκεί βόσκουν τα όνειρα στα πράσινα λιβάδια του σύμπαντος  ως μόσχοι στον ήλιο. Εκεί τέμνονται οι ευθείες των διαγραμμάτων μας. Ο ουρανός με τους διάττοντες, ο Δίας  χρυσή βροχή. Ο Θεός που  γνέφει με το σαρδόνιο γέλιο του. Το μυστήριο της εξομολόγησης. Τα μυστήρια γενικά. Αυτά που δεν περιέχουν απαντήσεις. Σαν τους καρπούς χωρίς κουκούτσι. Που καταπίνονται εύκολα.

Με συνοδεύει ένας κύριος. Φίλος της οικογένειας. Δάσκαλος. Δόντια, γλώσσες, γέλια. Και ανάμεσα στα χέρια μου κάτι που δεν είναι χέρι. Κάτι γλιστερό και μαλακό. Οι καμπαρντίνες με τα κουμπιά και τα καλά παπούτσια. Η θεία, οι γνωστοί, οι άγνωστοι, το πλήθος. Ο συρφερτός της πανδαισίας. 

Λάθος. Δεν είναι διάττοντες. Απλά, κομφετί. Ο Θεός-καρνάβαλος.  Οι σοκολάτες.

Ένας μικρός βιασμός. Απειροελάχιστος. Κάπως έτσι ακούγεται μια κραυγή στο σύμπαν. Ένα πνιχτό «αααα» ελάχιστα μικρής εμβέλειας. Ένα λεπτό διάγραμμα στο σκότος.
_____
Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) “Διάγραμμα της Αλεξάνδρας Ζώη  προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

εικόνα:
Barbara Kruger


Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

 Η μάσκα να καλύπτει σωστά το πρόσωπό σου

(1192 λ.)

 Βασίλειος Χριστόπουλος

 


Και αυτό το χειμωνιάτικο πρωινό  o Γιάννης, όπως κάθε πρωί, ετοιμάστηκε για τη δουλειά του. Πριν φύγει έριξε μια τρυφερή ματιά στο μικρό γιο του που κοιμόταν. Μετά αγκάλιασε τη Μαρία, τη γυναίκα του. Αυτή του φόρεσε τη μάσκα και του είπε ψιθυριστά.

- Να προσέχεις… Να καλύπτει σωστά το πρόσωπό σου.

Ο Γιάννης φόρεσε   το χοντρό  μπουφάν και με το κράνος στο χέρι έκλεισε αθόρυβα την πόρτα. Κατέβηκε με τα πόδια τη σκάλα και πριν βγει έξω έβαλε και το κράνος του. Όταν ανέβηκε στη μικρή του βέσπα αισθάνθηκε το κρύο  να του περονιάζει το κορμί και σκέφτηκε  να γυρίσει πίσω. Αλλά ο δισταγμός κράτησε μόνο για λίγες στιγμές. Γύρισε τη μίζα και έφυγε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Τις τελευταίες δέκα μέρες δεν πηγαίνει στη δουλειά. Στο δεύτερο  lockdown η εταιρεία ηλεκτρονικών που δούλευε σχεδόν τρία χρόνια τον απέλυσε. Στη Μαρία δεν έχει πει τίποτα, δεν θέλει να τη στενοχωρήσει. Συνεχίζει, λοιπόν, κάθε πρωί να φεύγει στην ώρα του και να περιπλανιέται στην πόλη. Άλλοτε με τη βέσπα και άλλοτε με τα πόδια, να επισκέπτεται, να ρωτά, ακόμη και να παρακαλεί. Να ψάχνει για μια δουλειά, έστω και προσωρινά. Άλλοτε ήρεμα χωρίς άγχος και άλλοτε αγχωμένος γιατί οι μέρες περνούν και οι πενιχρές οικονομίες εξαντλούνται.

Εκείνη τη μέρα είχε ραντεβού με τον ιδιοκτήτη μιας πιτσαρίας στον κεντρικό πεζόδρομο. Όταν έφτασε έξω από το μαγαζί βρήκε να περιμένουν καμιά δεκαριά και, χωρίς να ρωτήσει, στάθηκε στη σειρά. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά ευτυχώς δεν έβρεχε. Τράβηξε το φερμουάρ του μπουφάν μέχρι επάνω, σήκωσε το γιακά, τακτοποίησε τη μάσκα που είχε γλιστρήσει και χαλάρωσε τον ιμάντα του κράνους του. Ήταν αποφασισμένος να περιμένει όσο χρειαστεί, αν και γνώριζε πως οι πιθανότητες ήταν εναντίον του. Για δυο θέσεις ντελιβερά οι ενδιαφερόμενοι θα ξεπερνούσαν τους είκοσι. Και για την κουζίνα, δηλαδή λαντζέρης, οι ενδιαφερόμενες θα ήταν πολύ περισσότερες. Για μια στιγμή σκέφτηκε τα προσόντα που διέθετε και  χαμογέλασε πικρά.

Σε άλλες συνθήκες θα ντρεπόταν να εργάζεται ντελιβεράς πιτσαρίας. Αλλά τώρα είναι όλα διαφορετικά. Άλλωστε με τη μάσκα και το κράνος, κανείς δεν πρόκειται να τον αναγνωρίσει. Τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, μέχρι να συνηθίσει.

Βάλθηκε να χαζεύει την κίνηση στον πεζόδρομο. Οι διαβάτες ήταν αρκετοί, παρά το lockdown. Άλλοι με αργό βήμα, οι αργόσχολοι, κάνουν την πρωινή τους βόλτα. Και άλλοι βαδίζουν βιαστικά προς κάποιον προορισμό. Στο παγκάκι ένας  ηλικιωμένος μουσικός έχει ήδη πάρει τη θέση του. Η μαύρη μάσκα κρύβει το πρόσωπό του, αλλά πρέπει να έχει πατήσει τα εξήντα. Με το ακορντεόν κολλημένο πάνω του πλημμυρίζει τον πεζόδρομο με όμορφες μελωδίες. Νάναι κάποιος μετανάστης από την ανατολική Ευρώπη; αναρωτήθηκε. Ή μήπως κάποιος ντόπιος μουσικός που βρήκε τον τρόπο να επιβιώσει; Λίγο πιο πέρα ένας λιπόσαρκος ζητιάνος είναι διπλωμένος στα δύο. Το πιγούνι του είναι ακουμπισμένο στα γόνατά του. Κρατά προκλητικά όρθιο το πρόσωπό του χωρίς μάσκα. Παρά τα γκρίζα μαλλιά και γένια, δεν πρέπει να είναι πάνω από σαράντα. Κάθεται στα πέτρινα σκαλοπάτια ενός ακατοίκητου νεοκλασικού. Φαίνεται ντόπιος, δηλαδή Έλληνας, το πολύ να είναι Έλληνας Ρομά. Δίπλα του είναι ακουμπισμένο ένα δεκανίκι. Να έχει κάποιο πρόβλημα αναπηρίας ή είναι για ξεκάρφωμα; 

Έβαλε το χέρι στην τσέπη του, είχε κάποια λιανά. Διάλεξε δυο πενηντάλεπτα, κοίταξε για τη θέση του, τελευταίος ήταν, και τους πλησίασε.

- Καλημέρα, είπε στο μουσικό και του άφησε το νόμισμα. Αυτός του χαμογέλασε αμίλητος ενώ συνέχισε να παίζει.

- Καλημέρα, είπε και στο ζητιάνο.

- Ευχαριστώ, αφεντικό.

Ξαναγύρισε στη θέση του. Σκέφτηκε πως οι  δυο απορίες του δεν λύθηκαν. Δεν έμαθε ούτε την πατρίδα του μουσικού, ούτε αν ο ζητιάνος είναι πράγματι ανάπηρος. Μάλλον θα έμενε με τις απορίες. Εκτός κι αν όσο περίμενε κάποιες κινήσεις τους τον φώτιζαν περισσότερο.

Κατάλαβε ότι είχε κολλήσει στους ζητιάνους γιατί ήθελε με κάτι να απασχολεί το μυαλό του. Να μην σκέφτεται την αναμονή και τις πιθανότητες που είχε. Γι αυτό και δεν την είδε αμέσως. Φορούσε τη μάσκα κανονικά, να πιάνει σωστά το πρόσωπο, και ένα κόκκινο σκουφί κατεβασμένο μέχρι τα μάτια. Ένοιωσε μια ταραχή και κατάλαβε πως είχε χάσει το χρώμα του. Ευτυχώς η μάσκα και το κράνος τον προστάτευαν. Κάθισε ακίνητος περιμένοντας να του μιλήσει αυτή πρώτη. Η γυναίκα  δεν έκανε καμιά κίνηση, μόνο τον κοίταξε φευγαλέα. Σκέφτηκε πως μάλλον δεν τον κατάλαβε. «Αφού δεν με κατάλαβε ας μην της μιλήσω, αποφάσισε. Καλύτερα έτσι».

Η σειρά μπροστά του είχε μειωθεί. Ο Γιάννης  ετοιμαζόταν να μπει στο μαγαζί όταν ξαφνικά  η γυναίκα  ον πλησίασε.

-Μου παραχωρείτε τη σειρά σας, κύριε, γιατί έχω αφήσει τα παιδιά μόνα τους;

Ο Γιάννης τα έχασε. Η φωνή της μέσα από τη μάσκα ακουγόταν βαριά, διαφορετική.

-Ευχαρίστως, κυρία μου,  απάντησε υπνωτισμένα.

Όταν αυτή προχώρησε μπροστά την ξανακοίταξε από πίσω. Λες να μην είναι αυτή; αναρωτήθηκε. Τον προβλημάτιζε που του μίλησε για παιδιά, ενώ είχαν ένα παιδί. Όταν βγήκε από το μαγαζί της έριξε μια ακόμη ματιά. Σιγουρεύτηκε, αλλά αυτόν τον κόκκινο σκούφο στο κεφάλι της πρώτη φορά τον έβλεπε.

Το μεσημέρι γύρισε σπίτι στην ώρα του. Σαν να είχε πάει για δουλειά. Η Μαρία ήταν εκεί σαν να μην είχε βγει καθόλου από το σπίτι. Ο Γιάννης κοίταξε εξεταστικά τα κρεμασμένα ρούχα. Έκανε πως τα τακτοποιεί, να βρει χώρο να κρεμάσει το μπουφάν του. Στην πραγματικότητα έψαχνε για τον κόκκινο σκούφο. Δεν τον βρήκε.

Τρώγοντας συζήτησαν τα συνηθισμένα. Το παιδί, πότε θα ανοίξει το νηπιαγωγείο του, ο κορωνοϊός, τα εμβόλια, η δουλειά του, η κίνηση στους δρόμους… Την κοιτούσε εξεταστικά και αναρωτιόταν αν είχε υποψιαστεί κάτι. Ήταν τόσο φυσική που σκεφτόταν πως μπορεί να είχε κάνει λάθος. Ή μήπως τον παραπλανούσε με την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία της; 

Μετά από δυο  μέρες ενώ γύριζε στον ίδιο πεζόδρομο, πάλι την είδε, αυτή τη φορά από μακριά. Στάθηκε και την παρατήρησε να σιγουρευτεί. Φορούσε τον ίδιο κόκκινο σκούφο. Κάποια στιγμή έβγαλε το σκούφο της να μαζέψει τα μαλλιά της και τότε σιγουρεύτηκε. ΄Ηταν αυτή και έψαχνε για δουλειά. Καθώς την παρατηρούσε εκτίμησε το γεγονός ότι αποφάσισε να εργαστεί. Κι αυτός το είχε σκεφτεί, αλλά δεν ήθελε να φορτώσουν το μικρό  στην πεθερά του.

Το μεσημέρι  εκεί που τρώγανε δεν άντεξε άλλο.

- Ψάχνεις για  δουλειά, Μαρία;

- Ναι, το σκέφτομαι, του απάντησε.

- Και πού θα αφήνεις το παιδί;

 - Κανόνισα με τη μάνα μου να μου το φυλάει.

- Ξέρεις είναι δύσκολο να βρεις δουλειά τώρα με τις  απαγορεύσεις, την ενημέρωσε.

- Το ξέρω, Γιάννη μου. Είναι  δύσκολο… και  για μένα και για σένα. 

Ο Γιάννης τά ‘χασε.

-Το  ξέρεις;

- Ναι, το ξέρω, Γιάννη, σε είδα προχτές στην πιτσαρία.

- Κι εγώ σε γνώρισα, αλλά νόμισα πως εσύ δεν…. Όταν μάλιστα μου μίλησες και μου ζήτησες  να σου παραχωρήσω τη θέση μου…

- Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρη. Γι αυτό σου μίλησα… Μετά το «ευχαρίστως, κυρία μου»,  σιγουρεύτηκα. Αλλά ήμουν σίγουρη πως εσύ δεν με κατάλαβες…

Ο Γιάννης και η Μαρία κοιτάχτηκαν, αμίλητοι και οι δυο. Πρώτος σηκώθηκε από την καρέκλα του ο Γιάννης και αμέσως ακολούθησε η Μαρία. Συναντήθηκαν στη μέση του τραπεζιού. Αγκαλιάστηκαν.

- Γιατί μου είπες πως έχεις αφήσει τα παιδιά μόνα τους στο σπίτι; ρώτησε. Έχεις και κανένα άλλο που δεν το ξέρω;

- Ήθελα να σε μπερδέψω, στην περίπτωση που κάτι είχες υποψιαστεί.

- Κι αυτόν τον κόκκινο σκούφο, πού τον βρήκες;

- Αχ βρε Γιάννη… Τον τελευταίο καιρό ούτε που με προσέχεις, απάντησε γελώντας.

Στην πόρτα είχε εμφανιστεί ο μικρός γιος τους και τους κοιτούσε με απορία.

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) Η μάσκα να καλύπτει σωστά το πρόσωπό σου (1192 λ.) του Βασιλείου Χριστόπουλος προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

έργο της Κατερίνας Χριστοπούλου

Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

 ΘΑΥΜΑ

Ελένη Γκίκα 

 

Πετάχτηκε από το όνειρο απότομα. «Όνειρο ή εφιάλτη το λες αυτό;». Το ξυπνητήρι - κάποιο από τα πολλά - πρέπει να χτυπούσε εδώ και ώρα. «Ναι, λογικά γι’ αυτό είχε και μουσική υπόκρουση η μαλακία που έβλεπα». Άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια για το ιδανικό πρωινό. Είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Χασμουρήθηκε ανόρεχτα. Το φως του ήλιου είχε ήδη εισβάλλει από τα παλιά κουφώματα και την ενοχλούσε, ως συνήθως. Σχεδόν την έκαιγε. Ήταν μια από αυτές τις μέρες. «Τέλεια» σκέφτηκε, «σήμερα θα χρειαστώ καφέ».

Σηκώθηκε σκοτεινιασμένη. Ακούμπησε με τα ακροδάχτυλα των χεριών την κάσα της πόρτας και τεντώθηκε τόσο έντονα κι επίμονα, που στο τέλος αναγκάστηκε να κάτσει ζαλισμένηστο πάτωμα. «Ρε δεν ξεκινήσαμε καλά». Κάτι της έφταιγε και δεν ήταν μόνο η φωτεινή πλάση που διέκρινε αμυδρά από τις χαραμάδες των ξύλινων παραθυρόφυλλων. Το γραφείο της ήταν άνω - κάτω. Η δουλειά της προηγούμενης νύχτας μάλλον είχε πάει πολύ καλά. Ή κατά διαόλου. Όπως και να ‘χε όμως, το βομβαρδισμένο τοπίο ήταν τουλάχιστον περίεργο φαινόμενο για τα δικά της δεδομένα. «Καλά, τι ήπια χθες και δεν το θυμάμαι;».

Έριξε πάνω της το πρώτο ρούχο που βρήκε κρεμασμένο στην ντουλάπα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Σκέφτηκε να βάλει μουσική, μήπως φτιάξει λίγο η διάθεσή της. Είδε να προβάλλονται στο μυαλό της σκηνές από ταινίες με συμπαθητικούς κι ευδιάθετους αστούς ήρωες που βουρτσίζουν τα δόντια τους ακούγοντας ραδιόφωνο και μουγκρίζοντας την, αναζωογονητική μελωδία. Μπα. Ποτέ δεν έπιανε. Όσο και να αγαπούσε τη μουσική, της ήταν σχεδόν αδύνατο να τη χρησιμοποιεί σαν σάουντρακ στην καθημερινότητά της. Παραβίαζε τη σκέψη της και δεν της επέτρεπε να συγκεντρωθεί σε τίποτα. «Άστο καλύτερα». Έβαλε τρεις κουταλιές ελληνικό καφέ στο μπρίκι και έσκυψε πάνω από τη χαμηλή φωτιά για να εισπνεύσει το άρωμά του καθώς ψηνόταν. Ζωντάνευαν οι μυρωδιές και σκότωναν τη θολή της όραση και τον κόμπο στον λαιμό της. Όταν είδε το πηχτό καϊμάκι στο χείλος του φλιτζανιού, ήταν ήδη πολύ καλύτερα.

Επέστρεψε στο στενό υπνοδωμάτιο. Ακούμπησε τον καφέ στο ξύλινο καρεκλάκι δίπλα στο κρεβάτι της, και με τα χέρια στη μέση

«Πώς στέκεσαι έτσι σαν τη βλάχα μωρή;» θα της έλεγε πάλι εκείνος ο ηλίθιος φίλος του αδερφού της έμεινε να κοιτάζει επίμονα το ακατάστατο γραφείο. Το δωμάτιο ήταν μικρό και σκοτεινό. Τα έπιπλα πολλά για τον χώρο, λίγα για τα πράγματά της. Βιβλία και μαξιλάρια στο πάτωμα, βαριές κουρτίνες. Κανένα πρόβλημα δεν είχε με το λαγούμι της, ίσα - ίσα, το είχε διαμορφώσει όπως ακριβώς χρειαζόταν για να θάβεται με την ησυχία της μέσα σε αυτό. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως ήταν να βρίσκονται τα πάντα στη θέση τους. Άρχισε λοιπόν να τακτοποιεί νωχελικά τα βιβλία και τις σημειώσεις της. Ίσως μαζί με την ακαταστασία να ξεφορτωνόταν και αυτό το ανεξήγητο βάρος που με βία ένιωθε  να πιέζει το στήθος της.

Τετράδια, βιβλία, φορτιστές και μολύβια, όλα άτακτα αραδιασμένα πάνω στο φτηνό έπιπλο. Ξαφνικά έπαψαν να την απασχολούν. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο σημειωματάριο. Ήταν ανοιχτό, δε χρειαζόταν όμως να δει το γαλάζιο του εξώφυλλό για να το αναγνωρίσει. Ένα λεύκωμα, από αυτά τα χαριτωμένα, τα γλυκανάλατα, που της άρεσε να αγοράζει στην εφηβεία της. Στις σελίδες του υπήρχαν στιχάκια και ζωγραφιές, παραληρήματα και σκέψεις της από μια δεκαετία που έμοιαζε πλέον οδυνηρά μακρινή. Μα τι δουλειά είχε πάνω στο γραφείο; Για πολλά χρόνια θα ήταν κρυμμένο σε κάποιο ράφι· ούτε καν θυμόταν σε ποιο. Και τώρα το έβλεπε παρατημένο εκεί, ανοιχτό σε μια τυχαία σελίδα, κάποια από τις πολλές που είχαν μείνει κενές, ανεκμετάλλευτες. Από μακριά όμως μπορούσε να διακρίνει ένα χειρόγραφο κείμενο. «Άλλο κι ετούτο». Της ήταν ήδη δύσκολο να δεχτεί την ασυνήθιστη ακαταστασία, αλλά οι σημειώσεις σε μια τυχαία σελίδα του  αναμνηστικού της λευκώματος ήταν μια εξωφρενική μουτζούρα πάνω στην ψυχαναγκαστική της φύση. Σκέφτηκε πως ίσως γινόταν υπερβολική, πως ήταν επηρεασμένη από το στραβό της ξύπνημα. Τόσο πολύ την τρομοκράτησε όμως εκείνο το κακοφυτεμένο κείμενο, που ξαφνικά το σημειωματάριο φάνταζε σαν στόμα που έχασκε ορθάνοιχτο, έτοιμο να την κατασπαράξει. «Ε, για σύνελθε λίγο!».

Με αργές κινήσεις κάθισε στην καρέκλα. Ακούμπησε με τον δείκτη της μιαν άκρη του λευκώματος και το τράβηξε προς το μέρος της. Τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν πάνω στις γραμμές: «Ένα κάθετο στάδιο με παλιές κερκίδες. Μια τεράστια βαθιά λίμνη. Βλέπω όλο της το βάθος. Στο κάτω μέρος πολλά μικρά μαύρα ψάρια. Μια γυναίκα καλπάζει σε ένα σκουρόχρωμο άλογο με μεγάλη ταχύτητα προς τη λίμνη, ώσπου φτάνουν σε αυτήν. Το άλογο συνεχίζει να καλπάζει για λίγο τρέχοντας στην επιφάνεια του νερού. Ξαφνικά γυναίκα και άλογο βυθίζονται.

Εκείνη ανεβαίνει ξανά προς την επιφάνεια κολυμπώντας με μεγάλη ευκολία, ενώ το άλογο βουλιάζει όλο και πιο βαθιά, ώσπου βυθίζεται και χάνεται ανάμεσα στο πλήθος των ψαριών.

ΥΓ1: Το τοπίο είναι γκρίζο· μόνο η λίμνη γαλαζίζει ελαφρώς.

ΥΓ2: Η γυναίκα ενδέχεται να ήμουν εγώ».

Απόμεινε εκεί να διαβάζει ξανά και ξανά τις αλλόκοτες αράδες. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν σίγουρα δικός της. Δε θυμόταν όμως να έχει αποτυπώσει ποτέ τις λέξεις αυτές. Στην κορυφή της σελίδας, γραμμένος με κεφαλαίους χαρακτήρες και εγκλωβισμένος μέσα σε ένα κυματιστό πλαίσιο, ξεχώριζε ο τίτλος «ΘΑΥΜΑ». Μια θαμπή εικόνα του εαυτού της να ζωγραφίζει τις καμπυλωτές αυτές γραμμές την έκανε να ανατριχιάσει. Σκέφτηκε πως ίσως είδε μέσα στη νύχτα κάποιο περίεργο όνειρο και θέλησε να το καταγράψει. «Ναι, αλλά γιατί;». Οι παράταιρες εικόνες που είχε μόλις διαβάσει στο παλιό σημειωματάριο την είχαν τρομοκρατήσει για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Λαχτάρησε τα παρηγορητικά λόγια της μάνας της μετά τους παιδικούς της εφιάλτες: «Τα όνειρα είναι ουρές των σκέψεων που έκανες πριν ν’ αποκοιμηθείς. Μήπως είδες καμιά περίεργη ταινία παιδάκι μου; Σε τρόμαξε κάποιο βιβλίο;».

Σκέφτηκε τη γυναίκα που ανέβαινε κολυμπώντας προς την επιφάνεια της λίμνης. Προσπαθούσε να δει το πρόσωπό της. «Είναι το δικό μου;». Δεν μπορούσε να καταλάβει. Αναρίθμητα ψαράκια είχαν συγκεντρωθεί μπροστά του και το τσιμπούσαν με μανία. Ναι, ήταν το πρόσωπό της, ένιωθε τον πόνο! Ακούμπησε τα μάγουλά της για να προστατευθεί. Πανικόβλητη από την αφή, στράφηκε και κοίταξε τον εαυτό της στον μεγάλο καθρέφτη που κρεμόταν απέναντι από το κρεβάτι της. Πάγωσε. Δεν ήταν η μορφή της αυτό το πρησμένο σάρκινο προσωπείο! «Όχι, όχι, δεν είναι αλήθεια. Κάτι διάβαζα και αποκοιμήθηκα. Κάτι με τρόμαξε μαμά!». Ποιος Waltari, ποιος Καζαντζάκης να την είχε καταραστεί; Σκέφτηκε πως ήταν η μάσκα μιας αδικοχαμένης αθωότητας αυτή που κατασπάραζαν τα ψάρια. Ήλπιζε πως αντίκρυζε τη φλεγμονή του πειρασμού στον καθρέφτη εκείνη τη στιγμή. «Πρέπει να σπάσω το απόστημα!» ούρλιαξε και άρχισε να τραβά τις σάρκες της με βία, κι εκείνες κομματιάζονταν κάτω από την πίεση των νυχιών της. Κουρέλια αποσύνθεσης που ούτε σταγόνα αίμα δεν ακολουθούσε την υποχώρησή τους. Έσκαβε με οργή ψάχνοντας να βρει το πρόσωπό της και ο τρόμος την παρέλυε. «Λιποθύμα! ΤΩΡΑ!».

Με μια βαθιά ανάσα και μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο πετάχτηκε και ανακάθισε    στα ποτισμένα από τον ιδρώτα της σεντόνια. Ρουφούσε άπληστα τον αέρα, λες και μόλις είχε αναδυθεί από κάποιο βυθό. Τρελή από αγωνία γκρεμίστηκε από το κρεβάτι της και αναζήτησε τον καθρέφτη με το βλέμμα της. «Όχι! Όχι αυτόν τον καθρέφτη!». Κρυμμένη πίσω από τις παλάμες της έτρεχε σαν κυνηγημένη, προσπαθώντας να φτάσει στην τουαλέτα. Άνοιξε με πάταγο την πόρτα και πρόφτασε να πιαστεί από τον νιπτήρα λίγο πριν σωριαστεί στο πάτωμα. Τότε αντίκρισε το είδωλό της. Το πρόσωπό της ήταν εκεί, ιδρωμένο από τον εξαντλητικό ύπνο αλλά ίδιο όπως πάντα. Τσίμπησε και τράβηξε με δύναμη τα μάγουλά της. Το υγιές νεανικό της δέρμα επέστρεψε αμέσως στη θέση του. Στάθηκε χαζεύοντας για λίγο την αναψοκοκκινισμένη επιδερμίδα. Χαμογέλασε.

«Κρίμα.»_

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) "Θαύμα" της Ελένης Γκίκα προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Η χρυσή μάσκα της καθημερινότητας

Παναγιώτης Χαλούλος



Είχε πολλά να κάνει σήμερα. Οι υποχρεώσεις τον βάραιναν, αισθανόταν να … σέρνεται, ειδικά όταν αναλογιζόταν την επίσκεψη στον βαριά άρρωστο πατέρα του. Δεν του ήταν εύκολο να τον παρηγορά, να του λέει τα κατά συνθήκη ψέματα που αρμόζουν στην περίπτωσή του, ότι όλα θα περάσουν και μια ανάμνηση κακιά θα είναι σε λίγα χρόνια! Ναι, σε λίγα χρόνια, ανάμνηση κακιά για τον ίδιο, όχι για τον πατέρα του, αφού είναι βέβαιο πως σε ένα το πολύ μήνα εκείνος δεν θα βρίσκεται ανάμεσά μας, εις Κύριον θα έχει αποδημήσει!... Αυτά σκέφτεται και δεν λέει να το πάρει απόφαση να ξεκουνήσει από τον καναπέ του σαλονιού, το «οχυρό» του!...

Χτύπησε το τηλέφωνο, απάντησε και σηκώθηκε σαν ελατήριο, αφού κάποιος του θύμισε ότι κάποια δουλειά δεν έπαιρνε αναβολή. Η κοπιαστική, κυρίως από ψυχολογικής πλευράς, μέρα άρχισε. Φόρεσε το χαμόγελο και βγήκε από την πόρτα.

Είχε πάντα ως εφεδρεία τη μάσκα την ευφρόσυνη για τις κοινωνικές εμφανίσεις. Την επιζωγράφιζε όπως επέβαλαν οι καταστάσεις, κατά περίπτωση. Ε, τι καλλιτέχνης είναι, αν δεν μπορεί να …σχεδιάζει προσωπεία, με την ίδια ευκολία που χρησιμοποιεί τα πινέλα της ζωγραφικής του, όταν δημιουργεί στο εργαστήριό του; Ναι, αλλά δεν πρέπει να έχει έμπνευση για δημιουργία; Γίνεται καλλιτέχνημα χωρίς έμπνευση, χωρίς κατάλληλο ερέθισμα; Είναι ζήτημα τεχνικής και μόνο;…

Αν, ίσως, διέθετε μια μάσκα χρυσή, όπως εκείνη η χρυσή προσωπίδα του Αγαμέμνονα, δεν θα ταίριαζε σε κάθε περίπτωση; Μα, εκείνη είναι μια νεκρική προσωπίδα, σκέφτηκε… Αλλά, αναλογίστηκε αμέσως μετά, μήπως μια ανάλογη μάσκα, ένα «χρυσό» προσωπείο κάλυπτε το βασιλικό του πρόσωπο καθημερινά όσο ζούσε; Γιατί ένας βασιλιάς έπρεπε να έχει εντυπωσιακό παρουσιαστικό, διαφορετικά πώς θα διατηρούσε το κύρος του ανάμεσα στους τόσους κρατικούς υπαλλήλους με τους οποίους συγχρωτιζόταν, πώς θα εντυπωσίαζε τους υπηκόους, ώστε να τον υπακούν, όπως όριζε η τάξη; Ήταν και οι απεσταλμένοι των άλλων κρατών που συναντούσε στα διακρατικά συμβούλια… Δεν ήταν λογικό στο πρόσωπό του να αντικατοπτρίζονται τα συναισθήματά του, δεν μπορούσε εκ του αξιώματός του να αφήνει γυμνό το πρόσωπο σε ό,τι τον ταλαιπωρούσε στα βάθη της ψυχής του, αν, για παράδειγμα, τον πίκρανε η βασίλισσα τη νύχτα στη συζυγική παστάδα, αντί να του γλυκάνει την καρδιά και με χάδια και φιλιά να τέρψει το βασιλικό σώμα και την ψυχή του! Μια χρυσή μάσκα ήταν ό,τι έπρεπε, λοιπόν, και, όπως παραμένει ανέκφραστη, ως παγερό μέταλλο, θα έλαμπε φωτίζοντας με επιβλητικό φως το αρχοντικό πρόσωπο. Ναι, σίγουρα ο Αγαμέμνων θα ήταν επιβλητικός με τη χρυσή μάσκα του, έτσι κατάφερε να επικρατήσει ανάμεσα στο πλήθος των βασιλιάδων της εποχής του, με αποτέλεσμα να γίνει αυτός αρχιστράτηγος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Και δεν έχασε την αίγλη του μέχρι σήμερα, αφού κράτησε για πάντα τη χρυσή προσωπίδα του μετά θάνατον.

Δεν ήταν υποκριτής, όχι, καλόπιστος ήταν και καλοδιάθετος. Δεν συμπαθούσε τον διευθυντή του, τον θεωρούσε καταπιεστικό, όχι πολύ δημοκρατικό – δεν ήθελε να τον παρουσιάζει ως αντιδημοκρατικό, προτιμούσε το σχήμα λιτότητας, ως πιο ήπιο χαρακτηρισμό – λόγω του χαρακτήρα του, έλεγε, όχι εξαιτίας της ιδεολογίας του. Πίστευε πως ο διευθυντής του θα είχε καλύτερη συμπεριφορά προς τους συναδέλφους, αν δεν είχε συνεργάτιδα την υποδιευθύντρια, μια υποκρίτρια, που σε πολλούς, όπως στον ίδιο, έλεγε «Καλημέρα» με μια μάσκα μειδιάματος στο ξερακιανό πρόσωπό της, ενώ ήταν βέβαιο ότι δεν τον συμπαθούσε, αλλά και ποιον συμπαθούσε εκείνη; Κάποιοι της είχαν δείξει ξεκάθαρα τι πίστευαν για το πρόσωπό της, άλλοι όμως σε κάθε συνάντηση μαζί της τη χαιρετούσαν φορώντας κι εκείνοι τη μάσκα τους !...

Στους τελευταίους αυτούς ανήκε κι εκείνος. Τη χαιρετούσε με ευφρόσυνη διάθεση. Ήταν διαλλακτικός, άλλωστε, και προσπαθούσε να μην έρχεται σε αντιπαραθέσεις, να μη δημιουργεί κόντρες, ώστε να τρέχει η δουλειά απρόσκοπτα και τα κατάφερνε μέχρι τώρα αρκετά καλά. Μήπως, λοιπόν, ήταν κονφορμιστής; Το σκεφτόταν καμιά φορά αυτό, φοβόταν πως αυτό θα πίστευαν οι άλλοι… Όμως όχι, αφού υπήρξε και μια περίπτωση, που προστάτεψε τα δικαιώματά του, όταν ο διευθυντής προσπάθησε να του κάνει υποδείξεις για τη δουλειά του στον τομέα του και υποψιάστηκε ότι τα κίνητρά του ήταν ιδεολογικά και, βέβαια, στο παρασκήνιο η γεροντοκόρη εκείνη, η υποδιευθύντρια, του είχε υποβάλει τις «συμβουλές». Με σθεναρότητα ξέκοψε τη συζήτηση ξεκαθαρίζοντας πως δεν έχει διάθεση για ιδεολογική συζήτηση, υποστηρίζοντας μάλιστα πως ξέρει πολύ καλά να κάνει τη δουλειά του στον τομέα και την ειδικότητά του!

Η μάσκα, λοιπόν, της ευφρόσυνης διάθεσης αποδείχθηκε αποτελεσματική και οι εργασιακές σχέσεις με όλους τους συνεργάτες έρρεαν με μια ομαλότητα, που διευκόλυνε τη συνεργασία και την παραγωγικότητα. Ήταν μια «χρυσή μάσκα», ένα κοινωνικό προσωπείο, που τον έδειχνε ευχάριστο στους άλλους και όλοι τον συμπαθούσαν. Χαίρονταν να συνεργάζονται μαζί του, μάλιστα πολλοί τον θεωρούσαν πρότυπο και αποζητούσαν τη φιλία του και μάλιστα τις συμβουλές του για τη σωστή και άνετη διεξαγωγή της εργασίας. Όταν αποφάσισε να αποσυρθεί από τα καθήκοντά του ο διευθυντής, όλοι περίμεναν να υποβάλει εκείνος υποψηφιότητα για τη θέση. Τον κολάκευε η ιδέα και φυσικά η προτίμηση των συναδέλφων του στο πρόσωπό του, η πίστη τους πως θα ήταν αποτελεσματικός και δίκαιος διευθυντής, πράγμα πολύ τιμητικό γι’ αυτόν. Αμφιταλαντεύτηκε, δεν ήθελε να λάβει γρήγορα αποφάσεις, τελικά όμως δεν υπέβαλε αίτηση. Γνώριζε καλά πόσο σε μια τέτοια θέση θα αναγκαζόταν κάποιες φορές να έλθει σε ρήξη με τωρινούς συνεργάτες.

Σχεδόν κάθε βδομάδα δυο-τρεις συνάδελφοι απουσίαζαν, για διάφορες αιτίες και δικαιολογίες, όχι πάντα πιστευτές. Θυμάται πόσο έμεινε έκπληκτος, όταν μια μέρα τηλεφώνησε κάποιος από το προσωπικό, για να ανακοινώσει ότι δεν θα έρθει για εργασία, επειδή γιόρταζε! Δεν είχε ζητήσει άδεια, απλώς ανακοίνωνε την «απόφασή» του να μην εργαστεί, ως …δικαίωμα «εορταστικής άδειας»! Με τέτοιους συναδέλφους φοβόταν πως δεν θα μπορούσε να είναι ευγενής και θα ερχόταν σε αντιπαράθεση. Τη ρήξη σχέσεων και με προϊσταμένους φοβόταν, σε περίπτωση που ίσως επενέβαιναν για εξυπηρέτηση «ημετέρων» τους διασκελίζοντας νόμους και υποσκελίζοντας πρόσωπα· τους ήξερε καλά κάποιους και δεν θα μπορούσε να διατηρήσει μαζί τους μάσκα ευγένειας, που θα έπρεπε να ονομάζεται της υποτέλειας, αν υπάκουε σε εντολές τους!... Με διάφορες τέτοιες σκέψεις ακύρωσε την ιδέα να ζητήσει τη διευθυντική θέση. Δεν τον πείραξε ιδιαίτερα, αρκεί να τα είχε καλά με τον εαυτό του!

Τι τα θυμόταν όλα αυτά σήμερα! Έτρεχε και δεν έφτανε με όσα έπρεπε να προλάβει. Κατάκοπος και ιδιαίτερα καθυστερημένα, σύμφωνα με όσα είχε κατά νου, έφτασε στο νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν εδώ και καιρό ο πατέρας του. Σκεφτικός στους διαδρόμους φόρεσε τη γνωστή μάσκα χαμόγελου αισιοδοξίας μπαίνοντας στο θάλαμο. Χαιρέτησε με ένα αστείο, που είχε ετοιμάσει από πριν, απευθυνόμενος και στους τρεις ασθενείς του θαλάμου, χάιδεψε το ταλαιπωρημένο πρόσωπο του πατέρα και …τον βρήκε μια χαρά σήμερα, παρότι η όψη του έδειχνε σε χειρότερη κατάσταση από κάθε άλλη φορά! Αδύναμος ο άρρωστος με δυσκολία αντέδρασε στο χάδι και στη φωνή του γιου. Έμεινε να του κάνει παρέα αρκετές ώρες χωρίς να του αποσπάσει λέξη. Άλλες μέρες ελάχιστες κουβέντες αντάλλασσαν. Η κατάσταση, επομένως, έβαινε επιδεινούμενη!

Την επομένη τον ζήτησαν στο τηλέφωνο, ενώ βρισκόταν στην εργασία του. Ήταν από το νοσοκομείο, για να του ανακοινώσουν ότι ο πατέρας «έφυγε»!

Βγήκε στο δρόμο, ο ήλιος λαμπρός έπεσε στο σκοτεινιασμένο πρόσωπό του, πονούσε και δεν μπόρεσε να το κρύψει. Ξέσπασε ξαφνικά σε κλάματα, που τόσο καιρό συγκρατούσε.

Η χρυσή μάσκα του ήλιου, που κόλλησε στο πρόσωπό του, έδειχνε ξεκάθαρα την ψυχή του. Αυτή η χρυσή μάσκα τού ταίριαζε πραγματικά. Αυτή ήθελε πάντα να φορά, να μην υποχρεώνεται από τις εκάστοτε καταστάσεις που επέβαλαν τα κατά συνθήκη ψέματα...!


__

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Η χρυσή μάσκα της καθημερινότητας» του Παναγιώτη Χαλούλου προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

 

pic: Agamemnon Mask_ National Archaeological Museum Athens


Κυριακή 4 Απριλίου 2021

 Η μάσκα και το μέσα πρόσωπο

Μάρω Γαλάνη



Περπάταγε για ώρα. Δεν πήγαινε κάπου. Η βόλτα με τα πόδια στην ολόκλειστη πόλη ήταν ο μετρονόμος της. Ήταν ο μοναδικός τρόπος συντονισμού του μυαλού και της κίνησης. Την αντιμετώπιζε ως πράξη πολιτική για να εκφράσει με έμμεσο τρόπο μια εκδοχή για την αξιολόγηση του χρόνου. Ένας περίπατος, σκέφτηκε, χρησιμοποιεί το σώμα ως όργανο για ακρόαση και ευαισθητοποίηση. Για πλήρη εμπειρία του τοπίου, για να αντιληφθεί ο άνθρωπος τις αλλαγές του κόσμου.

Στην Παντοκράτορος είδε ανοιχτή την πόρτα του ναού και μπήκε με επιθυμία μεγάλη να προσπαθήσει συλλαβισμό ευχαριστίας στη δημιουργό δύναμη. Ποτέ δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Στάθηκε κι ήταν αμήχανη όπως πάντα. Δεν είχε, βλέπεις, μέσα της συγκεκριμένο θεό. Από εδώ και πέρα θα είμαι ολιγαρκής, ψιθύρισε και της έκλεισε το μάτι. Η εικόνα, της φάνηκε πως δάκρυσε. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και φίλησε στο μέτωπο την Παρθένα.

Βγήκε και περπάτησε γρήγορα ως την εξώπορτα του σπιτιού της. Δυσκολευόταν να βρει τα κλειδιά. Τίγκα η κίτρινη τσάντα της. Όλα ήταν ριγμένα άτακτα μέσα. Μια κασετίνα με μολύβια χρωματιστά κι ένα σημειωματάριο. Τρεις φωτογραφίες -μια οικογενειακή, μια λουόμενη η ίδια σε νησί του Αιγαίου και μια της θάλασσας μονάχης κι ανταριασμένης. Δυο βιβλία -ένα της ποίησης κι ένα για την αλήθεια. Ένα σακούλι με καραμέλες και ζαχαρωτά για παιδιά και μάγισσες. Ένα πορτοφόλι ίσα να χωράει το κέρμα που κέρδισε κάποια μακρινή πρωτοχρονιά. Το διαβατήριο σε μια γλώσσα άγνωστη προγονική. Το κραγιόν της.

Ξεχώρισε τελικά την αρμαθιά κι άνοιξε. Την ώρα που ο χρόνος κουρασμένος κάθισε βαριανασαίνοντας στο πλατύσκαλο εκείνη έκλεισε βιαστικά την πόρτα της. Είχε οριστικά χάσει τη φυσικότητα με τους άλλους. Ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο και έκλαψε με αναφιλητά. Δεν υπήρχε κανείς να την παρηγορήσει γι’ αυτόν τον θάνατο. Σκούπισε μόνη της τα μάτια και ανέβηκε τη σκάλα ως το τρίτο πάτωμα στο εσωτερικό του σπιτιού της. Μπήκε πάλι στην αναγκαία αναστολή. Αγρυπνία την έλεγε. Προσερχόταν σ’ αυτή λίγο ντροπαλή, νηφάλια και προσεκτική και συνέλεγε σιωπές, προετοιμαζόμενη για το αιφνίδιο τέλος της.

Μπήκε στο μπάνιο, έπιασε το σαπούνι κι άρχισε να πλένει τα χέρια της κάτω από το δροσερό νερό της βρύσης. Κάποια στιγμή θα σας ανταλλάξω για δυο φτερά πιγκουίνων και θα φύγω χωρίς εσάς για την Ανταρκτική, είπε και άνοιξε το καυτό νερό. Δεν τα τράβηξε ούτε όταν άρχισαν να καίγονται και να πονούν αφόρητα.

Άκουσε κάποιον να κλαίει, σήκωσε το πρόσωπο της στον καθρέφτη, από όπου ερχόταν η φωνή κι είδε ένα παράπονο να σπαράζει. Του χαμογέλασε και τράβηξε τα χέρια της απ’ τον νιπτήρα. Το παράπονο έσβησε κι είδε το είδωλό της. Μια μάσκα κέρινη, με σβησμένο, σιωπηλό, αόριστο βλέμμα και σφιγμένα χείλη. Αντί μαλλιά είχε στήμονες και δυο τρύπες αντί για αυτιά που αιμορραγούσαν.  Να μπορούσα να δω την όψη μου από τη μέσα μεριά. Να δω το αληθινό μου πρόσωπο, ψιθύρισε.

Τα πονεμένα της χέρια συμπονετικά και άφοβα, απρόσκλητα άρχισαν να τη χαδεύουν παρηγορητικά στα μάγουλα -σιγά μην περίμενε η παντοδυναμία τους άδεια δράσης. Κι όπως όταν θερμαίνεις το κερί και λιώνει, η κάψα τους άρχισε να μαλακώνει την πάνω στιβάδα του δέρματος. Κάνει κρύο εδώ μέσα, εσείς είστε καυτά κι αυτό μου προκαλεί σύγχυση, είπε η γυναίκα.

Πήρε μια ανάσα. Ήθελε να συναντηθεί με το μέσα πρόσωπο σαν φίλη. Αν όμως εκεί συναντούσε όλες τις πληγές του κόσμου; Αν αντί για αντάμωμα σε πλατείες του ήλιου με φως συναντούσε το μέσα της πρόσωπο στη σκοτεινιά της κόλασης; Σταματήστε, φοβάμαι, φώναξε δυνατά κι έπιασε με το ένα χέρι το άλλο και τα σταύρωσε στο στήθος όπως κάνουν στους πεθαμένους. Ακατάδεκτη για την Αλήθεια της είχε ξεμάθει να τολμά. Είχε πια συνηθίσει να κατοικεί την αναμονή. Αυτή η διαπίστωση έγινε στεναγμός που κουλουριάστηκε βαθύτερα μέσα της.

Με τη σωτήρια δεξιότητά της στην προσαρμογή μπήκε στην κουζίνα κι έλυσε τα χέρια να φτιάξει τσάι. Φλισκούνι κι αγριομέντα, όπως συνήθιζαν, ώρα έξι το απόγεμα, όλες οι προηγούμενες γυναίκες της γενιά της. Σέρβιρε τον εαυτό της στο σαλόνι. Κάθισε ήρεμη ανάμεσα κηδείας κι επανάστασης, με μια ατομική μελαγχολία που δεν γνώριζε με ακρίβεια που έδρευε. Το πρόσωπο της, ξαφνικά, αποσπάστηκε από το σώμα κι άρχισε να ίπταται, να περιφέρεται στον χώρο. Στην αρχή άσκοπα. Ήταν όμορφο πρόσωπο -σαν λυπημένος έρωτας, με ολοκαίνουργα μάτια καθαρά. Είχε ένα βλέμμα σιωπηλό, μελαχρινό πολύ κι αόριστο. Μετά, το πρόσωπό της, πήρε να τακτοποιεί το δωμάτιο. Βιαστικά, όπως κάνουν οι νοικοκυρές, όταν απρόσμενο συμβάν θα φέρει ξένο κόσμο στο σπίτι.

Οπλισμένη με εκείνο το ειδικό θάρρος που της δόθηκε από την ιστορία των γυναικών του κόσμου σηκώθηκε όρθια. Άρπαξε το αληθινό της πρόσωπο την ώρα που εκείνο έσκυβε πάνω στο τραπέζι, ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόταν να ισιώσει ένα λευκό τραπεζομάντηλο πλεγμένο απ’ τη μαμά της. Τοποθέτησε το πρόσωπο στη θέση του κεφαλιού της, με ευλάβεια. Να έρθει ένας θάνατος ευγενικός και να με βρει στην αγκαλιά του, είπε.

Πήγε προς την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε στο μπαλκόνι. Έκανε τέσσερα βήματα, μια ακινησία, μια αραμπέσκ και μια πτώση. Ως να φτάσει ολόκληρη, με το αληθινό της πρόσωπο στο πλατύσκαλο πλάι στον κουρασμένο χρόνο που ακόμη βαριανάσαινε, ακούστηκαν όλες μαζί φωνές αρμονικά δεμένες. Το γέλιο των παιδιών μέσ’ στο ψηλό χορτάρι, αντηχήσεις μετρικών του Διονύσου, το γαμήλιο βαλσάκι των γονιών της κι η δυσχερής αναπνοή της για φινάλε.

_

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Η μάσκα και το μέσα πρόσωπο» της Μάρως Γαλάνη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».


photo: Giuseppe Gradella

 


Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Μάσκα και πρόσωπο



Έληξε με επιτυχία η  λογοτεχνική άμιλλα διηγημάτων μικρής φόρμας (flash fiction)  με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο», που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή».

Υποβλήθηκαν 37 κείμενα-συμμετοχές και η επιτροπή αξιολόγησης αποτελούμενη από τους λογοτέχνες  Σπύρο Λ. Βρεττό, Σωκράτη Σκαρτσή και Έρση Σωτηροπούλου, προέκρινε 23 διηγήματα, τα οποία    αναφέρονται παρακάτω, με αλφαβητική σειρά.

Τα διηγήματα αυτά θα αναρτώνται στο ιστολόγιο της «Αορτής»  aortipatras.blogspot.com, τρία κάθε εβδομάδα (Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή).

«Η μάσκα και το μέσα πρόσωπο» της Μάρως Γαλάνη

 «Θαύμα» της Ελένης Γκίκα

 «Διαγράμματα» της Αλεξάνδρας Ζώη

«Ο ευγενικός ήρωας. Πονάς» Του Σωτήρη Θεοχαρίδη

«Το κίτρινο πρόσωπο της Χρυσής Καραπαναγιώτη

«Τα επτά πράσινα γατάκια» του Λυκούργου Κουσουλάκου

«Αγαμέμνονας» της Ανδρεάννας Κουφού

«Μηνύματα στο κινητό» του Βασίλη Λαδά

«Το τελευταίο του πακέτου» του Κωνσταντίνου Μάνη

«Μπούλες» του Σπύρου Μαραγκού

«Ισπανικό τρένο» του Ισίδωρου Μαυρογεώργη

«Είδηση θανάτου» της Μαρίνας Μητρούλια

«Ακολουθεί τοποθέτηση προϊόντος» της Αναστασίας Μπαμπούλα

«Η νέα μεταμόρφωση» της Αλεξάνδρας Μυλωνά

«Εγώ η μάσκα μου» του Νικόλα Παπούλια

«Η πλατιφόρμα» του Κώστα Παππή

«Αυτοί οι άλλοι» της Αλέκας Πλακονούρη

«Καλώς καμωμένα» της Καλλιόπης Πλέσσα

«Σημειώσεις ενός πολίτη σε χρόνο νεκρό»» του Κώστα  Σπαρτινού

«Beaute» της Μάντως Τερζή

«Διάλογος του ενός της» Παναγιώτας Χαιδά

«Η χρυσή μάσκα της καθημερινότητας»  του Παναγιώτη Χαλούλου

«Η μάσκα να καλύπτει σωστά το πρόσωπο σου» του Βασίλη Χριστόπουλου