Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

 ΘΑΥΜΑ

Ελένη Γκίκα 

 

Πετάχτηκε από το όνειρο απότομα. «Όνειρο ή εφιάλτη το λες αυτό;». Το ξυπνητήρι - κάποιο από τα πολλά - πρέπει να χτυπούσε εδώ και ώρα. «Ναι, λογικά γι’ αυτό είχε και μουσική υπόκρουση η μαλακία που έβλεπα». Άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια για το ιδανικό πρωινό. Είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Χασμουρήθηκε ανόρεχτα. Το φως του ήλιου είχε ήδη εισβάλλει από τα παλιά κουφώματα και την ενοχλούσε, ως συνήθως. Σχεδόν την έκαιγε. Ήταν μια από αυτές τις μέρες. «Τέλεια» σκέφτηκε, «σήμερα θα χρειαστώ καφέ».

Σηκώθηκε σκοτεινιασμένη. Ακούμπησε με τα ακροδάχτυλα των χεριών την κάσα της πόρτας και τεντώθηκε τόσο έντονα κι επίμονα, που στο τέλος αναγκάστηκε να κάτσει ζαλισμένηστο πάτωμα. «Ρε δεν ξεκινήσαμε καλά». Κάτι της έφταιγε και δεν ήταν μόνο η φωτεινή πλάση που διέκρινε αμυδρά από τις χαραμάδες των ξύλινων παραθυρόφυλλων. Το γραφείο της ήταν άνω - κάτω. Η δουλειά της προηγούμενης νύχτας μάλλον είχε πάει πολύ καλά. Ή κατά διαόλου. Όπως και να ‘χε όμως, το βομβαρδισμένο τοπίο ήταν τουλάχιστον περίεργο φαινόμενο για τα δικά της δεδομένα. «Καλά, τι ήπια χθες και δεν το θυμάμαι;».

Έριξε πάνω της το πρώτο ρούχο που βρήκε κρεμασμένο στην ντουλάπα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Σκέφτηκε να βάλει μουσική, μήπως φτιάξει λίγο η διάθεσή της. Είδε να προβάλλονται στο μυαλό της σκηνές από ταινίες με συμπαθητικούς κι ευδιάθετους αστούς ήρωες που βουρτσίζουν τα δόντια τους ακούγοντας ραδιόφωνο και μουγκρίζοντας την, αναζωογονητική μελωδία. Μπα. Ποτέ δεν έπιανε. Όσο και να αγαπούσε τη μουσική, της ήταν σχεδόν αδύνατο να τη χρησιμοποιεί σαν σάουντρακ στην καθημερινότητά της. Παραβίαζε τη σκέψη της και δεν της επέτρεπε να συγκεντρωθεί σε τίποτα. «Άστο καλύτερα». Έβαλε τρεις κουταλιές ελληνικό καφέ στο μπρίκι και έσκυψε πάνω από τη χαμηλή φωτιά για να εισπνεύσει το άρωμά του καθώς ψηνόταν. Ζωντάνευαν οι μυρωδιές και σκότωναν τη θολή της όραση και τον κόμπο στον λαιμό της. Όταν είδε το πηχτό καϊμάκι στο χείλος του φλιτζανιού, ήταν ήδη πολύ καλύτερα.

Επέστρεψε στο στενό υπνοδωμάτιο. Ακούμπησε τον καφέ στο ξύλινο καρεκλάκι δίπλα στο κρεβάτι της, και με τα χέρια στη μέση

«Πώς στέκεσαι έτσι σαν τη βλάχα μωρή;» θα της έλεγε πάλι εκείνος ο ηλίθιος φίλος του αδερφού της έμεινε να κοιτάζει επίμονα το ακατάστατο γραφείο. Το δωμάτιο ήταν μικρό και σκοτεινό. Τα έπιπλα πολλά για τον χώρο, λίγα για τα πράγματά της. Βιβλία και μαξιλάρια στο πάτωμα, βαριές κουρτίνες. Κανένα πρόβλημα δεν είχε με το λαγούμι της, ίσα - ίσα, το είχε διαμορφώσει όπως ακριβώς χρειαζόταν για να θάβεται με την ησυχία της μέσα σε αυτό. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως ήταν να βρίσκονται τα πάντα στη θέση τους. Άρχισε λοιπόν να τακτοποιεί νωχελικά τα βιβλία και τις σημειώσεις της. Ίσως μαζί με την ακαταστασία να ξεφορτωνόταν και αυτό το ανεξήγητο βάρος που με βία ένιωθε  να πιέζει το στήθος της.

Τετράδια, βιβλία, φορτιστές και μολύβια, όλα άτακτα αραδιασμένα πάνω στο φτηνό έπιπλο. Ξαφνικά έπαψαν να την απασχολούν. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο σημειωματάριο. Ήταν ανοιχτό, δε χρειαζόταν όμως να δει το γαλάζιο του εξώφυλλό για να το αναγνωρίσει. Ένα λεύκωμα, από αυτά τα χαριτωμένα, τα γλυκανάλατα, που της άρεσε να αγοράζει στην εφηβεία της. Στις σελίδες του υπήρχαν στιχάκια και ζωγραφιές, παραληρήματα και σκέψεις της από μια δεκαετία που έμοιαζε πλέον οδυνηρά μακρινή. Μα τι δουλειά είχε πάνω στο γραφείο; Για πολλά χρόνια θα ήταν κρυμμένο σε κάποιο ράφι· ούτε καν θυμόταν σε ποιο. Και τώρα το έβλεπε παρατημένο εκεί, ανοιχτό σε μια τυχαία σελίδα, κάποια από τις πολλές που είχαν μείνει κενές, ανεκμετάλλευτες. Από μακριά όμως μπορούσε να διακρίνει ένα χειρόγραφο κείμενο. «Άλλο κι ετούτο». Της ήταν ήδη δύσκολο να δεχτεί την ασυνήθιστη ακαταστασία, αλλά οι σημειώσεις σε μια τυχαία σελίδα του  αναμνηστικού της λευκώματος ήταν μια εξωφρενική μουτζούρα πάνω στην ψυχαναγκαστική της φύση. Σκέφτηκε πως ίσως γινόταν υπερβολική, πως ήταν επηρεασμένη από το στραβό της ξύπνημα. Τόσο πολύ την τρομοκράτησε όμως εκείνο το κακοφυτεμένο κείμενο, που ξαφνικά το σημειωματάριο φάνταζε σαν στόμα που έχασκε ορθάνοιχτο, έτοιμο να την κατασπαράξει. «Ε, για σύνελθε λίγο!».

Με αργές κινήσεις κάθισε στην καρέκλα. Ακούμπησε με τον δείκτη της μιαν άκρη του λευκώματος και το τράβηξε προς το μέρος της. Τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν πάνω στις γραμμές: «Ένα κάθετο στάδιο με παλιές κερκίδες. Μια τεράστια βαθιά λίμνη. Βλέπω όλο της το βάθος. Στο κάτω μέρος πολλά μικρά μαύρα ψάρια. Μια γυναίκα καλπάζει σε ένα σκουρόχρωμο άλογο με μεγάλη ταχύτητα προς τη λίμνη, ώσπου φτάνουν σε αυτήν. Το άλογο συνεχίζει να καλπάζει για λίγο τρέχοντας στην επιφάνεια του νερού. Ξαφνικά γυναίκα και άλογο βυθίζονται.

Εκείνη ανεβαίνει ξανά προς την επιφάνεια κολυμπώντας με μεγάλη ευκολία, ενώ το άλογο βουλιάζει όλο και πιο βαθιά, ώσπου βυθίζεται και χάνεται ανάμεσα στο πλήθος των ψαριών.

ΥΓ1: Το τοπίο είναι γκρίζο· μόνο η λίμνη γαλαζίζει ελαφρώς.

ΥΓ2: Η γυναίκα ενδέχεται να ήμουν εγώ».

Απόμεινε εκεί να διαβάζει ξανά και ξανά τις αλλόκοτες αράδες. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν σίγουρα δικός της. Δε θυμόταν όμως να έχει αποτυπώσει ποτέ τις λέξεις αυτές. Στην κορυφή της σελίδας, γραμμένος με κεφαλαίους χαρακτήρες και εγκλωβισμένος μέσα σε ένα κυματιστό πλαίσιο, ξεχώριζε ο τίτλος «ΘΑΥΜΑ». Μια θαμπή εικόνα του εαυτού της να ζωγραφίζει τις καμπυλωτές αυτές γραμμές την έκανε να ανατριχιάσει. Σκέφτηκε πως ίσως είδε μέσα στη νύχτα κάποιο περίεργο όνειρο και θέλησε να το καταγράψει. «Ναι, αλλά γιατί;». Οι παράταιρες εικόνες που είχε μόλις διαβάσει στο παλιό σημειωματάριο την είχαν τρομοκρατήσει για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Λαχτάρησε τα παρηγορητικά λόγια της μάνας της μετά τους παιδικούς της εφιάλτες: «Τα όνειρα είναι ουρές των σκέψεων που έκανες πριν ν’ αποκοιμηθείς. Μήπως είδες καμιά περίεργη ταινία παιδάκι μου; Σε τρόμαξε κάποιο βιβλίο;».

Σκέφτηκε τη γυναίκα που ανέβαινε κολυμπώντας προς την επιφάνεια της λίμνης. Προσπαθούσε να δει το πρόσωπό της. «Είναι το δικό μου;». Δεν μπορούσε να καταλάβει. Αναρίθμητα ψαράκια είχαν συγκεντρωθεί μπροστά του και το τσιμπούσαν με μανία. Ναι, ήταν το πρόσωπό της, ένιωθε τον πόνο! Ακούμπησε τα μάγουλά της για να προστατευθεί. Πανικόβλητη από την αφή, στράφηκε και κοίταξε τον εαυτό της στον μεγάλο καθρέφτη που κρεμόταν απέναντι από το κρεβάτι της. Πάγωσε. Δεν ήταν η μορφή της αυτό το πρησμένο σάρκινο προσωπείο! «Όχι, όχι, δεν είναι αλήθεια. Κάτι διάβαζα και αποκοιμήθηκα. Κάτι με τρόμαξε μαμά!». Ποιος Waltari, ποιος Καζαντζάκης να την είχε καταραστεί; Σκέφτηκε πως ήταν η μάσκα μιας αδικοχαμένης αθωότητας αυτή που κατασπάραζαν τα ψάρια. Ήλπιζε πως αντίκρυζε τη φλεγμονή του πειρασμού στον καθρέφτη εκείνη τη στιγμή. «Πρέπει να σπάσω το απόστημα!» ούρλιαξε και άρχισε να τραβά τις σάρκες της με βία, κι εκείνες κομματιάζονταν κάτω από την πίεση των νυχιών της. Κουρέλια αποσύνθεσης που ούτε σταγόνα αίμα δεν ακολουθούσε την υποχώρησή τους. Έσκαβε με οργή ψάχνοντας να βρει το πρόσωπό της και ο τρόμος την παρέλυε. «Λιποθύμα! ΤΩΡΑ!».

Με μια βαθιά ανάσα και μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο πετάχτηκε και ανακάθισε    στα ποτισμένα από τον ιδρώτα της σεντόνια. Ρουφούσε άπληστα τον αέρα, λες και μόλις είχε αναδυθεί από κάποιο βυθό. Τρελή από αγωνία γκρεμίστηκε από το κρεβάτι της και αναζήτησε τον καθρέφτη με το βλέμμα της. «Όχι! Όχι αυτόν τον καθρέφτη!». Κρυμμένη πίσω από τις παλάμες της έτρεχε σαν κυνηγημένη, προσπαθώντας να φτάσει στην τουαλέτα. Άνοιξε με πάταγο την πόρτα και πρόφτασε να πιαστεί από τον νιπτήρα λίγο πριν σωριαστεί στο πάτωμα. Τότε αντίκρισε το είδωλό της. Το πρόσωπό της ήταν εκεί, ιδρωμένο από τον εξαντλητικό ύπνο αλλά ίδιο όπως πάντα. Τσίμπησε και τράβηξε με δύναμη τα μάγουλά της. Το υγιές νεανικό της δέρμα επέστρεψε αμέσως στη θέση του. Στάθηκε χαζεύοντας για λίγο την αναψοκοκκινισμένη επιδερμίδα. Χαμογέλασε.

«Κρίμα.»_

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) "Θαύμα" της Ελένης Γκίκα προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Η χρυσή μάσκα της καθημερινότητας

Παναγιώτης Χαλούλος



Είχε πολλά να κάνει σήμερα. Οι υποχρεώσεις τον βάραιναν, αισθανόταν να … σέρνεται, ειδικά όταν αναλογιζόταν την επίσκεψη στον βαριά άρρωστο πατέρα του. Δεν του ήταν εύκολο να τον παρηγορά, να του λέει τα κατά συνθήκη ψέματα που αρμόζουν στην περίπτωσή του, ότι όλα θα περάσουν και μια ανάμνηση κακιά θα είναι σε λίγα χρόνια! Ναι, σε λίγα χρόνια, ανάμνηση κακιά για τον ίδιο, όχι για τον πατέρα του, αφού είναι βέβαιο πως σε ένα το πολύ μήνα εκείνος δεν θα βρίσκεται ανάμεσά μας, εις Κύριον θα έχει αποδημήσει!... Αυτά σκέφτεται και δεν λέει να το πάρει απόφαση να ξεκουνήσει από τον καναπέ του σαλονιού, το «οχυρό» του!...

Χτύπησε το τηλέφωνο, απάντησε και σηκώθηκε σαν ελατήριο, αφού κάποιος του θύμισε ότι κάποια δουλειά δεν έπαιρνε αναβολή. Η κοπιαστική, κυρίως από ψυχολογικής πλευράς, μέρα άρχισε. Φόρεσε το χαμόγελο και βγήκε από την πόρτα.

Είχε πάντα ως εφεδρεία τη μάσκα την ευφρόσυνη για τις κοινωνικές εμφανίσεις. Την επιζωγράφιζε όπως επέβαλαν οι καταστάσεις, κατά περίπτωση. Ε, τι καλλιτέχνης είναι, αν δεν μπορεί να …σχεδιάζει προσωπεία, με την ίδια ευκολία που χρησιμοποιεί τα πινέλα της ζωγραφικής του, όταν δημιουργεί στο εργαστήριό του; Ναι, αλλά δεν πρέπει να έχει έμπνευση για δημιουργία; Γίνεται καλλιτέχνημα χωρίς έμπνευση, χωρίς κατάλληλο ερέθισμα; Είναι ζήτημα τεχνικής και μόνο;…

Αν, ίσως, διέθετε μια μάσκα χρυσή, όπως εκείνη η χρυσή προσωπίδα του Αγαμέμνονα, δεν θα ταίριαζε σε κάθε περίπτωση; Μα, εκείνη είναι μια νεκρική προσωπίδα, σκέφτηκε… Αλλά, αναλογίστηκε αμέσως μετά, μήπως μια ανάλογη μάσκα, ένα «χρυσό» προσωπείο κάλυπτε το βασιλικό του πρόσωπο καθημερινά όσο ζούσε; Γιατί ένας βασιλιάς έπρεπε να έχει εντυπωσιακό παρουσιαστικό, διαφορετικά πώς θα διατηρούσε το κύρος του ανάμεσα στους τόσους κρατικούς υπαλλήλους με τους οποίους συγχρωτιζόταν, πώς θα εντυπωσίαζε τους υπηκόους, ώστε να τον υπακούν, όπως όριζε η τάξη; Ήταν και οι απεσταλμένοι των άλλων κρατών που συναντούσε στα διακρατικά συμβούλια… Δεν ήταν λογικό στο πρόσωπό του να αντικατοπτρίζονται τα συναισθήματά του, δεν μπορούσε εκ του αξιώματός του να αφήνει γυμνό το πρόσωπο σε ό,τι τον ταλαιπωρούσε στα βάθη της ψυχής του, αν, για παράδειγμα, τον πίκρανε η βασίλισσα τη νύχτα στη συζυγική παστάδα, αντί να του γλυκάνει την καρδιά και με χάδια και φιλιά να τέρψει το βασιλικό σώμα και την ψυχή του! Μια χρυσή μάσκα ήταν ό,τι έπρεπε, λοιπόν, και, όπως παραμένει ανέκφραστη, ως παγερό μέταλλο, θα έλαμπε φωτίζοντας με επιβλητικό φως το αρχοντικό πρόσωπο. Ναι, σίγουρα ο Αγαμέμνων θα ήταν επιβλητικός με τη χρυσή μάσκα του, έτσι κατάφερε να επικρατήσει ανάμεσα στο πλήθος των βασιλιάδων της εποχής του, με αποτέλεσμα να γίνει αυτός αρχιστράτηγος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Και δεν έχασε την αίγλη του μέχρι σήμερα, αφού κράτησε για πάντα τη χρυσή προσωπίδα του μετά θάνατον.

Δεν ήταν υποκριτής, όχι, καλόπιστος ήταν και καλοδιάθετος. Δεν συμπαθούσε τον διευθυντή του, τον θεωρούσε καταπιεστικό, όχι πολύ δημοκρατικό – δεν ήθελε να τον παρουσιάζει ως αντιδημοκρατικό, προτιμούσε το σχήμα λιτότητας, ως πιο ήπιο χαρακτηρισμό – λόγω του χαρακτήρα του, έλεγε, όχι εξαιτίας της ιδεολογίας του. Πίστευε πως ο διευθυντής του θα είχε καλύτερη συμπεριφορά προς τους συναδέλφους, αν δεν είχε συνεργάτιδα την υποδιευθύντρια, μια υποκρίτρια, που σε πολλούς, όπως στον ίδιο, έλεγε «Καλημέρα» με μια μάσκα μειδιάματος στο ξερακιανό πρόσωπό της, ενώ ήταν βέβαιο ότι δεν τον συμπαθούσε, αλλά και ποιον συμπαθούσε εκείνη; Κάποιοι της είχαν δείξει ξεκάθαρα τι πίστευαν για το πρόσωπό της, άλλοι όμως σε κάθε συνάντηση μαζί της τη χαιρετούσαν φορώντας κι εκείνοι τη μάσκα τους !...

Στους τελευταίους αυτούς ανήκε κι εκείνος. Τη χαιρετούσε με ευφρόσυνη διάθεση. Ήταν διαλλακτικός, άλλωστε, και προσπαθούσε να μην έρχεται σε αντιπαραθέσεις, να μη δημιουργεί κόντρες, ώστε να τρέχει η δουλειά απρόσκοπτα και τα κατάφερνε μέχρι τώρα αρκετά καλά. Μήπως, λοιπόν, ήταν κονφορμιστής; Το σκεφτόταν καμιά φορά αυτό, φοβόταν πως αυτό θα πίστευαν οι άλλοι… Όμως όχι, αφού υπήρξε και μια περίπτωση, που προστάτεψε τα δικαιώματά του, όταν ο διευθυντής προσπάθησε να του κάνει υποδείξεις για τη δουλειά του στον τομέα του και υποψιάστηκε ότι τα κίνητρά του ήταν ιδεολογικά και, βέβαια, στο παρασκήνιο η γεροντοκόρη εκείνη, η υποδιευθύντρια, του είχε υποβάλει τις «συμβουλές». Με σθεναρότητα ξέκοψε τη συζήτηση ξεκαθαρίζοντας πως δεν έχει διάθεση για ιδεολογική συζήτηση, υποστηρίζοντας μάλιστα πως ξέρει πολύ καλά να κάνει τη δουλειά του στον τομέα και την ειδικότητά του!

Η μάσκα, λοιπόν, της ευφρόσυνης διάθεσης αποδείχθηκε αποτελεσματική και οι εργασιακές σχέσεις με όλους τους συνεργάτες έρρεαν με μια ομαλότητα, που διευκόλυνε τη συνεργασία και την παραγωγικότητα. Ήταν μια «χρυσή μάσκα», ένα κοινωνικό προσωπείο, που τον έδειχνε ευχάριστο στους άλλους και όλοι τον συμπαθούσαν. Χαίρονταν να συνεργάζονται μαζί του, μάλιστα πολλοί τον θεωρούσαν πρότυπο και αποζητούσαν τη φιλία του και μάλιστα τις συμβουλές του για τη σωστή και άνετη διεξαγωγή της εργασίας. Όταν αποφάσισε να αποσυρθεί από τα καθήκοντά του ο διευθυντής, όλοι περίμεναν να υποβάλει εκείνος υποψηφιότητα για τη θέση. Τον κολάκευε η ιδέα και φυσικά η προτίμηση των συναδέλφων του στο πρόσωπό του, η πίστη τους πως θα ήταν αποτελεσματικός και δίκαιος διευθυντής, πράγμα πολύ τιμητικό γι’ αυτόν. Αμφιταλαντεύτηκε, δεν ήθελε να λάβει γρήγορα αποφάσεις, τελικά όμως δεν υπέβαλε αίτηση. Γνώριζε καλά πόσο σε μια τέτοια θέση θα αναγκαζόταν κάποιες φορές να έλθει σε ρήξη με τωρινούς συνεργάτες.

Σχεδόν κάθε βδομάδα δυο-τρεις συνάδελφοι απουσίαζαν, για διάφορες αιτίες και δικαιολογίες, όχι πάντα πιστευτές. Θυμάται πόσο έμεινε έκπληκτος, όταν μια μέρα τηλεφώνησε κάποιος από το προσωπικό, για να ανακοινώσει ότι δεν θα έρθει για εργασία, επειδή γιόρταζε! Δεν είχε ζητήσει άδεια, απλώς ανακοίνωνε την «απόφασή» του να μην εργαστεί, ως …δικαίωμα «εορταστικής άδειας»! Με τέτοιους συναδέλφους φοβόταν πως δεν θα μπορούσε να είναι ευγενής και θα ερχόταν σε αντιπαράθεση. Τη ρήξη σχέσεων και με προϊσταμένους φοβόταν, σε περίπτωση που ίσως επενέβαιναν για εξυπηρέτηση «ημετέρων» τους διασκελίζοντας νόμους και υποσκελίζοντας πρόσωπα· τους ήξερε καλά κάποιους και δεν θα μπορούσε να διατηρήσει μαζί τους μάσκα ευγένειας, που θα έπρεπε να ονομάζεται της υποτέλειας, αν υπάκουε σε εντολές τους!... Με διάφορες τέτοιες σκέψεις ακύρωσε την ιδέα να ζητήσει τη διευθυντική θέση. Δεν τον πείραξε ιδιαίτερα, αρκεί να τα είχε καλά με τον εαυτό του!

Τι τα θυμόταν όλα αυτά σήμερα! Έτρεχε και δεν έφτανε με όσα έπρεπε να προλάβει. Κατάκοπος και ιδιαίτερα καθυστερημένα, σύμφωνα με όσα είχε κατά νου, έφτασε στο νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν εδώ και καιρό ο πατέρας του. Σκεφτικός στους διαδρόμους φόρεσε τη γνωστή μάσκα χαμόγελου αισιοδοξίας μπαίνοντας στο θάλαμο. Χαιρέτησε με ένα αστείο, που είχε ετοιμάσει από πριν, απευθυνόμενος και στους τρεις ασθενείς του θαλάμου, χάιδεψε το ταλαιπωρημένο πρόσωπο του πατέρα και …τον βρήκε μια χαρά σήμερα, παρότι η όψη του έδειχνε σε χειρότερη κατάσταση από κάθε άλλη φορά! Αδύναμος ο άρρωστος με δυσκολία αντέδρασε στο χάδι και στη φωνή του γιου. Έμεινε να του κάνει παρέα αρκετές ώρες χωρίς να του αποσπάσει λέξη. Άλλες μέρες ελάχιστες κουβέντες αντάλλασσαν. Η κατάσταση, επομένως, έβαινε επιδεινούμενη!

Την επομένη τον ζήτησαν στο τηλέφωνο, ενώ βρισκόταν στην εργασία του. Ήταν από το νοσοκομείο, για να του ανακοινώσουν ότι ο πατέρας «έφυγε»!

Βγήκε στο δρόμο, ο ήλιος λαμπρός έπεσε στο σκοτεινιασμένο πρόσωπό του, πονούσε και δεν μπόρεσε να το κρύψει. Ξέσπασε ξαφνικά σε κλάματα, που τόσο καιρό συγκρατούσε.

Η χρυσή μάσκα του ήλιου, που κόλλησε στο πρόσωπό του, έδειχνε ξεκάθαρα την ψυχή του. Αυτή η χρυσή μάσκα τού ταίριαζε πραγματικά. Αυτή ήθελε πάντα να φορά, να μην υποχρεώνεται από τις εκάστοτε καταστάσεις που επέβαλαν τα κατά συνθήκη ψέματα...!


__

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Η χρυσή μάσκα της καθημερινότητας» του Παναγιώτη Χαλούλου προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

 

pic: Agamemnon Mask_ National Archaeological Museum Athens


Κυριακή 4 Απριλίου 2021

 Η μάσκα και το μέσα πρόσωπο

Μάρω Γαλάνη



Περπάταγε για ώρα. Δεν πήγαινε κάπου. Η βόλτα με τα πόδια στην ολόκλειστη πόλη ήταν ο μετρονόμος της. Ήταν ο μοναδικός τρόπος συντονισμού του μυαλού και της κίνησης. Την αντιμετώπιζε ως πράξη πολιτική για να εκφράσει με έμμεσο τρόπο μια εκδοχή για την αξιολόγηση του χρόνου. Ένας περίπατος, σκέφτηκε, χρησιμοποιεί το σώμα ως όργανο για ακρόαση και ευαισθητοποίηση. Για πλήρη εμπειρία του τοπίου, για να αντιληφθεί ο άνθρωπος τις αλλαγές του κόσμου.

Στην Παντοκράτορος είδε ανοιχτή την πόρτα του ναού και μπήκε με επιθυμία μεγάλη να προσπαθήσει συλλαβισμό ευχαριστίας στη δημιουργό δύναμη. Ποτέ δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Στάθηκε κι ήταν αμήχανη όπως πάντα. Δεν είχε, βλέπεις, μέσα της συγκεκριμένο θεό. Από εδώ και πέρα θα είμαι ολιγαρκής, ψιθύρισε και της έκλεισε το μάτι. Η εικόνα, της φάνηκε πως δάκρυσε. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και φίλησε στο μέτωπο την Παρθένα.

Βγήκε και περπάτησε γρήγορα ως την εξώπορτα του σπιτιού της. Δυσκολευόταν να βρει τα κλειδιά. Τίγκα η κίτρινη τσάντα της. Όλα ήταν ριγμένα άτακτα μέσα. Μια κασετίνα με μολύβια χρωματιστά κι ένα σημειωματάριο. Τρεις φωτογραφίες -μια οικογενειακή, μια λουόμενη η ίδια σε νησί του Αιγαίου και μια της θάλασσας μονάχης κι ανταριασμένης. Δυο βιβλία -ένα της ποίησης κι ένα για την αλήθεια. Ένα σακούλι με καραμέλες και ζαχαρωτά για παιδιά και μάγισσες. Ένα πορτοφόλι ίσα να χωράει το κέρμα που κέρδισε κάποια μακρινή πρωτοχρονιά. Το διαβατήριο σε μια γλώσσα άγνωστη προγονική. Το κραγιόν της.

Ξεχώρισε τελικά την αρμαθιά κι άνοιξε. Την ώρα που ο χρόνος κουρασμένος κάθισε βαριανασαίνοντας στο πλατύσκαλο εκείνη έκλεισε βιαστικά την πόρτα της. Είχε οριστικά χάσει τη φυσικότητα με τους άλλους. Ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο και έκλαψε με αναφιλητά. Δεν υπήρχε κανείς να την παρηγορήσει γι’ αυτόν τον θάνατο. Σκούπισε μόνη της τα μάτια και ανέβηκε τη σκάλα ως το τρίτο πάτωμα στο εσωτερικό του σπιτιού της. Μπήκε πάλι στην αναγκαία αναστολή. Αγρυπνία την έλεγε. Προσερχόταν σ’ αυτή λίγο ντροπαλή, νηφάλια και προσεκτική και συνέλεγε σιωπές, προετοιμαζόμενη για το αιφνίδιο τέλος της.

Μπήκε στο μπάνιο, έπιασε το σαπούνι κι άρχισε να πλένει τα χέρια της κάτω από το δροσερό νερό της βρύσης. Κάποια στιγμή θα σας ανταλλάξω για δυο φτερά πιγκουίνων και θα φύγω χωρίς εσάς για την Ανταρκτική, είπε και άνοιξε το καυτό νερό. Δεν τα τράβηξε ούτε όταν άρχισαν να καίγονται και να πονούν αφόρητα.

Άκουσε κάποιον να κλαίει, σήκωσε το πρόσωπο της στον καθρέφτη, από όπου ερχόταν η φωνή κι είδε ένα παράπονο να σπαράζει. Του χαμογέλασε και τράβηξε τα χέρια της απ’ τον νιπτήρα. Το παράπονο έσβησε κι είδε το είδωλό της. Μια μάσκα κέρινη, με σβησμένο, σιωπηλό, αόριστο βλέμμα και σφιγμένα χείλη. Αντί μαλλιά είχε στήμονες και δυο τρύπες αντί για αυτιά που αιμορραγούσαν.  Να μπορούσα να δω την όψη μου από τη μέσα μεριά. Να δω το αληθινό μου πρόσωπο, ψιθύρισε.

Τα πονεμένα της χέρια συμπονετικά και άφοβα, απρόσκλητα άρχισαν να τη χαδεύουν παρηγορητικά στα μάγουλα -σιγά μην περίμενε η παντοδυναμία τους άδεια δράσης. Κι όπως όταν θερμαίνεις το κερί και λιώνει, η κάψα τους άρχισε να μαλακώνει την πάνω στιβάδα του δέρματος. Κάνει κρύο εδώ μέσα, εσείς είστε καυτά κι αυτό μου προκαλεί σύγχυση, είπε η γυναίκα.

Πήρε μια ανάσα. Ήθελε να συναντηθεί με το μέσα πρόσωπο σαν φίλη. Αν όμως εκεί συναντούσε όλες τις πληγές του κόσμου; Αν αντί για αντάμωμα σε πλατείες του ήλιου με φως συναντούσε το μέσα της πρόσωπο στη σκοτεινιά της κόλασης; Σταματήστε, φοβάμαι, φώναξε δυνατά κι έπιασε με το ένα χέρι το άλλο και τα σταύρωσε στο στήθος όπως κάνουν στους πεθαμένους. Ακατάδεκτη για την Αλήθεια της είχε ξεμάθει να τολμά. Είχε πια συνηθίσει να κατοικεί την αναμονή. Αυτή η διαπίστωση έγινε στεναγμός που κουλουριάστηκε βαθύτερα μέσα της.

Με τη σωτήρια δεξιότητά της στην προσαρμογή μπήκε στην κουζίνα κι έλυσε τα χέρια να φτιάξει τσάι. Φλισκούνι κι αγριομέντα, όπως συνήθιζαν, ώρα έξι το απόγεμα, όλες οι προηγούμενες γυναίκες της γενιά της. Σέρβιρε τον εαυτό της στο σαλόνι. Κάθισε ήρεμη ανάμεσα κηδείας κι επανάστασης, με μια ατομική μελαγχολία που δεν γνώριζε με ακρίβεια που έδρευε. Το πρόσωπο της, ξαφνικά, αποσπάστηκε από το σώμα κι άρχισε να ίπταται, να περιφέρεται στον χώρο. Στην αρχή άσκοπα. Ήταν όμορφο πρόσωπο -σαν λυπημένος έρωτας, με ολοκαίνουργα μάτια καθαρά. Είχε ένα βλέμμα σιωπηλό, μελαχρινό πολύ κι αόριστο. Μετά, το πρόσωπό της, πήρε να τακτοποιεί το δωμάτιο. Βιαστικά, όπως κάνουν οι νοικοκυρές, όταν απρόσμενο συμβάν θα φέρει ξένο κόσμο στο σπίτι.

Οπλισμένη με εκείνο το ειδικό θάρρος που της δόθηκε από την ιστορία των γυναικών του κόσμου σηκώθηκε όρθια. Άρπαξε το αληθινό της πρόσωπο την ώρα που εκείνο έσκυβε πάνω στο τραπέζι, ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόταν να ισιώσει ένα λευκό τραπεζομάντηλο πλεγμένο απ’ τη μαμά της. Τοποθέτησε το πρόσωπο στη θέση του κεφαλιού της, με ευλάβεια. Να έρθει ένας θάνατος ευγενικός και να με βρει στην αγκαλιά του, είπε.

Πήγε προς την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε στο μπαλκόνι. Έκανε τέσσερα βήματα, μια ακινησία, μια αραμπέσκ και μια πτώση. Ως να φτάσει ολόκληρη, με το αληθινό της πρόσωπο στο πλατύσκαλο πλάι στον κουρασμένο χρόνο που ακόμη βαριανάσαινε, ακούστηκαν όλες μαζί φωνές αρμονικά δεμένες. Το γέλιο των παιδιών μέσ’ στο ψηλό χορτάρι, αντηχήσεις μετρικών του Διονύσου, το γαμήλιο βαλσάκι των γονιών της κι η δυσχερής αναπνοή της για φινάλε.

_

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Η μάσκα και το μέσα πρόσωπο» της Μάρως Γαλάνη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».


photo: Giuseppe Gradella

 


Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Μάσκα και πρόσωπο



Έληξε με επιτυχία η  λογοτεχνική άμιλλα διηγημάτων μικρής φόρμας (flash fiction)  με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο», που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή».

Υποβλήθηκαν 37 κείμενα-συμμετοχές και η επιτροπή αξιολόγησης αποτελούμενη από τους λογοτέχνες  Σπύρο Λ. Βρεττό, Σωκράτη Σκαρτσή και Έρση Σωτηροπούλου, προέκρινε 23 διηγήματα, τα οποία    αναφέρονται παρακάτω, με αλφαβητική σειρά.

Τα διηγήματα αυτά θα αναρτώνται στο ιστολόγιο της «Αορτής»  aortipatras.blogspot.com, τρία κάθε εβδομάδα (Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή).

«Η μάσκα και το μέσα πρόσωπο» της Μάρως Γαλάνη

 «Θαύμα» της Ελένης Γκίκα

 «Διαγράμματα» της Αλεξάνδρας Ζώη

«Ο ευγενικός ήρωας. Πονάς» Του Σωτήρη Θεοχαρίδη

«Το κίτρινο πρόσωπο της Χρυσής Καραπαναγιώτη

«Τα επτά πράσινα γατάκια» του Λυκούργου Κουσουλάκου

«Αγαμέμνονας» της Ανδρεάννας Κουφού

«Μηνύματα στο κινητό» του Βασίλη Λαδά

«Το τελευταίο του πακέτου» του Κωνσταντίνου Μάνη

«Μπούλες» του Σπύρου Μαραγκού

«Ισπανικό τρένο» του Ισίδωρου Μαυρογεώργη

«Είδηση θανάτου» της Μαρίνας Μητρούλια

«Ακολουθεί τοποθέτηση προϊόντος» της Αναστασίας Μπαμπούλα

«Η νέα μεταμόρφωση» της Αλεξάνδρας Μυλωνά

«Εγώ η μάσκα μου» του Νικόλα Παπούλια

«Η πλατιφόρμα» του Κώστα Παππή

«Αυτοί οι άλλοι» της Αλέκας Πλακονούρη

«Καλώς καμωμένα» της Καλλιόπης Πλέσσα

«Σημειώσεις ενός πολίτη σε χρόνο νεκρό»» του Κώστα  Σπαρτινού

«Beaute» της Μάντως Τερζή

«Διάλογος του ενός της» Παναγιώτας Χαιδά

«Η χρυσή μάσκα της καθημερινότητας»  του Παναγιώτη Χαλούλου

«Η μάσκα να καλύπτει σωστά το πρόσωπο σου» του Βασίλη Χριστόπουλου

 

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

 FAKE NEWS

 Την ημέρα της ποιήσεως 21.3.2021

από τον εκπρόσωπο τύπου του Πριγκηπάτου της Γυάλας.


 













Σε τοίχο super market εγγράφη παρανόμως:

Στην έρημο χορταίνεις φως.

 

Σε τοίχο μπαρ πλάι στο κύμα εγγράφη παρανόμως:

στη θάλασσα μεθάς από αέρα.

 

Σε τοίχο των φυλακών Αγίου Στεφάνου εγράφη παρανόμως:

εκεί νοιώθεις ελευθερία, στα βουνά.

 

Στον τοίχο του Μεγάρου του Πριγκηπάτου εγγράφη παρανόμως:

Καθένας κι ένα αξίωμα σαν

ο πουλί μεσ' στο κλουβί του.

 

 Σε μπρουταλικό τοίχο του κτιρίου ΟΛΠΑ  εγγράφη παρανόμως;

Το  “ κεραμεούν”  και “φαύλον”

τo σιχαμερό.

 

Δράστες κατά σειρά, οι Πάουντ, Ντίκινσον , Έλιοτ , Σεφέρης, Καβάφης.

 

Βασίλης Λαδάς

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

18 Μάρτη 1871-18 Μάρτη 2021

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ


Οδόφραγμα τον Απρίλιο του 1871

Σαν σήμερα 150 χρόνια πριν, οι εξεγερμένοι εργάτες μαζί με την εθνοφρουρά του Παρισιού, εγκαθίδρυσαν την παρισινή κομμούνα, την πρώτη κομμουνιστική αυτοδιαχειριστική κυβέρνηση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στις 19 Απριλίου 1871 ψηφίστηκε η Επαναστατική Διακήρυξη, εξισώνοντας όλους τους πολίτες, άντρες και γυναίκες, στο δικαίωμα της εργασίας, της κατοικίας, των πεποιθήσεων και των ελευθεριών, κρατικοποιώντας τις περιουσίες των πλουσίων και της εκκλησίας. Διήρκεσε 70 μέρες, μέχρι την 28η  Μαΐου, όταν οι Πρώσοι άλωσαν την γαλλική πρωτεύουσα, σε συνεργασία με την κυβέρνηση των Βερσαλλιών. Οι τελευταίοι κομμουνάροι εκτελέστηκαν στο νεκροταφείο του Περ Λασέζ, όπου ήταν οχυρωμένοι, την 28η Μαΐου 1871.

Επίκαιρα σήμερα όσο ποτέ, τα μηνύματα της παρισινής κομμούνας, φωτίζουν τους αγώνες και τις ελπίδες των λαών του κόσμου, για ελευθερία, ισότητα και ουσιαστική δημοκρατία. Για την κοινωνικοποίηση όλων των δημόσιων αγαθών, για τα δικαιώματα στην εργασία, την κατοικία, τον ελεύθερο χρόνο, την υγεία, την παιδεία. Για την ισότητα, ανεξάρτητα φύλου, φυλής, καταγωγής και πεποιθήσεων. Σήμερα όσο ποτέ, διακυβεύονται σε παγκόσμιο επίπεδο, οι διακηρύξεις της παρισινής κομμούνας και οι κατακτήσεις  αγώνων, για ευτυχισμένες κοινωνίες των ανθρώπων και των άλλων συνδαιτυμόνων πάνω στον πλανήτη γη.

ΥΓ.  Μεταξύ άλλων, τρεις κινηματογραφικές ταινίες έχουν αναπαραστήσει τα γεγονότα και τη φιλοσοφία της παρισινής κομμούνας:
«Η Κομμούνα» του Πίτερ Γουότκινς,
«Η Νέα Βαβυλωνία» των Γκριγκόρι Κόνζιτσεφ και Λεονίντ Τράουμπεργκ
και «Οι μέρες της Κομμούνας» του Μπέρτολτ  Μπρέχτ.   

του Γιάννη Ζαρκάδη 

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

 Αγκυλωτοί σταυροί με κιμωλίαν εις τας Πάτρας και Κέρκυραν

τίτλος της εφημερίδας Ημέρα 9.1.1960.

του Βασίλη Λαδά

 


Των Φώτων του 1960 εμφανίστηκαν αγκυλωτοί σταυροί στους τοίχους Συναγωγών και οικιών εβραίων συμπολιτών μας στην Πάτρα και σε όλη την Ελλάδα. Αλλά όχι μόνο στην Ελλάδα. Σε όλον  τον  δυτικό κόσμο, από τις αρχές του 1960 απλώθηκε πανδημία αγκυλωτών σταυρών, δεκαπέντε μόλις χρόνια  από τη στρατιωτική,  αλλά όχι πολιτική και ηθική ήττα του φασισμού. Στις 10 Ιανουαρίου  1960  η Πελοπόννησος έγραφε εις 21 ανήλθον οι συλληφθέντες νεοναζιστές εις δυτικό Βερολίνον αγκυλωτοί σταυροί και αγχόναι εις Ιταλίαν.  Υπήρξε    λοιπόν  κέντρο που διεύθυνε  την εμφάνιση των νεοναζιστών.  Από το 1960 η λέξη. Λόγω αυτής της  φασιστικής κρυπτείας, η κυβέρνηση  στην Ελλάδα  επέστησε την προσοχή  στα αστυνομικά όργανα να επαγρυπνούν.  Έτσι οι δράστες στην Πάτρα  που βάναυσα και κυνικά πρόσβαλλαν το θρησκευτικό συναίσθημα και το πένθος των συμπολιτών μας Ισραηλιτών και τις σχέσεις μας το κράτος του Ισραήλ συνελήφθησαν. Ήσαν γνωστοί  νέοι Πατρινοί  κλώνοι οικογενειών από αυτές που λένε- μερικοί σήμερα-  ότι ανήκουν  στους αρίστους  και στην κανονικότητα,  ονόματα γνωστά, από τα πόδια μέχρι το μέτωπο δεξιοί.  Και συνέβησαν τότε  γεγονότα ντροπιαστικά και γελοία για την πόλη μας. Οι  δράστες ομολόγησαν και απέδωσαν την πράξη τους σε αστεϊσμό. Κάνανε δηλαδή πλάκα σε πενθούντες! Τον ισχυρισμό τους τον υιοθέτησαν οι εφημερίδες της πόλης. Οι αστειότητες του αγκυλωτού σταυρού εμφανίσθησαν και εις την πόλιν μας.  Πελοπόννησος  8.1.1960. Στερούνται σοβαρότητος οι εκδηλώσεις. Πελοπόννησος  9.1.1960.

Στις 11.1.1960 θα γινόταν η δίκη των αρίστων κολογιόπαιδων  Την ίδια μέρα ο Εθνικός Κήρυξ δημοσίευσε άρθρο για τη δίκη που μεταξύ άλλων  έγραφε: τυχόν καταδίκη Ελλήνων πολιτών διότι ανέγραψαν ναζιστικά σήματα θα  ήτο αυτή καθ εαυτή μια αντισημιτική εκδήλωση διότι έτσι θα εδίδετο ασφαλώς η εντύπωσις ότι πράγματι υπάρχουν εν Ελλάδι  άνθρωποι αντιπαθούντες τους Εβραίους και δια  τον λόγον  αυτόν τιμωρούνται. Με άλλα λόγια  η εφημερίδα έγραφε ότι δεν υπάρχουν  άνθρωποι στην Ελλάδα που έφαγαν τις περιουσίες των Εβραίων  όταν εστάλησαν στο Άουσβιτς, που τους έδειξαν  για να συληφθούν,  που δεν τους έκαψαν  τους οικισμούς στην Θεσσαλονίκη, τη δεκαετία του 1930, που, που, που. Και με λιγότερα λόγια, εκβιασμός σε δικαστές και Πολιτεία. Οι κατηγορούμενοι για παράβαση του άρθρου 141 ΠΚ περί προσβολής  φίλων λαών κ.λπ. αθωώθηκαν  διότι δεν είχαν δόλο να προσβάλλουν.  Πλάκα έκαναν, παρασύρθηκαν. Έτσι οι γνωστοί , Δ.Π, Α.Π, Κ.Α επέστρεψαν λευκοί στην κοινωνική τάξη  που ανήκαν  και η πόλη έπλυνε τα χέρια της να είναι καθαρά.

Η ταφόπλακα στο επεισόδιο αυτό έπεσε από βιβλίο ιστορικού  μας ( παραγγελία του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος)  στο οποίο  αναφέρεται  ότι τα Θεοφάνεια  ΑΓΝΩΣΤΟΙ έγραψαν αγκυλωτό σταυρό στη Συναγωγή της Πάτρας. Άγνωστοι κύριε Ιστορικέ; Θα μπορούσε να μην πει τα  ονόματα ο ιστορικός,  είχε υποχρέωση όμως να πει που ανήκουν, τι ζωή κάνουν, τι σκέφτονται.

Όποιος ενδιαφέρεται πραγματικά τι συνέβη εις βάρος των Εβραίων στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του έτους 1960 έχω στη διάθεσή του στοιχεία, την κατοχή των οποίων την οφείλω στον δημοσιογράφο και ιστορικό Ισίδωρο Σιδηρόπουλο. Να μη ξεχνούμε.

                                                                               Πάτρα 27.1.2021 Μνήμη ολοκαυτώματος

                                                                                         Βασίλης Λαδάς