Τρίτη 28 Απριλίου 2020


ΤΣΙΓΓΑΝΟΣ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ, Ρομ ζόρι τε αβές

Του Βασίλειου Χριστόπουλου


Πλησιάζει το Πάσχα του 2020 και η 25 χρονη τσιγγάνα Διονυσία είναι ανήσυχη. Βλέπει πως η ζωή τους γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ο κορονοϊός κατέστρεψε όλες τις ευκολίες τους. Ο Ζαφείρης είναι άνεργος πάνω από ένα μήνα. Τα μαγαζιά είναι κλειστά, η πόλη ερήμωσε, άνθρωπος δεν κυκλοφορεί. Η ζητιανιά δεν δουλεύει πια. Τα έξι παιδιά της, όμως, συνεχίζουν να χρειάζονται φαγητό, τα ρούχα τους, τη φροντίδα τους. Κάθε τόσο ψιθυρίζει την αγαπημένη της φράση: Τσιγγάνα δύσκολο να είσαι, Ρομνί ζόρι τε αβές.
Τα παιδιά της είναι από δύο μέχρι εννιά χρονών. Κατά σειρά είναι ο Μανόλης, η Ζουμπουλία, o Ασημάκης, ο Άχμετ, η Εμμανουέλλα και η μεγάλη η Παγώνα. Οι δυο μεγάλες, Εμμανουέλλα και Παγώνα, πάνε σχολείο, αλλά τώρα είναι κλειστό.
Τις δυο μεγάλες τις έκανε με τον άντρα που παντρεύτηκε μικρή, έναν Αργύρη. Χώρισαν, όμως, νωρίς. Ήταν χωμένος στα ναρκωτικά μέχρι το λαιμό, τον έδιωξε η ίδια και γλύτωσε.
Η Διονυσία από μικρή ήξερε πως αρέσει στους άντρες, ποτέ της δεν είχε πρόβλημα. Έτσι γρήγορα κατέληξε στο Ζαφείρη. Είναι μαζί οκτώ χρόνια, ζουν κανονικά σαν αντρόγυνο, έκαναν και τέσσερα παιδιά. Μέχρι τώρα δεν είχε παράπονο από τη ζωή της. Τώρα, όμως με τον κορονοϊό όλα γίνονται δύσκολα.
Όταν ο άνεργος Ζαφείρης δέχτηκε το τηλεφώνημα του Ασημάκη Βασιλάρη άρχισε να ελπίζει σε κάποιο μεροκάματο. Μέχρι τις απαγορεύσεις έκανε σταθερά τρία μεροκάματα τη βδομάδα. Δούλευε σε ένα γέρο γεωργό στην Εγλυκάδα,  είχαν γνωριστεί από τότε που η οικογένεια έμενε στον καταυλισμό του Ριγανόκαμπου. Τώρα ο γέρος φοβάται τον κορονοϊό και σταμάτησε τη λαϊκή.
Τα τελευταία χρόνια, τρεις μέρες τη βδομάδα, ο Ζαφείρης ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα, καβαλούσε το ποδήλατο και πήγαινε στην Εγλυκάδα. Φόρτωναν το αγροτικό και κατέβαιναν στη λαϊκή. Αργά το μεσημέρι επέστρεφαν στο κτήμα. Εκεί έκανε κάποιες δουλειές στα χωράφια και αργά το απόγευμα, ξεθεωμένος, γύριζε με το ποδήλατο σπίτι του. Πάντα με μια σακούλα λαχανικά και φρούτα, ό,τι είχε μείνει απούλητο στη λαϊκή.
Ο Βασιλάρης είναι ένας δικός τους, στα 50 του, που τα καταφέρνει με διάφορα μεσιτικά και ζει μια χαρά. Ήταν Μεγάλη Δευτέρα το βράδυ που συναντήθηκε μαζί του στην πλατεία. Έκαναν βόλτες και συζητούσαν περπατώντας.
Δεν είπε πολλά, μπήκε κατ’ ευθείαν στο θέμα.
-Ξέρω την ανάγκη σου, Ζαφείρη, γι αυτό θα σου μιλήσω καθαρά. Έχω μια δουλειά για σένα και την Διονυσία, να βγάλετε εύκολα 2.000.
-Τι δουλειά, κυρ Ασημάκη;
-Ένας Ιρανός μετανάστης, καλοστεκούμενος, είναι χωρίς χαρτιά, παράνομος. Για να μπορέσει να πάρει  χαρτιά θέλει να κάνει ένα παιδί με Ελληνίδα.
-Κι εγώ τι μπορώ να κάνω;
-Να του δώκουμε τη Διονυσία.
-Τη γυναίκα μου; τα έχασε ο Ζαφείρης.
-Δική σου είναι και δική σου θα μείνει. Μην ανησυχείς. Μόνο το παιδί θα είναι δικό του, θα το γράψει δηλαδή για δικό του. Γιατί κι αυτό στο τέλος δικό σας θα μείνει. Είπαμε 2000 είναι αυτές.
Ο Ζαφείρης  προσπαθώντας να σταθμίσει τι σημαίνουν όλα αυτά, αντιπρότεινε.
-Γιατί να μην το κάνω εγώ με τη Διονυσία, και όταν  γεννηθεί το γράφουμε στο όνομά του. Έτσι είχαμε κάνει  με  εκείνον τον Αφγανό και του γράψαμε τον Άχμετ, αν θυμάσαι. Δώκαμε στο παιδί και το όνομά του.
-Όλα τα θυμάμαι, αλλά τώρα άλλαξαν τα πράγματα. Τώρα, Ζαφείρη, ζητάνε τεστ DNA. Κάνουν εξετάσεις σε πατέρα και παιδί και πρέπει να βγαίνει ότι είναι δικό του. Ο Ζαφείρης  έμεινε άφωνος, δεν ήξερε αν έπρεπε να σταματήσει την κουβέντα και να φύγει ή να συνεχίσει να μένει μαζί του. Ο Βασιλάρης συνέχισε.
-Θα πάρεις 1000 μόλις μείνει έγκυος και άλλα 1000 όταν το μωρό γραφτεί στο δημοτολόγιο. Το παιδί, είπαμε δικό σας και όνομα δικό σας, όποιο θέλετε.
Ο Ζαφείρης σκέφτηκε πως αν είχε τη δουλειά του και η ζητιανιά της οικογένειας πήγαινε καλά, θα τον έστελνε στο διάολο, αλλά τώρα; Δύσκολη η απόφαση. Ζήτησε λίγο χρόνο να το σκεφτεί και έφυγε ζαλισμένος, σαν να είχε σκοτεινιάσει ο κόσμος γύρω του. Στο μυαλό του στριφογύριζε μόνο η κουβέντα της Διονυσίας: Ρομ ζόρι τε αβές - τσιγγάνος δύσκολο να είσαι.
  


Αποφάσισε να μην το κουβεντιάσει με τη Διονυσία πριν δοκιμάσει άλλες λύσεις. Φοβόταν την αντίδρασή της και δεν ήθελε να τα καταστρέψει όλα
Τα τελευταία χρόνια έχουν φύγει από τον καταυλισμό, ζουν σε σπίτι και έχει αλλάξει η ζωή τους. Γλύτωσαν από τη λάσπη και τα ποντίκια. Με το επίδομα πολυτεκνίας έχουν νοικιάσει κανονικό σπίτι στην άκρη του παλιού προσφυγικού συνοικισμού. Στον συνοικισμό οι παλιοί ιδιοκτήτες σιγά - σιγά εγκαταλείπουν τα σπίτια τους να πιάσουν καλύτερο σπίτι. Και κάποιες οικογένειες Ρομά βρίσκουν εκεί καταφύγιο. Ο ιδιοκτήτης τους ζήτησε ολόκληρο το επίδομα που παίρνουν κάθε τρίμηνο. Ήταν η πρώτη οικογένεια που θα έμενε στο τετράγωνο, οι γείτονες αντιδρούσαν και αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν.
Στην αρχή αντιμετώπισαν τον πόλεμο των μπαλαμών που δεν θέλουν τσιγγάνους στη γειτονιά τους. Ευτυχώς μέσα στο χρόνο νοικιάστηκαν κι άλλα δυο σπίτια σε τσιγγάνους και τώρα πια δεν είναι μόνοι τους.
Το νοίκι πληρώνεται από το επίδομα, και τα υπόλοιπα - φαγητό, ρούχα, ρεύμα, σχολικά κλπ – βγαίνουν από τα μεροκάματα του Ζαφείρη και τη ζητιανιά της Διονυσίας. Μέχρι τώρα τα κατάφερναν καλά.
Σκέφτεται τώρα που είναι άνεργος τι άλλη δουλειά μπορεί να κάνει, σπάει το κεφάλι του, αλλά δεν βρίσκει τίποτα.
Ξέρει ότι σε άλλες εποχές σαν  τσιγγάνος μπορούσε να κάνει πολλές δουλειές. Σιδεράς, γανωτής, αλμπάνης – πεταλωτής, καλαθοπλέκτης. Τώρα, όμως, μόνο η ζητιανιά μένει.  Και τη ζητιανιά δουλειά τη θεωρεί,  ο ίδιος δεν έχει πρόβλημα. Αλλά να, τον πειράζει όταν κάποιοι τον βρίζουν:  "να πας να δουλέψεις, ρε τεμπέλη". Σκέφτεται και καμιά μικροκλοπή, αλλά δεν θέλει να μπλέξει. Αν, όμως, είχε ένα δικό του φορτηγάκι να κάνει τον παλιατζή; Αλλά πως μπορεί να αγοράσει ένα φορτηγάκι μεταχειρισμένο που χρειάζεται 1500 και 2000;
Καμιά φορά σκέφτεται και ένα καλό κλειστό βανάκι,  να γίνει γυρολόγος, να  μπει στο πλανόδιο εμπόριο που έχει καλά λεφτά.  Αλλά βανάκι δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να αποκτήσει και αμέσως το ξεχνάει.
Τη Μεγάλη Τρίτη το βράδυ ο Ζαφείρης ανακοίνωσε στη Διονυσία πως δεν βρίσκει δουλειά και θα αναλάβει να οργανώσουν καλύτερα τη ζητιανιά. Παρά το λίγο κόσμο που κυκλοφορεί θα βγαίνουν όλοι, μαζί και οι δυο μεγάλες που τώρα δεν έχουν σχολείο. Όταν το είπε στα παιδιά, αυτά αντέδρασαν με ξεφωνητά χαράς, το είδαν για παιχνίδι.
Μεγάλη Τετάρτη από το πρωί πήρε την οικογένεια και κατέβηκαν στην κεντρική πλατεία. Όλη την οικογένεια. Την Διονυσία με το  μικρό Μανόλη στην αγκαλιά την έστησε στη μια γωνία. Τη μικρή Ζουμπουλία με τη μεγάλη Παγώνα σε άλλη. Και τα μεσαία, Ασημάκης - Άχμετ - Εμμανουέλλα, τα άφησε να γυρίζουν στην πλατεία, ελεύθεροι σκοπευτές. Τα συμβούλεψε να μην ξεχνιούνται και πιάνουν το παιχνίδι. Όταν βλέπουν άνθρωπο θα τον πλησιάζουν και θα του λένε κλαψιάρικα, κύριε πεινάμε δώσε να πάρουμε ψωμάκι. Περισσότερο, όμως, στηριζόταν στην Παγώνα που καταλάβαινε. Και στη Διονυσία με το μωρό.
Ο ίδιος ντράπηκε να στηθεί. Γιατί αν στηνόταν ήταν σίγουρο πως θα την άκουγε.
Αποφάσισε να παρακολουθήσει από μακριά την Παγώνα. Πρόσεξε πως οι λίγοι που κυκλοφορούσαν είχαν κρυμμένα τα πρόσωπά τους. Φορούσαν μάσκες, σαν γιατροί στο νοσοκομείο. Μετά απόφευγαν τα κορίτσια και δεν τα πλησίαζαν. Αλλά είδε πως η Παγώνα του δεν κώλωνε και χάρηκε. Αφού αυτοί την απόφευγαν, τους πλησίαζε η ίδια. Οταν περνούσε άνθρωπος τον έπαιρνε από δίπλα. Ο Ζαφείρης ήταν ενθουσιασμένος. Να μην κουράζεται αυτό το κορίτσι και κυρίως να μην απογοητεύεται. Θυμήθηκε μικρός που ζητιάνευε ο ίδιος, τέτοιος ήταν.
Είδε μια ηλικιωμένη κυρία κοντή, με μαγκούρα. Σχεδόν στο ύψος της Παγώνας, περπατούσε αργά – αργά. Και την Παγώνα να την πλησιάζει χοροπηδώντας . Η γριά φορούσε και μάσκα. Η Παγώνα της μιλούσε σαν να τη γνώριζε από παλιά. Καταλάβαινε τι της έλεγε. Κυρία πεινάω, δώσε κάτι και τέτοια. Και ήταν σίγουρος πως θα τα έλεγε κλαίγοντας, αυτό το κορίτσι είναι γεννημένο για ζητιανιά. Και ξαφνικά βλέπει τη γριά να αγριεύει, να σηκώνει τη μαγκούρα να τη κτυπά, και μετά να τη σπρώχνει μακριά. Δεν καλοκατάλαβε αν και πόσο το κορίτσι τραυματίστηκε. Το μυαλό του θόλωσε, σκέφτηκε να ορμήσει να το προστατέψει, αλλά δίστασε, μην τα κάνει χειρότερα. Ησύχασε όταν είδε πως η Παγώνα δεν χαμπάριασε τίποτα. Αμέσως διπλάρωσε έναν γέρο. Αλλά και κει έγιναν σχεδόν τα ίδια.
Το Ζαφείρη τον έζωσαν τα φίδια. Πάει η ζητιανιά, σκέφτηκε, τέλειωσε.
Το μεσημέρι η Παγώνα γύρισε ντροπιασμένη. Σχεδόν με άδεια χέρια. Είχε μαζέψει κάτι ελάχιστα. Τα μικρά τίποτα. Μόνο η Διονυσία με το μωρό, κάτι λίγα.
Όταν έκανε ταμείο απογοητεύτηκε. Κατάλαβε ότι με τη ζητιανιά δεν γίνεται τίποτα όσο υπάρχει αυτός ο καταραμένος κορονοϊός.
Αποφάσισε να μιλήσει στη Διονυσία και να συζητήσουν την πρόταση του Βασιλάρη. Ήξερε πως θα είναι μια δύσκολη συζήτηση. Θυμήθηκε πάλι το Ρομ ζόρι τε αβές - τσιγγάνος δύσκολο να είσαι.
Η Διονυσία πρόπερσι που γέννησε το έκτο παιδί της είχε σχέδιο να κάνει στείρωση, κι ας ήταν 23 χρονών. Δεν ήθελε με τίποτα έβδομο παιδί. Αλλά δεν τα κατάφερε. Ο γιατρός, είπε, πως δεν γινόταν. Θα γεννούσε φυσιολογικά και δεν είχε νόημα να της κάνει στείρωση, δηλαδή καισαρική τομή. Αλλά ούτε και ο ίδιος είχε χρόνο, είχε κι άλλες γέννες. Γέννησε εύκολα μόνο με τη μαία, ο γιατρός έριξε μόνο μια ματιά. Την έδιωξε και όταν παραπονέθηκε της είπε να τον επισκεφτεί μετά από τρεις τέσσερις  μήνες.  Σε πέντε μήνες η Διονυσία τον αναζήτησε αλλά δεν τον βρήκε. Κι όταν είπε στο τμήμα πως θέλει να κάνει στείρωση, δεν αντέχει άλλα παιδιά, την κορόιδευαν και γελούσαν. Της ζητούσαν χαρτιά από γιατρούς και ψυχολόγους και της μιλούσαν για προφυλακτικά, για σπιράλ και άλλα. Απογοητεύτηκε και εγκατέλειψε το σχέδιό της στείρωσης.
Συζήτησε, όμως,  με το Ζαφείρη το ζήτημα και τα συμφώνησαν. Όχι άλλο παιδί. Δεν θα την πλησιάζει εκτός κι έχει στα χέρια του προφυλακτικό. Δυο ολόκληρα χρόνια το κράτησαν και απόφυγαν το έβδομο παιδί. Και τώρα ο ίδιος ο Ζαφείρης της προτείνει έβδομο. Όχι δικό του αλλά με  έναν Ιρανό που θα τους πληρώσει 2000. Παράξενη πρόταση.
Με τον Ιρανό, είπε ο Ζαφείρης  θα είναι αλλιώς. Δεν πάει μαζί του  να το ευχαριστηθεί, ούτε γιατί τον αγαπάει. Δεν πάει με την καρδιά της αλλά μόνο με το σώμα της. Πηγαίνει  για μια σωματική δουλειά. Γιατί η οικογένεια είναι σε ανάγκη. Γιατί της το ζητάει ο Ζαφείρης. Να δώκει το κορμί της, μόνο το κορμί της, σε αυτόν τον άγνωστο άντρα, να βγάλουν κάποια χρήματα τώρα στα δύσκολα. Αν καταφέρουν να τα φυλάξουν θα πάρει ένα φορτηγάκι, να κάνει τον παλιατζή. Άσε που τις Κυριακές η οικογένεια θα πηγαίνει βόλτα και το καλοκαίρι θα κάνουν και τα θαλασσινά μπάνια τους. Το σκέφτηκε η Διονυσία και είπε ναι. Να βοηθήσει το σπίτι, να μπορέσει ο Ζαφείρης να αγοράσει το φορτηγάκι. Αλλά υπήρχε και άλλος ένας λόγος, πολύ προσωπικός. Ήθελε και η ίδια να σπάσει τη ρουτίνα της ζωής της. Να δοκιμάσει κάτι άλλο. Κάτι αβέρτουρλι, κάτι διαφορετικό, κι ας φαίνεται ζόρι.

 
 Η Διονυσία πριν πάει στον Ιρανό, τον γνώρισε σπίτι της. Την Δευτέρα του Πάσχα τον έφερε ο ίδιος ο Ζαφείρης και ήπιαν καφέ. Κουβεντιάσανε και οι τρεις στα ελληνικά,  ο Ιρανός τα μιλάει καλά. Ονομάζεται Γκασπάρ. Είναι ψηλός, ωραίος και ευγενικός άντρας. Είναι και σκουρόχρωμος σαν Ρομά. Το παιδί που θα γεννηθεί δεν θα ξεχωρίζει από τα άλλα της, άσε που θα του βάλουν και χριστιανικό όνομα.
Γνωρίζει καλά, τους είπε, τη γλώσσα φαρσί και τη γλώσσα παστούν. Μιλιούνται σε πολλές χώρες της Ανατολής. Ο Ζαφείρης και η Διονυσία αντιμετώπισαν με αδιαφορία την πληροφορία,  πρώτη φορά   άκουγαν τέτοιες γλώσσες. Εντυπωσιάστηκαν, όμως, όταν ο Γκασπάρ τους εξήγησε ότι  με  αυτές,  εδώ στην Ελλάδα, δουλεύει διερμηνέας. Τον χρησιμοποιούν, είπε,  μετανάστες, αστυνομία, δικαστήρια, δημόσιες υπηρεσίες. Τον κοιτούσαν με θαυμασμό και απορία, αλλά  δεν ρώτησαν  περισσότερα.
Τους ενημέρωσε ότι μένει σε μια μικρή γκαρσονιέρα στην οδό Τριών Ναυάρχων, τους έδωσε και τον αριθμό. Στο τέλος έκλεισαν και το ραντεβού. Κυριακή του Θωμά το απόγευμα, ώρα 6, στην γκαρσονιέρα του.
Το Σάββατο το απόγευμα, όταν ο Ζαφείρης έλειπε από το σπίτι, η Διονυσία μπανιαρίστηκε. Δεν ήθελε να βρίσκεται και αυτός σπίτι, καταλάβαινε πως θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Το απόγευμα της Κυριακής, που ο Ζαφείρης ήταν σπίτι και την έβλεπε, αποφάσισε να ντυθεί πρόχειρα και παραδοσιακά. Φόρεσε την μακριά μαύρη φουστάνα της κι έδεσε ένα κίτρινο μαντίλι στα μαλλιά. Δεν έβαψε τα μάτια και τα χείλη της όπως συνήθιζε.  Όλα για χάρη του Ζαφείρη που παρακολουθούσε τις ετοιμασίες της αμίλητος και ανταριασμένος. Του άφησε τα παιδιά κι έφυγε για το ραντεβού.
Η πόλη ήταν έρημη, αλλά σε ολόκληρη τη διαδρομή από τον προσφυγικό συνοικισμό μέχρι την Τριών Ναυάρχων, τα άνθια από τις νεραντζιές και τα νεαρά βλαστάρια  από τις βαγιές μοσχομύριζαν μεθυστικά.
Όταν γύρισε σπίτι δεν είπε πολλά, ούτε ο Ζαφείρης ζήτησε να μάθει. Καλά πέρασα, σκεφτόταν η Διονυσία. Όχι τόσο στο κρεβάτι, όσο στην κουβέντα. Συζήτησαν αρκετά και αυτό της άρεσε.
Έμαθε ότι είναι παντρεμένος με τρία παιδιά. Ότι θέλει χαρτιά να μπορέσει να φέρει την οικογένεια στην Ελλάδα. Και ότι η γυναίκα του τα ξέρει όλα και συμφώνησε μαζί του, αφού μόνον αυτός ο δρόμος υπάρχει.
Μετά από 15 μέρες η περίοδος ήρθε κανονικά, δεν είχε μείνει έγκυος. Σε 10 μέρες πήγε για δεύτερη συνάντηση. Ούτε στη δεύτερη τα κατάφεραν.
Ο Ζαφείρης άρχισε να ανησυχεί και να νευριάζει. Όταν η Διονυσία ξεκίνησε να πάει για τρίτη φορά, ο Ζαφείρης έχασε την ψυχραιμία του. Φοβήθηκε, νόμιζε ότι της αρέσει ο Ιρανός. Άσε που η συμφωνία πρόβλεπε πως στο διάστημα αυτό δεν πρέπει να  την αγγίζει. Γιατί το παιδί πρέπει  να είναι 100 τα 100 του Ιρανού. Πάνω στο θυμό του της ζήτησε ακόμη και να ακυρώσει τη συμφωνία. Αλλά μετά, το ξανασκέφτηκε. Αφού το κακό έγινε δυο φορές τι νόημα θα είχε;
Η Διονυσία έμεινε έγκυος με την τρίτη φορά. Ηρέμησε και ο Ζαφείρης, το μαρτύριό του σαν να πήρε ένα τέλος. Πήρε και τα  1000 και τώρα ψάχνει τις μάντρες για μεταχειρισμένο φορτηγάκι.
Και η Διονυσία είναι πιο ήρεμη. Σαν αυτό το μωρό που έχει μέσα της να την άλλαξε. Γιατί καταλαβαίνει πως αυτή τη φορά έχει ένα διαφορετικό μωρό στη μήτρα της. Και είναι διαφορετικό. Γιατί το έπιασε με έναν άντρα διαφορετικό. Δεν το θέλει, αλλά πολλές φορές συγκρίνει τον Γκασπάρ με τον Ζαφείρη της. Όταν ο Ζαφείρης βρίσκεται σπίτι, και τον κοιτάζει, παρατηρεί τους τρόπους, τις κουβέντες του, και τότε βλέπει τη διαφορά και την πιάνει κάτι σαν παράπονο. Δεν του έχει πει τίποτα, δεν είναι και χαζή, τέτοια δεν λέγονται. Τα βράδια που ξαπλώνουν, και ο Ζαφείρης απλώνει χέρι πάνω της, η Διονυσία αργά και σταθερά του πιάνει το χέρι.
-Το μωρό είναι ξένο, του λέει. Γιαμπαζίο μπεμπέκο και σταθερά απομακρύνει το χέρι του από πάνω της. Και όταν ο Ζαφείρης γυρίζει θυμωμένος από την άλλη μεριά, του χαϊδεύει το χέρι που μόλις απομάκρυνε από πάνω της και του ψιθυρίζει: Ρομ ζόρι τε αβές. Τσιγγάνος δύσκολο να είσαι.
_____
Εικόνες: Ζωγραφική: Κατερίνα Χριστοπούλου


ΤΟ ‘ΝΑ ΧΕΡΙ ΝΙΒΕΙ Τ’ ΑΛΛΟ…
από τον Γιάννη Ζαρκάδη

[συνέχεια]



εικόνα από το μετέωρο βήμα του πελαργού 

Ημέρα τριακοστή έκτη (27ΑΠΡ20)

“Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία, αλλά δε μπορώ να κάνω το ταξίδι σας.
Είμαι επισκέπτης.
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά..
Κι έπειτα, δε μου ανήκει.
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει ''δικό μου είναι".
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου, είχα πει κάποτε με υπεροψία.
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε.
Ότι δεν έχω, καν, όνομα.
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο.
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάζω. Ξεχάστε με στη θάλασσα.
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία.”

Ανέκδοτο ποίημα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου (1982)

Άνθρωποι μένουμε και επιμένουμε πολίτες/σες

ΥΓ. Θεόδωρος Αγγελόπουλος (Αθήνα, 27 Απριλίου 1935 – Πειραιάς 24 Ιανουαρίου 2012), ένας ποιητής της εικόνας και του κινηματογράφου. Λιτός και αφαιρετικός ο Θ. Αγγελόπουλος σε όλο το έργο ζωής που μας άφησε γενναιόδωρα, με το βλέμμα  στραμμένο στην αναζήτηση της αλήθειας, πολιτικής, ιστορικής και φιλοσοφικής.

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Σπιτικές περιπλανήσεις την περίοδο του εγκλεισμού
του Βαγγέλη Πολίτη Στεργίου



Τις πρώτες μέρες του εγκλεισμού βρέθηκα σε αμηχανία, όχι γιατί δεν είχα ξαναμείνει σπίτι χωρίς να βγαίνω, αλλά λόγω ενός ανάμεικτου συναισθήματος κενού και απροσδιόριστης φοβίας. Έπρεπε να καταλάβω, όπως όλοι  μας, τι συμβαίνει, τις διαστάσεις του προβλήματος, τον κίνδυνο, τα μέτρα προστασίας ατομικά και συλλογικά, τις οικονομικές, κοινωνικές συνέπειες, τις περιβαλλοντικές διαστάσεις.
Ωστόσο μαγειρική τέχνη και αρτοποιία, η κουζίνα σε δράση, κηπουρική της ταράτσας , η οικογένεια σε συνεργατικές πρακτικές. Ειδήσεις, άρθρα Facebook, ηλεκτρονικός καφενές σε πλήρη έξαρση και το τηλέφωνο να χτυπάει αδιάκοπα για να αλλάξουμε πάροχο ρεύματος! Τι ειρωνεία δοξαστική για το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος που οδήγησε στη δημιουργία του   κλυδωνιζόμενου ευρωπαϊκού οράματος. Αλλά και απόλαυση της ηρεμίας της Άνω Πόλης, τα πουλιά που ξανάρθανε, ιδανικές στιγμές για χαλάρωση, ανάγνωση, αναστοχασμό.
Όμως, να που ο ιός χτυπάει την πόρτα πολύ καλού φίλου και έπρεπε να συμβάλλουμε, μια παρέα, κι ένας πολύ καλός παθολόγος, να ξεπεραστούν  οι αδυναμίες της ανύπαρκτης πρωτοβάθμιας περίθαλψης, για να πέσει τελικά ο κινδυνεύων στην αγκαλιά του εξαίρετου επιστημονικού και νοσηλευτικού προσωπικού του Πανεπιστημιακού μας νοσοκομείου και να εξέλθει θεραπευμένος. Και μετά ερωτήματα, θα ισχύσει αυτό που ο Ken Loach, σε πρόσφατη συνέντευξή του σε γαλλικό κανάλι, αδημονεί να συμβεί, δηλαδή, όχι μόνο η αποτροπή της αποδόμησης του δημόσιου συστήματος υγείας αλλά και η ενίσχυσή του.
Και αυτές οι εντυπωσιακές εικόνες αναβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος και της ατμόσφαιρας μου έφεραν στο νου ένα χαρακτηριστικό τίτλο,  The Limits to Growth, τα όρια της μεγέθυνσης, μια πρωτοποριακή μελέτη του ΜΙΤ του 1972,  που έθετε πρώιμα το θέμα που φαίνεται να επανέρχεται στη συλλογική συνείδηση και να κλονίζει τις αλαζονικές βεβαιότητες αυτών των οποίων οι αποφάσεις καθορίζουν τις τύχες του πλανήτη. Η πανδημία του κορωνοιού ως συνέπεια της διατάραξης της βιοποικιλότητας, έρχεται να μας θυμίσει αυτό που για πολύ καιρό αγνοείται, τόσο από τις ερευνητικές προτεραιότητες όσο και από τις δημόσιες πολιτικές, πως η υγεία  του ανθρώπου  (χωρίς διακρίσεις), των ζώων και των οικοσυστημάτων είναι, σύμφωνα με τη διεπιστημονική προσέγγιση One Health, άρρηκτα συνδεδεμένες.
Μετά από τόσες βδομάδες όμως αρχίζω να αισθάνομαι και λίγο το “Corona Blues”, αφού όπως έχει εξηγήσει  η Virginia Woolf στο έργο της, “Στο δικό της δωμάτιο” (1929), το να έχεις τον δικό σου χώρο είναι σημαντικό, για να μπορείς να σκέφτεσαι ελεύθερα όμως, αυτή η δυνατότητα είναι αλληλένδετη με την ελευθερία να μπορείς να βγαίνεις...
Βαγγέλης Πολίτης-Στεργίου


Πρώτη δημοσίευση στην εφ. Πελοπόννησος, 25 Απριλίου 2020


Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

ΝΑ ΧΕΡΙ ΝΙΒΕΙ Τ’ ΑΛΛΟ …


[συνέχεια ]

Όσο διαρκεί ο αντισυνταγματικός εγκλεισμός μας στο σπίτι (οι άστεγοι και οι σκηνίτες  εξαιρούνται φαντάζομαι), θα κάνουμε συντροφιά με ένα βραδινό σημείωμα στην αορτή.

του ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΡΚΑΔΗ


pic.: 
Alain Laboile
Ημέρα εικοστή πέμπτη (16ΑΠΡ20)

Υστερόγραφα
ΥΓ.1 Και σήμερα, ο ήλιος έβαψε με τα χρώματα της δύσης, τον Πατραϊκό, τη Βαράσοβα, τη Παλιοβούνα και τις πλαγιές του Παναχαϊκού.
ΥΓ.2 Και σήμερα, γέμισαν τα δρομάκια με μικρά παιδιά, πάνω στα ποδήλατα να τιτιβίζουν.
ΥΓ.2 Και σήμερα, τα σκυλιά από τους κήπους και τα μπαλκόνια, ακούγονταν στις γειτονιές να κουβεντιάζουν δυνατά.
ΥΓ.4 Και σήμερα περιμένουμε. Τι ακριβώς; Να πάρουμε νούμερο για την ανοσία; Να περάσει απ’ έξω ο ιός και να μη μας βρει; Να ετοιμαστεί το εμβόλιο; Να ετοιμαστεί το ΕΣΥ;
ΥΓ.3 Λουίς Σεπούλβεδα (4 Οκτωβρίου 1949 - 16 Απριλίου 2020) συγγραφέας, σκηνοθέτης, δημοσιογράφος και πολιτικός ακτιβιστής. Ένθερμος υποστηρικτής του Σαλβατόρ Αλιέντε, μπήκε στην προσωπική του φρουρά το 1973. Μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ φυλακίστηκε, βασανίστηκε, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε ποινή είκοσι οκτώ ετών. Έγινε ευρύτερα γνωστός για το βιβλίο του «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης», στο οποίο μας προσκαλεί να ξανασκεφθούμε τη σχέση μας με τη φύση και το οποίο εμπνεύστηκε το 1978, όταν στο πλαίσιο ενός προγράμματος της Unesco, μοιράστηκε για έναν χρόνο τη ζωή του και τις εμπειρίες του με τους ινδιάνους Σουάρ.
ΥΓ.4 «Αναστάσιμες» ευχές!

 Άνθρωποι μένουμε και παραμένουμε πολίτες/σες
ΝΑ ΧΕΡΙ ΝΙΒΕΙ Τ’ ΑΛΛΟ …


[συνέχεια ΧΙV ]

Όσο διαρκεί ο αντισυνταγματικός εγκλεισμός μας στο σπίτι (οι άστεγοι και οι σκηνίτες  εξαιρούνται φαντάζομαι), θα κάνουμε συντροφιά με ένα βραδινό σημείωμα στην αορτή.

του ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΡΚΑΔΗ

pic.: Eliot Elisofon  

Ημέρα εικοστή τετάρτη (15ΑΠΡ20)
Θα το επαναλάβουμε. Σήμερα βιώνουμε μια τυφλή και καθολική απομόνωση των πολιτών, με ανυπολόγιστα αποτελέσματα στην σωματική, ψυχική και «οικονομική» τους υγεία. Με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης. Γιατί επέλεξε τον μαζικό αποκλεισμό του «μένουμε στο σπίτι», αντί να θωρακίσει το ΕΣΥ με εξοπλισμό και προσλήψεις μόνιμου προσωπικού από τη μια και να κάνει μαζικά τεστ ιχνηλάτησης του ιού στον πληθυσμό, από την άλλη.
Το βάρος της πρώτης πολιτικής (ΕΣΥ), το επωμίζονται  το προσωπικό των Νοσοκομείων μας (νοσηλευτές, διοικητικοί, προσωπικό καθαριότητας), και τους αξίζουν πολλά. Το βάρος της δεύτερης πολιτικής (τεστ) το επωμίζονται οι εργαζόμενοι (στα καταστήματα τροφίμων και φαρμάκων, οι μεταφορείς όλων των ειδών πρώτης ανάγκης) και τους αξίζουν επίσης πολλά.
Αλλά οι πολίτες δεν μένουν με σταυρωμένα χέρια, περιμένοντας. Αναπτύσσεται ένα πρωτόγνωρο δίκτυο αλληλεγγύης, υπεράσπισης δικαιωμάτων και καταγγελιών βίας και εργοδοτικής αυθαιρεσίας.  Από την συνέλευση «Μένουμε μαζί» και την ιστοσελίδα menoumemazi.org, μέχρι τις κινήσεις #Covid19:Κανένας Μόνος/Καμία Μόνη, #Μένουμε ενεργοί, και #AntivirusSolidarityGR. 

 «…Στην πλώρη ακουμπισμένος, ένας διάφανος
τα κόκαλα μετράει, μένει άφωνος
τρώει την πέτρα σαν ψωμί
ο Καίσαρας Βαλιέχο
άλλο αδερφό δεν έχω
άλλο αδερφό δεν έχω…»
Θανάσης Παπακωνσταντίνου «Διάφανος» (2006)

Σπίτι μένουμε, άνθρωποι μένουμε και παραμένουμε πολίτες/σες

ΥΓ. César Abraham Vallejo Mendoza (16 Μαρτίου 1892 - 15 Απριλίου 1938) γεννήθηκε σ΄ ένα χωριό στις περουβιανές Άνδεις. Πρωτοπόρος αποδομητικός και σουρεαλιστής ποιητής πριν από τους σουρεαλιστές, ασχολήθηκε με την αυτόματη γραφή πριν από τον Μπρετόν, γράφοντας μοντέρνα ποίηση ταυτόχρονα με τους μοντερνιστές. Υπήρξε ένας κινηματίας της ποίησης πολύ προτού γεννηθούν τα ποιητικά ευρωπαϊκά κινήματα. Και για τον λόγο αυτόν η προσφορά του στο ποιητικό στερέωμα είναι μοναδική και ανεκτίμητη. Εμβληματική του ποιητική συλλογή η “Poemas Humanos”, καθρεπτίζοντας την μαρξιστική του παιδεία.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

ΝΑ ΧΕΡΙ ΝΙΒΕΙ Τ’ ΑΛΛΟ …


[συνέχεια ]

Όσο διαρκεί ο αντισυνταγματικός εγκλεισμός μας στο σπίτι (οι άστεγοι και οι σκηνίτες  εξαιρούνται φαντάζομαι), θα κάνουμε συντροφιά με ένα βραδινό σημείωμα στην αορτή.

του ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΡΚΑΔΗ



Ημέρα εικοστή τρίτη (14ΑΠΡ20)
Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Τώρα, σε αυτή την πλανητική ησυχία, καιρός για αναστοχασμό. Κάθε μέρα κάτι να προστίθεται στο σχέδιο της «επόμενης μέρας». Από την πλευρά του κόσμου της εργασίας (διανοητικής-χειρωνακτικής) και των συνοδοιπόρων του. Καιρός για δικτύωση σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Γιατί, ότι προβλέψεις, ότι αναλύσεις γίνονται εδώ και χρόνια για την πορεία της ανθρωπότητας, με την 4η «Βιομηχανική Επανάσταση» προ των θυρών, είναι δυσοίωνες. Τα μοντέλα βέβαια έχουν μια απρόβλεπτη παράμετρο, τον παράγοντα «κοινωνίες των πολιτών».
Μια απλή ανάγνωση κάποιων αποσπασματικών στοιχείων, από την πλευρά (την μοναδική δυστυχώς) που σχεδιάζει, τρομάζει και τους πιο αισιόδοξους. Εκτιμάται λοιπόν από τα διάφορα φόρουμ, ότι η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στις μηχανές και η «είσοδος» των ρομπότ στην αγορά εργασίας θα οδηγήσει σε απώλεια 800 εκατ. θέσεων εργασίας μέχρι το 2030, που αντιστοιχεί στο 20% του παγκόσμιου εργατικού σήμερα. Ενώ, 300 εκατ. νεοεισερχόμενοι/ες στην αγορά εργασίας δεν θα βρίσκουν δουλειά. Οι επιχειρήσεις αναζητούν εργαζόμενους με ψηφιακές δεξιότητες σε ποσοστό 70%, ενώ ένας στους τρεις εργαζόμενους/ες δεν διαθέτει καμία. Σήμερα, το 65% των νέων πτυχιούχων αναζητεί εργασία σε ειδικότητες που εκλείπουν. Και ακολουθούν και άλλες «μαύρες» προβλέψεις.
Τα συνδικάτα του κόσμου της εργασίας, από την άλλη, απλώς παρακολουθούν, με αψιμαχίες στον πραγματικό πόλεμο, που κάνει το παγκόσμιο κεφάλαιο εναντίον τους και εναντίον της προίκας όλων μας που είναι το φυσικό περιβάλλον. Ένα παγκόσμιο αίτημα, για δραστική μείωση του ωράριου εργασίας και εξάλειψη της ανεργίας, είναι όσο ποτέ επίκαιρο και ρεαλιστικότατο. Ας αρχίσουμε από κάπου.

ΞΕΛΑΣΠΩΣΤΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
«Το μέλλον δε θα ρθεί
από μονάχο του έτσι νέτο σκέτο
αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς
από τα βράγχια κομσομόλε άρπαξέ το
απ’ την ουρά του πιονιέροι κι εσείς»

Β. Μαγιακόφσκι ( Μετάφραση Γ. Ρίτσος)

Σπίτι μένουμε, άνθρωποι μένουμε, πολίτες/σες παραμένουμε και επιμένουμε
ΥΓ. Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Μαγιακόφσκι (7 Ιουλίου 1893 - 14 Απριλίου 1930) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ρώσους ποιητές και καλλιτέχνες του 20ού αιώνα αλλά και ο κορυφαίος εκπρόσωπος του ρωσικού Φουτουρισμού.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020


ΝΑ ΧΕΡΙ ΝΙΒΕΙ Τ’ ΑΛΛΟ …


[συνέχεια ]

Όσο διαρκεί ο αντισυνταγματικός εγκλεισμός μας στο σπίτι (οι άστεγοι και οι σκηνίτες  εξαιρούνται φαντάζομαι), θα κάνουμε συντροφιά με ένα βραδινό σημείωμα στην αορτή.

του ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΡΚΑΔΗ



Ημέρες εικοστή πρώτη και δευτέρα (12-13ΑΠΡ20)
Ας επιχειρήσουμε στο σημερινό σημείωμα μια συζήτηση, εξ’ αποστάσεως βέβαια, που τελευταία και ως μαζικό εκπαιδευτικό φάρμακο «χορηγείται». Άραγε χωρίς εθισμό; Τι είναι υποχρεωμένο το κράτος να κάνει στον τομέα της υγείας, σύμφωνα με τις επιταγές του Συντάγματος, του ΠΟΥ και της Χάρτας Δικαιωμάτων του ΟΗΕ; Να φροντίζει σε όλο το φάσμα για υγιεινές συνθήκες διαβίωσης των πολιτών, και να οργανώνει ένα δίκτυο περίθαλψης και των τριών επιπέδων, με καθολική πρόσβαση όλου του πληθυσμού.
Τα εγκληματικά κενά στις παραπάνω υποχρεώσεις, τα βλέπουμε σήμερα και στη δική μας χώρα. Και δεν καλύπτονται, ούτε με μπαλώματα ούτε με καθολικά μέτρα αποκλεισμού των πολιτών στα σπίτια και σε «στρατόπεδα συγκέντρωσης». Ούτε με τον επικοινωνιακό χαρακτηρισμό μιας επιδημίας, ως πόλεμο. Και μάλιστα με «αόρατο εχθρό». Γιατί βέβαια οι δυνατότητες της πληροφορίας σήμερα θα έκανε ορατές τις απαντήσεις στα ερωτήματα, ποιος πολεμάει εναντίον τίνος και για πιο σκοπό και λόγο. Γιατί πόλεμο δεν έχουμε. Από δικές μας εγκληματικές πρακτικές έρχονται οι πανδημίες και θάρχονται πιο συχνά, αν δεν αλλάξουμε ρότα.
Υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν, και μάλιστα προς άλλη κατεύθυνση από αυτή που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, και τα επιτελεία της. Μέχρι το εμβόλιο να έρθει, γιατί αργεί. Το κάθε εμβόλιο (ιδιαίτερα για τις πανδημίες σαν την σημερινή) μέχρι να είναι έτοιμο, περνάει από τα παρακάτω βήματα. 1ο βήμα, Ιανουάριος-Μάιος επιλογή των τριών  πιο κοινών υποτύπων του ιού σε παγκόσμιο επίπεδο. 2ο βήμα, Ιούνιος-Ιούλιος τα πρώτα τεστ. 3ο βήμα Αύγουστος-Σεπτέμβριος  βιομηχανική παραγωγή και 4ο βήμα Οκτώβριος-Νοέμβριος χορήγηση του εμβολίου στον πληθυσμό, ώστε μετά 15 μέρες να προσφέρει ανοσοποίηση, για την περίοδο που ακολουθεί.
Τι  θάπρεπε να γίνει, έστω και τώρα, σήμερα. Μαζική ιχνηθέτηση όλων των φορέων του ιού και ακριβής αποτύπωση της διασποράς του. Ιδιαίτερα αυτό επιβάλλεται στις πιο κλειστές κοινότητες (χωριά, δομές φιλοξενίας, φυλακές, νησιά). Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε άρση του τυφλού και μαζικού αποκλεισμού εκατομμυρίων πολιτών στα σπίτια τους, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην σωματική και ψυχική τους υγεία.
Σήμερα οι δυνατότητες για μαζικά τεστ ανίχνευσης του ιού είναι υπαρκτές, και στο οικονομικό επίπεδο και στο ανθρώπινο δυναμικό. Το κόστος κάθε τεστ είναι ελάχιστο, λιγότερο από 10 ευρώ. Από την άλλη, υπάρχουν πολλές δεκάδες Εργαστήρια στα Πανεπιστήμια και στα Ερευνητικά Κέντρα σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας, που έχουν τον κατάλληλο εξοπλισμό (χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα μέχρι σήμερα). Η χώρα μας είναι στις τελευταίες θέσεις του καταλόγου κρατών (στην οικογένεια των οποίων «ανήκουμε»)όσον αφορά στον αριθμό τεστ ανά κάτοικο. Όπως είναι και στις τελευταίες θέσεις  χρηματοδότησης του δημόσιου συστήματος περίθαλψης, αλλά και χρηματοδότησης (ποσοστού ανά ΑΕΠ) των αποτελεσμάτων της κρίσης για την επιβίωση των πολιτών και της πραγματικής οικονομίας. Για τώρα και την επόμενη μέρα. Εκεί θα αναμετρηθούν οι υποσχέσεις, εκεί και οι ελπίδες.


Σπίτι μένουμε, άνθρωποι μένουμε, πολίτες/σες παραμένουμε και επιμένουμε

ΥΓ. Έφυγε σήμερα από τη ζωή ο Αντώνης Μαρινάρος (1924-2020). Θα τον θυμόμαστε για τον ήθος και τη σοφία του, την έγνοια του για τα κοινά, τη γειτονιά  και τον συνάνθρωπο, για τις συγκλονιστικές ιστορίες της αντίστασης την περίοδο της κατοχής στην Πάτρα, που μας έλεγε.