Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Το κίτρινο πρόσωπο

Χρυσή Καραπαναγιώτη



-Τι; Λες ότι δεν μπορεί να ανασάνεις με αυτή τη μάσκα; Ότι σε πνίγει;

Φόρεσα τη μάσκα και βγήκα έξω. Αλήθεια πόσες φορές είχα φορέσει μάσκα πριν την πανδημία;

            Χα, γέλασα, πλησιάζοντας στις σκάλες Αγίου Νικολάου και βλέποντας τους μπάστακες να ποζάρουν δεν μπορώ παρά να πω αμέτρητες. Ναι, είμαι από την Πάτρα και όπως και να το κάνεις κάθε χρόνο φορούσα μάσκα στο καρναβάλι. Αμέτρητες φορές λοιπόν! Έτσι για την πλάκα μου! Για να διασκεδάσω! Μία κινέζα, ένας λαγός, τη μαύρη του ντόμινο -αγαπημένη-, ένα ψάρι, μια γατούλα, την κόκκινη. Κάπου στα μέσα της βραδιάς είχε βγει και πεταχτεί πάνω στο τσακίρ κέφι.

            Α, για μισό λεπτό είναι και εκείνη η μάσκα που φοράμε στο μπάνιο όταν κάνουμε βουτιές για να βλέπουμε το βυθό. Και αυτή πολυφορεμένη και όταν βαριόμασταν την πετάγαμε έξω στην παραλία για να κάνουμε το μπάνιο μας πιο ανάλαφροι και ξένοιαστοι ότι δεν θα τη χάσουμε.

            Αλήθεια όμως τώρα…

            Μετρημένες στο χέρι, δύο φορές στο νοσοκομείο όταν πήγα να επισκεφθώ τη γιαγιά μου και αργότερα το θείο μου που ήταν βαριά άρρωστοι και δεν έπρεπε να τους κολλήσω με κάποια ίωση και πέντε-έξι φορές στο εργαστήριο όταν κάναμε λειοτρίβηση των ιζημάτων ή όταν κάνουμε γενική καθαριότητα κάθε 3 χρόνια για να μην αναπνεύσω τα σωματίδια σκόνης και μου πειράξουν το λαιμό. Είναι βέβαια και εκείνη η φορά, η φορά με την ολοπρόσωπη μάσκα.

            Κάθισα σε ένα σκαλοπάτι και κοίταξα αχόρταγα το γαλάζιο της θάλασσας και το κόκκινο του ουρανού. Πόση ομορφιά!

            Ήταν λοιπόν και εκείνη η φορά. Έπρεπε να γίνει γεώτρηση σε περιοχή πολύ ρυπασμένη. Ο κίνδυνος των αναθυμιάσεων του βινυλοχλωριδίου μεγάλος. Δεν υπήρχαν αρκετοί εργάτες για να γίνει σωστά η γεώτρηση και με ασφάλεια. «Όλα τα μέλη της επιστημονικής αποστολής έχουν κάτι να κάνουν. Θα βάλουμε το μικρότερο μέλος να προσέχει τις μπουκάλες με τον αέρα ώστε όλοι οι εργάτες να δουλέψουν για την κατασκευή της γεώτρησης.» είπε ο αρχηγός της αποστολής και με κοίταξε. Χωρίς εμπειρία, με πολλή φιλοδοξία, και μικρή κατανόηση της γλώσσας δέχτηκα αμέσως. Φόρεσα την ολοπρόσωπη μάσκα προστασίας της αναπνοής χωρίς να το σκεφτώ.

            Αν η μάσκα δεν είναι συνδεδεμένη με τη μπουκάλα δεν μπορείς να ανασάνεις. Κόντεψα να πάθω ασφυξία ήταν πολύ τρομακτικό. Οι εργάτες μου έβγαλαν τη μάσκα και γελούσαν. Συνδέσαμε τις μάσκες με τις μπουκάλες του αέρα όλες σε σειρά. Οι μπουκάλες θα άδειαζαν με τη σειρά και εγώ πρώτα από όλους δεν θα είχα αέρα και θα έπρεπε να ειδοποιήσω τους άλλους έγκαιρα ότι τελείωσε ο αέρας και να φύγουν αμέσως από την επικίνδυνη ζώνη ώστε να μην εισπνεύσουν το βινυλοχλωρίδιο. Τρόμαξαν να μου εξηγήσουν και τρόμαξα να καταλάβω.

            Ο χώρος ήταν η χωματερή μιας αεροπορικής βάσης των ΗΠΑ στη μέση του πουθενά. Είχε χρησιμοποιηθεί για πολλά χρόνια ως χώρος εκπαίδευσης για την κατάσβεση πυρκαγιών. Έριχναν διάφορους εύφλεκτους διαλύτες και έβαζαν φωτιά για να τη σβήσουν οι εκπαιδευόμενοι. Ό,τι δεν έπαιρνε φωτιά πότιζε το υπέδαφος και τον υδροφόρο ορίζοντα. Αυτό το κοκτέιλ με τους διαλύτες με την πάροδο των χρόνων μπορεί να φτιάξει το βινυλοχλωρίδιο το οποίο είναι ιδιαίτερα τοξικό.

            Βάλαμε όλοι τις μάσκες μας που τώρα ήταν συνδεδεμένες με τις μπουκάλες του αέρα και ξεκίνησε η γεώτρηση. Όλα γίνονταν πολύ αργά επειδή σε τέτοιες περιοχές υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της έκρηξης από μία σπίθα. Είχαν βάλει λοιπόν εμένα το μικρότερο μέλος της αποστολής να φορέσω τη μάσκα για να προστατέψω τους εργάτες που έκαναν τη δουλειά τους, εμένα που ήμουν τόσο μακριά από το σπίτι μου, που φορούσα μάσκα μόνο στα καρναβάλια και στη θάλασσα. Πρώτη φορά άκουγα τη λέξη βινυλοχλωρίδιο. Τι είναι αυτό το βινυλοχλωρίδιο; Έτσι έφευγε το μυαλό και ο χρόνος δεν περνούσε με τίποτα και βαριόμουν και χάζευα και χάθηκα. Εκεί που παρακολουθούσα τους εργάτες, ξαφνικά δεν μπορούσα να ανασάνω. Όχι πάλι, σκέφτηκα και αντί να κρατήσω την αναπνοή μου και να ειδοποιήσω τους εργάτες να απομακρυνθούν από την περιοχή, προσπάθησα να βγάλω τη μάσκα. Μάλλον από το φόβο μου δεν μπορούσα να τη βγάλω, πανικοβλήθηκα, έχασα τις αισθήσεις μου, λιποθύμησα.

            Άκουσα φωνές, άρχισαν να με σέρνουν, και μου έβγαλαν τη μάσκα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είδα δίπλα μου αραδιασμένο οριζόντια στο χώμα έναν εργάτη. Του είχαν βγάλει τη μάσκα και το πρόσωπό του ήταν κίτρινο. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα νεκρό στη ζωή μου. Ευτυχώς, δεν ήταν νεκρός, ήταν ζωντανός αλλά σε πολύ χειρότερη κατάσταση από μένα. Όλοι ήταν από πάνω του και προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν. Είχε αναπνεύσει βινυλοχλωρίδιο ήταν ολοφάνερο. Κάποιος με είδε ότι συνήλθα και με τράβηξε μακριά. Και το δικό μου πρόσωπο ήταν κίτρινο αλλά ήταν από το φόβο μου ότι είχα σκοτώσει άνθρωπο και από τη ντροπή. Τι είχα κάνει;

            Είχα βάλει την ολοπρόσωπη μάσκα για να προστατέψω τους εργάτες και γω καθόμουν και χάζευα. Ένα απλό πράγμα είχα να κάνω και κόντεψα να πεθάνω εγώ και να σκοτώσω και τους άλλους ανθρώπους. Συγκεκριμένα ο εργάτης με το κίτρινο πρόσωπο κόντευε να πεθάνει. «Οι τοξικολογικές μελέτες λένε ότι ακόμα και μετά από μία τόσο έντονη έκθεση μπορεί να συνέλθει μέσα σε 24 ώρες χωρίς να έχει κάποιο πρόβλημα.» είπε ο αρχηγός της επιστημονικής ομάδας για να με καθησυχάσει και σιωπηρά να αναλάβει τη δική του ευθύνη του που μου ανέθεσε τη συγκεκριμένη εργασία. Ενήλικο δεν σε κάνουν τα χρόνια αλλά οι εμπειρίες. Η φροντίδα των άλλων είναι μεγάλο σχολείο και όσοι δεν την έχουν αναλάβει στη ζωή τους είναι ακόμα πολύ ανώριμοι όσο χρονών και να είναι.

            Κοντεύει έξι, ο ήλιος έχει δύσει αλλά έχει ακόμα χρώματα ο ουρανός. Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι.

            Ξέρω ότι ο εργάτης συνήλθε πολύ πιο γρήγορα από τις 24 ώρες αλλά εγώ δεν τον ξαναείδα. Ούτε θυμάμαι το πρόσωπό του πριν το συμβάν ούτε και το ξαναείδα μετά ροδαλό και ζωντανό ξανά. Μάσκα στο καρναβάλι δεν ξαναέβαλα ούτε και στη θάλασσα. Για πλάκα μάσκα δεν ξαναφοράω. Τώρα λόγω πανδημίας, φοράω μάσκα για την προστασία των άλλων. Το χρωστάω. Από την άλλη όμως ποτέ δεν κοιτάζομαι στον καθρέφτη με τη μάσκα και ειδικά όταν βγάζω τη μάσκα γιατί πάντα μπροστά μου βλέπω το κίτρινο πρόσωπο και ούτε μπορώ να καταλάβω αυτούς που λένε ότι αυτή η μάσκα δεν τους αφήνει να ανασάνουν.

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) " Το κίτρινο πρόσωπο" της Χρυσής Καραπαναγιώτη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: Caryn Drexl


Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

          Βeauté

Μαντω Τερζή


Ήταν ένας ξύλινος, σκαλιστός καθρέφτης στην είσοδο του σπιτιού. Ορθογώνιος, όχι πολύ μεγάλος, με ένα τζάμι γεμάτο μπαλώματα και στίγματα. Στην αριστερή πλευρά του, κάπου στη μέση, ξεκινούσε ένας μαύρος λεκές στο σχήμα ενός μικρού ιππόκαμπου και ξετυλιγόταν νωχελικά, χωρίς βιασύνη προς τη βάση του. Από τη πολυκαιρία, το ξύλο είχε γεμίσει σκασίματα, σα να έλεγε με τον τρόπο του στο τζάμι να του  αφήσει λίγο χώρο να αναπνεύσει, φτάνει πια αυτή η σχέση εξάρτησης τόσα χρόνια, ας γνωρίσουμε και κάποιον άλλο, νισάφι.

Η γυναίκα, σα να τους είχε ακούσει, είχε γεμίσει αυτές τις μικρές εσοχές με καρτ ποστάλ φίλων, παιδικές φωτογραφίες, ευχαριστήρια σημειώματα και ένα φτερό πουλιού ζωγραφισμένο στο χέρι, δώρο από ένα ταξίδι που είχε κάνει κάποιος άλλος. Όλα αυτά κιτρινισμένα, γερασμένα, μετρώντας μισό αιώνα ζωής τουλάχιστον, ισορροπούσαν επικίνδυνα. Ένα χιλιοστό μόνο από την ακρούλα τους χωρούσε στις τρυπούλες του καθρέφτη και κάθε απότομη κίνηση - σε έναν οίστρο ενδελεχούς ξεσκονίσματος για παράδειγμα- απειλούσε αυτή την εύθραυστη ισορροπία και της προκαλούσε ταραχή. Παρά όμως αυτή τη μικρή αστάθεια, ο καθρέφτής της παρέμενε η μοναδική σταθερή συνάρτηση της ζωής της.

Το ρολόι στο χέρι της τής ανακοινώσε την ώρα διακριτικά. Το κοίταξε φευγαλέα και κάπως υποτιμητικά και πάτησε το κουμπάκι δεξιά για να σταματήσει. Δε χρειαζόταν να βάζει ξυπνητήρι, ο ύπνος την εγκατέλειπε από το ξημέρωμα εδώ και χρόνια. Η συνήθεια όμως είναι ένα ρούχο που δύσκολα αποφασίζεις να το πετάξεις, ειδικά  αν έχει πάρει πια το σχήμα του κορμιού σου. Πήρε το ψηλό σκαμπό από το σαλόνι και το τοποθέτησε μπροστά στον καθρέφτη. Με αργά βήματα πήγε στο υπνοδωμάτιο της, παρασέρνοντας με τη μακριά ρόμπα της ένα βάζο με μπαμπού που τραμπαλίστηκε μόνο στιγμιαία ξαναγυρίζοντας υπάκουα στην αρχική του θέση. Με το ροζ βαλιτσάκι της ανά χείρας, τον Ομορφοποιητή της όπως τον έλεγε (σε ποιον;), επέστρεψε στο σαλόνι και το απόθεσε με προσοχή , σχεδόν με τρυφερότητα, πάνω στο σκαμπό. Το χάιδεψε σαν να ήταν ένα παιδί που μόλις είχε γυρίσει από το παιχνίδι με τα γόνατα γδαρμένα και τα ρούχα του γεμάτα σκισίματα, με κλωστές να κρέμονται από παντού. Τράβηξε το φερμουάρ με δύναμη – ήθελε κόλπο, στα πρώτα δυο εκατοστά κάπου μάγκωνε αλλά μετά άνοιγε γλυκά σαν όστρακο που το έχεις πιάσει στον ύπνο, αποκαλύπτοντας όλους τους χυμούς του. Παρατεταγμένα με πειθαρχία ξεπρόβαλλαν πολύχρωμα καπάκια, γεμάτα κρέμες, γαλακτώματα, ορούς και μάσκες προσώπου. Χαμογέλασε αχνά, βάζοντας τον δείκτη στο κάτω χείλος της σε μια κίνηση δήθεν αναποφασιστικότητας, σα να σκεφτόταν με ποιο όπλο να ριχτεί στην καθημερινή μάχη της κόντρα στον αδυσώπητο εχθρό. Μια μικρή, κοφτή περίσσεια αέρα βγήκε απρόσμενα από το ίδιο σημείο που βρισκόταν το δάχτυλο της, για να της υπενθυμίσει αυτό που ενδόμυχα ήδη ήξερε.  Η σειρά δε θα άλλαζε. Δεν υπάρχει καιρός για πειραματισμούς.

Πήρε το μπλε γυάλινο σωληνάριο με τον ορό και έβαλε δυο σταγόνες στην αριστερή παλάμη της. Με το δεξί της χέρι το ξαναέβαλε στη θέση του και απαλά άνοιξε το βαζάκι με την κρέμα ημέρας που βρισκόταν ακριβώς δίπλα του. Πήρε μια γενναία ποσότητα με τα δυο της δάχτυλα και άρχισε να την αναμιγνύει με τον ορό. Δε χρειαζόταν καν να κοιτάζει, θα μπορούσε άνετα να είναι τυφλή και να κάνει όλη τη διαδικασία εξίσου καλά. Κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη. Τα λευκά μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω με μια πολύχρωμη, υφασμάτινη λωρίδα, θαμπή και γαριασμένη από τα πολλά πλυσίματα. Τα μάτια της, σαν ηθοποιοί μετά από μια αποτυχημένη παράσταση, είχαν οπισθοχωρήσει στις κόγχες τους, γυάλιζαν όμως ακόμα και σκόρπιζαν λίγο από το πράσινο χρώμα τους στην ανισόπεδη έρημο του προσώπου της, μικρές οάσεις που είχαν παλιότερα φιλοξενήσει φιλιά και ομορφιά. Και γροθιές. Αιφνίδιες, απότομες, ξανάστροφες, οργισμένες, πεσμένες στα γόνατα εν είδει μετάνοιας, απολογητικές, χέρι –χέρι με παιδιάστικες δικαιολογίες και υποσχέσεις, καμπουριασμένες, δειλές, σφιχτοσχηματισμένες γροθιές. Το πρόσωπο της συσπάστηκε στη θύμηση τους  κι ας μη φάνηκε. Το νιωσε στην καρδιά της. Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει αυτές τις σκέψεις, όπως κουνάμε πάνω-κάτω το χέρι μας για να ξεφορτωθούμε κάτι που έχει κολλήσει ανάμεσα στα δάχτυλα και μας προκαλεί αηδία και ανατριχίλα.

Έστρεψε το βλέμμα της στο αριστερό της χέρι. Η κρέμα ήταν εκεί και την περίμενε πιστά να ξεκινήσει τη γνωστή ελικοειδή διαδρομή της από το λαιμό προς το μέτωπο της με ενδιάμεσες στάσεις στα μάγουλα της. Τα χέρια της ήταν παγωμένα. Η επαφή με τη θέρμη του προσώπου της, την αιφνιδίασε και της προκάλεσε δυσφορία. Οι φλέβες της πάλλονταν άρρυθμα κάτω από το άγγιγμα της και την αποσυντόνιζαν. Έφτασε στο κόκκαλο κάτω από το δεξί της μάτι και σταμάτησε. Της φάνηκε σα να είχε αλλάξει χρώμα. Πλησίασε το πρόσωπο της στον καθρέφτη. Η απορία και ο φόβος της είχαν ευθυγραμμιστεί τέλεια. Κι όμως, δεν έκανε λάθος. Το δεξί της ζυγωματικό  είχε ένα χρώμα  μεταξύ σκούρου μπλε και μωβ. Απομακρύνθηκε απότομα, ελπίζοντας πως η εγγύτητα ευθυνόταν για αυτή την παραμόρφωση, για αυτό το παιχνίδι του μυαλού.

Έκλεισε τα μάτια και ανάσανε βαθιά για μερικά δευτερόλεπτα. Ήθελε να δώσει χρόνο στον εαυτό της και στο είδωλο της να συντονιστούν στο σήμερα.  Όταν τα ξανάνοιξε, δάκρυα έβρισκαν με δυσκολία το δρόμο τους μέσα από τα μισόκλειστα μάτια της που τώρα πια μοιράζονταν το ίδιο μπλε-μωβ χρώμα, συναντώντας σε αυτή την αργή κάθοδο τους τις μύξες και τα αίματα από τη σπασμένη μύτη της. Καμία ρυτίδα δεν τα εμπόδιζε, βολτάριζαν ανενόχλητα πάνω σε δέρμα λείο και σφριγηλό, στο δέρμα μιας γυναίκας νέας. Τα μαλλιά της μόνο παρέμεναν λευκά, εγκλωβισμένα επιτυχώς κάτω από την παρδαλή κορδέλα της. Χαμογέλασε διάπλατα μπροστά σε αυτή την, έστω μικρή, ένδειξη θριάμβου της. «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, του ψιθύρισε συνωμοτικά, ποια είναι η πιο δυνατή στην πλάση όλη;».

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) " Βeauté " Μαντω Τερζή προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: Giuseppe Gradella

 


Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

 Ο ευγενικός ήρωας. Πονάς.

Σωτήρης Θεοχαρίδης



Γεννήθηκε με το πρόσωπο καίριο, σπαταλώντας το συμφιλιωτικά. Μοιάζει του ανθρώπου η στοργή, σύντονη με νεκρούς και ζωντανούς στο τραγικό τοπίο της πατρίδας. Οι θνητοί μονομιάς εγέννησαν τους ήρωες, διαλεγμένοι ανίδεα να πάρουν πρώιμα, μορφή αόρατη. Ενέδωσε στη ροή της αγάπης. Ζούσε ξεκάθαρα, γελαστός ολότελα, ανάμεσα στις εποχές και μέσα τους. Σήκωνε τα μάτια ασήμαντα στις σκιές, διάβαινε στο φως του «απορείν» και του «θαυμάζειν». Κατρακυλούσε στην αρπαγή και τόσα κατόρθωνε στις συμφορές του ανθρώπου και του έμοιαζε.

Να πασχίζεις απ’ την καρδιά κι ύστερα απ’ το σώμα, ατάραχα ενάντια στο ρεύμα της κρίσης να μαντεύεις της ύπαρξης το άδολο - την καθαρή του μορφή να προσκυνάς, και στην τύχη να φιλεύεις με την πνοή μάταια, στο θρήνο της να προσφέρεις παρηγοριά αμόλυντη.

Οι περαστικοί που ξεπροβάλλουν από το υπόγειο, στα πρόσωπα τους η οσμή ζεστή και από κάτω της, η αίσθηση της τρυφεράδας του πεπρωμένου. Μακάρια η λαχτάρα να βγουν έξω από την ντροπή τους. Στα σκοτάδια δεν αγγίζονται με τα σώματα και η ψυχή δεν είναι ψεύτικα βαμμένη μαύρη και ακατόρθωτη. Μόνο που ο κόσμος ιδωμένος σαν να είναι, είναι εύκολος στην λησμονιά, αφού προχωρεί στο φανέρωμα της ευτυχίας ως μορφή του Λόγου. Τα προσωπεία της σπάζουν σε χίλια κομμάτια και είναι ανάλαφρα, έχουν ήθος για την βεβαιότητα των ουρανών στην τάξη του κόσμου.

Το ον αλλήθωρο πάει μπροστά από το Θεό, αποστραμμένο από το χάος, σαλεύει στην προσταγή της βιβλικής ορολογίας της Δύσης. Το λογαριάζεις για φυσικό, μα δεν είναι, γιατί διαλέγει τον καιρό.

Το απροσδιόριστο νόημα του «είναι», στην πηγή του έφεγγε άλλοτε, και βρίσκαμε τα σημάδια του να μας χαιρετούν όταν ανηφορίζαμε στα φυσικά του μέτρα, φορτωμένοι τις μυρωδιές του τόπου, που το χώμα του αθώωνε τους αλύτρωτους από τον εγκαταλειμό. Η θάλασσα εθήτευε στην αλμύρα της, κυνηγώντας τον φθόνο, οι ελιές και τα κυπαρίσσια μαζί με το δυόσμο δόξαζαν τους προγόνους. Είχαν όλα κοινό πρόσταγμα: εσήκωναν τους γονατιστούς από τον πόνο και να τον πουν στην μητρική τους γλώσσα.

Η ζωή πάνω στην σκηνή του κόσμου συνεχίζεται σε μια επιγραμματική ομοιοκαταληξία, και υποφέρεται χωρίς ειρωνεία.

Δεν κρύφτηκε πίσω από το οριστικό του τέλος παίζοντας κάποιο ρόλο αθανασίας με το θάνατο. Δεν έκανε καμιά προσποίηση που να προσβάλλει τη φυσικότητα, σκηνοθετώντας ιδεολογικά επεισόδια για τη μνήμη του, από τις δοκιμασίες της ζωής. Οι συμβολικές επιδείξεις δεν ξεγελάνε στην απλή φιλοσοφία. Δεν κρύβει το νόημα του να μην είναι κανείς. Αιωρούμενη στους αιθέρες του καθημερινού τραβάει ολοφάνερα μέσα στην ευλάβεια της φθοράς, συμβιωτικά με την οδύνη μιας ολόκληρης ζωής. Γνωρίζω εσένα μέσα σε σένα. Εσύ, αυτό το εσύ, που είσαι εσύ και μ’ αυτό φανερώνεσαι, εσύ είσαι, για να είσαι απλώς αυτό – το εσύ.

Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που δεν είναι του κόσμου τούτου, που στον καιρό του πάλι ερχόταν από αλλού, και το όνειρο, το όραμα, η ονειροπόληση δεν ήταν μια ανάλαφρη συγκόλληση σπασμένων επιθυμιών. Δεν είχε σχέδιο, ούτε φοβόταν να χάσει κάποιο πράγμα. Από αυτό δεν πέθαινε ο άνθρωπος, και αυτός ήξερε τι έλεγε. Σε βαθιά φιλία αναλάμβανε την μοίρα. Έχει χρόνους που πήγε να ανα-παυθεί με τους νεκρούς του.

Στα μάτια τίνος έχεις σοβαρό μέλλον; Είναι μια επιμήκυνση της ζωής, χωρίς έλλειψη, ένα κλείσιμο.

Τις νύχτες άφηνε το μαράζι στην ανάσα του, ίσως για να αντέχει στις μέρες. Στην κακία έμεινε παρθένος. Συγύριζε το καλό, προσφέροντας του καταφύγιο να γλυτώσει από τον ξεριζωμό. Είχε ένα καημό και νύσταζε μαζί του, γιατί δεν μαθαίνουμε στα παιδιά μας τι είναι τ’ άδικο και να έχουν κορμοστασιά από παιδιά. Έθαψε την ψυχή του στα μάτια και δούλευε από παιδί στις παιδικές του ώρες. Όταν πήγε να κοιμηθεί σαν παιδί, λίγο πριν κλείσει τα μάτια, είχε ακόμη την έγνοια των παιδιών και του τόπου του. Ευχαριστούσε την αυγή χαμογελώντας στο ανάστημα των ανθρώπων, του καθενός το ανάστημα είναι ανάστημα. Βοηθούσε σε όλα, του ταίριαζε εκ φύσεως. Συνήθιζε η μάνα του να λέει χαρούμενα και με βαθιά περηφάνια, πως ο Κωστής της τα πρωινά ξυπνούσε πρώτος και πριν τον πατέρα του ακόμη, έβαζε σε σειρά τα παπούτσια όλων. Ήταν ο λουστραδόρος τους, συντρίβοντας τα ίχνη της φτώχειας. Είχε δυο αδελφές και έξι αδέλφια. Ήταν ο τρίτος. Η φωνή της μάνας του καλοκάγαθη. Είχε τη ίδια φωνή με κείνη. Οι φωνές τους τυλίγονταν ζεστά. Ήρεμα και σταθερά πήγαιναν και σε έβρισκαν καθαρά. Άδειες από σχολαστικισμό πρόσφεραν στοργικά στην ύπαρξη εγγύτητα. Ατάραχες στην παραφωνία της ξιπασιάς και στην κακοφωνία της αγριότητας τέντωναν την θλίψη τους κρυφά πάνω στην αισθαντικότητα του απλού. Σαν να ήταν ξένες προς τη γη μας και αλλού τα όρια τους.

Πώς έγινε η Κύπρος, πουθενά βάρος να μένεις.

Από τον Άδη βλέπεις το Θεό, και ίσως πεις το χαίρε αμασκάρωτος και ακαλλώπιστος  με μια απαλότερη αϋλότητα ανεκλάλητη, μόνο με γέλια και κλάματα ανόθευτα. Έτσι το πρόσωπο να βλέπει ωραία στην έξοδο από τη μάσκα του.

Πολλοί γελούσαν μα τα λουστραρίσματα του Κωστή. Για τον ξυπόλυτο ήταν μια παρηγοριά. Κι ας μην ήταν μια σύμπτωση. Την μπογιά για τα  παπούτσια την ζύμωνε στην καρδιά του. Με ένα πρόσωπο έζησε, έρημο από φτιασίδια, λαξεμένο τίμια. Τα παπούτσια με σέβας, δεν ήταν παπούτσια.

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) "Ο ευγενικός ήρωας. Πονάς" του Σωτήρη Θεοχαρίδη προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

pic: unknown creator

 

Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Διάλογος του Ενός
Παναγιώτα Χαϊδά


Ο ήλιος βασιλεύει και αφήνει στο πέρασμά του μια γλυκιά ατμόσφαιρα, καθώς βοηθά τον ουρανό να απαλλαχθεί από το μονότονο γαλάζιο που κουβαλούσε όλη μέρα. Ο ορίζοντας διακοσμείται με απαλά χρώματα που παίζουν ανάμεσα στα σύννεφα και προκαλούν το βλέμμα σου να ξεκουραστεί πάνω τους. Εκείνη η ώρα πάλλεται από έναν ηλεκτρισμό και μπορείς να μυρίσεις στο αεράκι, που σε τριγυρνά παιχνιδιάρικα, πως ο κόσμος ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Η ατμόσφαιρα είναι ιδανική για να χαθείς σε μνήμες ή συζητήσεις ξεχασμένες. Ένα χρώμα ή μια μυρωδιά ερεθίζουν τις σκέψεις, ως ένα βότσαλο που πέφτει σε ήρεμη λίμνη κι όσο βυθίζεται και περνάει ανάμεσα σε αναμνήσεις, τόσο παρασύρει το λογισμό σου σε ότι χρειάζεται να επικεντρωθείς. Η ανάσα σου λίγο πιάνεται και έχεις ένα σφίξιμο στο στήθος γιατί είτε σου αρέσει η σκέψη, είτε θες να την αποφύγεις, τώρα έχεις κλειδώσει σε αυτήν. Γιατί κλείδωσες σε ένα διάλογο που πάσχιζε καιρό να ξεμυτίσει, αυτόν που επιδιώκει η μάσκα με το πρόσωπο.

Στο μαβί φόντο του δειλινού η μάσκα θα συστηθεί πρώτη, όπως άλλωστε συνηθίζει τόσα χρόνια. Παρουσιάζεται ως η πανοπλία, αλλά και ως η εικόνα που έχει ο κόσμος για το άτομο στο οποίο ανήκει, αναμιγμένη με την εικόνα που θαρρεί το άτομο πως έχει ο κόσμος για αυτό. Καθημερινά σηκώνει το βαρύ φορτίο της προάσπισης των αρετών της εσωτερικής φωνούλας που την τριβελίζει και ονομάζεται πρόσωπο. Γνωρίζοντας τις βασικές αρχές του, καλείται να τις εφαρμόσει σε κάθε επαφή με το περιβάλλον της. Ξεκινά τη συζήτηση πικραμένη, αποδίδοντας κατηγορίες στο πρόσωπο για τη μοναξιά και τις τρύπες περίβλημα της. Το θάρρος της, αν και αρκετό για να επιβιώσει στις διάφορες εκφάνσεις της καθημερινότητας, φοβάται πως αρχίζει να κλονίζεται χωρίς την υποστήριξη του άλλου της μισού. Πρόκειται δηλαδή περί σχέση άγουρης αγάπης, απειλούμενη από τη ραστώνη του προσώπου. Χολωμένη τώρα η μάσκα, συνεχίζει πως αν το πρόσωπο σταματούσε να εκτοξεύει παγερές απαιτήσεις, οι δυο τους μαζί, θα μπορούσαν να έχουν αποφύγει πολλές διπλές συζητήσεις. Αυτές που κάνει η μάσκα με το περιβάλλον της σε πρώτο χρόνο, έναντι αυτών που λαμβάνουν χώρα κεκλεισμένων των θυρών, με τη βοήθεια του προσώπου, απέναντι σε έναν αόρατο αντίπαλο.

Το πρόσωπο, που σιχαίνεται το ψέμα, δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί πως όντας ακόμα ανώριμο αρέσκεται στην ασφάλεια της εσωτερικότητας και σπάνια υποστηρίζει τη μάσκα. Όχι πως δε το θέλει, της ξεκαθαρίζει, απλά δεν μπορεί να χωρέσει στις κοινωνικές περιπτύξεις. Δυστυχώς για το πρόσωπο, η μάσκα παραθέτει παροιμίες περί μπορώ-θέλω κι εξάλλου δεν έκανε ποτέ λόγο για κομφορμισμό, παρά για ένα και ενιαίο μέτωπο. Σοβαρεύει λοιπόν το πρόσωπο και εκφράζει την απολογία του, μετανιώνοντας για την οξυθυμία και το ασταθές του θυμικό. Όσο ανοίγεται, υπόσχεται να νουθετεί σταδιακά τη μάσκα ώστε να φτάσει σε σημείο να το εμπιστεύεται, καθώς κατανοεί πως κάθε αποτυχημένη συναναστροφή της, είναι απόρροια της δικής του ανασφάλειας. Η εδραίωση της εμπιστοσύνης, της εξηγεί, δεν είναι χρησιμοθηρική απλά για να αποφεύγονται οι διπλοί διάλογοι με τρίτους.

Είναι πολλές οι πλάνες στις οποίες μπορεί να πέσει το άτομο στο οποίο ανήκουν, αν αυτά τα δυο δεν εμφανίζονται αχώριστα, ως ένα. Ψηλά σε κλίμακα επικινδυνότητας, αν και αυτή ποικίλλει στον καθένα, βρίσκονται τα άχρωμα πρωινά. Αυτά που ξεκινούν από το προηγούμενο βράδυ, όταν το άτομο κοιμήθηκε παράωρα γιατί ξοδεύτηκε σε κάτι ανούσιο, όπως η ζωή τρίτων σε κάποιο μέσο τηλεοπτικής ή κοινωνικής δικτύωσης. Κάποια στιγμή θυμήθηκε να κοιμηθεί κι ύστερα ξύπνησε χαμένο. Αφιέρωσε τόσο χρόνο στο να παρακολουθεί μια άλλη πραγματικότητα, που αρνείται να σηκωθεί για να αντιμετωπίσει τη δική του. Είτε δε το καλύπτει η μέρα που ξέρει ακριβώς πως θα εξελιχθεί, είτε αυτομαστιγώνεται που ξοδεύτηκε. Εκείνη τη στιγμή το βαρίδι που ξεκίνησε από το κεφάλι συγκεντρώνεται στο στήθος του, δυσκολεύεται να αναπνεύσει και βυθίζεται σε κλίνη δυσθυμίας. Κι όσο βυθίζεται, απελπίζεται και οι σκέψεις του γίνονται αυτοκαταστροφικές. Η εδραίωση εμπιστοσύνης μεταξύ τους, κατανοεί τώρα η μάσκα, είναι η μόνη που μπορεί να βγάλει το άτομο από τη ματαιότητα που φαίνεται να απλώνεται, εκείνα τα πρωινά, σε κάθε απόφαση που αυτό έχει, αλλά και σκοπεύει να πάρει.

Θα του εξηγήσουν πως είναι αναμενόμενο να αμφισβητήσει κανείς κάποιες επιλογές του, ιδιαίτερα σε μικρότερη ηλικία που το πνεύμα οφείλει να είναι ανήσυχο ώστε να επιβιώσει σε μια κοινωνία που παρασύρει το άτομο στη νωθρότητα. Αν η αγάπη προσώπου-μάσκας είναι εδραιωμένη και μόνο να εξελιχθεί μπορεί, τα σύννεφα της αβεβαιότητας θα διαλυθούν αφότου η βροχή ξεπλύνει το άγχος. Αν πάλι δεν έχει επέλθει ευταξία των συναισθημάτων τους και το άτομο είναι ανίκανο να βγει από το χάος των σκέψεων του, θα στραφεί σε τρίτους. Σε τρίτους που ίσως να μην έχουν ενιαίο πρόσωπο-μάσκα και πως να βοηθήσουν κάποιον άλλο αν δεν μπορούν πρώτα να σώσουν τον εαυτό τους; Αλλά κι αν μπορούν να βοηθήσουν, κάνουν συστάσεις βασισμένες σε όσα βλέπουν και διαισθάνονται που είτε δεν είναι αρκετά, είτε δεν θα εκτιμηθούν από ένα άγονο έδαφος προσώπου-μάσκας. Τότε η ευθύνη μπορεί να πέσει εύκολα σε αυτούς τους τρίτους και τις ελλιπείς τους συμβουλές και είναι κρίμα. Κρίμα, συμφωνούν το πρόσωπο και η μάσκα, γιατί το άτομο θα μπορούσε πριν πάει μακριά, να τους δίνει χώρο να συζητούν, ώστε να είναι προετοιμασμένα να προσπαθήσουν να το συνεφέρουν από την παραδοξολογία που κυριαρχεί στα άχρωμα πρωινά.

Με αυτή τη σκέψη επίπληξης στο παρασκήνιο, συνειδητοποιείς πως το αεράκι που είχε δυναμώσει ανεπαίσθητα αρχίζει κάπως να καταλαγιάζει και γελάς. Γελάς γιατί ως το άτομο στο οποίο ανήκουν το πρόσωπο και η μάσκα, αποφασίζεις να αγκαλιάσεις την πρόοδο που έφερε αυτός ο διάλογος. Συντάσσεσαι μαζί τους και υπόσχεσαι να συνεχίσεις να τους δίνεις χώρο να διαλέγονται, να συγκρούονται και να φιλιώνουν, πέραν των χρονικών πλαισίων αυτού του δειλινού, καθώς η σχέση τους χρειάζεται τα σφάλματα και την κατανόηση τους για να εξυγιανθεί. Νιώθεις πως πιο δύσκολο σαν εγχείρημα θα είναι η τήρηση αυτής σου της υπόσχεσης, όμως προς το παρόν είσαι ποτισμένος από ένα αίσθημα ικανοποίησης. Τώρα, μπορείς να αφήσεις το βλέμμα σου να πλανηθεί σε διαφορετικό σημείο του ορίζοντα.

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) “Διάλογος του Ενός της Παναγιώτας Χαϊδά προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».
εικόνα: Taras Loboda

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

 ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Αλεξάνδρα Ζώη


Είναι κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Ρούχα που μυρίζουν ναφθαλίνη, ιδρώτα, κρασί. Κάπου-κάπου κάποια κολόνια. Κάτι αυγοκοφτό που άφησε την οσμή του στα μανίκια.  Γιατί στριμώχνονται; Τι περιμένουν όλοι εδώ, αναρωτιέμαι. Τι γίνεται;  Κάνει κρύο.

Δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω τις μουριές, να πάρω κάτι απ΄ την ζέστη των τετραδίων μου με τα τσακισμένα φύλλα, με πήραν βιαστικά. Με έντυσαν όπως-όπως με τα καλά μου. 

Με σουλούπωσαν. Δύσκολο έργο. Έχω μακριά ίσια μαλλιά. Κόβουν στη μέση κάθε απόπειρα προέκτασης.  Θα πρέπει να είναι Κυριακή, η μεγάλη μέρα. Έτσι που με πήραν ξαφνικά, δεν πρόλαβα να τακτοποιήσω τον εαυτό μου που όπως-όπως κι αυτός σερνόταν κάτω από μανίκι μου. Παραμάσχαλα.

Με πήραν κρυφά από την μάνα υποψιάζομαι. Παραβίαση των ορίων. Ο χώρος που εκείνη οριοθετούσε ως «έμβιος» ήταν αυτός που ονομάζουμε στο σχέδιο, ο «αρνητικός» χώρος,  ο «ρέστος». Εκείνος που υπάρχει χάρη στην ύπαρξη των άλλων. Είναι ο «μη-χώρος» ανάμεσα στις ανάσες των άλλων. Οριοθετείται  ανάμεσα στα περιγράμματά τους.

Α, ναι, τα όρια. Διαγράφονται με αλάτι, μελάνι και αίμα.

Κι έτσι έμαθα να ζω στη συνέχεια. In limbo. Ανάμεσα στο κενό του συνθήματος και του παρασυνθήματος. Ανάμεσα κι εκτός.

Πέθαινα τις ώρες του μεσημεριού ανάμεσα στην ευφορία της τελευταίας μπουκιάς του  φαγητού και του αναστεναγμού της ξεκούρασης. Την ώρα που άφηναν τις μάσκες τους στην κρεμάστρα μαζί με το πανωφόρι, στη ράχη της καρέκλας ή στο κομοδίνο με τα κλειδιά. Οι νοικοκύρηδες.

Κάπου μύριζε λάχανο, κάτι αυγοκοφτό. Η περηφάνια της νοικοκυράς. Άλλοτε με δίχτυ και μπιγκουτί, τώρα με άι-λάϊνερ και σμαρτφόουν. Η απελευθέρωση του λάιφ στάιλ. Homo ludens. Ανεστραμμένο κι’ αυτό. Λαχεία. στοιχήματα. Η λιανική και άλλα.

Παζάρια. Στο τραπέζι. Στις κρεβατοκάμαρες. Στους διαδρόμους. Στα πεζοδρόμια. Στα φανάρια των δρόμων. Στους φαγωμένους δρόμους. Άνθρωποι, σακούλες, έγγραφα. Υπηρεσίες. Σκάλες και όροφοι. «Κλιμακοστάσια», ανεβοκατεβάσματα,  τσόκαρα και πρησμένα πόδια, βαμμένα νύχια ποδιών που γλύφουν σχεδόν τα μαυρισμένα μάρμαρα. Βρώμικα δάχτυλα. Υποκριτικά ζωντανά. Στις γωνίες τρέχουν υστερικά κατσαρίδες. Και λακ για τα μαλλιά. Αποσμητικά για μασχάλες. Τα κλιμακοστάσια είναι πολύ μοναχικοί χώροι. Σε ανεβάζουν στους ουρανούς σαν την σκάλα του Ιακώβ. Ανεβοκατεβάσματα. Άνοδοι, κάθοδοι,  ηλεκτρολύτες. Συμβάντα.

Η βουή εντός κι εκτός.

Έτσι και  τότε στην πλατεία. Η  τελευταία Κυριακή! Η λακ, το δίχτυ των μαλλιών, το μακιγιάζ, το καπέλο, οι αγκράφες  και τα άλλα βοηθήματα της ευτυχίας.

Κάτι αυγοκοφτό. Και χύμα κρασί.

Tα παλτά. Τα γιλέκα. Τα κοστούμια. Οι φούστες. Τα ταγιέρ.  Τα παπούτσια, οι μπότες, η τσάντα. Τα αξεσουάρ μιας καθώς πρέπει συνενοχής. Τα ανθρωπάκια του Μαγκρίτ γεμίζουν ασφυκτικά την πλατεία. Πετούν σοκολάτες. Κάτι μαλακό. Κάτι γλιστερό. Κάτι σαν το δάχτυλο του ΕΤ.

Με διαπερνάει ένα κρύο. Είναι κρύες οι αγκαλιές των ανθρώπων. Διάτρητες.

Μπροστά μου και ψηλά το ξασμένο μαλλί της κυρά Τασίας, μετά από ώρες στα μπιγκουτί. Το διπλοσάγονο και τα βαμμένα στόματα. Δόντια. Γέλια με δόντια. Και γλώσσες που πηγαινοέρχονται μέσα έξω. Οι φήμες. Οι ψίθυροι. Σε αντήχηση. Τα πνιχτά φωνήεντα της έξαρσης, τα στραγγαλισμένα σύμφωνα της συνενοχής. Το «μοιράζειν» της αυταπάτης μας. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Σούπα αυγοκοφτή. Οι διαπροσωπικές σχέσεις. Σχετικές.
Η σχετικότητα που διέπει το είναι μας.

Κοιτάζω ψηλά γιατί εκεί κάτι συμβαίνει. Εκεί είναι η αρένα του θεάματος. Κι αυτό ανεστραμμένο. Εκεί ελευθερώνονται οι προσδοκίες σαν τα περιστέρια. Εκεί βόσκουν τα όνειρα στα πράσινα λιβάδια του σύμπαντος  ως μόσχοι στον ήλιο. Εκεί τέμνονται οι ευθείες των διαγραμμάτων μας. Ο ουρανός με τους διάττοντες, ο Δίας  χρυσή βροχή. Ο Θεός που  γνέφει με το σαρδόνιο γέλιο του. Το μυστήριο της εξομολόγησης. Τα μυστήρια γενικά. Αυτά που δεν περιέχουν απαντήσεις. Σαν τους καρπούς χωρίς κουκούτσι. Που καταπίνονται εύκολα.

Με συνοδεύει ένας κύριος. Φίλος της οικογένειας. Δάσκαλος. Δόντια, γλώσσες, γέλια. Και ανάμεσα στα χέρια μου κάτι που δεν είναι χέρι. Κάτι γλιστερό και μαλακό. Οι καμπαρντίνες με τα κουμπιά και τα καλά παπούτσια. Η θεία, οι γνωστοί, οι άγνωστοι, το πλήθος. Ο συρφερτός της πανδαισίας. 

Λάθος. Δεν είναι διάττοντες. Απλά, κομφετί. Ο Θεός-καρνάβαλος.  Οι σοκολάτες.

Ένας μικρός βιασμός. Απειροελάχιστος. Κάπως έτσι ακούγεται μια κραυγή στο σύμπαν. Ένα πνιχτό «αααα» ελάχιστα μικρής εμβέλειας. Ένα λεπτό διάγραμμα στο σκότος.
_____
Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) “Διάγραμμα της Αλεξάνδρας Ζώη  προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

εικόνα:
Barbara Kruger


Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

 Η μάσκα να καλύπτει σωστά το πρόσωπό σου

(1192 λ.)

 Βασίλειος Χριστόπουλος

 


Και αυτό το χειμωνιάτικο πρωινό  o Γιάννης, όπως κάθε πρωί, ετοιμάστηκε για τη δουλειά του. Πριν φύγει έριξε μια τρυφερή ματιά στο μικρό γιο του που κοιμόταν. Μετά αγκάλιασε τη Μαρία, τη γυναίκα του. Αυτή του φόρεσε τη μάσκα και του είπε ψιθυριστά.

- Να προσέχεις… Να καλύπτει σωστά το πρόσωπό σου.

Ο Γιάννης φόρεσε   το χοντρό  μπουφάν και με το κράνος στο χέρι έκλεισε αθόρυβα την πόρτα. Κατέβηκε με τα πόδια τη σκάλα και πριν βγει έξω έβαλε και το κράνος του. Όταν ανέβηκε στη μικρή του βέσπα αισθάνθηκε το κρύο  να του περονιάζει το κορμί και σκέφτηκε  να γυρίσει πίσω. Αλλά ο δισταγμός κράτησε μόνο για λίγες στιγμές. Γύρισε τη μίζα και έφυγε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Τις τελευταίες δέκα μέρες δεν πηγαίνει στη δουλειά. Στο δεύτερο  lockdown η εταιρεία ηλεκτρονικών που δούλευε σχεδόν τρία χρόνια τον απέλυσε. Στη Μαρία δεν έχει πει τίποτα, δεν θέλει να τη στενοχωρήσει. Συνεχίζει, λοιπόν, κάθε πρωί να φεύγει στην ώρα του και να περιπλανιέται στην πόλη. Άλλοτε με τη βέσπα και άλλοτε με τα πόδια, να επισκέπτεται, να ρωτά, ακόμη και να παρακαλεί. Να ψάχνει για μια δουλειά, έστω και προσωρινά. Άλλοτε ήρεμα χωρίς άγχος και άλλοτε αγχωμένος γιατί οι μέρες περνούν και οι πενιχρές οικονομίες εξαντλούνται.

Εκείνη τη μέρα είχε ραντεβού με τον ιδιοκτήτη μιας πιτσαρίας στον κεντρικό πεζόδρομο. Όταν έφτασε έξω από το μαγαζί βρήκε να περιμένουν καμιά δεκαριά και, χωρίς να ρωτήσει, στάθηκε στη σειρά. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά ευτυχώς δεν έβρεχε. Τράβηξε το φερμουάρ του μπουφάν μέχρι επάνω, σήκωσε το γιακά, τακτοποίησε τη μάσκα που είχε γλιστρήσει και χαλάρωσε τον ιμάντα του κράνους του. Ήταν αποφασισμένος να περιμένει όσο χρειαστεί, αν και γνώριζε πως οι πιθανότητες ήταν εναντίον του. Για δυο θέσεις ντελιβερά οι ενδιαφερόμενοι θα ξεπερνούσαν τους είκοσι. Και για την κουζίνα, δηλαδή λαντζέρης, οι ενδιαφερόμενες θα ήταν πολύ περισσότερες. Για μια στιγμή σκέφτηκε τα προσόντα που διέθετε και  χαμογέλασε πικρά.

Σε άλλες συνθήκες θα ντρεπόταν να εργάζεται ντελιβεράς πιτσαρίας. Αλλά τώρα είναι όλα διαφορετικά. Άλλωστε με τη μάσκα και το κράνος, κανείς δεν πρόκειται να τον αναγνωρίσει. Τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, μέχρι να συνηθίσει.

Βάλθηκε να χαζεύει την κίνηση στον πεζόδρομο. Οι διαβάτες ήταν αρκετοί, παρά το lockdown. Άλλοι με αργό βήμα, οι αργόσχολοι, κάνουν την πρωινή τους βόλτα. Και άλλοι βαδίζουν βιαστικά προς κάποιον προορισμό. Στο παγκάκι ένας  ηλικιωμένος μουσικός έχει ήδη πάρει τη θέση του. Η μαύρη μάσκα κρύβει το πρόσωπό του, αλλά πρέπει να έχει πατήσει τα εξήντα. Με το ακορντεόν κολλημένο πάνω του πλημμυρίζει τον πεζόδρομο με όμορφες μελωδίες. Νάναι κάποιος μετανάστης από την ανατολική Ευρώπη; αναρωτήθηκε. Ή μήπως κάποιος ντόπιος μουσικός που βρήκε τον τρόπο να επιβιώσει; Λίγο πιο πέρα ένας λιπόσαρκος ζητιάνος είναι διπλωμένος στα δύο. Το πιγούνι του είναι ακουμπισμένο στα γόνατά του. Κρατά προκλητικά όρθιο το πρόσωπό του χωρίς μάσκα. Παρά τα γκρίζα μαλλιά και γένια, δεν πρέπει να είναι πάνω από σαράντα. Κάθεται στα πέτρινα σκαλοπάτια ενός ακατοίκητου νεοκλασικού. Φαίνεται ντόπιος, δηλαδή Έλληνας, το πολύ να είναι Έλληνας Ρομά. Δίπλα του είναι ακουμπισμένο ένα δεκανίκι. Να έχει κάποιο πρόβλημα αναπηρίας ή είναι για ξεκάρφωμα; 

Έβαλε το χέρι στην τσέπη του, είχε κάποια λιανά. Διάλεξε δυο πενηντάλεπτα, κοίταξε για τη θέση του, τελευταίος ήταν, και τους πλησίασε.

- Καλημέρα, είπε στο μουσικό και του άφησε το νόμισμα. Αυτός του χαμογέλασε αμίλητος ενώ συνέχισε να παίζει.

- Καλημέρα, είπε και στο ζητιάνο.

- Ευχαριστώ, αφεντικό.

Ξαναγύρισε στη θέση του. Σκέφτηκε πως οι  δυο απορίες του δεν λύθηκαν. Δεν έμαθε ούτε την πατρίδα του μουσικού, ούτε αν ο ζητιάνος είναι πράγματι ανάπηρος. Μάλλον θα έμενε με τις απορίες. Εκτός κι αν όσο περίμενε κάποιες κινήσεις τους τον φώτιζαν περισσότερο.

Κατάλαβε ότι είχε κολλήσει στους ζητιάνους γιατί ήθελε με κάτι να απασχολεί το μυαλό του. Να μην σκέφτεται την αναμονή και τις πιθανότητες που είχε. Γι αυτό και δεν την είδε αμέσως. Φορούσε τη μάσκα κανονικά, να πιάνει σωστά το πρόσωπο, και ένα κόκκινο σκουφί κατεβασμένο μέχρι τα μάτια. Ένοιωσε μια ταραχή και κατάλαβε πως είχε χάσει το χρώμα του. Ευτυχώς η μάσκα και το κράνος τον προστάτευαν. Κάθισε ακίνητος περιμένοντας να του μιλήσει αυτή πρώτη. Η γυναίκα  δεν έκανε καμιά κίνηση, μόνο τον κοίταξε φευγαλέα. Σκέφτηκε πως μάλλον δεν τον κατάλαβε. «Αφού δεν με κατάλαβε ας μην της μιλήσω, αποφάσισε. Καλύτερα έτσι».

Η σειρά μπροστά του είχε μειωθεί. Ο Γιάννης  ετοιμαζόταν να μπει στο μαγαζί όταν ξαφνικά  η γυναίκα  ον πλησίασε.

-Μου παραχωρείτε τη σειρά σας, κύριε, γιατί έχω αφήσει τα παιδιά μόνα τους;

Ο Γιάννης τα έχασε. Η φωνή της μέσα από τη μάσκα ακουγόταν βαριά, διαφορετική.

-Ευχαρίστως, κυρία μου,  απάντησε υπνωτισμένα.

Όταν αυτή προχώρησε μπροστά την ξανακοίταξε από πίσω. Λες να μην είναι αυτή; αναρωτήθηκε. Τον προβλημάτιζε που του μίλησε για παιδιά, ενώ είχαν ένα παιδί. Όταν βγήκε από το μαγαζί της έριξε μια ακόμη ματιά. Σιγουρεύτηκε, αλλά αυτόν τον κόκκινο σκούφο στο κεφάλι της πρώτη φορά τον έβλεπε.

Το μεσημέρι γύρισε σπίτι στην ώρα του. Σαν να είχε πάει για δουλειά. Η Μαρία ήταν εκεί σαν να μην είχε βγει καθόλου από το σπίτι. Ο Γιάννης κοίταξε εξεταστικά τα κρεμασμένα ρούχα. Έκανε πως τα τακτοποιεί, να βρει χώρο να κρεμάσει το μπουφάν του. Στην πραγματικότητα έψαχνε για τον κόκκινο σκούφο. Δεν τον βρήκε.

Τρώγοντας συζήτησαν τα συνηθισμένα. Το παιδί, πότε θα ανοίξει το νηπιαγωγείο του, ο κορωνοϊός, τα εμβόλια, η δουλειά του, η κίνηση στους δρόμους… Την κοιτούσε εξεταστικά και αναρωτιόταν αν είχε υποψιαστεί κάτι. Ήταν τόσο φυσική που σκεφτόταν πως μπορεί να είχε κάνει λάθος. Ή μήπως τον παραπλανούσε με την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία της; 

Μετά από δυο  μέρες ενώ γύριζε στον ίδιο πεζόδρομο, πάλι την είδε, αυτή τη φορά από μακριά. Στάθηκε και την παρατήρησε να σιγουρευτεί. Φορούσε τον ίδιο κόκκινο σκούφο. Κάποια στιγμή έβγαλε το σκούφο της να μαζέψει τα μαλλιά της και τότε σιγουρεύτηκε. ΄Ηταν αυτή και έψαχνε για δουλειά. Καθώς την παρατηρούσε εκτίμησε το γεγονός ότι αποφάσισε να εργαστεί. Κι αυτός το είχε σκεφτεί, αλλά δεν ήθελε να φορτώσουν το μικρό  στην πεθερά του.

Το μεσημέρι  εκεί που τρώγανε δεν άντεξε άλλο.

- Ψάχνεις για  δουλειά, Μαρία;

- Ναι, το σκέφτομαι, του απάντησε.

- Και πού θα αφήνεις το παιδί;

 - Κανόνισα με τη μάνα μου να μου το φυλάει.

- Ξέρεις είναι δύσκολο να βρεις δουλειά τώρα με τις  απαγορεύσεις, την ενημέρωσε.

- Το ξέρω, Γιάννη μου. Είναι  δύσκολο… και  για μένα και για σένα. 

Ο Γιάννης τά ‘χασε.

-Το  ξέρεις;

- Ναι, το ξέρω, Γιάννη, σε είδα προχτές στην πιτσαρία.

- Κι εγώ σε γνώρισα, αλλά νόμισα πως εσύ δεν…. Όταν μάλιστα μου μίλησες και μου ζήτησες  να σου παραχωρήσω τη θέση μου…

- Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρη. Γι αυτό σου μίλησα… Μετά το «ευχαρίστως, κυρία μου»,  σιγουρεύτηκα. Αλλά ήμουν σίγουρη πως εσύ δεν με κατάλαβες…

Ο Γιάννης και η Μαρία κοιτάχτηκαν, αμίλητοι και οι δυο. Πρώτος σηκώθηκε από την καρέκλα του ο Γιάννης και αμέσως ακολούθησε η Μαρία. Συναντήθηκαν στη μέση του τραπεζιού. Αγκαλιάστηκαν.

- Γιατί μου είπες πως έχεις αφήσει τα παιδιά μόνα τους στο σπίτι; ρώτησε. Έχεις και κανένα άλλο που δεν το ξέρω;

- Ήθελα να σε μπερδέψω, στην περίπτωση που κάτι είχες υποψιαστεί.

- Κι αυτόν τον κόκκινο σκούφο, πού τον βρήκες;

- Αχ βρε Γιάννη… Τον τελευταίο καιρό ούτε που με προσέχεις, απάντησε γελώντας.

Στην πόρτα είχε εμφανιστεί ο μικρός γιος τους και τους κοιτούσε με απορία.

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) Η μάσκα να καλύπτει σωστά το πρόσωπό σου (1192 λ.) του Βασιλείου Χριστόπουλος προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».

έργο της Κατερίνας Χριστοπούλου

Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

 ΘΑΥΜΑ

Ελένη Γκίκα 

 

Πετάχτηκε από το όνειρο απότομα. «Όνειρο ή εφιάλτη το λες αυτό;». Το ξυπνητήρι - κάποιο από τα πολλά - πρέπει να χτυπούσε εδώ και ώρα. «Ναι, λογικά γι’ αυτό είχε και μουσική υπόκρουση η μαλακία που έβλεπα». Άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια για το ιδανικό πρωινό. Είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Χασμουρήθηκε ανόρεχτα. Το φως του ήλιου είχε ήδη εισβάλλει από τα παλιά κουφώματα και την ενοχλούσε, ως συνήθως. Σχεδόν την έκαιγε. Ήταν μια από αυτές τις μέρες. «Τέλεια» σκέφτηκε, «σήμερα θα χρειαστώ καφέ».

Σηκώθηκε σκοτεινιασμένη. Ακούμπησε με τα ακροδάχτυλα των χεριών την κάσα της πόρτας και τεντώθηκε τόσο έντονα κι επίμονα, που στο τέλος αναγκάστηκε να κάτσει ζαλισμένηστο πάτωμα. «Ρε δεν ξεκινήσαμε καλά». Κάτι της έφταιγε και δεν ήταν μόνο η φωτεινή πλάση που διέκρινε αμυδρά από τις χαραμάδες των ξύλινων παραθυρόφυλλων. Το γραφείο της ήταν άνω - κάτω. Η δουλειά της προηγούμενης νύχτας μάλλον είχε πάει πολύ καλά. Ή κατά διαόλου. Όπως και να ‘χε όμως, το βομβαρδισμένο τοπίο ήταν τουλάχιστον περίεργο φαινόμενο για τα δικά της δεδομένα. «Καλά, τι ήπια χθες και δεν το θυμάμαι;».

Έριξε πάνω της το πρώτο ρούχο που βρήκε κρεμασμένο στην ντουλάπα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Σκέφτηκε να βάλει μουσική, μήπως φτιάξει λίγο η διάθεσή της. Είδε να προβάλλονται στο μυαλό της σκηνές από ταινίες με συμπαθητικούς κι ευδιάθετους αστούς ήρωες που βουρτσίζουν τα δόντια τους ακούγοντας ραδιόφωνο και μουγκρίζοντας την, αναζωογονητική μελωδία. Μπα. Ποτέ δεν έπιανε. Όσο και να αγαπούσε τη μουσική, της ήταν σχεδόν αδύνατο να τη χρησιμοποιεί σαν σάουντρακ στην καθημερινότητά της. Παραβίαζε τη σκέψη της και δεν της επέτρεπε να συγκεντρωθεί σε τίποτα. «Άστο καλύτερα». Έβαλε τρεις κουταλιές ελληνικό καφέ στο μπρίκι και έσκυψε πάνω από τη χαμηλή φωτιά για να εισπνεύσει το άρωμά του καθώς ψηνόταν. Ζωντάνευαν οι μυρωδιές και σκότωναν τη θολή της όραση και τον κόμπο στον λαιμό της. Όταν είδε το πηχτό καϊμάκι στο χείλος του φλιτζανιού, ήταν ήδη πολύ καλύτερα.

Επέστρεψε στο στενό υπνοδωμάτιο. Ακούμπησε τον καφέ στο ξύλινο καρεκλάκι δίπλα στο κρεβάτι της, και με τα χέρια στη μέση

«Πώς στέκεσαι έτσι σαν τη βλάχα μωρή;» θα της έλεγε πάλι εκείνος ο ηλίθιος φίλος του αδερφού της έμεινε να κοιτάζει επίμονα το ακατάστατο γραφείο. Το δωμάτιο ήταν μικρό και σκοτεινό. Τα έπιπλα πολλά για τον χώρο, λίγα για τα πράγματά της. Βιβλία και μαξιλάρια στο πάτωμα, βαριές κουρτίνες. Κανένα πρόβλημα δεν είχε με το λαγούμι της, ίσα - ίσα, το είχε διαμορφώσει όπως ακριβώς χρειαζόταν για να θάβεται με την ησυχία της μέσα σε αυτό. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως ήταν να βρίσκονται τα πάντα στη θέση τους. Άρχισε λοιπόν να τακτοποιεί νωχελικά τα βιβλία και τις σημειώσεις της. Ίσως μαζί με την ακαταστασία να ξεφορτωνόταν και αυτό το ανεξήγητο βάρος που με βία ένιωθε  να πιέζει το στήθος της.

Τετράδια, βιβλία, φορτιστές και μολύβια, όλα άτακτα αραδιασμένα πάνω στο φτηνό έπιπλο. Ξαφνικά έπαψαν να την απασχολούν. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο σημειωματάριο. Ήταν ανοιχτό, δε χρειαζόταν όμως να δει το γαλάζιο του εξώφυλλό για να το αναγνωρίσει. Ένα λεύκωμα, από αυτά τα χαριτωμένα, τα γλυκανάλατα, που της άρεσε να αγοράζει στην εφηβεία της. Στις σελίδες του υπήρχαν στιχάκια και ζωγραφιές, παραληρήματα και σκέψεις της από μια δεκαετία που έμοιαζε πλέον οδυνηρά μακρινή. Μα τι δουλειά είχε πάνω στο γραφείο; Για πολλά χρόνια θα ήταν κρυμμένο σε κάποιο ράφι· ούτε καν θυμόταν σε ποιο. Και τώρα το έβλεπε παρατημένο εκεί, ανοιχτό σε μια τυχαία σελίδα, κάποια από τις πολλές που είχαν μείνει κενές, ανεκμετάλλευτες. Από μακριά όμως μπορούσε να διακρίνει ένα χειρόγραφο κείμενο. «Άλλο κι ετούτο». Της ήταν ήδη δύσκολο να δεχτεί την ασυνήθιστη ακαταστασία, αλλά οι σημειώσεις σε μια τυχαία σελίδα του  αναμνηστικού της λευκώματος ήταν μια εξωφρενική μουτζούρα πάνω στην ψυχαναγκαστική της φύση. Σκέφτηκε πως ίσως γινόταν υπερβολική, πως ήταν επηρεασμένη από το στραβό της ξύπνημα. Τόσο πολύ την τρομοκράτησε όμως εκείνο το κακοφυτεμένο κείμενο, που ξαφνικά το σημειωματάριο φάνταζε σαν στόμα που έχασκε ορθάνοιχτο, έτοιμο να την κατασπαράξει. «Ε, για σύνελθε λίγο!».

Με αργές κινήσεις κάθισε στην καρέκλα. Ακούμπησε με τον δείκτη της μιαν άκρη του λευκώματος και το τράβηξε προς το μέρος της. Τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν πάνω στις γραμμές: «Ένα κάθετο στάδιο με παλιές κερκίδες. Μια τεράστια βαθιά λίμνη. Βλέπω όλο της το βάθος. Στο κάτω μέρος πολλά μικρά μαύρα ψάρια. Μια γυναίκα καλπάζει σε ένα σκουρόχρωμο άλογο με μεγάλη ταχύτητα προς τη λίμνη, ώσπου φτάνουν σε αυτήν. Το άλογο συνεχίζει να καλπάζει για λίγο τρέχοντας στην επιφάνεια του νερού. Ξαφνικά γυναίκα και άλογο βυθίζονται.

Εκείνη ανεβαίνει ξανά προς την επιφάνεια κολυμπώντας με μεγάλη ευκολία, ενώ το άλογο βουλιάζει όλο και πιο βαθιά, ώσπου βυθίζεται και χάνεται ανάμεσα στο πλήθος των ψαριών.

ΥΓ1: Το τοπίο είναι γκρίζο· μόνο η λίμνη γαλαζίζει ελαφρώς.

ΥΓ2: Η γυναίκα ενδέχεται να ήμουν εγώ».

Απόμεινε εκεί να διαβάζει ξανά και ξανά τις αλλόκοτες αράδες. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν σίγουρα δικός της. Δε θυμόταν όμως να έχει αποτυπώσει ποτέ τις λέξεις αυτές. Στην κορυφή της σελίδας, γραμμένος με κεφαλαίους χαρακτήρες και εγκλωβισμένος μέσα σε ένα κυματιστό πλαίσιο, ξεχώριζε ο τίτλος «ΘΑΥΜΑ». Μια θαμπή εικόνα του εαυτού της να ζωγραφίζει τις καμπυλωτές αυτές γραμμές την έκανε να ανατριχιάσει. Σκέφτηκε πως ίσως είδε μέσα στη νύχτα κάποιο περίεργο όνειρο και θέλησε να το καταγράψει. «Ναι, αλλά γιατί;». Οι παράταιρες εικόνες που είχε μόλις διαβάσει στο παλιό σημειωματάριο την είχαν τρομοκρατήσει για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Λαχτάρησε τα παρηγορητικά λόγια της μάνας της μετά τους παιδικούς της εφιάλτες: «Τα όνειρα είναι ουρές των σκέψεων που έκανες πριν ν’ αποκοιμηθείς. Μήπως είδες καμιά περίεργη ταινία παιδάκι μου; Σε τρόμαξε κάποιο βιβλίο;».

Σκέφτηκε τη γυναίκα που ανέβαινε κολυμπώντας προς την επιφάνεια της λίμνης. Προσπαθούσε να δει το πρόσωπό της. «Είναι το δικό μου;». Δεν μπορούσε να καταλάβει. Αναρίθμητα ψαράκια είχαν συγκεντρωθεί μπροστά του και το τσιμπούσαν με μανία. Ναι, ήταν το πρόσωπό της, ένιωθε τον πόνο! Ακούμπησε τα μάγουλά της για να προστατευθεί. Πανικόβλητη από την αφή, στράφηκε και κοίταξε τον εαυτό της στον μεγάλο καθρέφτη που κρεμόταν απέναντι από το κρεβάτι της. Πάγωσε. Δεν ήταν η μορφή της αυτό το πρησμένο σάρκινο προσωπείο! «Όχι, όχι, δεν είναι αλήθεια. Κάτι διάβαζα και αποκοιμήθηκα. Κάτι με τρόμαξε μαμά!». Ποιος Waltari, ποιος Καζαντζάκης να την είχε καταραστεί; Σκέφτηκε πως ήταν η μάσκα μιας αδικοχαμένης αθωότητας αυτή που κατασπάραζαν τα ψάρια. Ήλπιζε πως αντίκρυζε τη φλεγμονή του πειρασμού στον καθρέφτη εκείνη τη στιγμή. «Πρέπει να σπάσω το απόστημα!» ούρλιαξε και άρχισε να τραβά τις σάρκες της με βία, κι εκείνες κομματιάζονταν κάτω από την πίεση των νυχιών της. Κουρέλια αποσύνθεσης που ούτε σταγόνα αίμα δεν ακολουθούσε την υποχώρησή τους. Έσκαβε με οργή ψάχνοντας να βρει το πρόσωπό της και ο τρόμος την παρέλυε. «Λιποθύμα! ΤΩΡΑ!».

Με μια βαθιά ανάσα και μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο πετάχτηκε και ανακάθισε    στα ποτισμένα από τον ιδρώτα της σεντόνια. Ρουφούσε άπληστα τον αέρα, λες και μόλις είχε αναδυθεί από κάποιο βυθό. Τρελή από αγωνία γκρεμίστηκε από το κρεβάτι της και αναζήτησε τον καθρέφτη με το βλέμμα της. «Όχι! Όχι αυτόν τον καθρέφτη!». Κρυμμένη πίσω από τις παλάμες της έτρεχε σαν κυνηγημένη, προσπαθώντας να φτάσει στην τουαλέτα. Άνοιξε με πάταγο την πόρτα και πρόφτασε να πιαστεί από τον νιπτήρα λίγο πριν σωριαστεί στο πάτωμα. Τότε αντίκρισε το είδωλό της. Το πρόσωπό της ήταν εκεί, ιδρωμένο από τον εξαντλητικό ύπνο αλλά ίδιο όπως πάντα. Τσίμπησε και τράβηξε με δύναμη τα μάγουλά της. Το υγιές νεανικό της δέρμα επέστρεψε αμέσως στη θέση του. Στάθηκε χαζεύοντας για λίγο την αναψοκοκκινισμένη επιδερμίδα. Χαμογέλασε.

«Κρίμα.»_

____

Το διήγημα μικρής φόρμας (flash fiction) "Θαύμα" της Ελένης Γκίκα προκρίθηκε στη λογοτεχνική άμιλλα που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή» με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο».