Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

 Αυτοί οι άλλοι

Αλέκα Πλακονούρη

Όταν ήταν μικρός, φορούσε την αποκριάτικη μάσκα του Ζορό πολλές μέρες του έτους και οι γονείς του γελούσαν με τον εκδικητή που κυοφορούνταν ολοχρονίς μέσα του και που προς το παρόν ξιφουλκούσε ενάντια σε χάρτινους ιππότες, έναν θεόρατο πλαστικό βάτραχο κι έναν Πινόκιο, που κάπου είχε περιπέσει η μακριά ξύλινη μύτη του. Στα μάτια του, αναμμένες φωτιές πίσω απ’ τη μαύρη του μάσκα, καθρεφτίζονταν κρεμαστές πόλεις, σιντριβάνια και άμαξες και μια όμορφη που έτρεχε μαζί με εκείνον πάνω στο ατίθασο άτι του, ενώ γέφυρες αυτοανατινάσσονταν πίσω τους με οργιαστικές εκρήξεις όλων των χρωμάτων της ίριδας.

            Στην εφηβεία του ήρθε η τρέλα με το ποδόσφαιρο και πήγαινε με τους φίλους του κάθε βδομάδα στο γήπεδο. Χοροπηδούσαν στις κερκίδες με κασκόλ ή μπαλακλάβες στα πρόσωπα και ανεμίζοντας τα μπουφάν τους άναβαν πυρσούς και πολύχρωμα καπνογόνα και φώναζαν με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους «Όοο, όοο, πόσο σ’ αγαπώ... Όπου και αν βρίσκεσαι θα σ’ ακολουθώ, η γη πολύ μικρή για να μη σε βρω...». Και τότε το γήπεδο κλυδωνιζόταν και ύστερα ξεκόλλαγε απ’ το έδαφος και μετεωριζόταν ψηλά πάνω απ’ την πόλη, κι εκείνοι με τις μπαλακλάβες τους και τα κασκόλ τους και τον ιδρώτα τους και τις φωτοβολίδες τους στροβιλίζονταν σε ένα σύμπαν συλλογικής μεταρσίωσης, που τους έκανε με πολλούς τρόπους αθάνατους.

            Στα δεκαεννιά του ερωτεύτηκε ένα κορίτσι που πήγαινε σε δραματική σχολή και αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Κατάλαβε σύντομα πως έχει πολλή γοητεία να εναλλάσσεις τα προσωπεία των ρόλων σου και να γίνεσαι ένας άλλος, καλός ή κακός δεν είχε τελικά καμιά σημασία. Άρχισε να μελετά στη σχολή και να εξερευνά από τότε και όλα τα επόμενα χρόνια αχαρτογράφητες περιοχές αυτού που θεωρούσε ας πούμε εαυτό του σε όλα τα αχανή βάθη του, απ’ όπου μπορούσε να ανασύρει φόβους, χαρές, δόλους, πληγές, έρωτες, ήττες. Πότε Ρωμαίος και πότε Ριχάρδος, πότε Βόιτσεκ και πότε Τρέπλιεβ, λες και σιγά σιγά έμπαινε εν αγνοία του σε ένα πεδίο διευρυμένης συνείδησης, όπου συναντούσε όλα τα πάθη κι όλα τα λάθη, όλα τα ύψη πριν απ’ τα βάθη που ορίζουν την ανθρώπινη περιπέτεια. Κι ένα καλοκαίρι έπαιξε στην Επίδαυρο, στον Χορό, όπου ίδρωνε μέσα απ’ τη μάσκα του ως γέροντας Πέρσης και στο τέλος το κοίλο του θεάτρου αντανακλούσε μεγεθυσμένο το χειροκρότημα, που βοούσε ακόμη και μέσα απ’ τη μάσκα του, λες και υλοποιούνταν και εισχωρούσε καταλαμβάνοντας εκείνο τον ελάχιστο χώρο ανάμεσα στο προσωπείο και στο αληθινό του πρόσωπο, σχηματίζοντας έτσι μια συμπαγή κρούστα ανάμεσα σε αυτόν και στον ρόλο.

            Λίγο πριν γίνει πατέρας, αποφάσισε να είναι παρών στον τοκετό. Αγχωμένος και συγχρόνως τρελός από χαρά συνόδευσε τη γυναίκα του στο μαιευτήριο, της κρατούσε το χέρι κατά το στάδιο της διαστολής του τραχήλου, όταν εκείνη πονούσε κι ανάσαινε βαριά, παρακαλώντας μέσα του να μην τη βλέπει για πολύ έτσι, να τελειώσουν γρήγορα όλα. Και ύστερα μπήκε μαζί της στην αίθουσα τοκετού, φορώντας την ειδική ρόμπα και την ιατρική μάσκα που του έδωσαν, η γυναίκα του με τα πόδια ορθάνοιχτα να ουρλιάζει λες και την έσκιζε μια αόρατη λάμα στα δύο, κι εκείνος να θέλει να φωνάξει πιο πολύ απ’ αυτή, αφού δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να μοιραστεί μαζί της τον πόνο. Δάγκωνε ασυναίσθητα τη μάσκα του και ξεφυσούσε και ίδρωνε κι όταν πια εκείνη άφηνε κραυγές που δεν μπορούσε να διανοηθεί ποτέ ότι θα έβγαιναν από μέσα της, η μάσκα του άρχισε να μουσκεύει από ανεξέλεγκτα δάκρυα και ύστερα, ξαφνικά, έχασε τον κόσμο και σωριάστηκε στα πλακάκια. Όταν τον συνέφερε η νοσοκόμα, είχε ήδη έρθει στον κόσμο ο γιος του.

            Με τα χρόνια πολλά άλλαξαν στη ζωή του∙ όνειρα που δεν ευοδώθηκαν, περιστασιακές συνθήκες που έγιναν τελικά παρόν αμετάθετο, απ’ ό,τι φαινόταν και μέλλον του, συναισθήματα που σταδιακά πέτρωναν μέσα του και έπαιρναν το σχήμα ενός μεγάλου τροχού που άλεθε τις μέρες του και τις νύχτες του, ενώ αυτός τελικά ήταν απών, απ’ όλα απών, πετρωμένος κι ο ίδιος. Σαν να φορούσε μια μάσκα, που αλίμονο ήταν πια το πρόσωπο των πενήντα πέντε του χρόνων, κολλημένο ανεξίτηλα πάνω του, μια ανοίκεια προσωπίδα, που την παρατηρούσε κάθε πρωί στον καθρέφτη με την ίδια αίσθηση έκπληξης. Πότε σκαλίστηκε αυτή η μορφή απόντος ανθρώπου πάνω του και κυρίως σε ποια χαραμάδα του χρόνου είχε γλιστρήσει ο ίδιος όταν συνέβαινε όλο αυτό.

            Και τώρα μονάχος του στο κρεβάτι του νοσοκομείου, η μάσκα του οξυγόνου σφιχτά πάνω στο πρόσωπό του, τα χέρια του να πονούν, τα χιλιοτρυπημένα του χέρια, ο βόμβος του μηχανήματος ώρες και ώρες στ’ αυτιά του, τα εκτυφλωτικά φώτα από πάνω του, μα ας χαμηλώσει κάποιος αυτά τα φώτα επαναλαμβάνει μονότονα μέσα του. Οι νοσηλεύτριες και οι γιατροί να μπαινοβγαίνουν με τις άσπρες διαστημικές τους στολές και να μην μπορεί καθόλου να δει τα πρόσωπά τους. Κάτι του λένε, δεν ακούει τι. Πόσες μέρες έχουν περάσει, πόσες; Πότε του έκανε τελευταία φορά βιντεοκλήση ο γιος του για να του πει καληνύχτα; Οι άσπροι τοίχοι διαστέλλονται και συστέλλονται σαν να παίρνουν κι αυτοί οξυγόνο απ’ το μηχάνημα και ύστερα σιγά σιγά γίνονται ένα άσπρο παχύρρευστο υγρό που παφλάζει και του καρφώνεται στον νου πως είναι λέει το αίμα του. Τον πιάνει τρόμος, ποιος ζει μ’ αυτό το άσπρο αίμα μέσα του... Θα ’θελε να μπορούσε να σηκώσει το χέρι του, να τραβήξει τη μάσκα του οξυγόνου και να ψηλαφίσει πόντο πόντο το πρόσωπό του, να το αναγνωρίσει ξανά και ύστερα ν’ ανακαλέσει όλους εκείνους που υπήρξε κάποτε ο ίδιος, όλους εκείνους που με αδιόρατο τρόπο έχασε στην πορεία. Να έρθουν και να σταθούν γύρω του αυτοί οι άλλοι και να τους φωνάξει με όση δύναμη έχει βοήθεια.

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Αυτοί οι άλλοι» της Αλέκας Πλακονούρη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

εικόνα: Ed van der Elsken

Ed van der Elsken

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

 Μηνύματα στο κινητό

Βασίλης Λαδάς

 


Πάλι η Κλειώ μήνυμα: Είναι η φωτογραφία του Τσε με μια νάιλον μπλε ιατρική μάσκα, περασμένη σαν φουλάρι στον λαιμό. Ο Τσε είναι ένα συμπαθητικό κοπρόσκυλο που της το άφησε ο Ανδρέας, ο πρώην της, όταν έφυγε για διδακτορικό στο Λονδίνο. Της στέλνω τρία θαυμαστικά. Πηγαίνω στην κουζινίτσα να χτυπήσω έναν κρύο καφέ όταν έρχεται νέο μήνυμα: « Πηγαίνουμε με Χριστίνα σωματική άσκηση στο Νότιο Πάρκο. Έρχεσαι;» Απαντώ: «Γράφω κάτι». Με το κύπελλο το νεσκαφέ την αράζω μπροστά στην τηλεόραση, στο χωλ, που το έχω μετατρέψει, σε μικρό σαλόνι. Πέφτω σε συζήτηση για την πανδημία. Παρουσιαστές, επίσημοι, μαϊντανοί στα παράθυρα, όλοι με νάυλονν μπλε ιατρικές μάσκες. Η υφυπουργός Υγείας στο στούντιο με κόκκινη υφασμάτινη μάσκα με λευκά κρινάκια. Όλοι, μύτες στόμα μέσα στη μάσκα. Αφαιρένομαι, σχεδόν κοιμάμαι όταν έρχεται νέο μήνυμα από Κλειώ: Φωτογραφία της Κλειώς, της Χριστίνας και του Τσε στο Νότιο Πάρκο. Ο Τσε με τη μάσκα φουλάρι. Κλειώ και Χριστίνα με μύτη στόμα μέσα στη μάσκα. Απαντώ: «Να κρατάτε αποστάσεις».

Το πρόβλημά μου με τις μάσκες είναι ότι όταν βάζω τη μύτη μέσα θολώνουν από την ανάσα τα γυαλιά μου και δεν βλέπω. Η Κλειώ και η Χριστίνα δε φορούν γυαλιά. Η Χριστίνα είναι διάσημη για τα ωραία της πόδια και τη μεγάλη της μύτη. «Συρανό ντε Μπρεζεράκ» την αποκαλώ στην Κλειώ. «Με τη μύτη της θα μπορούσε να ξιφομαχήσει». Της λέω κι άλλα τέτοια και η Κλειώ γελά χαιρέκακα καίτοι είναι φίλες κολλητές με τη Χριστίνα. Και οι δυο τους μεταπτυχιακές στην Αρχιτεκτονική. Εγώ μεταπτυχιακός στους Χημικούς Μηχανικούς. Η Χριστίνα από την Πάτρα, η Κλειώ από τη Θεσσαλονίκη, εγώ από την Καλαμάτα.

Συνεχίζω να ακούω τη συζήτηση. Μιλάνε τώρα για τη χρησιμότητα της μάσκας. Παίρνω μια μάσκα μπλε νάιλον ιατρική που είχα κρεμασμένη στον καλόγερο, στο χωλ – σαλόνι, πλάι στο μπουφάν μου και τη φορώ, την τραβάω προς τα πάνω και κλείνω μέσα της τα μάτια μου. Μέσα και η μύτη αλλά το στόμα έξω. Την κατεβάζω, κλείνω μύτη στόμα, τα μάτια έξω, αρχίζουν να θολώνουν τα γυαλιά μου. Την κρεμάω στον καλόγερο, μπαίνω στο υπνοδωμάτιο όπου πάνω σε κάτι αστυνομικά μυθιστορήματα, στο πάτωμα, ήταν παρατημένη μια πλαστική μάσκα του Anonymus. Βγάζω τα γυαλιά, την φορώ. Μέσα μύτη, στόμα, μέτωπο αλλά στα μάτια υπήρχαν δύο ανοίγματα για να βλέπεις. Φορώ από πάνω της τα γυαλιά μου, στέκονται δύσκολα και θολώνουν. Μπαίνω στο μπάνιο -μια ντουζιέρα δηλαδή, ο απόπατος, μια λεκάνη να πλένεις τα χέρια και πάνω της ένας καθρέφτης- κοιτάγομαι στον καθρέφτη. Με τα γυαλιά πάνω από την πλαστική μάσκα το θέαμα είναι αποτρόπαιο. Την βγάζω, πηγαίνω στο χωλ και ξαναφορώ τη νάιλον ιατρική μάσκα. Και τότε μου έρχεται η ιδέα πως θα μπορούσε μια νάιλον ιατρική μάσκα να καλύπτει όλο το πρόσωπο και στη θέση των ματιών να έχει δύο ανοίγματα να βλέπεις. Βγάζω τη μάσκα και με το ψαλίδι ανοίγω δύο ανοίγματα στη θέση των ματιών. Την φοράω, μέσα η μύτη, το στόμα έξω, πάνω από τη μάσκα φοράω τα γυαλιά και δεν έχω κανένα πρόβλημα. Οι ιδέες φέρνουν τα χρήματα στην Αμερική, λέει ένας καθηγητής στο τμήμα που δεν με χωνεύει. Να λοιπόν μια ιδέα , μια μάσκα νάιλον ιατρική να καλύπτει όλο το πρόσωπο με ανοίγματα στη θέση των ματιών.

Ανοίγω το κινητό να δω πως ήσαν με τις μάσκες η Κλειώ και η Χριστίνα. Μεγεθύνω στα πρόσωπα για να δω πως θα μπορούσε να υλοποιηθεί  η ιδέα μου. Μέχρι που να φτάνει π.χ. στο μέτωπο. Και τότε παρατηρώ τα μάτια της Χριστίνας. Μεγάλα αμυγδαλωτά, με ένα βαθύ καστανί χρώμα στις κόρες. Τόσο καιρό η ματιά μου έπεφτε στη μύτη της και δεν έβλεπα τα μάτια της.

Νέο μήνυμα από Κλειώ «Πάμε σπίτι μου για μακαρόνια με πιπεριές και τόνο». Η σπεσιαλιτέ της. «Έρχομαι» απαντώ. Θα πήγαινα να δω τα μάτια της Χριστίνας.

_____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Μηνύματα στο κινητό» του Βασίλη Λαδά προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: Library archives Canada, Christie Street Hospital, 1944

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Η πλατιφόρμα

Κώστας Παππής



Την ιδέα τού την έριξε ο Διαμαντής, που τού την είχε ρίξει ο Αποστόλης, που αυτός είχε λύσει το πρόβλημά του, είχε δει φως, του είχε δείξει φωτογραφίες και τρελάθηκε.

  - Εδώ δεν γίνεται παιχνίδι, στενός ο κύκλος. Άρα ανοιγόμαστε προς Πάτρα. Στο ίντερνετ υπάρχει πλατιφόρμα, γνωριμίες. Το λένε «Εγώ κι εσύ». Γκόμενες με τη σέσουλα. Θα σου τα εξηγήσει ο ανιψιός του Αποστόλη, ο Λάκης. Ξεφτέρι. Πάρε τον Αποστόλη να σου δώσει το τηλέφωνό του.

   Στο χωριό δεν γίνεται παιχνίδι. Δεν ήταν μόνο που έσερνε το δεξί ποδάρι, αναμνηστικό από μια Τρίτη, πάνε καμιά δεκαριά χρόνια, που γαμήθηκε ο Δίας κι ανατράπηκε το σκαφτικό και τον έφερε αποκάτω. Ούτε που η ευλογιά τού είχε από παιδί σκάψει το πρόσωπο κι ήτανε miselabile visu. Ευτυχώς η νέα μόδα, γενειάδα προς Ταλιμπάν, του ήρθε κουτί. Κι ούτε καν ήταν που είχε ξυρίσει το κεφάλι γουλί, αφού τα μαλλιά του είχαν απομείνει σκόρπια διαδήλωση. Κι αυτό μέσα στη νέα μόδα ήταν. Το κυριότερο πρόβλημα ήταν οι γυναίκες του χωριού οι ανύπαντρες - γιατί για παντρεμένες ούτε συζήτηση. Μετρημένες στα δάχτυλα, θέλανε παντρειά και πόλη. Μακριά από το χωριό, κι όπου νά ΄ναι.  

   Η μέρα κουτσά-στραβά περνάει. Όταν πέφτει η νύχτα αρχίζουν τα ζόρια. Ιδίως τον χειμώνα, που τον στριμώχνει η μοναξιά. Τάβλι στο καφενείο μέχρι να κλείσει, μετά σπίτι, πέντε κουβέντες με τη μάνα, ύστερα τηλεόραση, να πωρωθεί, πόσο να πωρωθεί; Την κλείνει. Σιωπή. Μόνο το σκυλί του γείτονα και τα ποντίκια στο ταβάνι. Μετά πιάνει δουλειά η χούφτα.

  Καμιά φορά με τον Διαμαντή, για να περάσει η νύχτα, πιάνουν τραπέζι στο σκυλάδικο με τις Ουκρανές, έξω από το Αιτωλικό. Πίνουνε τον κώλο τους μέχρι ν’ αρχίσουν να ξερνάνε, κερνάνε τις Ουκρανές, στέλνουν κάνα πανέρι στο πρώτο όνομα του μαγαζιού. Η λουλουδού τού τ’ αδειάζει στο κεφάλι, δείχνει στη μεριά τους, «από τα βλαχαδερά κει πέρα» του ψιθυρίζει στ’ αυτί σοβαρά. Τ’ όνομα στραβώνει για πάρτη τους ένα χαμόγελο. Κάποια στιγμή «πρόγραμμα τέλος, κλείνουμε». Γυρίζουν, πώς γυρίζουν, στο χωριό κατά τα ξημερώματα.

  Και πόσες νύχτες να το κάνεις αυτό; Μια τη βδομάδα; Δυο; Με τις άλλες τι γίνεται;

  Μια μέρα τ’ αποφασίζει. Γεμίζει ένα καφάσι με πράματα φρέσκα από το περιβόλι του, τα βάζει στην καρότσα και πάει στο σπίτι του Λάκη.

   - Για την πλατιφόρμα. Τα μποστανικά για τη μάνα σου εκ μέρους μου.

 Ανοίγουν τον υπολογιστή, μπαίνουν στην πλατφόρμα - τι λέξη, ούτε διαστημικός σταθμός!

   - Πρώτον, ζητάει εγγραφή. Όνομα κι επώνυμο. Βάζουμε όνομα πιασάρικο, έχει σημασία η πρώτη εντύπωση. Βάζω: όνομα Άλκης, επώνυμο Πετρόπουλος. Του πότε είσαι;

   - 1978.

   - Βάζω 1990. Email έχεις; Κανένα πρόβλημα, θα βάλω το δικό μου. Σπουδές-πτυχία;

   - Δευτέρα Γυμνασίου.

 - Καλώς. Απόφοιτος ΤΕΙ Ηλεκτρονικών. Επάγγελμα, βάζω service ηλεκτρονικά. Χόμπι και προτιμήσεις… Τι μουσική σ’ αρέσει;

   - Άντζελα, Σφακιανάκης.

   - Βάζω έντεχνο λαϊκό. Αγαπημένες ταινίες;

   - Μέλισσες.

   - Ταινίες είπαμε, όχι σήριαλ. Καλά, γράφω Μέριλ Στριπ, αισθηματικά.

   - Ποια είν’ αυτή;

   - Μια αμερικάνα. Χόμπι… Γράφω ορειβασία, ταξίδια, καταδύσεις. Ξέρουμε μπάνιο, εντάξει; Τ’ άλλα τα συμπληρώνω εγώ. Τελειώσαμε.

 Έβγαλε ένα εικοσάρικο.

   - Έλα τώρα…

Το πήρε.

   Σαν παιχνίδι άρχισε, εύκολο όμως δεν ήτανε. Έμπαινε στην πλατφόρμα, τι καινούργια πρόσωπα έχουμε σήμερα, ξεκίναγε μια γνωριμία, κι εκεί που άρχιζε να ζεσταίνει η γραπτή συνομιλία, η γνωριμία εξαφανιζόταν. Έγινε μια, έγινε δυο, έγινε δέκα, άρχιζε ν’ απορεί. Τι φταίει άραγε; Πάει τέλος στον Λάκη, «έλα να μπούμε μαζί», του λέει αυτός. Στήνονται στον υπολογιστή, χτυπάνε μια Σούλα, αρχίζει ο διάλογος. Του Λάκη του σηκώνεται η τρίχα.

   - Έχεις πάει πράγματι σχολείο;

   - Ναι σου είπα, Δευτέρα Γυμνασίου. Γιατί;

  - Η ορθογραφία σου. Της πέταξες τα μάτια έξω. Από δω και πέρα κομμένο το γραπτό μπλα-μπλα. Δυσλεξία θα λες, δεν το ΄χεις στα γραπτά. Κατάλαβες; Θα λες πώς είσαι δυσλεκτικός. Άμα θέλουνε, επικοινωνία μόνο μέσω τηλεφώνου. Θα της δίνεις το δικό σου, «πάρε με». Και περιμένεις.

    Το λαχείο άργησε λίγο να του πέσει αλλά τελικά του έπεσε και το λέγανε Τούλα. Η Τούλα δέχτηκε να μιλάνε από το τηλέφωνο. Δεν τα πήγαινε ούτε αυτή τα γραπτά, τα βαριότανε κι ας είχε σχεδόν τελειώσει Γυμνάσιο. Με την διαφορά ότι ήταν νωρίς να του δώσει το δικό της τηλέφωνο. "Λίγη υπομονή, θα σου το δώσω, θα σε παίρνω εγώ μέχρι τότε". Εικοσιεννέα ετών, μετρίου αναστήματος, καστανή, αρκετά όμορφη, αθλητικός τύπος, του συστήθηκε. Κατοικία Ψηλαλώνια, δικό της το διαμέρισμα, αλλά συγκατοικούσε, δεν διευκρίνισε. Επάγγελμα καλλιτεχνικές κομμώσεις και περιποίηση νυχιών. Χόμπι χορός και shopping therapy. Ξένες γλώσσες ελληνικά. "Ξένη είσαι;", την ρωτάει. "Όχι, Πατρινιά". "Α, καλά", της λέει.

   Απ’ την αρχή τον ταξίδεψε η φωνή της η σεξουλιάρικη, βραχνή και μερακλίδικη, σαν καφές βαρύ γλυκός και όχι. Φωνή να χτίσεις πάνω της παράδεισο. Είχανε πολλά να πουν, για τα ζώδιά τους, τον καιρό, τι ετοιμάζει για το καρναβάλι το δικό της γκρουπ, τη θέση σέντερ μπακ που έπαιζε στο χωριό αυτός, τις Μέλισσες, πόσο αδικήθηκε το τραγούδι μας στο Eurovision, «γάμος ή σχέση;», «πρώτα σχέση μετά γάμος» λέει αυτή, «σωστός» λέει αυτός, "Βίσση ή Γαρμπή;", "Βίσση, δεν το συζητώ", λέει αυτή. Γενικά, βρήκανε πολλά κοινά ενδιαφέροντα και σημαντικά θέματα για να έχουν να συζητάνε.

    Πέρασε λίγος καιρός, όλα ωραία και τέλεια, όμως αυτός ανυπομονούσε να τη γνωρίσει από κοντά για τα περαιτέρω. Αυτή είχε κολλήσει, "νωρίς είναι ακόμα, μη βιάζεσαι". Με τα πολλά, η Τούλα δέχτηκε να συναντηθούνε, δική της επιλογή, στο "Ρεμέντζο", Πλατεία Αγίου Γεωργίου, Σάββατο, ώρα εννιά.

 Έρχεται το Σάββατο. Μπάνιο, αποσμητικό μασχάλες-σκέλια, κολόνια Κούρος αγορασμένη από καροτσάκι Σουδανού. Βάζει μπρος το αγροτικό, σε λίγο του ‘ρχεται ασφυξία. Ντουμάνι τα αιθέρια. Ανοίγει τα παράθυρα. Φτάνει στο "Ρεμέντζο" ένα τέταρτο νωρίτερα, να προλάβει μη τυχόν πάει πρώτη αυτή και τον δει να μπαίνει σέρνοντας το ποδάρι.

   Ήταν μέσα και τον περίμενε. Δυσκολεύτηκε να την εντοπίσει, ο φωτισμός ήταν άποψης μπουρδελέ, θεοσκότεινα, στην αρχή δεν έβλεπε την μύτη του. Σιγά-σιγά άρχισε να διακρίνει. Τρία ήταν όλα κι όλα τα πιασμένα τραπέζια, στα δυο καθόντουσαν υποψίες ζευγαριών, στο τρίτο, μια φιγούρα μόνη εξείχε τριάντα πόντους πάνω από το τραπέζι. Αυτή θα είναι.

    Πλησίασε. Προσοχή το ποδάρι. Της χαμογέλασε. «Η Τούλα;». «Ο Άλκης;». Δώσανε τα χέρια, «χαίρω πολύ», «παρομοίως».

   Κάθισε.

   - Τι θα πιούμε;.

   Η Τούλα είχε παραγγείλει.

   - Δεν μου είπες πως φοράς γυαλιά, της λέει.

    Δεν απαντάει, μάλλον δεν άκουσε.

   Πώς γίνεται, τα λόγια που ήταν τόσο εύκολα στο τηλέφωνο και πήγαινε ροδάνι η γλώσσα τους, τώρα να βγαίνουν με το τσιγκέλι; Έφταιγε η μουσική που ήταν δυνατή και δεν ακουγόντουσαν; Σηκώθηκε και στριμώχτηκε δίπλα της. Κακή έμπνευση. Το άρωμά της τον φλόμωσε, του ήρθε να ξεράσει. Αλλά ήταν αργά να κάνει πίσω. Κι αφού τα λόγια δεν έβγαιναν, είπε να δοκιμάσει τα έργα. Άπλωσε το χέρι στο μπούτι της. Το λαχείο αποδείχτηκε υπέρβαρο. Όσο για το «αθλητικός τύπος», του εξήγησε πως ένας ξάδερφος την είχε πάει σε λούνα παρκ και με τις πρώτες της βολές έδειξε πως το ΄χει.

   Όταν βγήκαν από το "Ρεμέντζο", πήρανε βαθιά ανάσα. Βάδισαν για λίγο δίπλα-δίπλα. Του ερχόταν λίγο πιο πάνω από τη μέση. Άφησε το ποδάρι ελεύθερο να σέρνεται, με κάποια δόση κακίας, σαν να έπαιρνε εκδίκηση. Την πήγε λίγο πιο πάνω, προς τα Ψηλαλώνια. Δώσανε τα χέρια, «θα σε πάρω αύριο», του είπε, και χωρίσανε.

    Νοσταλγεί καμιά φορά τη φωνή της τη σεξουλιάρικη, βραχνή και μερακλίδικη, σαν καφές βαρύ γλυκός και όχι.

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Η πλατιφόρμα» του Κώστα Παππή προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: Frank Horvat


Τρίτη 4 Μαΐου 2021

 Αγαμέμνονας

Ανδρεάννα Κουφού




Τον κοίταγε ξανά και ξανά. Σα να μην το έβλεπε κάθε μέρα, για…για μια ζωή έλεγε. Δεν ήθελε να αναφέρει τα χρόνια, όταν το έλεγε στο μυαλό της και όταν το επαναλάμβανε δυνατά για να το ακούει. Σαν να μην το πίστευε ούτε η ίδια ότι είχαν περάσει τόσα χρόνια και χρειάζονταν να το πει δυνατά για να πάρει σχήμα. Το πρόσωπό του. Πόσο όμορφο και καλό της είχε φανεί τότε. Σκούρα χρώματα. Μάτια λαδιά, μελαγχολικά, της είχαν φανεί. Τον χάζευε και τότε. Τις μικρές εκφράσεις. Τη σύσπαση των χειλιών του, όταν χαμογελούσε. Τη φλέβα που πετάγονταν στο μέτωπό του. Σπάνια αυτό.

    Τον ξανακοίταξε. Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος άντρας που κοιμόταν δίπλα της; Δεν θυμόταν. Σκούρα χρώματα. Ίδια μάτια. Ίδια σύσπαση. Ίδια φλέβα. Ναι, αλλά ίδια με τι;…δεν  θυμόταν. Της ήρθε στο μυαλό η μάσκα του Αγαμέμνονα που είχε δει σε σχολική εκδρομή στις Μυκήνες. Είχε μια μανία με τους παράδοξους συνειρμούς, το παραδέχτηκε στον εαυτό της την ίδια στιγμή που το σκέφτηκε. Κι αμέσως συνέχισε τη σκέψη της ότι αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο παράδοξος.

    Αυτή η μάσκα έμοιαζε με τον άγνωστο άντρα δίπλα της. Μακρύ πρόσωπο, αρχαιοελληνική κατατομή, μάτια αμυγδαλωτά, χείλια λεπτά και ανέκφραστη. Ανέκφραστη, επανέλαβε δυνατά. Μου΄ μεινε κουσούρι να τα λέω δυνατά, αυτοσαρκάστηκε.

    Κι έπειτα μπήκε στο λαβύρινθο της ζωής της. Αναμνήσεις σαν πρόσωπο που με τα χρόνια έχασε τις εκφράσεις του κι έγινε ανέκφραστο σα μάσκα. Χάρηκε με το εύστοχο της σκέψης της.

    Σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι, τύλιξε γύρω της τη μακριά της ζακέτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Πάντα ο καθαρός αέρας καθάριζε τη διάθεσή της. Άκουσε μια ανοίκεια φωνή να φωνάζει το όνομά της και γύρισε ξαφνιασμένη προς το δωμάτιο.

    Ο άγνωστος άντρας στεκόταν στο δωμάτιο και καλούσε το όνομά της. Βαθιές χαρακιές αυλάκωναν το μέτωπό του. Η μάσκα του Αγαμέμνονα, ξανασκέφτηκε.

    Μπήκε μέσα σιωπηλή.  Έκατσαν αντικρυστά στην κουζίνα, ήπιαν καφέ, χωρίς ν΄ ανταλλάξουν κουβέντα. Μετά σηκώθηκαν, ντύθηκαν, φόρεσαν τις μάσκες τους και έδωσαν ραντεβού για το μεσημέρι, μετά τη δουλειά.

    Βγήκε στο δρόμο, νιώθοντας να ασφυκτιά πίσω από τη μάσκα της. Φοράω δύο μαζί, σαν κι αυτόν, αυτοσαρκάστηκε ξανά, και χαμογέλασε αδιόρατα. Τουλάχιστον μπορώ ακόμα να γελάω με τα χάλια μου, ξανασκέφτηκε.

    Το βράδυ στον ύπνο της ονειρεύτηκε ότι φορούσε τη μάσκα του Αγαμέμνονα εκείνη. Ότι πάλευε να τη βγάλει αλλά δεν τα κατάφερνε. Ένιωσε να πνίγεται και πετάχτηκε με μια κραυγή. Ο άγνωστος άντρας ρώτησε, αν είναι καλά. Είδα εφιάλτη του απάντησε, κοιμήσου.

    Το πρωί τη βρήκε ξενυχτισμένη. Δεν είχε καταφέρει να ξανακοιμηθεί. Πέρασε τη νύχτα ψηλαφίζοντας το δικό της πρόσωπο και χαζεύοντας το δικό του.

    Όταν ο άγνωστος άντρας ετοιμάστηκε για τη δουλειά, αναζήτησε τη μάσκα του. Τι τη θες; του απάντησε… Φοράς ήδη μία. Την κοίταξε παραξενεμένος. Μια έκφραση πόνου, έκανε πιο βαθιές τις χαρακιές στο πρόσωπό του.

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Αγαμέμνονας» της Ανδρεάννας Κουφού προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: Laura Makabreskou

Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

 

Καλώς καμωμένα

Καλλιόπη Πλέσσα



 Η μεγαλοκόρη κρυφοκοιτάζει από την μισάνοιχτη πόρτα. Το κορμί της, ένα στερεό, άκαμπτο σώμα, ταλαντεύεται σαν εκκρεμές που εκτράπηκε βίαια από τη θέση ισορροπίας. Μέσα στο δωμάτιο, ο αγροτικός γιατρός δίνει τις πρώτες βοήθειες σε ένα άλλο κορμί, ένα στερεό, άκαμπτο σώμα, ακίνητο αυτή τη φορά. Ο απινιδωτής στο κομοδίνο, τα ηλεκτρόδια στο στέρνο, ένα ηλεκτρικό ερέθισμα και το σώμα του πατρός της εκτινάσσεται. Ξανά και ξανά. Σε κάθε νέο ηλεκτροσόκ, το ρεύμα διατρέχει δύο κορμιά. Το ακούσια ακίνητο και το ακούσια κινούμενο. «Σε παρακαλώ Θεέ μου, σε παρακαλώ Θεέ μου, σε παρακαλώ Θεέ μου!» επαναλαμβάνει η μεγαλοκόρη με ορθάνοιχτα μάτια και σφιχτοδεμένες παλάμες. Πιο πίσω, η μάνα κι ο μικρός αδερφός, ωχροί σαν φαντάσματα.

Έχουν περάσει αιώνες όταν τελικά ο γιατρός τους πλησιάζει με σκυμμένο κεφάλι ψελλίζοντας τα αρμόζοντα. «Λυπάμαι. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια. Ζωή σε σας». Η μάνα ρίχνεται στην αγκαλιά του αδερφού, το κορμί λευτερώνεται από την ταλάντωση και η μεγαλοκόρη σωριάζεται στα γόνατα σαν μαριονέτα που μόλις της έκοψαν τους σπάγκους, ψελλίζοντας τα ανάρμοστα. «Σ΄ ευχαριστώ Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ Θεέ μου!»

Σήμερα από το πρωί η καμπάνα χτυπάει πένθιμα. Σκουρόχρωμες ομπρέλες ανεβοκατεβαίνουν το καλντερίμι κάτω από χοντρές ψιχάλες βροχής, ψιθύρων κι αναστεναγμών. Όλο το χωριό ανάστατο. Στο σπίτι του θανόντος, η μάνα πηγαινοέρχεται βουτηγμένη στα μαύρα. Οι τρεις τους θα κάθονται στη σειρά μπροστά στο φέρετρο, τα ξέρουνε δα τα πρέποντα, δεν θα σηκωθούν παρά μόνο για κατούρημα και κάπου κάπου να ρίχνουνε κι από κανένα δάκρυ. «Με το στανιό! Ναι, με το στανιό! Σκεφτείτε κάτι στενάχωρο!» προστάζει η μάνα. «Σε λίγο αρχίζει η παρέλαση των βαρβάρων. Προσοχή! Τα μάτια σας στο πάτωμα καρφιά»!

«Τα μάτια μου στο πάτωμα καρφιά! τα μάτια μου στο πάτωμα καρφιά!» σιγομουρμουρά στην παρέλαση η μεγαλοκόρη. Όμως καθόλου δεν είχε υπολογίσει, που τα καρφιά των βαρβάρων δεν θα στόχευαν πατώματα. Τα ένοιωθε να μπήγονται ξεδιάντροπα πρώτα στο στερεό άκαμπτο εκκρεμές της, κάνοντάς το να χάνει ολοένα το ρυθμό του κι ύστερα να περιφέρονται στο ευρύχωρο σαλόνι τους, γδέρνοντας και ξεφλουδίζοντας ταπετσαρίες, σοβατεπιά, μυστικά και ψέματα. Η μάνα πλάι της κλαίει αγόγγυστα. Δυο φορές πέφτει από την καρέκλα, λιγοθυμάει, δυο φορές τη συνεφέρνει η Νίτσα ο θεός να την έχει καλά. Να κι η θεία Πολυξένη. «Ως και το λείψανό σου ωραίο αδερφέ μουουου!» τσιροκοπά και χτυπά τα στήθια με τις γροθιές της.

Πάνε χρόνια που η μεγαλοκόρη δεν σηκώνει μάτια απάνω του. Μα τώρα, η ορμή να προλάβει να αναμετρηθεί με τα ανείπωτα ξεπερνά τη φρίκη. Το λοξό της βλέμμα, μια τεθλασμένη γραμμή, ξύνει τα καλογυαλισμένα του παπούτσια. Ο οξύς ήχος την ανατριχιάζει. Το ίδιο και ο θρήνος της Πολυξένης. Πολλές  ιστορίες έχουν ακουστεί για τους δυο τους. Φαντάζεται να τη φτύνει στα μούτρα.

Καταπίνει το σάλιο της, σταυροκοπιέται και συνεχίζει ανοδικά  κατά μήκος του παντελονιού, για λίγο ακόμα υπόσχεται, πόσο να αντέξει, μα χάνεται σιγά σιγά στο μεγάλο λαβύρινθο των πτυχώσεων. Τα μάτια της διατρέχουν το μάλλινο ύφασμα, αναριγά, το ύφασμα απαλό, να πάψει τώρα, αρκετά, οι κόρες διαστέλλονται, οι παλάμες ιδρώνουν, ένας αναστεναγμός αναδύεται από τα έγκατα, τρομάζει με τον ίδιο του τον εαυτό, αναδιπλώνεται, μα έχει πάρει πια την ανηφοριά της πεθυμιάς. Όταν το βλέμμα κοντοζυγώνει τις πιέτες, τα μπατζάκια είναι καταξεσκισμένα  κι η ανάσα της τρέμει αλλόκοτα πέρα από κάθε έλεγχο. Ένας βουβός λαρυγγισμός κι ένας σπασμός ξεπηδάνε σα φλόγιστρο και μια εκπνοή μέχρι το μη περαιτέρω που κόβεται και παύει. Ζευγάρια δάκρυα, πόθου και τρόμου δάκρυα, σμίγουν τώρα στο ύψος των χειλιών και στάζουν σε μια κοινή, ένοχη κατολίσθηση. Γλιστράει μαζί τους, μες στην τρομακτική αλήθεια της νοσταλγίας της.

«Τα θερμά μου συλλυπητήρια». Το χέρι της ανασηκώνεται σαν αυτόματο, μα ένα ζεστό κύμα απρόσμενης ελπίδας βροντοχτυπά το μέρος της καρδιάς. Ο Σταύρος! Ανάσυρση. Ρογχώδης εισπνοή. Γύρισε! Πιγούνι ψηλά. Ένας φαλακρός, κακογερασμένος άντρας της αχνοχαμογελά μια ιδέα. Το χέρι της κρεμιέται απ’ το δικό του με όλο του το βάρος. Οι παλάμες κολλούν αναμεταξύ τους, ψαχουλεύονται στα τυφλά να θυμηθούν. Δεν μπορεί να είναι τόσο αργά, σκέφτεται. Ίσως αυτός, ένας παροπλισμένος αντάρτης, τόσους έχει το χωριό της, γύρισε επιτέλους από την αυτοεξορία του για να  παρασημοφορήσει τούτο το κουφάρι με ένα ηχηρό χαστούκι. «Ήρθα από την Αθήνα» της λέει. «Για σένα. Να ξέρεις, τούτη τη δύσκολη ώρα, εμείς, οι παλιοί του μαθητές είμαστε στο πλευρό σου. Τον είχαμε σε μεγάλη εκτίμηση τον πατέρα σου.»

Η παλάμη της ζεματίστηκε ξαφνικά και την τραβά βιαστικά πίσω. Μια χοντρή φλούδα δέρματος λείπει κι από κάτω χάσκει η πληγή. Ήξερε. Δεν μπορεί να μην ήξερε! σκέφτεται. Τα έμαθε και πήρε απόφαση να φύγει. Προς τι τούτη η επιστροφή λοιπόν; Το στόμα της γκριματσιάζει από τη σιχασιά. Μα τι γυρεύει η τρελή; Οι ήρωες της αντίστασης να γίνουν ήρωες της αποκαθήλωσης; Δε γίνονται τέτοια πράγματα. Οι χορτασμένοι ελπίδα ή απελπισιά βγαίνουν νωρίς στη σύνταξη και στα πρωινά κουτσομπολιά του καφενείου σμίγουνε τα κεφάλια, όμοιοι ιατροδικαστές πάνω από βρώμικα κορμιά σαν του πατέρα, σαν το δικό της. Μα μπροστά στους εκτός εποχής νεκρούς βαράνε προσοχές! Όπως όπως φιλιώνουνε με τις σκιές και μιλούνε τώρα για τον κύριο γυμνασιάρχη σαν να ‘τανε κανένας άγιος! Καλός οικογενειάρχης, ακριβοδίκαιος δάσκαλος, αξιοπρεπής, υπόδειγμα φιλανθρωπίας.. «Μέχρι ψες διάβαζε το Γιαννάκη μου αφιλοκερδώς Θεός σχωρέστον..» κλαψουρίζει κι ο παπάς. Δεν πάνε πολλά χρόνια από το τελευταίο δικαστήριο. Ο θάνατος έχει αγιαστούρα ή μήπως είναι η μνήμη κολοβή; Στρέφει στον αδερφό της. Τα μάτια του στο πάτωμα καρφιά. Κρίμα! Δεν πρόλαβε να δει τον μουρλοΣπυρέτο να περνάει το κατώφλι τους με γρήγορη δρασκελιά και χέρια χωμένα στη φαρδιά κόκκινη κάπα του, για να τα βγάλει κατόπιν και να μυρώσει το νεκρό με ένα πιγκάλ και μίας χέστρας βούρτσα.

Η αμαξοστοιχία 501 μπαίνει με θόρυβο στην αποβάθρα, κρύβοντας από τα μάτια της το  ρημαγμένο πέτρινο κτίριο του σταθμού, που οι καιροί κάποτε ξόφλησαν και το καναν μνημείο. Σκοτάδι και κρύο. Οι ταξιδιώτες τυλίγονται μέσα στα παλτό, η μεγαλοκόρη γύρω απ’ τον αδερφό της. Μυρίζει πίσσα και σίδερο. Τον φιλάει σταυρωτά. «Ο πατέρας πάει» του ψιθυρίζει στο αυτί. «Είσαι λεύτερος. Ο παπάς δέχτηκε τον συμβιβασμό. Ας είναι. Δέκα παιδιά, φτώχια καταραμένη. Εσύ όμως μην φεύγεις χωρίς να ζητήσεις συγχώρεση απ’ το Γιαννάκη. Το κρίμα στοιχειώνει..» Ο αδερφός την ξεκολλάει από πάνω του σαν ξεραμένη λάσπη. «Τελικά είχε δίκιο ο πατέρας! Εσύ είσαι η τρελή του χωριού, όχι ο μουρλοΣπυρέτος! Δεν το πείραξα το πουστράκι, κατάλαβες; Δεν έχω να ζητήσω συγνώμη για τίποτα! λέει κι ορμά στο βαγόνι, σέρνοντας ξωπίσω του τη βαλίτσα με τα κουστούμια και τα ασπρόρουχα που του είχε ετοιμάσει από βραδύς.

Το σφύριγμα του τρένου που αναχωρεί, σκεπάζει τον ξερό κρότο του μητρικού χαστουκιού. «Ο άντρας μου ήταν καλός σύζυγος και καλός πατέρας, πάει και τέλειωσε! Ο αδερφός σου φεύγει στην Αθήνα να καλοπαντρευτεί κι εσένα σε γυρεύει ο Σταύρος. Χήρος με τρία παιδιά μα τρισκαλύτερος από το ράφι. Όλα καλώς καμωμένα το λοιπόν. Τ΄  ακούς; Καλώς καμωμένα»!

Το ξημέρωμα, καθώς σεργιάνιζε ο μουρλοΣπυρέτος στα μνήματα ψάχνοντας κατά το συνήθειό του για θλιμμένα δαιμόνια, βρήκε τη μεγαλοκόρη νεκρή κι ολόγυμνη από ρούχα, τα μπρούμυτα, με κολλημένα τα μαβιά της χείλη πάνω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα του πατρός της. Τη φίλησε στα μαλλιά, σαν Παναγιά, τράβηξε μια αγιασμένη μαλακία και στερνά, μύρωσε σεβαστικά το πτώμα της με το άφθονο ζεστό του σπέρμα. Όλα ήταν πια καλώς καμωμένα.

 

____
Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) 
«Καλώς Καμωμένα» της Καλλιόπης Πλέσσα  προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

εικόνα: Eva Vermandel

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

 Τα επτά πράσινα γατάκια

Λυκούργος Κουσουλάκος


Τα επτά πράσινα γατάκια γουργούριζαν στη μεγάλη αυτοσχέδια κούνια κοντά στο τζάκι. Ήταν αξιολάτρευτα! Μόνο που δεν μπορούσε να αποφασίσει αν ήταν γατάκια ή μωρά. Έμοιαζαν σαν υβρίδια μωρών και αιλουροειδών! Επίσης, δεν θυμόταν να είχε αντικρύσει ποτέ στην ζωή της μέχρι τώρα πράσινες γάτες. Μόνο πράσινα άλογα έβλεπε στα ψυχεδελικά της όνειρα. Τότε που ήταν στις ουσίες.

Επειδή ήταν πιθανόν να ‘ναι ακόμα στις ουσίες βεβαιωνόταν κάθε βράδυ ότι τα επτά παράξενα γατάκια – ή ό,τι διάολο ήταν, τέλος πάντων – βρίσκονταν στη μεγάλη κούτα μπροστά στο τζάκι. Αφού βέβαια τα τάιζε με αυτοσχέδιο πάντα μπιμπερό την παράξενη γαλάζια ουσία, όχι σαν αυτές που καταβρόχθιζε σε μεγάλες ποσότητες η ίδια στο κοντινό της παρελθόν. Τότε που ζούσε σε έναν κόσμο οπτικών εφφέ.

Μια νύχτα τα βρήκε να φτερουγίζουν με τα γαλάζια και κόκκινα φτερά τους στο σπίτι. Μικρά φτερουγάκια σαν μικρά αγγελούδια, όπως έχουν τα μωρά που παίρνει ο Κύριος. Όπως, δηλαδή, της έλεγε η μάνα της η τρελή του χωριού. Με ιστορικό σχιζοφρένειας, αλλά και ιστορικό πουτάνας για τα προς το ζήν. Για το δικό της καλό ευχόταν να είναι αληθινά τα μικρά πλασματάκια που φρόντιζε απ’ όταν τα βρήκε μέσα στο δάσος, μετά απ’ την πτώση μετεωρίτη, όπως είπαν όλοι.

Τώρα τελευταία περίεργοι τύποι κυκλοφορούσαν στο χωριό κουστουμάτοι και έκαναν περίεργες ερωτήσεις. Αυτοί σίγουρα δεν υπήρχαν στον κόσμο της των ουσιών του παρελθόντος. Ούτε κι η κρυστάλλινη σφαίρα που είχε βρει στα συντρίμμια του μετεωρίτη – αν ήταν μετεωρίτης.

Ένα μεγάλος γαλαζοπράσινος γάτος με όψη διαγαλαξιακού πολεμιστή σαν αυτούς που διάβαζε στα comics που της έφερνε ο εξαφανισμένος πατέρας της, ή σαν αυτούς που έβλεπε όταν ήταν στις ουσίες, ανάδευε τις φτερούγες του κι ερχόταν. Από τα βάθη του διαστήματος ερχόταν με ένα σκάφος σαν μετεωρίτη, σαν ακατέργαστο διαμάντι. Την ώρα που εκείνη σήκωνε τα μάτια στην αστροστόλιστη ρόμπα της Νύχτας. 

Οι περίεργοι τύποι του χωριού πλησίαζαν, το ένιωθε. Έτρεξε αμέσως στο σπίτι και βεβαιώθηκε πως τα επτά πράσινα φτερωτά γατάκια κοιμόντουσαν. Κοιμόντουσαν και γουργούριζαν.

Άνοιξε την ντουλάπα κι έβγαλε την καραμπίνα του πατέρα της. Βγήκε στο μπαλκόνι κι ατένισε την ολόγιομη αυγουστιάτικη σελήνη που καθρεφτιζόνταν πιάτο στα νερά της μεγάλης λίμνης.

Ξαφνικά της φάνηκε πως άκουσε ένα θρόισμα. Με μιαν απότομη κίνηση όπλισε την καραμπίνα και περίμενε.

_____
Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) «Τα επτά πράσινα γατάκια» του Λυκούργου Κουσουλάκου  προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

εικόνα: Jeff Wall



Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

         Σημειώσεις ενός πολίτη σε χρόνο νεκρό

Κώστας Σπαρτινός

 


Από σήμερα έγινε υποχρεωτική η χρήση μάσκας σε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους. Η κυκλοφορία θα επιτρέπεται από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου.

Είπα να αρχίσω να κρατάω ημερολόγιο. Θα είναι η τρίτη φορά. Η πρώτη ήταν στα εφηβικά μου χρόνια, κάτι σαν λεύκωμα οργής. Ίσως να υπάρχει ακόμα σε μια παλιά ντουλάπα στο πατρικό μου, όπου εκτός από ρούχα πεθαμένων ανθρώπων και  χρόνων κοιμούνται κάτω από τη σκόνη σχολικά βιβλία, έντυπα και σημειώσεις άλλων εποχών. Η δεύτερη φορά ήταν τότε που καιγόταν η πόλη, που δυνάμεις της τάξης συγκρουόντουσαν για μέρες με τα μαύρα παιδιά. Κουκουλοφόροι όλοι, καθένας με τη δική του οργή. Ήθελα να καταγράψω τα γεγονότα από απόσταση και να τα καταλάβω. Οι  σελίδες αυτές βρέθηκαν καμένες.

Ας ορίσουμε τη σημερινή μέρα ως ημέρα πρώτη.

Ημέρα δεύτερη. Η χρήση της μάσκας δεν επιτρέπεται στις Εκκλησίες και στις Τράπεζες.

Στις Εκκλησίες για να μένει ανεμπόδιστη η επικοινωνία του προσώπου του εκκλησιαζόμενου με το πρόσωπο του Θεού. Να μπαίνει στην εκκλησία ο πιστός ως άτομο και να μετουσιώνεται σε πρόσωπο. Αφού εξέλθει, θα ενδύεται τη μάσκα του και θα επιστρέφει στην ατομικότητά του. Για να κατακυριεύσει τη γη.

Στις Τράπεζες για ευνόητους λόγους ευταξίας και ασφάλειας. Για την προάσπιση των συμφερόντων τους και των πελατών τους. Για να κατακυριεύσουν τον κόσμο.

Το πρωί με την πάχνη, στην αυλή βρήκα μισοφαγωμένο από τις γάτες ένα κοτσύφι που μάλλον είχε ξεμείνει στα μέρη μας παραπλανημένο από τον αφύσικο καιρό.

Σήμερα, τρίτη ημέρα, συμπληρωματική Απόφαση. Επιβάλλεται η χρήση ομοιόμορφης μάσκας. Πιστοποιημένης από την αρμόδια αρχή. Απ’ έξω χρώματος γαλάζιου, από μέσα λευκού.

Στο σπίτι που μέναμε παλιότερα, στον τοίχο ενός δωματίου ήταν κρεμασμένες δυο μάσκες που είχε φέρει η Φωτεινή από το ταξίδι της σε εκείνη την πόλη που λένε ότι βουλιάζει κάθε μέρα κι από λίγο, όμως το αγνοεί και ξορκίζει τον αφανισμό της  μασκοφορεμένη μια φορά το χρόνο. Η μία μάσκα είναι σκούρα κόκκινη, στο χρώμα του πηγμένου αίματος, με μια τεράστια σουβλερή, κυρτή μύτη που περιβάλλεται από ανάγλυφους, νευρώδεις μυς.  Η άλλη είναι μαύρη, ανέκφραστη με απόλυτα λεία, συμμετρικά χαρακτηριστικά, έτσι που δείχνει μάλλον θλιβερή. Η μόνη κίνηση που επιτρέπουν είναι αυτή των ματιών που πεταρίζουν σαν πουλιά στο κλουβί τους.

Η Φωτεινή επέμενε γελώντας να τις φοράμε όταν καθόμαστε με τις ώρες και παίζαμε χαρτιά. «Μανία που σε πιάνει με τις μάσκες αυτές» της έλεγα, «τί το θέλεις, μανούλα μου, αυτό το παιχνίδι;». «Μπορεί έτσι να με αγαπήσεις περισσότερο» μου είχε πει. Μια φορά θυμάμαι είχε αναρωτηθεί αν μπορεί κανείς να ξεπεράσει το πρόσωπό του.

Πολλά χρόνια μετά συναντηθήκαμε σε εκείνο το μέσον που θέλει να είναι βιβλίο προσώπων. Όπου άλλα εμφανίζονται με την αγαπημένη τους μάσκα, άλλα αποκαλύπτονται, άλλα κατακρεουργούνται. Όλα πάντως αναζητούν φίλους και το άυλο χάδι τους. Εκεί έχω επιλέξει για μένα τη χρυσή νεκρική μάσκα του βασιλιά των Μυκηνών.

Τον τελευταίο καιρό βλέπω πολλά όνειρα. Σκέφτομαι ότι συμπληρώνουν τη ζωή μου που συρρικνώνεται. Τα περισσότερα, ως συνήθως, εξατμίζονται με το ξύπνημα, όμως ξέρω ότι αφήνουν το ίχνος τους. Ξημερώνοντας σήμερα η τέταρτη ημέρα, ξύπνησα αναστατωμένος. Ονειρεύτηκα το φίλο που πέθανε πριν δυο χρόνια. Καρκίνος στους πνεύμονες. Τον θυμάμαι πάντα με ένα τσιγάρο. Επιθετικός και συναισθηματικός. Να αναστατώνεται με τις ασθένειες της ψυχής. Να μην μπορεί να καταλάβει γιατί η υποκρισία είναι στοιχείο της καθημερινής κανονικότητας. Αγαπούσε τα μαθηματικά γιατί είναι, όπως έλεγε, μια καθαρή γλώσσα. Με ρώταγε επίμονα μέσα στο όνειρο αν έχω νέα από εκείνον το φίλο μας που είχε καιρό να τον δει και τί είχε απογίνει. Δεν θυμότανε το όνομά του ούτε μπορούσε να μου τον περιγράψει. Είχα αγχωθεί. Τώρα που το σκέφτομαι, πιστεύω ότι ο άλλος φίλος που τον αποζητούσε με τόση επιμονή, ήταν ο ίδιος.

Ημέρα πέμπτη. Το πρωί ήρθε η Μαρία και με αναστάτωσε. Όταν της άνοιξα, κράταγε τη μάσκα στο χέρι και φαινόταν φουντωμένη. Μάλλον περίμενε την αντίδρασή μου. Έβαλε τα κλάματα όταν της είπα ότι η μάσκα είναι υποχρεωτική και στους κλειστούς χώρους. Προσπάθησα να την ηρεμήσω. «Μα πρόκειται για το μέλλον μας, για το μέλλον σου, για την προκοπή σου, μανούλα μου». Ξέσπασε. «Μα τί άλλο θέλουν από μένα; Πότε θα μ’ αφήσουν ήσυχη; Στην πατρίδα μου με λέγανε Νουρ, στη διαδρομή δεν είχα όνομα. Εδώ που ήρθα, είδα κι έπαθα να με φωνάξουν Μαρία. Τί θες κι εσύ από μένα;». Καθάρισε το σπίτι χωρίς να γυρίσει ούτε να με κοιτάξει όλο το πρωί. Κι όταν τέλειωσε, πήρε τα χρήματα κι έφυγε χωρίς καν να με ακουμπήσει.

Ημέρα έκτη. Σήμερα ήλιος με δόντια. Από τις μέρες που μου αρέσουν. Πήρα το λεωφορείο για να μπω στο κέντρο. Ήταν σχεδόν γεμάτο με νέα παιδιά. Ανέκφραστα πίσω από τις μάσκες τους, τα περισσότερα είχαν καρφωμένα τα μάτια στο κινητό τους. Κάποια είχαν σφαλίσει με τα ακουστικά ερμητικά τα αυτιά τους, λες για να ακούνε δυνατά το μέσα τους τραγούδι.

Αργά το απόγευμα πήρα το λεωφορείο της επιστροφής. Οι δρόμοι σχεδόν έρημοι, σε λίγο θα φωτιζόντουσαν από το ψυχρό φως των λαμπτήρων λεντ, προσφορά γνωριμίας της προμηθεύτριας εταιρίας στο Δήμο από την εποχή των χαμηλών προσδοκιών. Στον τοίχο του Δικαστικού Μεγάρου, διάβασα τις φρεσκοβαμμένες λέξεις Η ΠΟΛΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ.  Και από κάτω η γνωστή υπογραφή. Ένα κεφαλαίο Ωμέγα μέσα στον κύκλο.

Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε την τηλεόραση, είπα  χαμογελώντας μέσα μου. Όταν την άνοιξα, σκηνές βίας στις ειδήσεις. Οι δυνάμεις της τάξης με μαύρες μάσκες και παράξενες εξαρτήσεις σε όλο το σώμα. Μετά ένα πλήθος βουβό, με την ανάσα του να αχνίζει μέσα από τις μάσκες στον παγωμένο αέρα. Στο επόμενο πλάνο οι κυβερνώντες να φωσφορίζουν συνεδριάζοντες.

Αργά το βράδυ έπαιζε μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία. Ένας γέρος γιατρός ταξιδεύει με το αυτοκίνητό του για την πρωτεύουσα, για να του απονείμει βραβείο η Ακαδημία. Οδηγεί μια νεαρή γυναίκα με την οποία ανταλλάσσει ελάχιστες λέξεις. Τον παίρνει ο ύπνος. Ονειρεύεται. Μαζεύει άγριες φράουλες στην εξοχή. Θυμάται τα νιάτα του και τους έρωτές του.

Με πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Ξύπνησα με εφιάλτη. Έδινα εξετάσεις. Ο εξεταστής ήταν ένας τσαρλατάνος. Δεν μπορούσα να καταλάβω την ερώτηση. Ούτε να αρθρώσω μιαν απάντηση. «Αποτύχατε».

Παλιότερα πήγαινα συχνά στον κινηματογράφο. Τώρα έχουν κλείσει. Οι οθόνες τους φαντάζουν νεκροσέντονα σκιών. Υπάρχει βέβαια η οθόνη της τηλεόρασης που είναι όλη δική μας, του καθενός μας χωριστά.  Κι ακόμα η οθόνη του υπολογιστή, του λάπτοπ, του τάμπλετ, του κινητού. Οθόνες που μικραίνουν συνέχεια. Ο κόσμος πλέον χωράει παντού. Δείχνει κι αυτός σα να μικραίνει. 

Την ημέρα την εβδόμη την πέρασα όλη στο σπίτι. Χαλάρωση και ξεκούραση. Μου έχει καρφωθεί η ιδέα ότι μπορεί τα πράγματα να πάνε καλά.

Τις ημέρες μετά την εβδόμη ήρθε η καταιγίδα των γεγονότων. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι εντοπίστηκε άγνωστος φονικός ιός στις περιοχές που σύμφωνα με τις επιστημονικές θεωρίες είχε κάνει την εμφάνισή του το πρώτο είδος ανθρώπου.

Ένα βράδυ μου τηλεφώνησε η μικρή. Ήταν ήρεμη και σοβαρή, όπως συνήθως. Μου ανακοίνωσε ότι με μια ομάδα από τη Σχολή της θα ξεκινήσουν για τα μέρη που εμφανίστηκε το κακό. Δεν ήθελε να το συζητήσει. Μου είπε ότι θα με ξαναπάρει όταν μπορέσει. Ένοιωσα την ανάσα μου να μυρίζει σα χνώτο πηχτό κάτω από τη μάσκα.

Να προσέχεις, μανούλα μου, να προσέχεις …
____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) "Σημειώσεις ενός πολίτη σε χρόνο νεκρό" του Κώστα Σπαρτινού προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».