Πέμπτη 30 Απριλίου 2020


ΤΟ ‘ΝΑ ΧΕΡΙ ΝΙΒΕΙ Τ’ ΑΛΛΟ …


[συνέχεια ]

Όσο διαρκεί ο αντισυνταγματικός εγκλεισμός μας στο σπίτι (οι άστεγοι και οι σκηνίτες  εξαιρούνται φαντάζομαι), θα κάνουμε συντροφιά με ένα βραδινό σημείωμα στην αορτή.

του ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΡΚΑΔΗ

art: Antony-Gormley


Ημέρα τριακοστή ογδόη (29ΑΠΡ20)

Όσο η εγκληματική συμπεριφορά ατόμων, ομάδων, κυβερνήσεων και κυρίως του παγκόσμιου κεφαλαίου, έναντι της φύσης και των άλλων συνδαιτημόνων της συνεχίζεται,  τόσο και αυτές οι πανδημίες σαν την COVID-19, θα μας χτυπάνε συχνότερα. H πιο επικίνδυνη όμως πανδημία και βασικός φορέας των περισσοτέρων, είναι ο καπιταλισμός και ο νεοφιλελευθερισμός, που γεννούν φτώχεια και ανισότητα, πολέμους και ξεριζωμούς. Τα συστήματα που μεταλλάσσουν, εν δυνάμει φυσιολογικές και ισορροπημένες ζωές, σε «καρκινώματα» ατόμων, κοινωνιών και όλου το ζωικού και φυσικού κόσμου του πλανήτη μας. Και το ερώτημα παραμένει. Υπάρχει εναλλακτικός δρόμος; Και ποιοι είναι οι φορείς του;

Τρώες
Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
να ’χουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.—

Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφαση και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κι έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλιτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κι αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κι η Εκάβη κλαίνε.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης [1905]

ΥΓ. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1863- Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1933).

Τετάρτη 29 Απριλίου 2020


Η νόσος του κορονοϊού και οι μεταναστευτικές ‘ροές’
ως εθνικές απειλές:
Παράλληλες αναγνώσεις
από μία κοινωνιογλωσσολογική οπτική και όχι μόνο


του Αργύρη Αρχάκη
| δημοσιευμένο στις εκδόσεις ΝΗΣΟΣ
ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ ΣΕ ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ |

Στην Ελλάδα, η νόσος του κορονοϊού ενέσκηψε αρχές Μάρτη του 2020, σχεδόν ταυτόχρονα με τις μαζικές μετακινήσεις μεταναστών και προσφύγων (κατά άλλους, ταυτόχρονα με την υποκινούμενη και ‘παράνομη εισβολή’ τους) προς την ελληνική εθνική επικράτεια από την Τουρκία. Το μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα και η νόσος του κορονοϊού παρουσιάζουν παραλληλίες πέρα από την προφανώς συγκυριακή ταυτοχρονία τους. Εκλαμβάνονται ως εθνικές απειλές για την αντιμετώπιση των οποίων προκρίνεται η ίδια λύση: Ο αποκλεισμός.
Το διακύβευμα στο θέμα των μεταναστών (στο εξής με τον όρο αυτό θα αναφερόμαστε και στους πρόσφυγες) είναι πώς θα αποκλειστούν εκτός των ελληνικών τειχών ώστε να μην έρθουμε σε καμία επαφή μαζί τους. Πώς ΑΥΤΟΙ οι ‘άλλοι’ δεν θα ‘μολύνουνε’ την γλώσσα, τον πολιτισμό, τη θρησκεία και γενικότερα τον εθνικό ΜΑΣ ‘τόπο’ με την παρουσία τους. Στο θέμα του ιού ωστόσο ο εθνικά απειλητικός ‘μιαρός’ δεν μας διευκολύνει. Δεν είναι μόνο ο εθνογλωσσικά και θρησκευτικά διαφορετικός μετανάστης. Επιπλέον, ο κάθε εθνογλωσσικά ΟΜΟΙΟΣ χριστιανός συγγενής, φίλος, διπλανός μας, ακόμη και ο σύντροφός μας είναι δυνητικά μολυσματική πηγή (βλ. Δουζίνας 2020). Αυτόν πλέον καλούμαστε να αποκλείσουμε και από αυτόν να αποκλειστούμε. Πρόκειται για μία μάλλον οδυνηρή εμπειρία που ίσως ρηγματώσει τα περιοριστικά εθνικά μας αυτονόητα μέσα από μια διαδικασία κριτικής συνειδητοποίησης.
Η πραγμάτευσή μας, με κύριο (όχι αποκλειστικό) οδηγό τη σχέση  γλώσσας και κοινωνίας, θα ξεκινήσει με τη μεταναστευτική ‘απειλή’ για να συνεχίσουμε πιο κάτω μ’ αυτήν του κορονοϊού.

Λόγω των πρόσφατων γεωπολιτικών μεταβολών, την τελευταία τριακονταετία εκατοντάδες χιλιάδες μεταναστών έχουν κινηθεί προς την Ελλάδα. Αρχικά, από τα Βαλκάνια και κυρίως την Αλβανία. Τα τελευταία χρόνια, κυρίως από μουσουλμανικές χώρες. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα «[μ]ια χώρα ιστορικά εθισμένη στην παραγωγή της ομοιότητας βρίσκεται ξαφνικά με ένα πλεόνασμα ετερότητας» (Παπαταξιάρχης 2006: ix). Εγείρονται έτσι μια σειρά από ‘υπαρξιακά’ ερωτήματα σχετικά με τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους, αλλά και γενικότερα των εθνών-κρατών ως «θεμελιωδών μονάδων πολιτικής οργάνωσης του κόσμου» (Blackledge 2005: 40), όπως τα ακόλουθα (βλ. Αρχάκης 2020):
Μπορούμε να φανταστούμε τον κόσμο πέρα από τον πολιτικό σχηματισμό του έθνους-κράτους και πέρα από τον εθνικό του λόγο (national discourse); [1]
Μπορούν οι άνθρωποι να υπάρξουν πέρα από εθνικούς προσδιορισμούς και εθνικές ταυτότητες;
Μπορούν οι γλώσσες να μην αποτελούν θεμέλια για την οριοθέτηση των εθνών-κρατών;
Μπορούν οι γλωσσικές χρήσεις των μετακινούμενων μεταναστών και προσφύγων να συμβάλλουν στην αμφισβήτηση της ομοιογένειας των εθνών-κρατών;
Μπορούν οι άνθρωποι να υπάρξουν με ρευστούς προσδιορισμούς και υβριδικές ταυτότητες;
Μπορούμε να φανταστούμε τον κόσμο χωρίς εθνικά (γλωσσικά και πολιτισμικά) σύνορα, χωρίς χαρακτηριστικά παγκόσμιας ομογενοποίησης, αλλά σε μια μετα-εθνική κατάσταση γλωσσικής και πολιτισμικής απροσδιοριστίας;
Σύμφωνα με τις απόψεις των Moyer & Rojo (2007), οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί συγκαταλέγονται ίσως στους πιο υπονομευτικούς παράγοντες του εθνικού ομογενοποιητικού λόγου και των ‘σταθεροποιητικών’ επιδιώξεών του. Κι αυτό διότι, αντίθετα από τις εθνικές προσδοκίες, οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί συχνά αισθάνονται να μην περιορίζονται σε έναν εθνικό τόπο και μία εθνική ταυτότητα, αλλά να ανήκουν σε παραπάνω από έναν τόπο και πολιτισμό ταυτόχρονα. Συχνά επίσης είναι σε θέση να συνδυάζουν ποικίλα γλωσσικά ρεπερτόρια μέσω υφολογικών εναλλαγών και μείξεων καθώς και να διαχειρίζονται και να κατασκευάζουν  διαφορετικές (πολιτισμικές και γλωσσικές) ταυτότητες (βλ. Rampton 1995, Blackledge & Creese 2017).
Προσεγγίζοντας ειδικά το γλωσσικό φαινόμενο στα νέα ‘τοπία’ της γλωσσικής και πολιτισμικής υπερποικιλότητας (βλ. Blommaert 2010), δεν μπορούμε να περιοριστούμε στην παραδοσιακή του αναπαράσταση στο πλαίσιο του εθνικού λόγου. Σε μια αναπαράσταση δηλαδή που μας ‘συστήνει’ τις γλώσσες ως ονοματισμένα, αυτόνομα, ομοιογενή και καλοδομημένα συστήματα που συνήθως εκτείνονται σε εθνικά όρια και συμπορεύονται με (ή και εκφράζουν) το εθνικό πνεύμα. Αντίθετα και υπό το πρίσμα της παρατηρούμενης υπερποικιλότητας, το γλωσσικό φαινόμενο γίνεται κατανοητό στη ρευστότητά του ως «πόροι εν κινήσει», σύμφωνα με τη διατύπωση του Blommaert (2010: 47). Και οι πόροι αυτοί αποτελούνται από διαρκώς ανανεώσιμα γλωσσικά στοιχεία ποικίλου ιστορικού, πολιτισμικού και άλλου χρωματισμού, τα οποία ως επιλογές (μεταναστών και όχι μόνο) ομιλητών τροφοδοτούν την επικοινωνιακή πράξη και τη διαχείριση και κατασκευή ταυτοτήτων (βλ. Blommaert & Rampton 2011: 4-5).
Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι σταδιακά διαμορφώνεται κάτωθεν ένας νέος λόγος (discourse), αντίπαλος του εθνικού, τον οποίο μπορούμε να ονομάσουμε μετα-εθνικό λόγο της υπερποικιλότητας και απροσδιοριστίας. Ο λόγος αυτός εδράζεται στην κινητικότητα των μεταναστών και ενεργοποιείται από αυτήν, καθώς επίσης και από τη ρευστότητα της γλωσσικής και πολιτισμικής τους πραγματικότητας, χωρίς να έχει ως φορείς και θιασώτες του αποκλειστικά ή αναγκαστικά τους ίδιους τους μετανάστες (βλ. Αρχάκης 2020). Ο μετα-εθνικός λόγος επισημαίνει το γεγονός ότι γλώσσες και πολιτισμοί που εκλαμβάνονταν ως ‘καθαρόαιμοι’ και ‘εθνικοί’, αρχίζουν σταδιακά να παρουσιάζουν (και να γίνονται αντιληπτοί με περισσότερο) υβριδική μορφή (βλ. De Fina 2016: 168). Ο μετα-εθνικός λόγος επιχειρεί έτσι τον κλονισμό του δυτικού εθνικού οικοδομήματος και την άρση των διαχωριστικών (γλωσσικών και πολιτισμικών) συνοριογραμμών που το προσδιορίζουν (βλ. Cooke & Simpson 2012: 126). Πρέπει δε να διακριθεί από τον άνωθεν επιβαλλόμενο λόγο της δυτικής παγκοσμιοποίησης, ο οποίος προσομοιάζει αρκετά ως προς τη δομή του με τον εθνικό λόγο επιδιώκοντας μάλλον την πλανητική ιμπεριαλιστική εφαρμογή ενός εθνικού μοντέλου και, συγκεκριμένα, την επεκτατική επιβολή του δυτικο-αμερικανικού νεοφιλελεύθερου μοντέλου.
Είναι βέβαια γνωστό ότι ο εθνικός λόγος παρουσιάζει ανθεκτικότητα και επιστρατεύει τις ρατσιστικές πρακτικές του για να αντιμετωπίσει τις αμφισβητήσεις και τις απειλές που δέχεται. Πρωτίστως, επιχειρεί να αποκλείσει του μετανάστες αποτρέποντας τις μετακινήσεις τους προς τις εθνοκρατικές επικράτειες. Οι μετακινήσεις αυτές, ακριβώς επειδή θέτουν σε αμφισβήτηση ‘αυτονόητες’ εθνικές παραδοχές, αντιμετωπίζονται με απροκάλυπτο ή και καλυμμένο[2] ρατσισμό (βλ. Baider 2017).
Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα ενδεικτικά είναι τα πρόσφατα γεγονότα στις αρχές του Μάρτη του 2020 στη Λέσβο. Μεταξύ άλλων, εθνικά εξαγριωμένοι κάτοικοι εμπόδισαν τη θαλάσσια προσέγγιση σε έγκυο μουσουλμάνα μετανάστρια στηλιτεύοντας χυδαία τις εικαζόμενες σεξουαλικές και αναπαραγωγικές της αντιλήψεις.[3] Οι ρατσιστικές αυτές πρακτικές καλλιεργούνται καιρό τώρα στην Ελλάδα: Πέρα από τις ναζιστικές δράσεις της Χρυσής Αυγής, ποικίλες εκδοχές ρατσισμού κυκλοφορούν, μεταξύ άλλων, σε εύπεπτες πρωινές εκπομπές ποικίλης ύλης (infotainments),[4] αλλά και σε ‘χιουμοριστικά’ μιμίδια (memes) όπως το παρακάτω (βλ. Archakis & Tsakona 2019):


Ο Λιάκος (2005: 115-117), αναδεικνύει με γλαφυρό τρόπο τους εθνικο-ρατσιστικούς αποκλεισμούς που οι εθνικοί πλειονοτικοί πολίτες επιφυλάσσουν στους μετανάστες, βαφτίζοντάς τους απενοχοποιητικά  ‘(λαθρο)μετανάστες’. Αξιοποιώντας τη διάκριση του Agamben (1995/2018) ανάμεσα στην απροστάτευτη, ‘βιολογική’, σκέτη ζωή, από τη μια, και στον βίο με ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, από την άλλη,[5] σημειώνει χαρακτηριστικά τα εξής:

Η διάκριση δεν είναι θεωρητική. Παράδειγμα οι ‘λαθρομετανάστες’. Τα αζήτητα νεκρά πτώματα των ‘λαθρομεταναστών’ από τα ναυάγια, από τις νάρκες στα σύνορα ή από το κρύο στα ορεινά περάσματα (…) δείχνουν τι σημαίνει ζωντανό σώμα εκτός επικράτειας, επομένως ζωή εκτός βίου. Δεν ανήκουν πλέον ούτε στην επικράτεια από την οποία προήλθαν, εφόσον διέφυγαν, ούτε σε εκείνη στην οποία θέλουν να πάνε (…). Αλλά ο αποκλεισμός δεν είναι εδαφικός, ή μάλλον δεν είναι μόνο εδαφικός. Είναι και εσωτερικός. Στα ίδια εδάφη, εντός επικράτειας, υπάρχουν άνθρωποι με δικαιώματα και άνθρωποι χωρίς δικαιώματα. Άνθρωποι με βίο και άνθρωποι με απογυμνωμένη ζωή. Γιατί δεν είναι μόνο τα σύνορα και τα στρατόπεδα εκεί όπου ένας άνθρωπος αποδεικνύεται φορέας απλών βιολογικών λειτουργιών και όχι δικαιωμάτων. Είναι και η εν δυνάμει κατάσταση η οποία μπορεί κάθε στιγμή να γίνει πραγματικότητα. Π.χ. κάθε μετανάστης χωρίς χαρτιά μπορεί να βρεθεί, κάθε στιγμή, ξαφνικά, από το κέντρο της πόλης σε στρατόπεδο εγκλεισμού ή στα σύνορα, ζωντανός ή αδιεκδίκητος νεκρός.

Και ερχόμαστε τώρα στην πανδημία του κορονοϊού, μιας νόσου που παρουσιάζει ταχύτατη μολυσματική διάδοση. Παρά το ότι πρόκειται για πανδημία, δηλαδή η εξάπλωσή της αφορά όλον τον πλανήτη και δεν ξεχωρίζει εθνικούς πλειονοτικούς πολίτες ή μετανάστες, εκλαμβάνεται από το κάθε κράτος ως εθνική απειλή και, ως εκ τούτου, η αντιμετώπισή της γίνεται στο πλαίσιο των εθνών-κρατών. Τα εθνοκρατικά ‘οπλοστάσια’ ενεργοποιούνται. Όπως σε κάθε νοσηρή συγκυρία –και όχι μόνο–, αντλούν (ρητά ή καλυμμένα) τη βαθύτερη ισχύ τους από τα εθνικά ‘νάματα’, τον ‘πλούτο’ της εθνικής γλώσσα και το ‘βάθος’ του εθνικού πολιτισμού. Και θέλουν να προστατεύσουν εθνικά διαμορφωμένους πολίτες,[6] φορείς και συνεχιστές του εθνικού πολιτισμού και της γλώσσας του, γι’ αυτό άξιους και κατάλληλους να επιβιώσουν και από αυτήν την εθνική απειλή. Χρησιμοποιώντας τις πολύ εύστοχες διατυπώσεις του Δουζίνα (2020), θα λέγαμε ότι «[τ]ο ανοσοποιητικό σύστημα του έθνους πρέπει να δραστηριοποιηθεί» όχι μόνο για «να αποβάλει τον επικίνδυνο [μετανάστη] εισβολέα», αλλά πλέον «για να αποκρούσει την απειλή στην υγεία. Το εθνικό σώμα των Ελλήνων κινδυνεύει από ξένους και αρρώστιες».
Ο ελληνικός στόχος, κατά συνέπεια, την εποχή του κορονοϊού είναι η προστασία και η ίαση των Ελλήνων πολιτών. Γι’ αυτό, απαγορεύονται οι μετακινήσεις τους προς άλλες χώρες, ενώ γίνονται ‘συγκινητικές’ και πανάκριβες ενέργειες ‘επαναπατρισμού’ όσων Ελλήνων πολιτών βρέθηκαν εκτός συνόρων. Το ελληνικό σύστημα υγείας πρέπει να αποδειχθεί σε καλύτερη ετοιμότητα και αποτελεσματικότητα από αυτό άλλων χωρών. Να διαφυλάξει για τους εθνικούς του πολίτες το ιατρικό του υλικό. Να καταγράψει λιγότερα κρούσματα και λιγότερους θανάτους συγκριτικά με άλλες χώρες. Να κατορθώσει να εισπράξει εύσημα και αναγνώριση από τον διεθνή τύπο. Να αποτελέσει παράδειγμα για άλλα εθνικά συστήματα υγείας. Σποτάκια της ελληνικής τηλεόρασης με σλόγαν όπως τα ακόλουθα είναι αποκαλυπτικά:
-          …Και τότε ίσως όλοι να έχουν κάτι να μάθουν για εμάς από εμάς τους Έλληνες…
-          Μένουμε σπίτι. Κρατάμε αποστάσεις. Προστατεύουμε την υγεία μας και τους αγαπημένους μας. Προστατεύουμε την Ελλάδα.
-          Μένουμε σπίτι και βοηθάμε την Ελλάδα να τα καταφέρει.
Αποκαλυπτική είναι επίσης η διάκριση σε εθνικά κρούσματα, από τη μια, και μεταναστευτικά/προσφυγικά κρούσματα, από την άλλη, στην ενημέρωση της 03-04-2010 από τον μελίρρυτο εθνικό μας λοιμωξιολόγο καθηγητή κ. Τσιόδρα:
-          Σήμερα, ανακοινώνουμε 27 νέα κρούσματα του νέου ιού στη χώρα μας και επιπλέον 23 κρούσματα από τη δομή φιλοξενίας προσφύγων στη Ριτσώνα.
Η Ελλάδα λοιπόν και οι πολίτες της είναι αυτοί που πρέπει κατεξοχήν να προστατευθούν και να διασωθούν. Γιατί ακριβώς είναι οι εθνικοί πολίτες της.
Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύσσονται ποικίλοι και εντέλει αναπόφευκτα οικονομικοί ανταγωνισμοί μεταξύ των εθνών-κρατών, τα οποία εκ νέου ισχυροποιούνται ως προς τον ρόλο που καλούνται να παίξουν και τον λόγο που καλούνται να αρθρώσουν. Στους εθνικούς λόγους ευδοκιμεί η μεταφορά του πολέμου επιβάλλοντας την λογική της εθνικής έκτακτης ανάγκης. Στις δύσκολες ‘εμπόλεμες’ ώρες λοιπόν, μόνο τα έθνη-κράτη εμφανίζονται να μπορούν να προσφέρουν αρωγή, θαλπωρή, προστασία και ασφάλεια στους πολίτες τους. Η αντιμετώπιση του ιού μπορεί να επιχειρηθεί αποτελεσματικά μόνο εντός της εθνικής εστίας. Και η νίκη κατά του ιού δεν μπορεί παρά να είναι εθνική νίκη. Έτσι, οι εθνικές κλειστοφοβικές ταυτότητες αναδύονται ισχυρές και αδιαμφισβήτητες.
Ωστόσο, παρά την αναζωπύρωση του εθνικού φαντασιακού και των ναρκισσιστικών ηδονών του μέσω του εθνικού εγκλεισμού, δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής ότι η κεντρική οδηγία υγιεινής προς όλους τους εθνικούς πολίτες, είναι απειλητική, αποστειρωτική και αυτοπεριοριστική. Το ‘εθνικό καλό’ απαιτεί να τιθασευτούν οι απείθαρχες ‘ατομικότητες’ και οι απρόβλεπτες συναθροίσεις και συσχετίσεις τους σε δρόμους και πλατείες. Εντέλει, να εκπέσουν όλοι από βασικά κοινωνιοπολιτισμικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του βίου και να καταστούν άβουλα, γυμνά σώματα υπάκουα στις ιατρικές διαταγές του ‘εθνικού καλού’ (βλ. Agamben 2020).
Η δυτική ιατρική λογική που (εξ)υπηρετεί τα εθνικά κατασκευάσματα, ‘στα δύσκολα’ –και όχι μόνο– φαίνεται να είναι κατεξοχήν αυταρχική, αστυνομοκρατική: Πραγματώνεται προστακτικά απαιτώντας ο ανθρώπινος βίος να καταντήσει γυμνή, βιολογική ζωή. Και με τον τρόπο αυτό να μπει σε (μεταφορικό ή κυριολεκτικό) νάρθηκα, σε (μεταφορική ή κυριολεκτική) αναισθησία, ώστε πάνω της να γίνουν πειράματα και χειρουργικές επεμβάσεις (βλ. Feyerabend 1986). Ο άνθρωπος και ο βίος του, ως κοινωνικοπολιτισμικό επίτευγμα, καταργείται.       
Έτσι, και στην περίπτωση της πανδημίας του κορονοϊού, η πλειοψηφία των ‘πολιτισμένων’ δυτικότροπων εθνικών πολιτών δέχτηκαν να απωλέσουν ελευθερίες και δικαιώματα και να καταντήσουν γυμνές βιολογικές ζωές, δεκτικές ιατρικών πειραματισμών αλλά και πανοπτικών ψηφιακών βιοεξουσιατικών περιορισμών και επιτηρήσεων. ‘Μοιραίοι και άβουλοι’ οι δυτικότροποι εθνικοί πολίτες συμβιβάστηκαν να μετακομίσουν με ρομποτική πειθαρχία όλη τους τη ζωή, επαγγελματική και προσωπική, στο σύμπαν της οικιακής, ασώματης ψηφιακής ψευδαίσθησης. Και βέβαια η ψηφιακή, πειθαρχημένη τους συναίνεση έχει τη σφραγίδα της ταξικής διάκρισης: Το σλόγκαν ‘Μένουμε σπίτι’ αποτελεί μεν καθολική προσταγή για το ‘εθνικό καλό’, η εκτέλεση όμως της προσταγής δεν έχει για όλους και όλες τις ίδιες συνέπειες, δεν αναφέρεται στην ίδια οικιακή ‘ατμόσφαιρα’, ασφάλεια και χωρητικότητα και δεν συνεπάγεται τις ίδιες (εξοπλιστικές) ανέσεις (βλ. Κυπριανός 2020). Επιπρόσθετα, το σλόγκαν αυτό της εθνικής εξασφάλισης έχει μια εξοργιστική προϋπόθεση: Ότι όλοι έχουμε σπίτι για να μείνουμε!


Καθώς λοιπόν εξαναγκαζόμαστε σταδιακά να απεκδυθούμε τα κοινωνιοπολιτισμικά μας προνόμια και να αποκλειστούμε από τα πολιτικά μας δικαιώματα για να προσαρμοστούμε στις περιορισμένες και περιοριστικές ιατρικές προσλαμβάνουσες για το ‘εθνικό καλό’, ίσως κάποιοι να συνειδητοποιούμε καλύτερα από ποτέ ότι η ύπαρξη έχει αξία μόνο ως απρόβλεπτη, απροσδόκητη και απεριόριστη συνύπαρξη.
Καθώς έγκλειστοι και πεπτωκότες βρισκόμαστε σ’ αυτό το οριακό σημείο, ίσως είναι καλή ευκαιρία να μπούμε σε διαδικασίες κριτικής αυτοσκόπευσης και κοινωνικής ενσυναίσθησης και να μην γαντζωθούμε σε επικές φαντασιώσεις εθνικής ανωτερότητας που επιτείνουν τους διαχωρισμούς και τους αποκλεισμούς. Έχοντας πλέον παρόμοιες, τηρουμένων των αναλογιών, εμπειρίες, να ‘ξαναδούμε’ τους μετανάστες που εξαιτίας των ρατσιστικών πρακτικών που εκπορεύονται από τον εθνικό μας λόγο, ανέστιοι αποκλείονται από τα εθνικά μας σύνορα ή εγκλωβίζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκπίπτοντας σε γυμνά σώματα χωρίς αξία, κοινωνιοπολιτισμικά προνόμια και πολιτικά δικαιώματα.
Ας φανταστούμε λοιπόν και ας προετοιμάσουμε τις συνυπάρξεις μας πέρα από εθνογλωσσικούς και θρησκευτικούς περιορισμούς αυτάρεσκης ομοιότητας. Ας αντισταθούμε και ας αντιπαλέψουμε τη ‘λογική’ συνέπεια της ιατρικής ‘λογικής’ που μας λέει περίπου το εξής: Αφού για να έρθουμε σε επαφή με τον έμπιστο εθνογλωσσικά όμοιο, ομόθρησκο και ομοαίματο πρέπει να απολυμανθούμε και να τον δούμε να απολυμαίνεται, η επαφή μας με τους απροσδιόριστης προέλευσης εθνογλωσσικά και θρησκευτικά ‘άλλους’ θα πρέπει να αποφεύγεται κατά κόρον.
Ας μπούμε στη διαδικασία οικοδόμησης ευρύχωρων μετα-εθνικών λόγων –υπό το πρίσμα μιας διαρκούς κριτικής αναθεώρησης και επαναθεώρησής τους– που δεν θα εμποδίζουν τις απρόβλεπτες μείξεις γλωσσών, πολιτισμών, θρησκειών και ανθρώπων. Που θα αμφισβητούν τα καθαρόαιμα έθνη, τους καθαρόαιμους πολιτισμούς και τις ομοιογενείς, ονοματισμένες και οριοθετημένες τους γλώσσες –το βασικό τους θεμέλιο. Που θα αμφισβητούν τις επιστήμες, της ιατρικής προεξάρχουσας, όσο υπηρετούν αποκλειστικά και κερδοσκοπικά ‘καθαρόαιμους’ και ‘αποστειρωμένους’ εθνικούς πληθυσμούς –με ευφάνταστα πάντα ανθρωπιστικά και διεθνιστικά προσχήματα. Που θα αμφισβητούν την καθαρ(ι)ότητα (στην κυριολεκτική ή μεταφορική της διάσταση) ως προϋπόθεση της ύπαρξης. Που εντέλει θα οραματίζονται, χωρίς εξαιρέσεις έκτακτων αναγκών, απρόβλεπτες, απροσδόκητες και απεριόριστες, εκτός τειχών, ανθρώπινες συνυπάρξεις αρμονικές με το περιβάλλον.
Στην παρούσα συγκυρία, προφανώς το αίτημα όλων μας δεν μπορεί παρά να είναι η ηθική και οικονομική ενίσχυση του δημόσιου –όχι αναγκαστικά εθνικού– συστήματος υγείας –στο οποίο πλέον προστρέχουν και οι νεοφιλελεύθεροι του κοινωνικού δαρβινισμού με τόση άνεση και ευκολία όση τους χαρακτήριζε και όταν το λοιδορούσαν. Ίσως όμως το αίτημα αυτό είναι λειψό, στον βαθμό που δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι το ιατρικό ‘επιστημονικό αντικείμενο’ περιγράφεται και οριοθετείται ως το βιολογικό υποκατάστατο του ανθρώπου, ξεκομμένο από τις πολιτικές και κοινωνιοπολιτισμικές του συνυπάρξεις. Είναι λειψό στον βαθμό που δεν φέρνει στο προσκήνιο την υγεία του δημόσιου, κοινωνικού ανθρώπου στην ολότητα των απρόβλεπτων και απροσδιόριστων σχέσεων και αντιφάσεών του. Του ανθρώπου που δεν θα είναι υγιής αν φοβάται να ακουμπά με τα χέρια (με το στόμα και με το μυαλό του) κάθε άνθρωπο, οποιουδήποτε γλωσσικού, πολιτισμικού και θρησκευτικού χρώματος, χωρίς περιορισμούς και κοινωνικούς αποκλεισμούς σε εθνικές ομοιότητες.

Βιβλιογραφικές αναφορές


Agamben, G. (1995/2018). Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή. Μετάφραση Π. Τσιαμούρης. Επίμετρο Φ. Πατσάκης. Αθήνα: Έρμα.

Agamben, G. (2020). Ο φόβος είναι ο καλύτερος γιατρός (του συστήματος). 20.03.2020. https://www.sarajevomag.gr/wp/2020/03/o-fovos-einai-o-kalyteros-giatros-toy-systimatos/

Αρχάκης, Α. (2020, υπό εκτύπωση). Από τον εθνικό στον μετα-εθνικό λόγο: Μεταναστευτικές ταυτότητες και κριτική εκπαίδευση. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκης.

Archakis, A. & Tsakona, V. (2019). Racism in recent Greek migrant jokes. Humor: International Journal of Humor Research [Festschrift for Christie Davies] 32 (2): 267-287.

Baider, F. H. (2017). Thinking globally, acting locally: Analyzing the adaptation of mainstream supremacist concepts to a local socio-historical context. Journal of Language Aggression and Conflict 5 (2): 179- 207.

Blackledge, A. (2005). Discourse & Power in a Multilingual World. Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins.

Blackledge, A. & Creese, A. (2017). Translanguaging in mobility. Στο S. Canagarajah (επιμ.) The Routledge Handbook of Migration and Language. London/New York: Routledge, 31-46.

Blommaert, J. (2010). The Sociolinguistics of Globalization. Cambridge: Cambridge University Press.

Blommaert, J. & Rampton, Β. (2011). Language and superdiversity. Diversities 13 (2): 1-20.

Cooke, M. & Simpson, J. (2012). Discourses about linguistic diversity. Στο M. Martin-Jones, A. Blackledge & A. Creese (επιμ.) The Routledge Handbook of Multilingualism. London/New York: Routledge, 116-130.


De Fina, A. (2016). Linguistic practices and transnational identities. Στο S. Preece (επιμ.) The Routledge Handbook of Language and Identity. London/New York: Routledge, 163-178.

Δουζίνας, Κ. (2020). Η βιοπολιτική της επιδημίας. Η εφημερίδα των συντακτών 30.03.2020. https://www.efsyn.gr/themata/politika-kai-filosofika-epikaira/237142_i-biopolitiki-tis-epidimias-1

Fairclough, N. (2003). Analysing Discourse: Textual Analysis for Social Research. London: Routledge.

Feyerabend, P. K. (1986). Γνώση για ελεύθερους ανθρώπους. Θεσσαλονίκη: Σύγχρονα Θέματα.

Foucault, M. (1969/2017). Η αρχαιολογία της γνώσης. Μετάφραση Κ. Παπαγιώργης. Επιμ. Β. Πατσογιάννης. Αθήνα: Πλέθρον.

Θεοδωρόπουλος, Τ. (2020). Ο Αγκάμπεν και οι γιδοβοσκοί. Καθημερινή 27.03.2020.https://www.kathimerini.gr/1071050/opinion/epikairothta/politikh/o-agkampen-kai-oi-gidovoskoi

Jørgensen, M. & Phillips, L. (2002). Discourse Analysis as Theory and Method. London: Sage.

Κουζέλης, Γ. & Χριστόπουλος, Δ. (επιμ.) (2012). Ιδιότητα του πολίτη: Πολιτικός λόγος, ιστορία και κανόνες σε συγκριτικές προοπτικές. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.

Κυπριανός, Π. (2020). Να σκεφτόμαστε, να ονειρευόμαστε και στο σπίτι. Αορτή 04.04.2020. https://aortipatras.blogspot.com/2020/04/pic-kamila-kansy.html
Λιάκος, Α. (2005). Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο. Αθήνα: Πόλις.

Moyer, M. & Rojo, L. Μ. (2007). Language, migration and citizenship: New challenges in the regulation of bilingualism. Στο M. Heller (επιμ.) Bilingualism: A Social Approach. Basingstoke: Palgrave, 137-160.

Παπαταξιάρχης, Ε. (2006γ). Πρόλογος. Στο Ε. Παπαταξιάρχης (επιμ.) Περιπέτειες της ετερότητας: Η παραγωγή της πολιτισμικής διαφοράς στη σημερινή Ελλάδα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, ix- xiii.

Rampton, B. (1995). Crossing: Language and Ethnicity among Adolescents. London/New York: Longman.

Χριστόπουλος, Δ. (2012). Ποιος είναι Έλληνας πολίτης; Το καθεστώς ιθαγένειας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως τις αρχές του 21ου αιώνα. Αθήνα: Βιβλιόραμα.




[1] Ο όρος λόγος (discourse) προέρχεται από την παράδοση του Foucault (βλ. λ.χ. 1969/2017) και έχει δεχθεί ποικίλους προσδιορισμούς. Στο παρόν άρθρο με αυτόν τον όρο αναφερόμαστε σε ειδικές σημασιακές σχέσεις βάσει των οποίων επιτυγχάνονται, υπό συγκεκριμένη οπτική, αναπαραστάσεις της πραγματικότητας (βλ. Jørgensen Phillips 2002: 143, Fairclough 2003).
[2] Σε σχέση με τις μορφές καλυμμένου ρατσισμού, βλ. την ιστοσελίδα του Ερευνητικού Προγράμματος TRACE: «Ανιχνεύοντας τον ρατσισμό στον αντιρατσιστικό λόγο: Μια κριτική προσέγγιση στον ευρωπαϊκό δημόσιο λόγο για τη μεταναστευτική και προσφυγική κρίση» (TRACE/HFRI-FM17-42, ΕΛΙΔΕΚ 2019-2022) https://trace2019.wixsite.com/trace-project
[3] Βλ. https://www.gazzetta.gr/plus/koinwnia/article/1451406/katoikos-se-metanasti-na-mi-gsoyna-san-ti-skyla-na-min-isoyn-gkastromeni-vid
[4] Βλ. λ.χ. https://www.koutipandoras.gr/article/mora-mono-gia-ellines-i-tsimtsili-enohleitai-apo-egkyes-metanastries-poy-mpainoyn-se-barka
[5] Για μια σκόπιμη παρερμηνεία της διάκρισης αυτής, βλ. Θεοδωρόπουλος (2020).
[6] Για τις πολύπλοκες (και αποτρεπτικές για τους μετανάστες) διαδικασίες απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας βλ., μεταξύ άλλων, Κουζέλης & Χριστόπουλος (2012), Χριστόπουλος (2012).

Τρίτη 28 Απριλίου 2020


ΤΣΙΓΓΑΝΟΣ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ, Ρομ ζόρι τε αβές

Του Βασίλειου Χριστόπουλου


Πλησιάζει το Πάσχα του 2020 και η 25 χρονη τσιγγάνα Διονυσία είναι ανήσυχη. Βλέπει πως η ζωή τους γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ο κορονοϊός κατέστρεψε όλες τις ευκολίες τους. Ο Ζαφείρης είναι άνεργος πάνω από ένα μήνα. Τα μαγαζιά είναι κλειστά, η πόλη ερήμωσε, άνθρωπος δεν κυκλοφορεί. Η ζητιανιά δεν δουλεύει πια. Τα έξι παιδιά της, όμως, συνεχίζουν να χρειάζονται φαγητό, τα ρούχα τους, τη φροντίδα τους. Κάθε τόσο ψιθυρίζει την αγαπημένη της φράση: Τσιγγάνα δύσκολο να είσαι, Ρομνί ζόρι τε αβές.
Τα παιδιά της είναι από δύο μέχρι εννιά χρονών. Κατά σειρά είναι ο Μανόλης, η Ζουμπουλία, o Ασημάκης, ο Άχμετ, η Εμμανουέλλα και η μεγάλη η Παγώνα. Οι δυο μεγάλες, Εμμανουέλλα και Παγώνα, πάνε σχολείο, αλλά τώρα είναι κλειστό.
Τις δυο μεγάλες τις έκανε με τον άντρα που παντρεύτηκε μικρή, έναν Αργύρη. Χώρισαν, όμως, νωρίς. Ήταν χωμένος στα ναρκωτικά μέχρι το λαιμό, τον έδιωξε η ίδια και γλύτωσε.
Η Διονυσία από μικρή ήξερε πως αρέσει στους άντρες, ποτέ της δεν είχε πρόβλημα. Έτσι γρήγορα κατέληξε στο Ζαφείρη. Είναι μαζί οκτώ χρόνια, ζουν κανονικά σαν αντρόγυνο, έκαναν και τέσσερα παιδιά. Μέχρι τώρα δεν είχε παράπονο από τη ζωή της. Τώρα, όμως με τον κορονοϊό όλα γίνονται δύσκολα.
Όταν ο άνεργος Ζαφείρης δέχτηκε το τηλεφώνημα του Ασημάκη Βασιλάρη άρχισε να ελπίζει σε κάποιο μεροκάματο. Μέχρι τις απαγορεύσεις έκανε σταθερά τρία μεροκάματα τη βδομάδα. Δούλευε σε ένα γέρο γεωργό στην Εγλυκάδα,  είχαν γνωριστεί από τότε που η οικογένεια έμενε στον καταυλισμό του Ριγανόκαμπου. Τώρα ο γέρος φοβάται τον κορονοϊό και σταμάτησε τη λαϊκή.
Τα τελευταία χρόνια, τρεις μέρες τη βδομάδα, ο Ζαφείρης ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα, καβαλούσε το ποδήλατο και πήγαινε στην Εγλυκάδα. Φόρτωναν το αγροτικό και κατέβαιναν στη λαϊκή. Αργά το μεσημέρι επέστρεφαν στο κτήμα. Εκεί έκανε κάποιες δουλειές στα χωράφια και αργά το απόγευμα, ξεθεωμένος, γύριζε με το ποδήλατο σπίτι του. Πάντα με μια σακούλα λαχανικά και φρούτα, ό,τι είχε μείνει απούλητο στη λαϊκή.
Ο Βασιλάρης είναι ένας δικός τους, στα 50 του, που τα καταφέρνει με διάφορα μεσιτικά και ζει μια χαρά. Ήταν Μεγάλη Δευτέρα το βράδυ που συναντήθηκε μαζί του στην πλατεία. Έκαναν βόλτες και συζητούσαν περπατώντας.
Δεν είπε πολλά, μπήκε κατ’ ευθείαν στο θέμα.
-Ξέρω την ανάγκη σου, Ζαφείρη, γι αυτό θα σου μιλήσω καθαρά. Έχω μια δουλειά για σένα και την Διονυσία, να βγάλετε εύκολα 2.000.
-Τι δουλειά, κυρ Ασημάκη;
-Ένας Ιρανός μετανάστης, καλοστεκούμενος, είναι χωρίς χαρτιά, παράνομος. Για να μπορέσει να πάρει  χαρτιά θέλει να κάνει ένα παιδί με Ελληνίδα.
-Κι εγώ τι μπορώ να κάνω;
-Να του δώκουμε τη Διονυσία.
-Τη γυναίκα μου; τα έχασε ο Ζαφείρης.
-Δική σου είναι και δική σου θα μείνει. Μην ανησυχείς. Μόνο το παιδί θα είναι δικό του, θα το γράψει δηλαδή για δικό του. Γιατί κι αυτό στο τέλος δικό σας θα μείνει. Είπαμε 2000 είναι αυτές.
Ο Ζαφείρης  προσπαθώντας να σταθμίσει τι σημαίνουν όλα αυτά, αντιπρότεινε.
-Γιατί να μην το κάνω εγώ με τη Διονυσία, και όταν  γεννηθεί το γράφουμε στο όνομά του. Έτσι είχαμε κάνει  με  εκείνον τον Αφγανό και του γράψαμε τον Άχμετ, αν θυμάσαι. Δώκαμε στο παιδί και το όνομά του.
-Όλα τα θυμάμαι, αλλά τώρα άλλαξαν τα πράγματα. Τώρα, Ζαφείρη, ζητάνε τεστ DNA. Κάνουν εξετάσεις σε πατέρα και παιδί και πρέπει να βγαίνει ότι είναι δικό του. Ο Ζαφείρης  έμεινε άφωνος, δεν ήξερε αν έπρεπε να σταματήσει την κουβέντα και να φύγει ή να συνεχίσει να μένει μαζί του. Ο Βασιλάρης συνέχισε.
-Θα πάρεις 1000 μόλις μείνει έγκυος και άλλα 1000 όταν το μωρό γραφτεί στο δημοτολόγιο. Το παιδί, είπαμε δικό σας και όνομα δικό σας, όποιο θέλετε.
Ο Ζαφείρης σκέφτηκε πως αν είχε τη δουλειά του και η ζητιανιά της οικογένειας πήγαινε καλά, θα τον έστελνε στο διάολο, αλλά τώρα; Δύσκολη η απόφαση. Ζήτησε λίγο χρόνο να το σκεφτεί και έφυγε ζαλισμένος, σαν να είχε σκοτεινιάσει ο κόσμος γύρω του. Στο μυαλό του στριφογύριζε μόνο η κουβέντα της Διονυσίας: Ρομ ζόρι τε αβές - τσιγγάνος δύσκολο να είσαι.
  


Αποφάσισε να μην το κουβεντιάσει με τη Διονυσία πριν δοκιμάσει άλλες λύσεις. Φοβόταν την αντίδρασή της και δεν ήθελε να τα καταστρέψει όλα
Τα τελευταία χρόνια έχουν φύγει από τον καταυλισμό, ζουν σε σπίτι και έχει αλλάξει η ζωή τους. Γλύτωσαν από τη λάσπη και τα ποντίκια. Με το επίδομα πολυτεκνίας έχουν νοικιάσει κανονικό σπίτι στην άκρη του παλιού προσφυγικού συνοικισμού. Στον συνοικισμό οι παλιοί ιδιοκτήτες σιγά - σιγά εγκαταλείπουν τα σπίτια τους να πιάσουν καλύτερο σπίτι. Και κάποιες οικογένειες Ρομά βρίσκουν εκεί καταφύγιο. Ο ιδιοκτήτης τους ζήτησε ολόκληρο το επίδομα που παίρνουν κάθε τρίμηνο. Ήταν η πρώτη οικογένεια που θα έμενε στο τετράγωνο, οι γείτονες αντιδρούσαν και αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν.
Στην αρχή αντιμετώπισαν τον πόλεμο των μπαλαμών που δεν θέλουν τσιγγάνους στη γειτονιά τους. Ευτυχώς μέσα στο χρόνο νοικιάστηκαν κι άλλα δυο σπίτια σε τσιγγάνους και τώρα πια δεν είναι μόνοι τους.
Το νοίκι πληρώνεται από το επίδομα, και τα υπόλοιπα - φαγητό, ρούχα, ρεύμα, σχολικά κλπ – βγαίνουν από τα μεροκάματα του Ζαφείρη και τη ζητιανιά της Διονυσίας. Μέχρι τώρα τα κατάφερναν καλά.
Σκέφτεται τώρα που είναι άνεργος τι άλλη δουλειά μπορεί να κάνει, σπάει το κεφάλι του, αλλά δεν βρίσκει τίποτα.
Ξέρει ότι σε άλλες εποχές σαν  τσιγγάνος μπορούσε να κάνει πολλές δουλειές. Σιδεράς, γανωτής, αλμπάνης – πεταλωτής, καλαθοπλέκτης. Τώρα, όμως, μόνο η ζητιανιά μένει.  Και τη ζητιανιά δουλειά τη θεωρεί,  ο ίδιος δεν έχει πρόβλημα. Αλλά να, τον πειράζει όταν κάποιοι τον βρίζουν:  "να πας να δουλέψεις, ρε τεμπέλη". Σκέφτεται και καμιά μικροκλοπή, αλλά δεν θέλει να μπλέξει. Αν, όμως, είχε ένα δικό του φορτηγάκι να κάνει τον παλιατζή; Αλλά πως μπορεί να αγοράσει ένα φορτηγάκι μεταχειρισμένο που χρειάζεται 1500 και 2000;
Καμιά φορά σκέφτεται και ένα καλό κλειστό βανάκι,  να γίνει γυρολόγος, να  μπει στο πλανόδιο εμπόριο που έχει καλά λεφτά.  Αλλά βανάκι δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να αποκτήσει και αμέσως το ξεχνάει.
Τη Μεγάλη Τρίτη το βράδυ ο Ζαφείρης ανακοίνωσε στη Διονυσία πως δεν βρίσκει δουλειά και θα αναλάβει να οργανώσουν καλύτερα τη ζητιανιά. Παρά το λίγο κόσμο που κυκλοφορεί θα βγαίνουν όλοι, μαζί και οι δυο μεγάλες που τώρα δεν έχουν σχολείο. Όταν το είπε στα παιδιά, αυτά αντέδρασαν με ξεφωνητά χαράς, το είδαν για παιχνίδι.
Μεγάλη Τετάρτη από το πρωί πήρε την οικογένεια και κατέβηκαν στην κεντρική πλατεία. Όλη την οικογένεια. Την Διονυσία με το  μικρό Μανόλη στην αγκαλιά την έστησε στη μια γωνία. Τη μικρή Ζουμπουλία με τη μεγάλη Παγώνα σε άλλη. Και τα μεσαία, Ασημάκης - Άχμετ - Εμμανουέλλα, τα άφησε να γυρίζουν στην πλατεία, ελεύθεροι σκοπευτές. Τα συμβούλεψε να μην ξεχνιούνται και πιάνουν το παιχνίδι. Όταν βλέπουν άνθρωπο θα τον πλησιάζουν και θα του λένε κλαψιάρικα, κύριε πεινάμε δώσε να πάρουμε ψωμάκι. Περισσότερο, όμως, στηριζόταν στην Παγώνα που καταλάβαινε. Και στη Διονυσία με το μωρό.
Ο ίδιος ντράπηκε να στηθεί. Γιατί αν στηνόταν ήταν σίγουρο πως θα την άκουγε.
Αποφάσισε να παρακολουθήσει από μακριά την Παγώνα. Πρόσεξε πως οι λίγοι που κυκλοφορούσαν είχαν κρυμμένα τα πρόσωπά τους. Φορούσαν μάσκες, σαν γιατροί στο νοσοκομείο. Μετά απόφευγαν τα κορίτσια και δεν τα πλησίαζαν. Αλλά είδε πως η Παγώνα του δεν κώλωνε και χάρηκε. Αφού αυτοί την απόφευγαν, τους πλησίαζε η ίδια. Οταν περνούσε άνθρωπος τον έπαιρνε από δίπλα. Ο Ζαφείρης ήταν ενθουσιασμένος. Να μην κουράζεται αυτό το κορίτσι και κυρίως να μην απογοητεύεται. Θυμήθηκε μικρός που ζητιάνευε ο ίδιος, τέτοιος ήταν.
Είδε μια ηλικιωμένη κυρία κοντή, με μαγκούρα. Σχεδόν στο ύψος της Παγώνας, περπατούσε αργά – αργά. Και την Παγώνα να την πλησιάζει χοροπηδώντας . Η γριά φορούσε και μάσκα. Η Παγώνα της μιλούσε σαν να τη γνώριζε από παλιά. Καταλάβαινε τι της έλεγε. Κυρία πεινάω, δώσε κάτι και τέτοια. Και ήταν σίγουρος πως θα τα έλεγε κλαίγοντας, αυτό το κορίτσι είναι γεννημένο για ζητιανιά. Και ξαφνικά βλέπει τη γριά να αγριεύει, να σηκώνει τη μαγκούρα να τη κτυπά, και μετά να τη σπρώχνει μακριά. Δεν καλοκατάλαβε αν και πόσο το κορίτσι τραυματίστηκε. Το μυαλό του θόλωσε, σκέφτηκε να ορμήσει να το προστατέψει, αλλά δίστασε, μην τα κάνει χειρότερα. Ησύχασε όταν είδε πως η Παγώνα δεν χαμπάριασε τίποτα. Αμέσως διπλάρωσε έναν γέρο. Αλλά και κει έγιναν σχεδόν τα ίδια.
Το Ζαφείρη τον έζωσαν τα φίδια. Πάει η ζητιανιά, σκέφτηκε, τέλειωσε.
Το μεσημέρι η Παγώνα γύρισε ντροπιασμένη. Σχεδόν με άδεια χέρια. Είχε μαζέψει κάτι ελάχιστα. Τα μικρά τίποτα. Μόνο η Διονυσία με το μωρό, κάτι λίγα.
Όταν έκανε ταμείο απογοητεύτηκε. Κατάλαβε ότι με τη ζητιανιά δεν γίνεται τίποτα όσο υπάρχει αυτός ο καταραμένος κορονοϊός.
Αποφάσισε να μιλήσει στη Διονυσία και να συζητήσουν την πρόταση του Βασιλάρη. Ήξερε πως θα είναι μια δύσκολη συζήτηση. Θυμήθηκε πάλι το Ρομ ζόρι τε αβές - τσιγγάνος δύσκολο να είσαι.
Η Διονυσία πρόπερσι που γέννησε το έκτο παιδί της είχε σχέδιο να κάνει στείρωση, κι ας ήταν 23 χρονών. Δεν ήθελε με τίποτα έβδομο παιδί. Αλλά δεν τα κατάφερε. Ο γιατρός, είπε, πως δεν γινόταν. Θα γεννούσε φυσιολογικά και δεν είχε νόημα να της κάνει στείρωση, δηλαδή καισαρική τομή. Αλλά ούτε και ο ίδιος είχε χρόνο, είχε κι άλλες γέννες. Γέννησε εύκολα μόνο με τη μαία, ο γιατρός έριξε μόνο μια ματιά. Την έδιωξε και όταν παραπονέθηκε της είπε να τον επισκεφτεί μετά από τρεις τέσσερις  μήνες.  Σε πέντε μήνες η Διονυσία τον αναζήτησε αλλά δεν τον βρήκε. Κι όταν είπε στο τμήμα πως θέλει να κάνει στείρωση, δεν αντέχει άλλα παιδιά, την κορόιδευαν και γελούσαν. Της ζητούσαν χαρτιά από γιατρούς και ψυχολόγους και της μιλούσαν για προφυλακτικά, για σπιράλ και άλλα. Απογοητεύτηκε και εγκατέλειψε το σχέδιό της στείρωσης.
Συζήτησε, όμως,  με το Ζαφείρη το ζήτημα και τα συμφώνησαν. Όχι άλλο παιδί. Δεν θα την πλησιάζει εκτός κι έχει στα χέρια του προφυλακτικό. Δυο ολόκληρα χρόνια το κράτησαν και απόφυγαν το έβδομο παιδί. Και τώρα ο ίδιος ο Ζαφείρης της προτείνει έβδομο. Όχι δικό του αλλά με  έναν Ιρανό που θα τους πληρώσει 2000. Παράξενη πρόταση.
Με τον Ιρανό, είπε ο Ζαφείρης  θα είναι αλλιώς. Δεν πάει μαζί του  να το ευχαριστηθεί, ούτε γιατί τον αγαπάει. Δεν πάει με την καρδιά της αλλά μόνο με το σώμα της. Πηγαίνει  για μια σωματική δουλειά. Γιατί η οικογένεια είναι σε ανάγκη. Γιατί της το ζητάει ο Ζαφείρης. Να δώκει το κορμί της, μόνο το κορμί της, σε αυτόν τον άγνωστο άντρα, να βγάλουν κάποια χρήματα τώρα στα δύσκολα. Αν καταφέρουν να τα φυλάξουν θα πάρει ένα φορτηγάκι, να κάνει τον παλιατζή. Άσε που τις Κυριακές η οικογένεια θα πηγαίνει βόλτα και το καλοκαίρι θα κάνουν και τα θαλασσινά μπάνια τους. Το σκέφτηκε η Διονυσία και είπε ναι. Να βοηθήσει το σπίτι, να μπορέσει ο Ζαφείρης να αγοράσει το φορτηγάκι. Αλλά υπήρχε και άλλος ένας λόγος, πολύ προσωπικός. Ήθελε και η ίδια να σπάσει τη ρουτίνα της ζωής της. Να δοκιμάσει κάτι άλλο. Κάτι αβέρτουρλι, κάτι διαφορετικό, κι ας φαίνεται ζόρι.

 
 Η Διονυσία πριν πάει στον Ιρανό, τον γνώρισε σπίτι της. Την Δευτέρα του Πάσχα τον έφερε ο ίδιος ο Ζαφείρης και ήπιαν καφέ. Κουβεντιάσανε και οι τρεις στα ελληνικά,  ο Ιρανός τα μιλάει καλά. Ονομάζεται Γκασπάρ. Είναι ψηλός, ωραίος και ευγενικός άντρας. Είναι και σκουρόχρωμος σαν Ρομά. Το παιδί που θα γεννηθεί δεν θα ξεχωρίζει από τα άλλα της, άσε που θα του βάλουν και χριστιανικό όνομα.
Γνωρίζει καλά, τους είπε, τη γλώσσα φαρσί και τη γλώσσα παστούν. Μιλιούνται σε πολλές χώρες της Ανατολής. Ο Ζαφείρης και η Διονυσία αντιμετώπισαν με αδιαφορία την πληροφορία,  πρώτη φορά   άκουγαν τέτοιες γλώσσες. Εντυπωσιάστηκαν, όμως, όταν ο Γκασπάρ τους εξήγησε ότι  με  αυτές,  εδώ στην Ελλάδα, δουλεύει διερμηνέας. Τον χρησιμοποιούν, είπε,  μετανάστες, αστυνομία, δικαστήρια, δημόσιες υπηρεσίες. Τον κοιτούσαν με θαυμασμό και απορία, αλλά  δεν ρώτησαν  περισσότερα.
Τους ενημέρωσε ότι μένει σε μια μικρή γκαρσονιέρα στην οδό Τριών Ναυάρχων, τους έδωσε και τον αριθμό. Στο τέλος έκλεισαν και το ραντεβού. Κυριακή του Θωμά το απόγευμα, ώρα 6, στην γκαρσονιέρα του.
Το Σάββατο το απόγευμα, όταν ο Ζαφείρης έλειπε από το σπίτι, η Διονυσία μπανιαρίστηκε. Δεν ήθελε να βρίσκεται και αυτός σπίτι, καταλάβαινε πως θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Το απόγευμα της Κυριακής, που ο Ζαφείρης ήταν σπίτι και την έβλεπε, αποφάσισε να ντυθεί πρόχειρα και παραδοσιακά. Φόρεσε την μακριά μαύρη φουστάνα της κι έδεσε ένα κίτρινο μαντίλι στα μαλλιά. Δεν έβαψε τα μάτια και τα χείλη της όπως συνήθιζε.  Όλα για χάρη του Ζαφείρη που παρακολουθούσε τις ετοιμασίες της αμίλητος και ανταριασμένος. Του άφησε τα παιδιά κι έφυγε για το ραντεβού.
Η πόλη ήταν έρημη, αλλά σε ολόκληρη τη διαδρομή από τον προσφυγικό συνοικισμό μέχρι την Τριών Ναυάρχων, τα άνθια από τις νεραντζιές και τα νεαρά βλαστάρια  από τις βαγιές μοσχομύριζαν μεθυστικά.
Όταν γύρισε σπίτι δεν είπε πολλά, ούτε ο Ζαφείρης ζήτησε να μάθει. Καλά πέρασα, σκεφτόταν η Διονυσία. Όχι τόσο στο κρεβάτι, όσο στην κουβέντα. Συζήτησαν αρκετά και αυτό της άρεσε.
Έμαθε ότι είναι παντρεμένος με τρία παιδιά. Ότι θέλει χαρτιά να μπορέσει να φέρει την οικογένεια στην Ελλάδα. Και ότι η γυναίκα του τα ξέρει όλα και συμφώνησε μαζί του, αφού μόνον αυτός ο δρόμος υπάρχει.
Μετά από 15 μέρες η περίοδος ήρθε κανονικά, δεν είχε μείνει έγκυος. Σε 10 μέρες πήγε για δεύτερη συνάντηση. Ούτε στη δεύτερη τα κατάφεραν.
Ο Ζαφείρης άρχισε να ανησυχεί και να νευριάζει. Όταν η Διονυσία ξεκίνησε να πάει για τρίτη φορά, ο Ζαφείρης έχασε την ψυχραιμία του. Φοβήθηκε, νόμιζε ότι της αρέσει ο Ιρανός. Άσε που η συμφωνία πρόβλεπε πως στο διάστημα αυτό δεν πρέπει να  την αγγίζει. Γιατί το παιδί πρέπει  να είναι 100 τα 100 του Ιρανού. Πάνω στο θυμό του της ζήτησε ακόμη και να ακυρώσει τη συμφωνία. Αλλά μετά, το ξανασκέφτηκε. Αφού το κακό έγινε δυο φορές τι νόημα θα είχε;
Η Διονυσία έμεινε έγκυος με την τρίτη φορά. Ηρέμησε και ο Ζαφείρης, το μαρτύριό του σαν να πήρε ένα τέλος. Πήρε και τα  1000 και τώρα ψάχνει τις μάντρες για μεταχειρισμένο φορτηγάκι.
Και η Διονυσία είναι πιο ήρεμη. Σαν αυτό το μωρό που έχει μέσα της να την άλλαξε. Γιατί καταλαβαίνει πως αυτή τη φορά έχει ένα διαφορετικό μωρό στη μήτρα της. Και είναι διαφορετικό. Γιατί το έπιασε με έναν άντρα διαφορετικό. Δεν το θέλει, αλλά πολλές φορές συγκρίνει τον Γκασπάρ με τον Ζαφείρη της. Όταν ο Ζαφείρης βρίσκεται σπίτι, και τον κοιτάζει, παρατηρεί τους τρόπους, τις κουβέντες του, και τότε βλέπει τη διαφορά και την πιάνει κάτι σαν παράπονο. Δεν του έχει πει τίποτα, δεν είναι και χαζή, τέτοια δεν λέγονται. Τα βράδια που ξαπλώνουν, και ο Ζαφείρης απλώνει χέρι πάνω της, η Διονυσία αργά και σταθερά του πιάνει το χέρι.
-Το μωρό είναι ξένο, του λέει. Γιαμπαζίο μπεμπέκο και σταθερά απομακρύνει το χέρι του από πάνω της. Και όταν ο Ζαφείρης γυρίζει θυμωμένος από την άλλη μεριά, του χαϊδεύει το χέρι που μόλις απομάκρυνε από πάνω της και του ψιθυρίζει: Ρομ ζόρι τε αβές. Τσιγγάνος δύσκολο να είσαι.
_____
Εικόνες: Ζωγραφική: Κατερίνα Χριστοπούλου